ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 31 Μαρτίου 2024

Μανόλης Πρατικάκης - Τα Δερβενάκια των Rolling Stones (απόσπασμα I-II)

#διαβάζω_για_σένα
 
Ο ποιητής Μανόλης Πρατικάκης





Τα Δερβενάκια των Rolling Stones

(απόσπασμα)

 

I

 

Eκατέβαιναν ωσάν κυλιόμενες πέτρες τραγουδώντας αυτοί οι

παλαιοί Rolling Stones, με καριοφίλια, ντραμς, σαξόφωνα και

 άλλα οξύαιχμα της έρημης πατρίδας. Εκεί στα Στενά που

κινήθηκαν «στη θέση θάνατος», να γίνει αθάνατος

 με μια χούφτα πικρά Ελληνόπουλα.

 

Ο με το μικρό του δέμας  Γέρος του Μωριά, λέει: Ακούτε ορέ·

μη σκιάζεστε· καθότι εκείθε που τελειώνει το ύψος αρχινά

 το ανάστημα. Και σε τούτο το αμέτρητο του μπογιού

συντελούνται ορέ τα μυστικά μεγάλα έργα, και μέσα τους

 λόγια λένε.

 

Και επειδή  αυτήνοι είναι μιλιούνια ξεδιπλώστε ορέ το πλήθος

 που κοντανασαίνει σκλαβωμένο μέσα σας· και ξυπνήστε

ορέ και τους νεκρούς μας γεννήτορες

ν’ αυγατίσουμε ολίγο που ο οχτρός δε νογά να ξεχωρίσει

τους ίσκιους από της κλεφτουριάς τα πυρωμένα ρουμάνια.

Να τρομάξει ορέ το ασκέρι με στενεμένη

τη φύση.

 -Και το όνομά του ακόμη μνημονεύει κυλιόμενες πέτρες

                                                                                    Κο

                                                                                         λο

                                                                                              κο

                                                                                                   τρώ

                                                                                                         νης.

 

Που όταν τον έσυραν και τον κάθισαν στο σκαμνί ωσάν προδότη

και ακούστηκε εκείνο το φρικτό «εις θάνατον» μια χούφτα

δροσερά ελληνόπουλα φώναξαν: «αίσχος» και «άδικα σε

 σκοτώνουν στρατηγέ». Και εκείνος στρέφοντας, εκοντοστάθηκε

και είπε: «Καλλίτερα άδικα παρά δίκαια. Το δίκιο τους θα ’ναι

το δίκιο μας. Οι μελλούμενοι καιροί θα μιλήσουν»

 

                                                         * * *

 

Kαι χρειάζεται στόχαση μέχρι το στάχυ να μεστώσει. Γιατί ορέ η κάθε

 εξωτερική ρώμη του σώματος κρύβει μια αναπαράσταση ψυχής.

Και αυτή η αναπαράσταση στο σύνολό της είναι του κάθε λαού

οι αδούλωτες πολεμίστρες. Καθώς το κάθε επιμέρους του φανερωμένου σώματος καταθέτει τις δικές του μυστικές υποθέσεις της

ψυχής και τις δικές του αμίλητες πληροφορίες. Έτσι που το

κάθε μέρος αφουγκράζεται των επίλοιπων και οι επίλοιπες του

καθενός σχηματίζοντας μιαν ολότητα από επιμέρους συναρθρώσεις

στην γενική συνάρθρωση. Kαι ως μια φωνή αντιβούϊζε μέσα στην

Εκκλησία του Δήμου· κάνοντας να χαμογελάνε τα ανήσυχα πνεύματα

της Φυλής που εκάθονταν συλλογισμένα στα σαρακοφαγωμένα

στασίδια.

 

                                                        II

 

Η λεβεντιά των Σουλιωτών του Ζάλογγου τ’ αγρίμι

τάξε πως εγενήκανε από την ίδια ζύμη.

 

Και ο φόβος, εμπροστά στην τιμή τους και του γένους την τιμή

εγένη ζοφερό πάθος και άγριος ανήκουστος ύμνος που ασημουργώντας

ενώθηκε με το πνεύμα των αγιασμένων μαρτύρων, που

εξύπνησαν στα σωθικά τους.

Καθώς οι γυναίκες εγνώριζαν από πριν πως: 

 «Εκεί που κίνδυνος εκεί και η σωτηρία φυτρώνει»,

που εχάραξε ο όλβιος Σκαρντανέλι.

Έτσι που ο κίνδυνος εγένη άγρια ιερή μέθεξη και φτερούγισμα

μιας άλλης λευτεριάς. Που το φως της σαν λαμπρό άστρο

εσκίασε το πενιχρό λυχναράκι του θανάτου που αρχήνησε να

τρεμοσβήνει· όπως όταν πλησιάζεις σε μεγάλη φωταγώγηση

πρέπει να σβήνεις το δικό σου μικρό λυχνάρι, που εξάλλου σου

εγένη αχρείαστο και κάπως περίγελο.

 

* * *

 

Και όχι, δεν ερίχνονταν στον εγκρεμό, πάρεξ από το μυρωμένο

στεφάνι των κρίνων, στροφή τη στροφή, της γης τα λουλούδια

ετράβαγαν προς τα κάτω και από ένα με την όψη ματιών που

 τα γυρεύαν, ώσπου να υψωθεί ο λουλουδένιος φράχτης της

φωτιάς, πλεγμένος με τα θεία ποδάρια του αλλοπαρμένου χορού

και εγένη απέραστος.

 

                                                * * *

 

Και δεν ήταν γκρεμός και θάνατος αλλά ανοιξιάτικο γιορτάσι.

Γιατί την ύστατη ώρα η φλεγόμενη φύση τους τα έκαμε όλα

αβαρή. Και ζορισμένες, μες στην έκστασή τους, από αβλεψία,

άνοιξαν από μόνα τους τα κρυμμένα τους φτερά·

και ξαναβρίσκοντας την μενεξεδένια  πρώτη ωραιότητα,

με ένα σεμνό φτερούγισμα πέταξαν προς τους ουρανούς.

 

                                                      * * *

 

Δεν τις είδε κανείς· και κανείς δεν είδε το ανεκλάλητο

 Άλμα τους.

Μα είχαν μάρτυρα τον ουρανό.

 

* * *

 

Γιατί εκείνο το ανήκουστο, αβυσσαλέο Άλμα μονάχα οι ποιητές

μπορούν να το συλλάβουν.

Κατά πως ο πάμφωτος Εκείνου νους, κυνηγημένους απ’ του

πνεύματός του τα  ανειρήνευτα  θηρία· Ατάραχος στου ηφαιστείου

ρίχτηκε το ζοφερό κρατήρα. Και βγήκε λάβα λουλουδιών του

Εμπεδοκλή το κοίτασμα· ν’ αφήσει μοσχοβόλημα στους άπιστους αιώνες.

 

* * *


Με το σώμα τους αφηγούνται τη μορφή των ανέμων που θα πάρουν

 τα φυλλώματα της λευτεριάς.

Με το σώμα τους λύρα ψιθυρίζουν τα τραγούδια τους, που πια

δεν ξεχωρίζουνε μες στην ορχήστρα.

 

* * *


Και συχνά με μια ζοφερή γονιμότητα σβήνουν σαν άνθη.

Για κάτι γόνιμο· για κάτι μυθικά στερεωμένο που γνωρίζει

τα τρεμάμενα βάθη των ονείρων.

 

* * *

 

Και ετούτους τις παράξενες χθόνιες φωνές που τις είπανε

στη γλώσσα τους Rolling Stones, μνημονεύετέ τους στην

εδική μας ως ο κυλιόμενος «ιερός λόχος» τραγουδώντας

τη μούρλια της ζωής, μακριάθε από κάθε πετραχήλι.

 

Θαρρώ δεν υπάρχει ορέ ανθρωπινότερο συλλείτουργο

από το ν’ ακούς τις πέτρες να τραγουδάνε·

κλείνοντας ελαφρά το γόνυ στο ανώνυμο

 τούτο μνημείο.

 

                                                        * * *


Σ’ αυτό το αγκάλιασμα φυτρώνει η μόνη μας

πατρίδα. Ερειπωμένη. Με τον όλεθρο συχνά

για δείπνο.

Κι όμως μονάχα εκείθε ακούς τα νεογέννητα

νερά να κελαηδάνε.

 

Αυτό είναι ο παράδεισος.

 

Μανόλης Πρατικάκης

 

Τρίτη 26 Μαρτίου 2024

Ιωάννης Παπουτσάκης - Εξορία

#διαβάζω_για_σένα 

Ο ποιητής Ιωάννης Παπουτσάκης



Εξορία

 

Τραβήξαμε το δρόμο της σιωπής

της εκούσιας εξορίας μας

στην άγονη γραμμή

Μακριά απ’ όσους και ό,τι μας πληγώνει

μακριά απ’ όλους εκείνους

που μιλάνε χωρίς να έχουν λόγο

και κραυγάζουν για να τους ακούσουν οι υπήκοοί τους

και να συμμορφωθούν προς τας υποδείξεις

Εδώ ακούς μόνο τη σιωπή των βράχων

Τον χτύπο της καρδιάς της μάνας γης

Το πονεμένο σφύριγμα τ’ αγέρα

και τον παφλασμό των κυμάτων

Εδώ μιλάμε με τη μοναξιά μας

και με τον βοριά όταν δεν είναι θυμωμένος

κι αναζητά κι εκείνος συντροφιά

Αφήνουμε τα δάκρυά μας να κυλήσουν πάνω στην πέτρα

τον αναστεναγμό μας να τον πάρει

μαζί του ο άνεμος

στα μακρινά ταξίδια του

Εδώ κατακτήσαμε τη γαλήνη

Οι μέρες και οι νύχτες μας κυλάνε ήρεμα

Χωρίς ονειροπολήσεις

αλλά και χωρίς τύψεις και ενοχές

Παραμείναμε αθώοι

όπως το γέλιο των παιδιών τις Κυριακές

μ’ ένα αγιοκέρι στο χέρι

Πάντα μας άρεσε να βλέπουμε τη φλόγα του

να τρεμοσβήνει

αλλά και μια πνοή της καρδιάς μας

να την κρατάει ζωντανή

Εδώ γίναμε αδέλφια με το φεγγάρι,

τα κύματα, τ’ αρμυρίκια και τη βροχή

που μας μουσκεύει και μας νανουρίζει σαν μητέρα

Μάθαμε τη δύναμη

και την αξία της σιωπής

Είδαμε τον ήλιο να βγαίνει και να δύει

άλλοτε χαμογελώντας

κι άλλοτε τυλιγμένος απ’ τα σύννεφα της πίκρας του

Είδαμε τη νύχτα φεγγαρόλουστη κι αφέγγαρη

Είχαμε το χρόνο να μετράμε τ’ αστέρια

όπως τότε που ήμασταν παιδιά

και πλέκαμε κάτω από τη λάμψη τους τα όνειρά μας

να ακούμε τις εξομολογήσεις τους

στα μοναχικά νυχτέρια τους

Τώρα, μας έμειναν μόνο γλυκόπικρες αναπολήσεις

στο ηλιοβασίλεμα

Σιγά-σιγά προετοιμαζόμαστε

και για τη δική μας δύση

που όλο και ζυγώνει

 

Ιωάννης Παπουτσάκης

 

Από την ποιητική συλλογή «Από πέτρα και ουρανό»

Εκδόσεις 24 γράμματα, Αθήνα, Ιούνιος 2023

Κυριακή 24 Μαρτίου 2024

Οδυσσέας Ελύτης - Το Άξιον εστί - Τα Πάθη - Β'

#διαβάζω_για_σένα
 




Από Το Άξιον Εστί

Τα Πάθη

Β’

 

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνικήˑ

το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Ομήρου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου.

Εκεί σπάροι και πέρκες

ανεμόδαρτα ρήματα

ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια

όσα είδα στα σπλάχνα μου ν’ ανάβουνε

σφουγγάρια, μέδουσες

με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων

όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.

Εκεί ρόδια, κυδώνια

θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι

το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπιαˑ

και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας

λυγαριά και σχίνο

σπάρτο και πιπερόριζα

με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων

ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!

Εκεί δάφνες και βάγια

θυμιατό και λιβάνισμα

τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.

Στο χώμα το στρωμένο με τ’ αμπελομάντιλα,

κνίσες, τσουγκρίσματα

και Χριστός Ανέστη

με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.

Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.

Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

 

Οδυσσέας Ελύτης