ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ

#διαβάζω_για_σένα


ΘΡΥΛΟΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ




«Θρύλοι για την Άλωση της Πόλης»

Πνευματικό Κέντρο Κωνσταντινουπολιτών
Πέμπτη 23 Μαΐου 2019
  
Οκτώ προφορικές παραδόσεις στο δοκίμι των καιρών, σχετικές με το πάρσιμο της Πόλης, σε μια σπονδυλωτή παράθεση γεγονότων, ξετυλίγουν αντιλήψεις του συλλογικού φαντασιακού από το πριν την Άλωση-κατά τη διάρκεια της Άλωσης αλλά και μετά από αυτήν, όπως καθρεφτίστηκαν σε λαϊκά αφηγήματα που τα διέσωσε ο χρόνος, με κεντρικό άξονα τον ναό της Αγίας Σοφίας. Η προφορική λογοτεχνία του λαού συναντά την Ιστορία και ιστορίες ξαναειπωμένες αγκαλιάζονται μελωδικά με πρωτότυπες μουσικές σε παραδοσιακούς δρόμους των ρυθμών της Πόλης και της Μικρασίας, μέσα από στίχους νεογέννητους.

¨Ένα δημιουργικό συναπάντημα των τεχνών της ποίησης και της μουσικής που τείνουν το χέρι στην προφορική αφήγηση.


Συντελεστές
Ποίηση-στίχοι: Δημήτρης Φιλελές 
Μουσική σύνθεση-τραγούδι: Φίλιππος Πλακιάς 
Αφήγηση: Δημήτρης Β. Προύσαλης

Συνδιοργάνωση:
 Σωματείο Ελλήνων Υπηκόων Απελαθέντων εκ Τουρκίας
«Παραμύθια και Μύθοι στου Κένταυρου τη ράχη»

Τετάρτη 27 Μαΐου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - ΔΥΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

#διαβάζω_για_σένα




Δύο τραγούδια της Άνοιξης

Ι

Μου φαίνεται, πως η άνοιξη
Σαν κελαηδά με τρέμει
Μην της ζητήσω ένα σκοπό
Να δώσει του έρωτά μου
Μην της ζητήσω ένα φιλί
Να σου φιλήσω την καρδιά
Να σου χαρίσω δυο φτερά
Και να σε δω δικιά μου

ΙΙ

Έλα να δεις την άνοιξη που περπατάει
Που με τα σύννεφα αγκαλιά μας χαιρετάει
Έλα να δεις την κόρη μου πώς έγινε μεγάλη
Και τραγουδάει με μια φωνή που δεν ήταν δικιά της
Και τραγουδάει μ’ ένα παλμό που είναι του κόσμου όλου
Σαν να βρέχει τα χείλια της στη βρύση τ’ ουρανού
Σαν να πετάει η καρδούλα της με κάθε χελιδόνι
Και να μην ξέρει η άνοιξη αν είν’ δικιά της κόρη!

Γιώργος Σαραντάρης


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - ΗΤΑΝ ΓΥΝΑΙΚΑ, ΗΤΑΝ ΟΝΕΙΡΟ...

#διαβάζω_για_σένα




Ήταν γυναίκα, ήταν όνειρο…

«J'i cueilli ce brin de bruyère»
G. Apollinaire

Ήταν γυναίκα ήταν όνειρο ήτανε και τα δυο
Ο ύπνος μ’ εμπόδιζε να τη δω στα μάτια
Αλλά της φιλούσα το στόμα την κράταγα
Σαν να ήταν άνεμος και να ήταν σάρκα
Μου ‘λεγε πως μ’ αγαπούσε αλλά δεν το άκουγα καθαρά
Μου ‘λεγε πως πονούσε να μη ζει μαζί μου
Ήταν ωχρή και κάποτε έτρεμα για το χρώμα της
Κάποτε απορούσα νιώθοντας την υγεία της σαν δική μου υγεία
Όταν χωρίζαμε ήταν πάντοτε νύχτα.

Τ’ αηδόνια σκέπαζαν το περπάτημά της
έφευγε και ξεχνούσα πάντοτε τον τρόπο της φυγής της
Η καινούρια μέρα άναβε μέσα μου προτού ξημερώσει
Ήταν ήλιος ήταν πρωί όταν τραγουδούσα
Όταν μόνος μου έσκαβα ένα δικό μου χώμα
Και δεν τη σκεφτόμουνα πια εκείνη.

Γιώργος Σαραντάρης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - ΝΑ ΚΟΙΜΑΣΑΙ ΝΗΣΤΙΚΟΣ

#διαβάζω_για_σένα






Να κοιμάσαι νηστικός

Να κοιμάσαι νηστικός σε μία σοφίτα
Να είσαι ο τεμπέλης του σπιτιού
Να γίνεσαι σκουπίδι
Όταν ανοίγεται ένα λερωμένο στόμα
Θα σηκώσω το γιακά
Για να φύγω σαν ένας ληστής
Από το δικό μου σπίτι
Θα κοιμηθώ στους δρόμους
Για να νιώσω ολάκερη την πολιτεία
Να τουρτουρίζει μαζί μου
Στο παλτό μου έχω ένα λεκέ
Αλλά είναι καλό που δεν τον βλέπω
Θα το ξαπλώσω χάμω
Και θα στρωθώ πάνω του
Να πιώ λίγη βραδιά
Στη γωνιά του έρημου κήπου
Θα αιστανθώ τη σελήνη
Όπως δεν αιστάνθηκα τίποτε
Στη ζωή μου
Θα την αιστανθώ στα χείλια μου
Σαν ένα αχλάδι
Στα μάγουλα
Σαν άλλα μάγουλα.

Γιώργος Σαραντάρης

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΡΑΝΤΑΡΗΣ - ΠΑΛΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ...

#διαβάζω_για_σένα




Πάλι ο ουρανός…

Πάλι ο ουρανός ανοίγει εδώ την πύλη.

Πάλι σηκώνει τη σημαία
Εμείς μπαίνουμε χωρίς φόβο
Τα μάτια τα πουλιά μαζί μας μπαίνουν
Αστράφτει η πολιτεία αστράφτει ο νους μας
Η φαντασία τους κήπους πλημμυράει
Είναι παιδιά που στέκονται στις βρύσες
Κορυδαλλοί στους όρθρους ακουμπάνε
Στις λεμονιές άγγελοι χορτάτοι
Είναι αηδόνια που παντού ξυπνάνε
Φλογέρες παίζουν έντομα βουίζουν
Είναι τραγούδια η στάχτη των νεκρών
Και οι νεκροί κάπου αναγεννιούνται πάλι
Ολούθε μας μαζεύει ο Θεός
Έχουμε χέρια καθαρά και πάμε.

Γιώργος Σαραντάρης



Τρίτη 26 Μαΐου 2020

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΑΣΤΥΑΝΑΞ

#διαβάζω_για_σένα




Αστυάναξ

Τώρα που θα φύγεις πάρε μαζί σου και το παιδί
που είδε το φως κάτω από εκείνο το πλατάνι,
μια μέρα που αντηχούσαν σάλπιγγες και έλαμπαν όπλα
και τ’ άλογα ιδρωμένα σκύβανε ν’ αγγίξουν
την πράσινη επιφάνεια του νερού
στη γούρνα με τα υγρά τους τα ρουθούνια.
Οι ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας
τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας
και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα
ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη
για τις ψυχές που γνώριζαν την προσευχή τους.
Τώρα που θα φύγεις, τώρα που η μέρα της πληρωμής
χαράζει, τώρα που κανείς δεν ξέρει
ποιον θα σκοτώσει και πώς θα τελειώσει,
πάρε μαζί σου το παιδί που είδε το φως
κάτω απ’ τα φύλλα εκείνου του πλατάνου
και μάθε του να μελετά τα δέντρα.

Γιώργος Σεφέρης
Από το Μυθιστόρημα (ΙΖ’)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΜΠΟΤΙΛΙΑ ΣΤΟ ΠΕΛΑΓΟ

#διαβάζω_για_σένα




Μποτίλια στο πέλαγο

Τρεις βράχοι λίγα καμένα πεύκα κι ένα ρημοκλήσι
και παραπάνω
το ίδιο τοπίο αντιγραμμένο ξαναρχίζει
τρεις βράχοι σε σχήμα πύλης, σκουριασμένοι
λίγα καμένα πεύκα, μαύρα και κίτρινα
κι ένα τετράγωνο σπιτάκι θαμμένο στον ασβέστη
και παραπάνω ακόμη πολλές φορές
το ίδιο τοπίο ξαναρχίζει κλιμακωτά
ως τον ορίζοντα ως τον ουρανό που βασιλεύει.

Εδώ αράξαμε το καράβι να ματίσουμε τα σπασμένα κουπιά,
να πιούμε νερό και να κοιμηθούμε.
Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη
και ξεδιπλώνει μιαν απέραντη γαλήνη.
Εδώ μέσα στα βότσαλα βρήκαμε ένα νόμισμα
και το παίξαμε στα ζάρια.
Το κέρδισε ο μικρότερος και χάθηκε.

Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά.

Γιώργος Σεφέρης

Από το Μυθιστόρημα (ΙΒ’)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΔΕΝ ΤΟΥΣ ΓΝΩΡΙΣΑΜΕ

#διαβάζω_για_σένα




Δεν τους γνωρίσαμε

Δεν τους γνωρίσαμε
ήταν η ελπίδα στο βάθος που έλεγε
πως τους είχαμε γνωρίσει από μικρά παιδιά.
Τους είδαμε ίσως δυο φορές κι έπειτα πήραν τα καράβια,
φορτία κάρβουνο, φορτία γεννήματα, κι οι φίλοι μας
χαμένοι πίσω από τον ωκεανό παντοτινά.
Η αυγή μας βρίσκει πλάι στην κουρασμένη λάμπα
να γράφουμε αδέξια και με προσπάθεια στο χαρτί
πλεούμενα γοργόνες ή κοχύλια
το απόβραδο κατεβαίνουμε στο ποτάμι
γιατί μας δείχνει το δρόμο προς τη θάλασσα,
και περνούμε τις νύχτες σε υπόγεια που μυρίζουν κατράμι.
Οι φίλοι μας έφυγαν
ίσως να μην τους είδαμε ποτές, ίσως
να τους συναπαντήσαμε όταν ακόμη ο ύπνος
μας έφερνε πολύ κοντά στο κύμα που ανασαίνει
ίσως να τους γυρεύουμε γιατί γυρεύουμε την άλλη ζωή,
πέρα από τ’ αγάλματα.

Γιώργος Σεφέρης

Από το Μυθιστόρημα (Ε’)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΤΟΝ ΑΓΓΕΛΟ ΤΟΝ ΠΕΡΙΜΕΝΑΜΕ ΠΡΟΣΗΛΩΜΕΝΟΙ ΤΡΙΑ ΧΡΟΝΙΑ

#διαβάζω_για_σένα



Τον άγγελο τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια

Τον άγγελο
τον περιμέναμε προσηλωμένοι τρία χρόνια
κοιτάζοντας πολύ κοντά
τα πεύκα το γιαλό και τ’ άστρα.
Σμίγοντας την κόψη τ’ αλετριού ή του καραβιού την καρένα
ψάχναμε να βρούμε πάλι το πρώτο σπέρμα
για να ξαναρχίσει το πανάρχαιο δράμα.

Γυρίσαμε στα σπίτια μας τσακισμένοι
μ’ ανήμπορα μέλη, με το στόμα ρημαγμένο
από τη γέψη της σκουριάς και της αρμύρας.
Όταν ξυπνήσαμε ταξιδέψαμε κατά το βοριά, ξένοι
βυθισμένοι μέσα σε καταχνιές από τ’ άσπιλα φτερά των
κύκνων που μας πληγώναν.

Τις χειμωνιάτικες νύχτες μας τρέλαινε ο δυνατός αγέρας
της ανατολής
τα καλοκαίρια χανόμασταν μέσα στην αγωνία της μέρας
που δεν μπορούσε να ξεψυχήσει.

Φέραμε πίσω
αυτά τ’ ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής.

Γιώργος Σεφέρης

Από το Μυθιστόρημα (Α’)



ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΦΥΓΗ

#διαβάζω_για_σένα




Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
Έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
Ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
Ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
Μέσα στο πρωινό χορτάρι
Ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
Να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

Η αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
Σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
Να εξηγήσω γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
Με τόσο πάθος.

Κι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
Μ’ όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
Κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
Εκείνου του ανθρώπου
Κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
Μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε μέσα στη φυγή.

Γιώργος Σεφέρης


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Ε'

#διαβάζω_για_σένα




ΣΤΡΟΦΗ – ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Ε΄

Πού πήγε η μέρα η δίκοπη που είχε τα πάντα αλλάξει;
Δε θα βρεθεί ένας ποταμός να ’ναι για μας πλωτός;
Δε θα βρεθεί ένας ουρανός τη δρόσο να σταλάξει
για την ψυχή που νάρκωσε κι ανάθρεψε ο λωτός;

Στην πέτρα της υπομονής προσμένουμε το θάμα
που ανοίγει τα επουράνια κι είν’ όλα βολετά
προσμένουμε τον άγγελο σαν το πανάρχαιο δράμα
την ώρα που του δειλινού χάνουνται τ’ ανοιχτά

τριαντάφυλλα… Ρόδο άλικο του ανέμου και της μοίρας,
μόνο στη μνήμη απόμεινες, ένας βαρύς ρυθμός
ρόδο της νύχτας πέρασες, τρικύμισμα πορφύρας
τρικύμισμα της θάλασσας… Ο κόσμος είναι απλός.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Δ'

#διαβάζω_για_σένα



ΣΤΡΟΦΗ – ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Δ΄

Δυο φίδια ωραία κι αλαργινά, του χωρισμού πλοκάμια
σέρνουνται και γυρεύουνται στη νύχτα των δεντρών,
για μιαν αγάπη μυστική σ’ ανεύρετα θολάμια
ακοίμητα γυρεύουνται δεν πίνουν και δεν τρων.

Με γύρους με λυγίσματα κι η αχόρταγή τους γνώμη
κλώθει, πληθαίνει, στρίβει, απλώνει κρίκους στο κορμί
που κυβερνούν αμίλητοι του έναστρου θόλου οι νόμοι
και του αναδεύουν την πυρή κι ασίγαστη αφορμή. *

Το δάσος στέκει ριγηλό της νύχτας αντιστύλι
κι είναι η σιγή τάσι αργυρό όπου πέφτουν οι στιγμές
αντίχτυποι ξεχωρισμένοι, ολόκληροι, μια σμίλη
προσεχτική που δέχουνται πελεκητές γραμμές…

Αυγάζει ξάφνου το άγαλμα. Μα τα κορμιά έχουν σβήσει
στη θάλασσα στον άνεμο στον ήλιο στη βροχή.
Έτσι γεννιούνται οι ομορφιές που μας χαρίζει η φύση
μα ποιός να ξέρει αν πέθανε στον κόσμο μια ψυχή.

Στη φαντασία θα γύριζαν τα χωρισμένα φίδια
(Το δάσος λάμπει με πουλιά βλαστούς και ροδαμούς)
μένουν ακόμη τα σγουρά γυρέματά τους, ίδια
του κύκλου τα γυρίσματα που φέρνουν τους καημούς.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Γ'

#διαβάζω_για_σένα




ΣΤΡΟΦΗ – ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Γ΄

Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα!
Πρόβαλε ανάστημα άγρυπνο στο πλήθος της σιωπής
σήκωσε το κεφάλι από τα χέρια τα καμπύλα
το θέλημά σου να γενεί και να μου ξαναπείς

τα λόγια που άγγιζαν και σμίγαν το αίμα σαν αγκάλη·
κι ας γείρει ο πόθος σου βαθύς σαν ίσκιος καρυδιάς
και να μας πλημμυράει με των μαλλιών σου τη σπατάλη
από το χνούδι του φιλιού στα φύλλα της καρδιάς.

Χαμήλωναν τα μάτια σου κι είχες το χαμογέλιο
που ανιστορούσαν ταπεινά ζωγράφοι αλλοτινοί.
Λησμονημένο ανάγνωσμα σ’ ένα παλιό ευαγγέλιο
το μίλημά σου ανάσαινε κι η ανάλαφρη φωνή:

«Είναι το πέρασμα του χρόνου σιγαλό κι απόκοσμο
κι ο πόνος απαλά μες στην ψυχή μου λάμνει
χαράζει η αυγή τον ουρανό, τ’ όνειρο μένει απόντιστο
κι είναι σα να διαβαίνουν μυρωμένοι θάμνοι.

»Με του ματιού τ’ αλάφιασμα, με του κορμιού το ρόδισμα
ξυπνούν και κατεβαίνουν σμάρι περιστέρια
με περιπλέκει χαμηλό το κυκλωτό φτερούγισμα
ανθρώπινο άγγιγμα στον κόρφο μου τ’ αστέρια.

»Την ακοή μου ως να ’σμιξε κοχύλι βουίζει ο αντίδικος
μακρινός κι αξεδιάλυτος του κόσμου ο θρήνος
μά ειναι στιγμές και σβήνουνται και βασιλεύει δίκλωνος
ο λογισμός του πόθου μου, μόνος εκείνος.


»Λες κι είχα αναστηθεί γυμνή σε μια παρμένη θύμηση
σαν ήρθες γνώριμος και ξένος, ακριβέ μου
να μου χαρίσεις γέρνοντας την απέραντη λύτρωση
που γύρευα από τα γοργά σείστρα του ανέμου…»

Το ραγισμένο ηλιόγερμα λιγόστεψε κι εχάθη
κι έμοιαζε πλάνη να ζητάς τα δώρα τ’ ουρανού.
Χαμήλωναν τα μάτια σου. Του φεγγαριού τ’ αγκάθι
βλάστησε και φοβήθηκες τους ίσκιους του βουνού.

…Μες στον καθρέφτη η αγάπη μας, πώς πάει και λιγοστεύει
μέσα στον ύπνο τα όνειρα, σκολειό της λησμονιάς
μέσα στα βάθη του καιρού, πώς η καρδιά στενεύει
και χάνεται στο λίκνισμα μιας ξένης αγκαλιάς…

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Β'

#διαβάζω_για_σένα



ΣΤΡΟΦΗ – ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Β΄

Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στ’ ακρογιάλια
η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό·
λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…
Ω μην ταράξεις… πρόσεξε ν’ ακούσεις τ’ αλαφρό

ξεκίνημά της… τ’ άγγιξες το δέντρο με τα μήλα
το χέρι απλώθη κι η κλωστή δείχνει και σε οδηγεί…
Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και στα φύλλα
να ’σουν εσύ που θα ’φερνες την ξεχασμένη αυγή!

Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα
μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού,*
να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα
αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού…

Η νύχτα να ’ταν που έκλεισε τα μάτια; Μένει αθάλη,
σαν από δοξαριού νευρά μένει πνιχτό βουητό,
μια στάχτη κι ένας ίλιγγος στο μαύρο γυρογιάλι
κι ένα πυκνό φτερούγισμα στην εικασία κλειστό.

Ρόδο του ανέμου, γνώριζες μα ανέγνωρους μας πήρες
την ώρα που θεμέλιωνε γιοφύρια ο λογισμός
να πλέξουνε τα δάχτυλα και να διαβούν δυο μοίρες
και να χυθούν στο χαμηλό κι αναπαμένο φως.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ Α'

#διαβάζω_για_σένα



ΣΤΡΟΦΗ – ΕΡΩΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ

Α΄

Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις
μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί
κι ήταν ωραίο το πρόσταγμα που δέχτηκες να δώσεις
κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί.

Του κύκλου σου το ανέβασμα ζωντάνευε τη χτίση
από τ’ αγκάθι σου έφευγε του δρόμου ο στοχασμός
η ορμή μας γλυκοχάραζε γυμνή να σ’ αποχτήσει
ο κόσμος ήταν εύκολος· ένας απλός παλμός.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ

Κυριακή 24 Μαΐου 2020

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΥΠΟ ΤΗΝ ΒΑΣΙΛΙΚΗΝ ΔΡΥΝ



πό την βασιλικήν δρῦν

Ὅταν παιδίον διηρχόμην ἐκεῖ πλησίον, ἐπὶ ὁναρίου ὀχούμενος, διὰ νὰ ὑπάγω νὰ ἀπολαύσω τὰς ἀγροτικάς μας πανηγύρεις τῶν ἡμερῶν τοῦ Πάσχα, τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ τῆς Πρωτομαγιᾶς, ἐρρέμβαζον γλυκὰ μὴ χορταίνων νὰ θαυμάζω περικαλλὲς δένδρον μεμονωμένον, πελώριον, μίαν βασιλικὴν δρῦν. ῾Οποῖον μεγαλεῖον εἶχεν! Οἱ κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί· οἱ κλῶνοι της γαμψοὶ ὡς ἡ κατατομὴ τοῦ ἀετοῦ, οὖλοι ὡς ἡ χαίτη τοῦ λέοντος, προεῖχον ἀναδεδεμένοι εἰς βασιλικὰ στέμματα. Καὶ ἦτο ἐκείνη ἅνασσα τοῦ δρυμοῦ, δέσποινα ἀγρίας καλλονῆς, βασίλισσα τῆς δρόσου...
Ἀπὸ τὰ φύλλα της ἐστάλαζε καὶ ἔρρεεν ὁλόγυρά της «μάννα ζωῆς, δρόσος γλυκασμοῦ, μέλι τὸ ἐκ πέτρας». Ἔθαλπον οἱ ζωηφόροι ὀποί της ἔρωτα θείας ἀκμῆς καὶ ἔπνεεν ἡ θεσπεσία φυλλάς της ἵμερον τρυφῆς ἀκηράτου. Καὶ ἡ κορυφή της βαθύκομος ἠγείρετο ὡς στέμμα παρθενικόν, διάδημα θεῖον.
ᾘσθανόμην ἄφατον συγκίνησιν νὰ θεωρῶ τὸ μεγαλοπρεπὲς ἐκεῖνο δένδρον. ᾽Εφάνταζεν εἰς τὸ ὄμμα, ἔμελπεν εἰς τὸ οὗς, ἐψιθύριζεν εἰς τὴν ψυχὴν φθόγγους ἀρρήτου γοητείας. Οἱ κλῶνοι, οἱ ράμνοι, τὸ φύλλωμά της, εἰς τοῦ ἀνέμου τὴν σεῖσιν, ἐφαίνοντο ὡς νὰ ψάλλωσι μέλος ψαλμικόν, τὸ «Ὡς ἐμεγαλύνθην...». Μ’ ἔθελγε, μ’ ἐκάλει ἐγγύς της. ᾽Επόθουν νὰ πηδήσω ἀπὸ τοῦ ὑποζυγίου, νὰ τρέξω πλησίον της, νὰ τὴν ἀπολαύσω, νὰ περιπτυχθῶ τὸν κορμὸν της, ὅστις θὰ ἦτο ἀγκάλιασμα διὰ πέντε παιδιὰ ὡς ἐμέ, καὶ νὰ τὸν φιλήσω. Νὰ προσπαθήσω ν’ ἀναρριχηθῶ εἰς τὸ πελώριον στέλεχος, τὸ ἀδρὸν καὶ ἀμαυρόν, ν’ ἀναβῶ εἰς τὸ σταύρωμα τῶν κλάδων της ν’ ἀνέλθω εἰς τοὺς κλώνους, νὰ ὑψωθῶ εἰς τοὺς ἀκρέμονας. Καὶ ἄν δὲν μ’ ἐδέχετο καὶ ἄν μ’ ἀπέβαλλεν ἀπὸ τὸ σῶμα της καὶ μ’ ἔρριπτε κάτω, ἂς ἔπιπτον νὰ κυλισθῶ εἰς τὴν χλόην της, νὰ στεγασθῶ ὑπὸ τὴν σκιάν της, ὑπὸ τὰ ἀετώματα τῶν κλώνων της, τὰ ὅμοια μὲ στέμματα Δαβὶδ θεολήπτου.
Ἐπόθουν, ἀλλ’ ἡ συνοδεία τῶν οἰκείων μου, μεθ’ ὧν ἐτέλουν τὰς ἐκδρομὰς ἐκείνας ἀνὰ τὰ ὄρη, δὲν θὰ ἤθελε νὰ μοὶ τὸ ἐπιτρέψῃ. Καὶ μίαν χρονιάν, ἦτο κατὰ τὰς ορτὰς τοῦ σωτηρίου ἔτους 18..., καθὼς εἴχομεν διέλθει πλησίον τοῦ δένδρου, ἐφθάσαμεν εἰς τὸ Μέγα Μανδρί· ἦτο δὲ τὸ Μέγα Μανδρὶ μικρὸς συνοικισμός, θερινὸν σκήνωμα τῶν βοσκῶν τοῦ τόπου. Ἐκατοίκουν ἐκεῖ ἑπτὰ ἤ ὀκτὼ οἰκογένειαι ἀγροτῶν. Δύο ἐκ τῶν οἰκογενειῶν τούτων συνεδέοντο πρὸς τοὺς γονεῖς μου διὰ δεσμῶν βαπτίσματος, κολιγοσύνης κτλ. καὶ ὅλοι ἦσαν φίλοι καὶ συμπατριῶται μας.
Κατηρχόμεθα ἐκεῖ συνήθως τὰς ἡμέρας τοῦ Πάσχα, εἶτα πάλιν τοῦ Ἁγ. Γεωργίου ἤ τὴν Πρωτομαγιάν, ἄλλοτε δὲ τοῦ Ἁγ. Κωνσταντίνου ἤ τῆς Ἀναλήψεως. ᾽Επὶ τερπνοῦ λόφου ὑπῆρχε τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγ. ᾽Ιωάννου τοῦ Θεολόγου, ὅπου ἐλειτουργούμεθα.
Ἤγοντο ἐκεῖ χοροὶ καὶ πανηγύρεις˙ δρόσος καὶ ἀναψυχὴ καὶ χάρμα ἐβασίλευεν. Ἐθύοντο ἀρνία καὶ ἐρίφια, καὶ σπονδαὶ ἐγίνοντο πυροξάνθου ἀνθοσμίου. Ἐτελοῦντο ἀγῶνες ἀμίλλης, δισκοβολίαι καὶ ἅλματα. ῎Επληττε τὰς πραείας ἠχοῦς ὁ φθόγγος τοῦ αὐλοῦ καὶ τῆς λύρας, συνοδεύων τὸ ἔρρυθμον βῆμα τῶν παρθένων πρὸς κύκλιον χορόν. Καὶ ξανθαὶ ἐρυθρόπεπλοι βοσκοποῦλαι ἐπήδων, ἐπέτων, ἐκελάδουν.
Καθὼς εἴχομεν φθάσει ἐκεῖ, τὴν χρονιὰν ἐκείνην, μὲ εἶχε κυριεύσει ζωηρότερον ἡ ἐντύπωσις ἡ μαγικὴ τῆς δρυός. Διηρχόμεθα ἑκάστοτε οὐχὶ μακρὰν τοῦ δένδρου, ἀπέχοντος ἡμισείας ὥρας ὁδὸν ἀπὸ τὸ Μέγα Μανδρί. Ὁ δρόμος μας ἦτο ἐπὶ τῆς κλιτύος, ὀλίγον ὑψηλότερον τῆς θέσεως, ὅπου ἵστατο τὸ δένδρον, ἔτεμνε δὲ πλαγίως τὸ βουνόν, καὶ ἡ δρῦς ἡ μαγική, καθὼς ἐξηκολούθουν νὰ τὴν βλέπω ἐπὶ ἱκανὴν ὥραν, μὲ ἐγοήτευε καὶ μὲ ἐκάλει, ὡς νὰ ἦτο πλάσμα ἔμψυχον, κόρη παρθενικὴ τοῦ βουνοῦ.
Κατὰ τὰς ποικίλας κυμάνσεις τῆς ὁδοῦ, σύμφωνα μὲ τὰ κοιλώματα ἤ τὰς προεξοχὰς τοῦ ἐδάφους καὶ κατὰ τὰς κινήσεις τοῦ ὀναρίου τὰς ἰδιοτρόπους καὶ πείσμονας -καθὼς ἐξάνοιγα τὸ πρῶτον τὴν δρῦν, καθόσον ἐπλησίαζα ἤ ἀπεμακρυνόμην ἀπ’ αὐτῆς,- τόσας θέας, ἀπόψεις καὶ φάσεις ἐλάμβανε τὸ δἑνδρον. Ἐκ πλαγίου καὶ μακρόθεν εἶχεν ὄψιν λιγυρᾶς χάριτος, ἐγγύθεν καὶ κατὰ μέτωπον προέκυπτεν ὅλη μεστὴ καὶ ἀμφιλαφής, βαθύχλωρος, ἐπιβάλλουσα ὡς νύμφη.
Ὅλην τὴν νύκτα, κοιμώμενος καὶ ἀγρυπνῶν, ὠνειρευόμην τὴν δρύν, τὴν θεσπεσίαν καὶ ὑψηλήν... Τὴν πρωίαν ἐκείνην τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, καθὼς εἶχεν εὐωδιάσει ὁ ναΐσκος ἀπὸ δάφνας καὶ λιβανωτίδας καὶ εἶχε κρουσθῆ τρελὰ ἀπὸ παιδικὰς χεῖρας ὁ μικρὸς κώδων ὁ ὑπεράνω τοῦ γείσου τῆς στέγης τῆς πλακοσκεποῦς, χαιρετίζων τὸ «Ἀνάστα ὁ Θεός», τὸ ὁποῖον ἔψαλλεν ὁ παπὰς ραίνων τοὺς πιστοὺς μὲ πέταλα ρόδων καὶ ἴων... εἶτα, πρὶν ἀπολύσῃ ἡ λειτουργία ἐγὼ ἔγινα ἄφαντος.
Διὰ πλαγίου κρυφοῦ δρομίσκου, τὸν ὁποῖον εἶχον ἀνακαλύψει τὴν προτεραίαν, ἤρχισα νὰ ἀνέρχωμαι τὴν ράχιν τοῦ βουνοῦ διευθυνόμενος πρὸς τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκετο ἡ βασιλικὴ δρῦς. ᾽Επίστευα, ὅτι ἐγνώριζον καλὰ τὸν δρόμον.
ᾞτο ὅλη ἡ ὁδὸς ἀνωφερὴς κι ἐγὼ ἔτρεχον, ἔτρεχον, διὰ νὰ φθάσω ταχέως, ν’ ἀσπασθῶ τὴν ἀγαπημένην μου καὶ ταχέως πάλιν νὰ ἐπιστρέψω, φανταζόμενος, ὅτι ἡ ἀπουσία μου τότε δὲν θὰ παρετηρεῖτο καὶ δὲν θὰ εἶχον ν’ ἀκούσω ἐπιπλήξεις ἀπὸ τοὺς οἰκείους.
Πρὸ ἐμοῦ εἶχον ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸ ποιμενικὸν σκήνωμα ὀλίγοι ἐκ τῆς τάξεως τῶν βοσκῶν, ἀπερχόμενοι εἰς τὴν πολίχνην, διὰ νὰ κομίσωσιν ἀρνία καὶ τυρίον εἰς τοὺς κολίγας, ἀποφέρωσι δὲ ἄλλα ὁψώνια ἐκ τῆς πόλεως. Οὗτοι θὰ ἐπέστρεφον πρὸς ἑσπέραν καὶ δὲν ἦτο πιθανὸν νὰ συναντήσω τινάς καθ’ ὁδόν. Πλὴν παρ’ ἐλπίδα εἶδον μακρόθεν ἄλλους ἐρχομένους πρὸς τὰ ἐδῶ, συνοδείᾳ γυναικῶν καὶ παιδίων καὶ ὑποζυγίων· οὗτοι ἤρχοντο ἐκ τῆς πόλεως, διὰ νὰ συνεορτάσωσιν ἐν τῇ ἐξοχῇ πλησίον τῶν συγγενῶν των, τῶν βοσκῶν.
Πάραυτα ἐξετράπην τῆς ὁδοῦ καὶ ἔσπευσα νὰ κρυβῶ ὄπισθεν πυκνῶν θάμνων. Οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι ἄν μὲ συνήντων μεμονωμένον μακρὰν τῶν γονέων μου, πορευόμενον ἄγνωστον ποῦ, θὰ ἐπαραξενεύοντο καὶ ἄν δὲν μ’ ἔπειθον νὰ κατέλθω μετ’ αὐτῶν εὐθὺς ὀπίσω, ἐξ ἅπαντος θὰ μὲ κατήγγελλον κάτω εἰς τὸ Μέγα Μανδρί. Ἤμην ἕνδεκα ἐτῶν παιδί.
Ἐκεῖνοι ταχέως ἀντιπαρῆλθον κι ἐγὼ ἀνέλαβα τὸν δρόμον μου, ἀλλὰ μετ’ ὀλίγον τὸν ἔχασα. Εἰς ἕν σταυροδρόμιον, ὅπου ἔφθασα, ἐπῆρα τὸν δρόμον ἀριστερά, τὸν ὑψηλότερον, καὶ ἀσθμαίνων ἔφθασα εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ. Πλὴν ἡ μεγάλη δρῦς ὑπῆρξεν εὐεργέτις μου καὶ κηδεμών μου. Αὕτη μ’ ἐξήγαγεν ἐκ τῆς ἀπάτης, ἐφαίνετο δὲ ὡς νὰ μοῦ ἔνευε μακρόθεν καὶ μὲ ὡδήγει νὰ ἔλθω πλησίον της.
Καθὼς τὴν εἶδα χαμηλότερα, δεξιόθεν, ἀρκετὰ μακράν, ἄφησα τὸν δρομίσκον εἰς τὸν ὁποῖον ἔτρεχα καὶ στραφεὶς πρὸς δυσμὰς ἤρχισα νὰ κατέρχωμαι μέσῳ τῶν ἀγρῶν, ὑπερπηδῶν αἰμασιάς, χάνδακας, φραγμοὺς θάμνων καὶ βάτων, σχίζων τὰς σάρκας μου, αἱμάσσων χεῖρας καὶ πόδας... Τέλος ἔφθασα πλησίον τῆς ποθητῆς νύμφης τῶν δασῶν.
Ἤμην κατάκοπος, κάθιδρος καὶ πνευστιῶν. Ἅμα ἔφθασα, ἐρρίφθην ἐπὶ τῆς χλόης, ἐκυλίσθην ἐπάνω εἰς παπαροῦνες καὶ χαμολούλουδα. Ἀλλ’ ὅμως ᾐσθανόμην κρυφὴν εὐτυχίαν, ὀνειρώδη ἀπόλαυσιν. Ἐρρέμβαζον, ἀναβλέπων εἰς τοὺς κλώνους της τοὺς κραταιοὺς καὶ ἀνοιγόκλειον ἡδυπαθῶς τὰ χείλη εἰς τὴν πνοὴν τῆς αὔρας της, εἰς τὸν θροῦν τῶν φύλλων της. ῾Εκατοντάδες πουλιῶν ἀνεπαύοντο εἰς τοὺς κλώνους της, ἔμελπον τρελὰ τραγούδια... Δρόσος, ἄρωμα καὶ χαρμονὴ ἐθώπευον τὴν ψυχήν μου.
Ἤμουν ἀποσταμένος καὶ δὲν εἶχον κοιμηθῆ καλὰ τὴν νύκτα. ῾Ο ὕπνος μοῦ ἔλειπεν. Εἰς τὴν σκιὰν τοῦ πελωρίου δένδρου, ἐν μέσῳ τῶν μηκώνων του τῶν κατακοκκίνων, ὁ Μορφεὺς ἦλθε καὶ μ’ ἐβαυκάλισε καὶ μοὶ ἔδειξεν εἰκόνας ὡς εἰς περίεργον παιδίον.
Μοῦ ἐφάνη, ὅτι τὸ δένδρον -ἔσῳζον καθ’ ὕπνον τὴν ἔννοιαν τοῦ δένδρου- μικρὸν κατὰ μικρὸν μετέβαλλεν ὄψιν, εἶδος καὶ μορφήν. Εἰς μίαν στιγμὴν ἡ ρίζα του μοῦ ἐφάνη ὡς δύο ὡραῖαι κνῆμαι, κολλημέναι ἡ μία ἐπάνω εἰς τὴν ἄλλην, εἶτα μετ’ ὀλίγον ἐξεκόλλησαν καὶ ἐχωρίσθησαν εἰς δύο˙ ὁ κορμὸς μοῦ ἐφάνη, ὅτι διεπλάσσετο καὶ ἐμορφοῦτο εἰς ὀσφύν, εἰς κοιλίαν καὶ στέρνον· οἱ δύο παμμέγιστοι κλάδοι μοῦ ἐφάνησαν ὡς δύο βραχίονες, χεῖρες ὀρεγόμεναι τὸ ἄπειρον, εἶτα κατερχόμεναι συγκαταβατικῶς πρὸς τὴν γῆν, ἐφ’ ἧς ἐγὼ ἐκείμην˙ καὶ τὸ βαθύφαιον, ἀειθαλὲς φύλλωμα μοῦ ἐφάνη ὡς κόμη πλουσία κόρης, ἀναδεδημένη πρὸς τ’ ἄνω, εἶτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη πρὸς τὰ κάτω.
Τὸ πόρισμά μου τὸ ἐν ὀνείρῳ ἐξαχθὲν καὶ εἰς λῆρον ἐν εἴδει συλλογισμοῦ διατυπωθέν, ὑπῆρξε τοῦτο. «Ἄ! δὲν εἶναι δένδρον, εἶναι κόρη˙ καὶ τὰ δένδρα, ὅσα βλέπομεν εἶναι γυναῖκες!»
῞Οταν μετ’ ὀλίγον ἐξύπνησα, ὡς συνέχειαν τοῦ ὀνείρου ἔσχον ἐν νῷ, τὴν ἀνάμνησιν τῆς ἱστορίας τοῦ τυφλοῦ, τὸν ὁποῖον ὁ Χριστὸς ἐθεράπευσε, καθὼς εἶχον ἀκούσει τὸν διδάσκαλόν μας εἰς τὴν Ἱερὰν Ἱστορίαν: «Κατ’ ἀρχὰς μὲν εἶδε τοὺς ἀνθρώπους ὡς δένδρα· δεύτερον δὲ τοὺς εἶδε καθαρά...»
Πλὴν δὲν ἐξύπνησα ἀκόμη, πρὶν ἀκούσω τί ἔλεγε τὸ φάσμα. Ἡ κόρη -ἡ δρῦς- εἶχε λάβει φωνὴν καὶ μοὶ ἔλεγε:
-Εἰπὲ νὰ μοῦ φεισθοῦν, νὰ μὴ μὲ κόψουν..., διὰ νὰ μὴ κάμω ἀκουσίως κακόν. Δὲν εἶμ’ ἐγὼ νύμφη ἀθάνατος· θὰ ζήσω ὅσον αὐτὸ τὸ δένδρον....
Ἐξύπνησα ἔντρομος κι ἔφυγον... Ἦτο ἤδη μεσημβρία καὶ ὁ ἥλιος ἐμεσουράνει. ῎Εκαιεν ὑψηλά, ὑπεράνω τῆς κορυφῆς τῆς δρυός, ἥτις ἦτο σκιὰ ἀδιαπέραστος... Ἀπὸ τὸν ἀντικρυνὸν λόφον ἤκουσα φωνὴν νὰ μὲ καλῇ ἐξ ὀνόματος.
Ἦτο εἷς μικρὸς βοσκὸς μὲ τὴν κάπαν του, μὲ τὴν στραβολέκαν του καὶ μὲ δέκα αἶγας, τὰς ὁποίας ὡδήγει. Μοῦ ἐφώναξεν, ὅτι ὁ πατήρ μου μὲ ἀνεζήτει ἀνήσυχος καὶ νὰ τρέξω νὰ φθάσω ταχέως ἐκεῖ κάτω...
Δὲν ἐννόησα τίποτε ἀπὸ τὸ μαντικὸν ὄνειρον. Ἀργὸτερα ἐδιδάχθην ἀπὸ ἐγχειρίδιον Μυθολογίας, ὅτι ἡ Ἁμαδρυὰς συναποθνῄσκει μὲ τὴν δρῦν, ἐν ᾗ εὑρίσκεται ἐνσαρκωμένη...
Μετὰ πολλὰ ἔτη, ὅταν ξενιτευμένος ἀπὸ μακροῦ ἐπέστρεψα εἰς τὸ χωρίον μου κι ἐπεσκέφθην τὰ χωρία ἐκεῖνα, τὰ προσκυνητάρια τῶν παιδικῶν ἀναμνήσεων, δὲν εὗρον πλέον οὐδὲ τὸν τόπον, ἔνθα ἦτο ποτὲ ἡ Δρῦς ἡ Βασιλική, τὸ πάγκαλον καὶ μεγαλοπρεπὲς δένδρον, ἡ νύμφη ἡ ἀνάσσουσα τῶν δρυμώνων.
Μία γραῖα μὲ τὴν ρόκαν της, μὲ δύο προβατίνας, τὰς ὁποίας ἔβοσκεν ἐντὸς ἀγροῦ πλησίον, εὑρίσκετο ἐκεῖ, καθημένη ἔξωθεν τῆς μικρᾶς καλύβης της.
῞Οταν τὴν ἠρώτησα τί εἶχε γίνει τὸ « Μεγάλο Δένδρο », τὸ ὁποῖον ἦτο ἕναν καιρὸ ἐκεῖ, μοῦ ἀπήντησεν:
- Ὁ σχωρεμένος ὁ Βαργέντης τὸ ἔκοψε... μὰ κι ἐκεῖνος δὲν εἶχε κάμει νισάφι μὲ τὸ τσεκούρι του˙ ὅλα θεόρατα δένδρα, τόσα σημαδιακὰ πράματα. Σὰν τόκοψε κι ὕστερα, δὲν εἶδε προκοπή. Ἀρρώστησε καὶ σὲ λίγες μέρες πέθανε... Τὸ Μεγάλο Δένδρο ἦταν στοιχειωμένο.

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1901)