ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ

Να τα πούμε ;



ΚΑΛΑΝΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ


Καλήν εσπέραν άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας
Χριστού τη Θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας.


Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει, 
οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.



Εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και Ποιητής των όλων. 



Πλήθος αγγέλων ψάλλουσι το "Δόξα εν Υψίστοις"
και τούτο Άξιον εστί η των ποιμένων πίστις.



Εκ της Περσίας έρχονται τρεις Μάγοι με τα δώρα
άστρο λαμπρό τους οδηγεί. Χωρίς να λείψει ώρα, 



φθάσαντες εις Ιερουσαλήμ, με πόθον ερωτώσι, 
πού εγεννήθη ο Χριστός, να παν να Τον ευρώσι.



Διά Χριστόν ως ήκουσεν ο βασιλεύς Ηρώδης, 
αμέσως εταράχθηκε κι έγινε θηριώδης, 



ότι πολλά φοβήθηκε διά την βασιλείαν, 
μη του την πάρη ο Χριστός και χάση την αξίαν.



Κράζει τους Μάγους κι ερωτά: -Πού ο Χριστός γεννάται;
-Εν Βηθλεέμ ηξεύρωμεν, ως η Γραφή διηγάται.



Τους είπε να υπάγωσι και όπου Τον ευρώσι, 
Να Τονε προσκυνύσωσιν, κι ευθύς να του το ειπώσι, 



όπως υπάγει και αυτός για να Τον προσκυνήσει, 
με δόλον ο μισόθεος για να τον αφανίσει.



Βγαίνουν οι Μάγοι τρέχοντες και τον Αστέρα βλέπουν, 
φως θεϊκό κατέβαινε και με χαρά προστρέχουν.



Στην Βηθλεέμ εφθάσανε, βρίσκουν την Θεοτόκον
Κρατούσε εις τας αγκάλας της τον Άγιόν της Τόκον.



Γονατιστοί Τον προσκυνούν και δώρα Του χαρίζουν:
σμύρναν, χρυσόν και λίβανον, Θεόν τον ευφημίζουν.



Την σμύρναν μεν ως άνθρωπον, χρυσόν ως βασιλέα, 
τον λίβανον δε ως Θεόν σ’ όλη την ατμοσφαίραν.



Αφού Τον επροσκύνησαν, ευθύς πάλι μισεύουν
και τον Ηρώδη μελετούν να πάνε να τον εύρουν



Πλην άγγελος εξ ουρανού βγαίνει, τους εμποδίζει, 
άλλην οδό να πορευτούν, αυτός τους διορίζει.



Και πάλιν άλλος άγγελος τον Ιωσήφ προστάζει
εις Αίγυπτον να πορευθεί κι εκεί να ησυχάσει, 



να πάρει και την Μαριάμ ομού με τον Υιόν της, 
ότι ο Ηρώδης εζητεί τον Τόκον τον δικόν της.



Μη βλέπων δε ο βασιλεύς τους Μάγους να γυρίζουν, 
στην Βηθλεέμ επρόσταξε παιδιά να μην αφήσουν.



Όσα παιδία εύρισκον δύο χρονών και κάτω
όλα να τα περάσωσι ευθύς απ’ τα σπαθιά των.



Χιλιάδες δεκατέσσαρες σφάζουν σε μιαν ημέρα, 
θρήνο, κλαυθμό και οδυρμό είχε κάθε μητέρα.



Κι εξεπληρώθη το ρηθέν προφήτου Ησαΐου
μετά των άλλων προφητών και του Ιερεμίου:


«Φωνή ηκούσθη εκ Ραμά, Ραχήλ τα τέκνα κλαίει, 
παραμυθία ουκ ήθελε, ότι αυτά ουκ έχει».



Ιδού ότι σας είπαμε όλην την υμνωδία
του Ιησού μας του Χριστού Γέννηση την Αγίαν



Και σας καληνυχτίζουμε, πέσετε, κοιμηθείτε, 
ολίγον ύπνο πάρετε κι ευθύς να σηκωθείτε



Στην Εκκλησία τρέξατε με θεία προθυμία
και με πολλή ευλάβεια στην Θείαν Λειτουργία.



Κι ευθύς άμα γυρίσετε εις το αρχοντικό σας, 
ευθύς τραπέζι στρώσετε, βάλτε το φαγητό σας



και τον σταυρό σας κάνετε, γευθείτε, ευφρανθείτε, 
δώστε και κανενός φτωχού όστις να υστερείται, 



Δώστε κι εμάς τον κόπο μας, ό,τι είναι ορισμός σας, 
και ο Χριστός μας πάντοτε να είναι βοηθός σας.



Χρόνους πολλούς να χαίρεστε, πάντα ευτυχισμένοι, 
σωματικά και ψυχικά να είστε πλουτισμένοι



Εις έτη πολλά!


Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Η ΜΑΝΑ Η ΦΟΝΙΣΣΑ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
ένα ανατριχιαστικό δημοτικό τραγούδι
το έγκλημα και την τιμωρία
της σύγχρονης Μήδειας


Η ΜΑΝΑ Η ΦΟΝΙΣΣΑ

Ο Ανδρόνικος εκίνησε να πάει λαφοκυνήγι,
εκίνησε κι ο Κωσταντής στο δάσκαλο να πάει,
το καλαμάρι αστόχησε, γυρίζει να το πάρει.
Βρίσκει την πόρταν ανοιχτή, την πόρταν ανοιγμένη,
βρίσκει τη μάνα του αγκαλιά με ξένο παλικάρι.
- Ας είναι ας είναι, μάνα μου, κι α’ δε σ’ ομολογήσω,
κι α’ δεν το πω τ’ αφέντη μου, ν’ αδικοθανατίσω.
- Τι είδες, μωρέ, και τι θα πεις, και τι θα ‘μολογήσεις;
- Καλό είδα ‘γω, καλό θα ειπώ, καλό θα ‘μολογήσω,
κακό είδα ‘γω, κακό θα ειπώ, κακό θα ‘μολογήσω.

Και με το μόσκο το πλανά και με τα λεφτοκάρυα,
και στο κελάρι το ‘μπασε και σαν τ’ αρνί το σφάζει,
σα μακελάρης φυσικός του βγάζει το συκώτι.
Σ’ εννιά νερά το ξέπλυνε και ξεπλυμούς δεν είχε,
και πάλε το ξανάπλυνε και πάλιν αίμα στάζει,
και στο τηγάνι το ‘βαλε για να το τηγανίσει.

Και να σου κι ο Ανδρόνικος στους κάμπους καβαλάρης,
βροντομαχούν τα ρούχα του και λάμπουν τ’ άρματά του,
φέρνει τα `λάφια ζωντανά, τα `γρίμια μερωμένα,
φέρνει κι ένα ‘λαφόπουλο, του Κωσταντή παιχνίδι.
Κοντοκρατεί το μαύρο του και τήνε χαιρετάει.
- Γεια σου, χαρά σου, ποθητή, και πού ‘ναι ο Κωσταντής μας;
- Τον έλουσα, τον άλλαξα, και στο σκολειό τον πήγα.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του και στο σκολειό πηγαίνει.
- Δάσκαλε, πού ‘ναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
- Δυο μέρες έχω να το ιδώ και τρεις να το διαβάσω.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στο σπίτι του πηγαίνει.
- Γυναίκα, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μας;
- Στης πεθεράς μου το ‘στειλα, κι όπου κι αν είναι θα ‘ρθει.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του, στης μάνας του πηγαίνει.
- Μάνα μου, πού είναι ο Κωσταντής και πού είναι το παιδί μου;
- Έχω δυο μέρες να το ιδώ και τρεις να το φιλήσω,
κι α’ δεν το ιδώ ως το βραδύ θε’ να παραλοήσω.
Φτερνιά δίνει τ’ αλόγου του στο σπίτι του πηγαίνει.
- Σκύλα, και πού είν’ ο Κωσταντής, ο μικροκωσταντίνος;
- Κάπου παγνίδι ν’ εύρηκε και θε’ λα παιγνιδίζει.
- Γυναίκα, βάλε μου να φάω, να φάω να γεματίσω,
να πάρω δίπλα τα βουνά, δίπλα τα καταράχια,
να πάω να βρω τον Κωσταντή, το φύτρο της καρδιάς μου.

Το συκωτάκι του ‘βαλε σ’ ένα ασημένιο πιάτο.
Πρώτη μπουκιάν οπού ‘βαλε το συκωτάκι πήρε,
το συκωτάκι μίλησε, το συκωτάκι λέει.
- Αν είσαι σκύλος, φάε με, κι Οβριός απέταξέ με,
κι αν είσαι κι ο πατέρας μου, σκύψε και φίλησε με.
Και τη μπουκιά του απέλυσε, τριγύρω του κοιτάει,
εβούρκωσε η καρδούλα του, εμαύρισε το φως του,
τα δάκρυα τρέξαν ποταμός κι εκόντεψε να πέσει.
Μα ν’ αντρειώθη κι έσυρε το δαμασκί σπαθί του,
και στο λαιμό της το ‘βαλε, της κόβει το κεφάλι,
λιανά λιανά την έκοψε, στον ήλιο την απλώνει,
κι από τον ήλιο στο σακί, κι απ’ το σακί στο μύλο.
Κι ο μύλος εξεράλεθε κι η φτερωτή ετραγούδα.
- Άλεθε, μύλε μου, άλεθε κακής κούρβας κεφάλι,
κάνε τ’ αλεύρια κόκκινα και την πασπάλη μαύρη,
για να ‘ρχουνται οι γραμματικοί να παίρνουν για μελάνι,
για να ’ρχουνται κι οι όμορφες να παίρνουν κοκκινάδι.

Τρίτη 1 Δεκεμβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

ΑΚΟΥΣΤΕ...
πώς ο ανώνυμος λαϊκός ποιητής
βλέπει την μετά θάνατο ζωή...



Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ




Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΦΤΩΧΟΙ

Απόψε στο σπιτάκι μου έχω χαρά μεγάλη
τον Άγγελο φιλεύουμε και το Χριστό κερνάμε
και την κυρά μας Παναγιά τη διπλοπροσκυνάμε
να μας χαρίσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου
ν’ ανοίξω τον παράδεισο να μπω να γκεζερίσω
ανοίγω τη δεξιά μεριά, δεξιά του παραδείσου
βλέπω φτωχοί που στέκονται λαμπάδες αναμμένες
ανοίγω τη ζερβιά μεριά ζερβιά του παραδείσου
Βλέπω πλούσιοι που στέκονται στην πίσσα στο κατράμι
βαστούνε και στα χέρια τους σακούλες βουλωμένες
Φτωχοί δώστε κι’ εμάς κεριά να ιδούμε ένας τον άλλον
Θυμάσαι όταν σε χάλευα και μ’ έλεγες δεν έχω;
Εδώ τα γρόσια δεν παιρνάν κι οι λίρες δεν διαβαίνουν.




ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

ΑΚΟΥΣΤΕ...
ένα ηρωικό δημοτικό τραγούδι


ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ


ΤΗΣ ΠΑΡΓΑΣ

Τρία πουλιά απ' την Πρέβεζα διαβήκανε στην Πάργα.
Το 'να κοιτάει την ξενιτιά, τ' άλλο τον Aϊ-Γιαννάκη,
το τρίτο το κατάμαυρο μοιριολογάει και λέει:
«Πάργα, Τουρκιά σε πλάκωσε, Τουρκιά σε τριγυρίζει.
Δεν έρχεται για πόλεμο, με προδοσιά σε παίρνει.
Βεζίρης δε σ' ενίκησε με τα πολλά τ' ασκέρια.
Έφευγαν Τούρκοι σα λαγοί το παργινό τουφέκι,
κι οι Λιάπηδες δεν ήθελαν να 'ρτουν να πολεμήσουν.
Είχες λεβέντες σα θεριά, γυναίκες αντρειωμένες,
πότρωγαν βόλια για ψωμί, μπαρούτι για προσφάγι.
Τ' άσπρα πουλήσαν το Χριστό, τ' άσπρα πουλούν και σένα.

Πάρτε, μανάδες, τα παιδιά, παπάδες, τους Αγίους.
Άστε, λεβέντες, τ' άρματα κι αφήστε το τουφέκι,
σκάψτε πλατιά, σκάψτε βαθιά όλα σας τα κιβούρια,
και τ' αντρειωμένα κόκαλα ξεθάψτε του γονιού σας.
Τούρκους δεν επροσκύνησαν, Τούρκοι μην τα πατήσουν».


Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2015

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΝΥΧΤΑ


Ο ποιητής Άρης Αλεξάνδρου




Ολόκληρη νύχτα



Όπου νάναι θα κλείσει το στερνό παραθύρι στην άκρη της βροχής.

Κατακαθίζει το νερό στα σκαλοπάτια.

Τι ξένο που είναι απόψε το τσίγκινο τραπέζι κάτω απ’ τη μαρκίζα

Γυμνό και ξεχασμένο δίχως τον ίσκιο των χεριών της.

Κανείς. Ένα δημοτικό φανάρι μουσκεύει μες στη νύστα σου.



Πίσω απ’ τα σακιά με το τσιμέντο νυχτοπερπάτητο σκοτάδι

Σκυφτό σκοτάδι και η σκουριά που αχνογυαλίζει στα βρεγμένα συρματόσκοινα.



Ώρα να πιάσει βάρδια το φεγγάρι.



Σαββατόβραδο κ’ οι ταβέρνες κλειστές

Μουλιάζει ο χρόνος στο καπέλο του ζητιάνου

οι δρόμοι αποτραβιούνται σε άδειες κάμαρες

και μόνο εκεί στο μαξιλάρι μένουνε

ακόμα μένουνε τα αποχτενίδια του ύπνου της.



Μια συνοδεία νοτισμένα αστέρια έστριβε απ’ τη γωνία της χαραυγής.

Απίθωνα στα χείλη της το αλάτι της αγάπης.

Ύστερα μας έπαιρνε το κύμα. Ταξιδεύαμε μαζί

σαν μια φωνή που σβήνει στο πηγάδι.



Ένα μικρό φεγγάρι σκαλωμένο μες στα σύννεφα

ένα μικρό φεγγάρι σύννεφο.



Ξύπναγε σαν φύτρωνε στην άκρη του γιαλού

ένα κοχύλι φρέσκος ήλιος.

Καλημέρα. Ένα μικρό φεγγάρι

έσβηνε στη φωνή της.



Έβλεπα τα χέρια μου και είταν μονάχα δυο

μέτραγα τα μάτια μου και είταν μονάχα δυο

μουλιάζουν τώρα μες στο καπέλο του ζητιάνου

μονάχα δυο.



ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ (1947)



Ποίημα από τη συλλογή «Άγονος γραμμή» (1952).

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΠΡΟΑΓΩΓΗ


Ο ποιητής Άρης Αλεξάνδρου




Προαγωγή



Όλα είταν έξοχα χτες βράδι

τόσο που κρυσταλλώθηκε η θάλασσα στους βράχους

κ’ έγινε αλάτι

τόσο που κρυσταλλώθηκαν τα σύννεφα ψηλά στον ουρανό

κ’ έγιναν αστέρια

τόσο που κρυσταλλώθηκε δω κάτω η σιωπή μας

κ’ έγινε φιλί.

Όλα είταν έξοχα χτες βράδι

μόνο που ήρθαν ίσως με κάποια καθυστέρηση

όπως φτάνει στον πεσόντα

η διαταγή προαγωγής του σε υποδεκανέα.



ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ





Ποίημα από τη συλλογή «Ευθύτης οδών» (1959)

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2015

ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ

Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης


ΑΚΟΥΣΤΕ...
... ένα ποίημα που απευθύνεται
στην ανθρωπιά μας
ένα ποίημα που χτυπάει
την πόρτα της καρδιάς μας





ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΛΕΓΕΣΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ





Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

 δε θα πάψεις ούτε στιγμή ν’ αγωνίζεσαι

για την ειρήνη και για το δίκιο.

Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις,

τα χείλια σου θα ματώσουν απ’ τις φωνές

το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω. Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων

κάθε χειρονομία σου σαν να γκρεμίζεις την αδικία.



Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.

Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια

αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες

μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα

αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου

έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς

εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα

θα γίνουν στάχτη κάτω απ’ τις οβίδες.

Δεν έχεις καιρό

δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί ν’ αφήσεις τη μάνα σου,

την αγαπημένη ή το παιδί σου.

Δε θα διστάσεις.

Θ’ απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου

θ’ απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι

Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.

Το ξέρω, είναι όμορφο ν’ ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ,

να κοιτάς εν’ άστρο, να ονειρεύεσαι,

είναι όμορφο σκυμμένος

πάνω απ’ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου

να την ακούς να λέει τα όνειρα της για το μέλλον.

Μα εσύ πρέπει να τ’ αποχαιρετήσεις όλ’ αυτά και να ξεκινήσεις

γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου,

για όλα τ’ άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι

ή και περισσότερα χρόνια

μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη,

τη μάνα σου και τον κόσμο.



Εσύ και μες απ’ το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου

θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.

Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα

θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο

απ’ τ’ άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.

Εσύ, κι ας βλέπεις πως περνάν τα χρόνια σου

και ν’ ασπρίζουν τα μαλλιά σου δε θα γερνάς.

Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος

αφού όλο και νέοι αγώνες θ’ αρχίζουμε στον κόσμο

αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος

θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό. Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό

γράμμα στη μάνα σου

θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία,

τ’ αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη

σα να ‘γραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.



Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό

να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια

σα να στεκόσουνα μπροστά σ’ ολάκερο το μέλλον.

Να μπορείς, απάνω απ’ την ομοβροντία που σε σκοτώνει

εσύ ν’ ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.



ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΕΙΤΗΣ






Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2015

ΔΗΜΟΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ - ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ


ΑΚΟΥΣΤΕ...
... τον ποιητικό λόγο των ανώνυμων λαϊκών στιχοπλόκων
που ταίριαξαν τους θρύλους και τις παραδόσεις
με την καθημερινή πραγματατικότητα
δημιουργώντας αξεπέραστα κοσμήματα
της προφορικής μας λογοτεχνίας!



ΤΗΣ ΑΡΤΑΣ ΤΟ ΓΙΟΦΥΡΙ

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι ν εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιρολογούν οι μάστορες και κλαιν οι μαθητάδες.
- Αλίμονο στους κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε, το βράδυ να γκρεμιέται.

Πουλάκι εδιάβη κι έκατσεν, αντίκρυ στο ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σα χελιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρώπινη λαλίτσα:
- Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα.

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι.
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλί παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
- Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι. "

Να τηνε κι εμφανίστηκε από την άσπρη στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
- Γειά σας χαρά σας μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργομισμένος;
- Το δαχτυλίδι του 'πεσε στην πρώτη την καμάρα
και ποιος να μπει και ποιος να βγει, το δαχτυλίδι να 'βρει;
- Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πα' σ' το φέρω,
εγώ να μπω, εγώ να βγω, το δαχτυλίδι να 'βρω.

Μηδέ καλά κατέβηκε, μηδέ στη μέση πήγε.
- Τράβα καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα,
τι όλον κόσμο ανάγειρα και τίποτας δεν βρήκα.
Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
- Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδερφάδες ήμαστε κι οι τρεις κακογραμμένες.
Η μια 'χτισε το Δούναβη κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πιο στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.

Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι
κι ως τρέμουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες.
- Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
που 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει.
Κι αυτή το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δίνει.
- Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
'τί έχω αδερφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.