ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

ΜΝΗΜΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΟΥΡΗ



Πέρασαν περίπου 100 χρόνια από τον θάνατο του σημαντικότερου σατιρικού ποιητή της Ελλάδας, του Γεώργιου Σουρή (2 Φεβρουαρίου 1853 - 26 Αυγούστου 1919) και τίποτα δεν άλλαξε ακόμη σ' αυτόν τον τόπο - ούτε τα γεγονότα ούτε η νοοτροπία των ανθρώπων (λαού και κυβερνητών) ούτε τα ελαττώματα. Όλα έχουν μείνει όπως τα άφησε ο εκδότης της σατιρικής εφημερίδας "Ο Ρωμηός", που τον εξέδιδε επί 36 χρόνια και 8 μήνες κάθε βδομάδα σε έμμετρη μορφή, στον απίστευτο για την εποχή αριθμό των 1.444 φύλλων! Σταχυολογώντας μερικές από τις ποιητικές του δημιουργίες, έτσι όπως ευρέως κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, σας παρουσιάζω την εικόνα της Ελλάδας του τότε σαν να είναι... σήμερα, τώρα...!!!

Για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896
Ὕμνους ἀναξιφόρμιγγας, βρὲ Περικλῆ, θὰ ψάλω
καὶ δι᾿ Ἀγῶνας διεθνεῖς τὸν σβέρκο μου θὰ βγάλω.
Τίνα μεγάλον ἥρωα, τίν᾿ ἄνδρα κελαδήσομεν;
ἐλᾶτε βάρη ν᾿ ἄρωμεν, ἐλᾶτε νὰ πηδήσωμεν,
καὶ νὰ παρακαλέσωμεν μὲ δίσκους εἰς τὸ χέρι
Ἀβέρωφ τὸν περίδοξον νὰ λύσει τὸ κεμέρι,
κι ὁλάκερο τὸ Στάδιο μαρμάρινο νὰ κάνει
γιὰ ν᾿ ἁλωνίζουν Κόννολυ καὶ Φλὰκ κι Ἀμερικάνοι.

Για την επιστροφή των μαρμάρων του Παρθενώνα

Ὦ Βρεττανέ, τοὺς Ἕλληνας μὴν κλαῖς γιὰ Παρθενῶνες,
καὶ οὔτε γράμματα πικρὰ ᾿στὴν Ἄνασσα νὰ στέλλῃς,
πέρνε σὰν τὸν Παράσχο μας ἀπὸ τὴ γῆ κοτρῶνες,
καὶ στοίβαζε κι᾿ ἀσβέστωνε καὶ κάνε ὅσους θέλεις.
Ὅπου πατήσῃς μάρμαρα, ὅπου σταθῇς μνημεῖα,
καὶ ἀπὸ ἀρχαιότητας παντοῦ ἐπιδημία.
Κι᾿ ἂν ἔχῃς ὄρεξι νὰ κλαῖς μὲ ὅλη τὴν καρδιά σου,
γι᾿ ἄψυχα μάρμαρα μὴν κλαῖς καὶ γιὰ παλῃὰ κεφάλια,
τὰ ζωντανὰ ἀγάλματα γιὰ κύτταξε ᾿μπροστά σου,
κι᾿ ἐμᾶς νὰ κλάψῃς, Βρεττανέ, καὶ τὰ κακά μας χάλια.
Τὰ πύρινά σου δάκρυα γιὰ ᾿μᾶς δὲν πᾶν χαμένα...
ὤ! κλάψε γιὰ τοὺς Ἕλληνας, μὰ κλάψε καὶ γιὰ ῾μένα.

Για την αρχηγική τάση των Ελλήνων

Τοῦ Διογένη πιάσετε ἀμέσως τὸ φανάρι,
κι᾿ ἐλᾶτε νὰ γυρέψουμε κανέναν ἀρχηγό·
ἀλλὰ καθένας μας, θαρρῶ, εἶν᾿ ἄξιος νὰ πάρῃ
τὴν ἀρχηγίαν κόμματος, ἀκόμη δὰ κι᾿ ἐγώ.
Γιὰ τὰ πρωτεῖα ξεψυχᾷ κάθε Ρῳμιὸς λεβέντης,
μόνον αὐτὸς πρωθυπουργός, μόνον αὐτὸς ἀφέντης.
Τί ἀρχηγῶν κατακλυσμός! ... κι᾿ οἱ ἕλληνες ἐκεῖνοι,
ποὺ τὸν καφφέ των βερεσὲ εἰς τὰ Χαυτεῖα πίνουν,
ἂν ἀρχηγίαν ἔξαφνα κανένας τοὺς προτείνῃ,
δὲν θὰ διστάσουν βέβαια καὶ Ἀρχηγοὶ νὰ γίνουν.
Κι᾿ αὐτὸς ὁ ἕσχατος Ρωμηὸς γιὰ ὅλα κάτι ξέρει,
ἕλληνος τράχηλος ποτὲ ζυγὸν δὲν ὑποφέρει.

Για την κριτική επί παντός επιστητού

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,
τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,
καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,
κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.
Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,
τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ
ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο
τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.
Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !
ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,
κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,
καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,
ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...
Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,
κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Για την οικονομία της Ελλάδας

Κλέφτες φτωχοὶ καὶ ἄρχοντες μὲ ἅμαξες καὶ ἄτια,
κλέφτες χωρὶς μία πῆχυ γῆ καὶ κλέφτες μὲ παλάτια,
ὁ ἕνας κλέβει ὄρνιθες καὶ σκάφες γιὰ ψωμὶ
ὁ ἄλλος τὸ ἔθνος σύσσωμο γιὰ πλούτη καὶ τιμή.

Γι᾿ αὐτὸ τὸ κράτος, ποὺ τιμᾶ τὰ ξέστρωτα γαϊδούρια,
σικτὶρ στὰ χρόνια τὰ παλιά, σικτὶρ καὶ στὰ καινούργια!

Δυστυχία σου Ἑλλάς, μὲ τὰ τέκνα ποὺ γεννᾶς.
Ὦ Ελλάς, ἡρώων χώρα, τί γαϊδάρους βγάζεις τώρα;

Για την βαριά φορολογία

Βάλετε φόρους, βάλετε εις την πτωχή μας ράχη,
ποτίστε με το αίμα μας την άρρωστη πατρίδα,
σεις το κρασί και τον καπνό να πίνετε μονάχοι,
κ' εμείς να σας κυττάζωμε με μάτι σαν γαρίδα.
Βαρειά φορολογήσετε και το νερό που τρέχει...
βάλετε φόρους, βάλετε, κι' η ράχη μας αντέχει...

Ό,τι καλό κι αν έχωμε απάνω μας ας μείνη,
στα πρόσωπά μας ας χυθή του μαρασμού το χρώμα,
μ' εμάς το ισοζύγιο του έθνους μας ας γίνη,
φορολογήσετε κι' αυτή τη σάρκα μας ακόμα.
Του κρέατός μας κόβετε καμμιά παχειά λωρίδα,
και τρώγετέ την λαίμαργα μαζί με την πατρίδα.

Πρέπει να είναι οι πολλοί πτωχοί και πεινασμένοι
και οι ολίγοι πάντοτε να βρίσκονται χορτάτοι,
πρέπει να στέκουν οι πολλοί στα σπίτια των κλεισμένοι
και οι ολίγοι να πηδούν απάνω στο Παλάτι.
Πρέπει ο κόσμος ο πολύς να δέχεται τα βάρη,
κι ο λιγοστός απάνω του κανένα να μην πάρη.

Λοιπόν κανένας πρόστυχος κεφάλι μη σηκώση,
για τόσα νομοσχέδια μη βγάλη τσιμουδιά,
εις της πατρίδος τον βωμόν το αιμα του ας δώση,
χωρίς ν'αφήση στεναγμό η μαύρη του καρδιά.
Κι αν τώρα πάλι έπεσε επάνω του ο κλήρος,
πρέπει και πάλι να φανή γενναίος, μάρτυς, ήρως!

Για την κατάντια μας!

Μόνο σκατά φυτρώνουνε στον τόπο αυτό τον άγονο
κι όλοι χεσμένοι είμαστε, σκατάδες στο τετράγωνο.
Μας έρχεται κάθε σκατάς, θαρρούμε πως σωθήκαμε,
μα μόλις φύγει βλέπομε πως αποσκατωθήκαμε.