ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΜΕΓΑΛΟΒΔΟΜΑΔΙΑΤΙΚΟ ΕΔΕΣΜΑΤΟΛΟΓΙΟ

Αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας μου


Η μητέρα ήταν εκ γενετής, θα μπορούσε κάποιος να πει χωρίς ίχνος υπερβολής, φύση υπέρμετρα αυστηρή και παραδοσιακή ταυτόχρονα – κυρίως με την εαυτό της. Ως Ορθόδοξη Χριστιανή δε θα μπορούσε παρά να τηρεί ευλαβικά τις περιόδους νηστείας όχι επειδή έτσι έλεγε ο παπάς της εκκλησίας, αλλά επειδή «έτσι τα βρήκαμε».
Με την είσοδο του Μεγαλοβδόμαδου, όλες οι μοναδικής γεύσης καθημερινές λιχουδιές εξαφανίζονταν από το τσουκάλι και από την ατμόσφαιρα του σπιτιού μας δια μαγείας. Τη θέση τους καταλάμβανε με το έτσι θέλω μια άλλη μαγειρική που θύμιζε κοινόβιο των πρώτων χριστιανικών χρόνων.
Το στομαχικό μαρτύριο ξεκινούσε από τη Μεγάλη Δευτέρα με ανήλαδη ντοματόσουπα συνοδεύομενη από μεγάλες ποσότητες βραστής πατάτας, ελιές, ψωμί και, ασφαλώς, χαλβά για επιδόρπιο.
Αλλά και η Μεγάλη Τρίτη δε διέφερε ουσιαστικά, αφού τα προηγούμενα εδέσματα παραχωρούσαν τη θέση τους στην ανήλαδη νερόβραστη φασολάδα με τα ίδια γαστριμαργικά συμπληρώματα.
Όταν, οδεύοντας προς τη Μεγάλη Τετάρτη, αντιλαμβανόταν πως τα πράγματα σκουραίνουν και είμαστε έτοιμοι να διαταράξουμε τη νηστευτική περίοδο εκτός σπιτιού με καμιά τυρόπιτα, έβαζε όλη της την τέχνη μαγειρεύοντας μοσχοχτάποδα με μακαρονάκι κοφτό, εννοείται χωρίς ψήγμα ελαιόλαδου και πάλι.
Κάπως έτσι φτάναμε ως τη Μεγάλη Πέμπτη, όπου οι νερόβραστες φακές έκαναν την ηρωική εμφάνισή τους στο πιάτο μας. Λίγο τουρσί, λίγες ελιές, πολύ ψωμί και χαλβάς για επιστέγασμα της πείνας μας, άντε και τη βγάλαμε κι αυτή τη μέρα.
Όσο για τη Μεγάλη Παρασκευή, μια από τα ίδια, μέχρι να φτάσει η ώρα να πάμε στην περιφορά του Επιταφίου, να πιάσουμε λίγο την κουβέντα με τους γείτονες στο δρόμο, να δούμε για πολλοστή φορά τα Πάθη του Κυρίου στην τηλεόραση, να βάλουμε στο στόμα μας κανένα κομμάτι χαλβά με ψωμί… Ε, μας είχε κοπεί πια η διάθεση για φαγητό και προτιμούσαμε να ξεχαστούμε με μια καλή μερίδα ύπνου.
Κι όλες αυτές τις μέρες το σπίτι να είναι γεμάτο με τα μοσχομυριστά κουλουράκια και τα κατακόκκινα πασχαλινά αυγά που μας έκλειναν πονηρά το μάτι σε κάθε ευκαιρία. Και τα κρέατα και τα τυριά στο ψυγείο να περιμένουν υπομονετικά και βασανιστικά να έρθει η ώρα τους.
Επιτέλους, Μεγάλο Σάββατο! Ανάσταση στη σκέψη μας απ’ το πρωί και αναμονή ως το «Χριστός Ανέστη» τα μεσάνυχτα, για κάθετη εφόρμηση στη μαγειρίτσα ή την κρεατόσουπα, που μας έσπαγε μεθοδικά τη μύτη στη διάρκεια όλης της μέρας. Κι όταν κάποια στιγμή η μητέρα διέβλεπε τις «άνομες» ορέξεις μας, αναχαίτιζε την επιθυμία μας με δυο λόγια μόνο : «Ε, καλά, τόσες μέρες άντεξες. Δε μπορείς να κρατηθείς μερικές ώρες; Θα σου πέσει το μωρό;».
Κι όταν ερχόταν πια η μεγάλη στιγμή της απόλαυσης, πάντοτε θύμιζε πως το στομάχι ήταν για μέρες άδειο, ξεσυνήθισε στα βαριά φαγητά και χρειάζεται προσοχή. Εξάλλου, πρέπει ν’ αφήσουμε και χώρο για αύριο (Κυριακή του Πάσχα).
Ενώ, όμως, επέβαλλε τη νηστεία στην οικογένειά μας, ποτέ δεν κατηγόρησε όσους γνωστούς ή γείτονες δεν άλλαζαν τις διατροφικές τους συνήθειες στη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας. Φρόντιζε, μάλιστα, να τονίζει με κατάλληλο ύφος : «Δε βλάπτουν τα εισερχόμενα αλλά τα εξερχόμενα!». Κι έμεινε η φράση αυτή σαν φάρος να φωτίζει τις σκοτεινές στιγμές μέχρι σήμερα.
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τη σκεπάζει…

Πέμπτη 14 Απριλίου 2011

ΤΑΒΕΡΝΕΙΟ "ΤΟ ΜΕΤΑΞΟΥΡΓΕΙΟ"


Οι ομορφότερες φωτογραφικές διαδρομές είναι αυτές που γίνονται μέσα στα στενά στις παλιές αθηναϊκές γειτονιές. Εκεί που νιώθεις πως ξαφνικά ο χρόνος κάνει διάλειμμα, η πολύβουη πόλη παραμερίζει ιπποτικά μπροστά στο παρελθόν, τα κτήρια και οι άνθρωποι αντιστέκονται σε ό,τι επιχειρεί να τους συμπαρασύρει στον ξέφρενο ρυθμό της εποχής μας.
Στη διασταύρωση Λεωνίδου και Μυλλέρου, στο Μεταξουργείο, το μπαλκόνι ενός παλιού πετρόχτιστου διώροφου γίνεται πόλος έλξης της προσοχής. Ο σερβιτόρος στρώνει με επιμέλεια ένα τραπέζι για δύο, τόσο μόνο φτάνει. Φαντάζομαι ένα ζευγάρι να απολαμβάνει το δείπνο του κάτω απ' τον έναστρο αττικό ουρανό μιας καλοκαιριάτικης βραδιάς.
Η σκέψη διακόπτεται από την παρουσία του κυρίου Νίκου, του εστιάτορα, στην πόρτα του μαγαζιού. Ο φιλόξενος ιδιοκτήτης της επιχείρησης προσφέρεται να μου δείξει με χαρά αλλά και με υπερηφάνεια (συμπέρασμα εκ των υστέρων) τον εσωτερικό χώρο. "Δεν άφησα να μου το πειράξει διακοσμητής, μη μου το χαλάσει", θα μου εκμυστηρευτεί λίγο αργότερα.
Μπαίνοντας από την κύρια είσοδο στη Λεωνίδου, μια παλιά δίφυλλη ξύλινη εξώπορτα με τζαμλίκι, μια τηλεφωνική συσκευή δεκαετίας '60 πάνω σ' ένα τσίγκινο τραπεζάκι καφενείου. Η στριφτή εσωτερική ξύλινη σκάλα με την κουπαστή οδηγεί στον όροφο. Κάπου στο μέσο της, μια εσοχή με διάφορα αντικείμενα, ένα παλιό ραδιόφωνο (από 'κείνα που λέγαμε "παγκοσμίου λήψεως"), μια ραπτομηχανή...
Το πάνω πάτωμα είναι μια αποκάλυψη. Ο παλιός σοβάς έχει αποκολληθεί με ιδιαίτερη προσοχή από τη μεγαλύτερη επιφάνεια των τοίχων, για να αποκαλυφθούν τα αγκωνάρια (έτσι έλεγαν τις χοντρές πέτρες χτισίματος οι παλιοί μάστορες). Ανάμεσα τους καρφωμένη και μια σφαίρα (ας μην ξεχνάμε πως στην περιοχή βρισκόταν το αρχηγείο του ΕΛΑΣ το 1944) για να θυμίζει χρόνια δύσκολα, σκληρά.
Κι όπου ο σοβάς έχει μείνει με τις αλλεπάλληλες στρώσεις χρωμάτων που τον φόρτωσαν τα χρόνια, θυμίζει κυριολεκτικά πίνακα ζωγραφικής.
Οι παλιές προθήκες ομορφαίνουν και ζεσταίνουν το χώρο με όλα τα καλαίσθητα αντικείμενα που διακοσμούν τα ράφια τους. Από γυάλινα σερβίτσια μέχρι μια διτάσια παλάντζα, δυο χερόμυλοι, ένα σίδερο της γιαγιάς που ζεσταινόταν με κάρβουνο...
Κι αν κάποιος θελήσει ν' ανεβεί και στην ταράτσα, που λέει ο λόγος, δεν έχει παρά να ακολουθήσει τα σκαλοπάτια της παλιάς σιδερένιας σκάλας ("υπηρεσίας" την έλεγαν οι κυρίες της παλιάς Αθήνας). Αρκεί να προσέξει, καθώς η ματιά του θα πέσει σίγουρα σε μια σειρά καλλίγραμμα ακροκέραμα, να μην τραυματίσει τις γλάστρες με τα λουλούδια που βρίσκονται σε κάθε σκαλοπάτι.
Η τελευταία έκπληξη κρέμεται κυριολεκτικά απ' το ταβάνι. "Βρήκα το σκελετό από ένα παλιό αυτοκίνητο, τον έφτιαξα και τον έβαλα εδώ να τον βλέπουν", λέει ο κύριος Νίκος. Θέαμα, ομολογουμένως, εντυπωσιακό.
Κι όλα τα είδη εστίασης των πελατών - τραπέζια, καρέκλες, μαχαιροπίρουνα, αλατιέρες, μέχρι και ο κατάλογος, να βρίσκονται στο ίδιο μήκος κύματος και να δένουν αρμονικά με τον μεγάλων διαστάσεων oxide καθρέφτη που καλύπτει τον κεντρικό τοίχο του ορόφου.
Επιστρέφουμε στο ισόγειο. Σε μια γωνιά το μαγειρείο. Χώρος, σκεύη, αλλά και κυρίως εδέσματα που μοσχοβολούν Ελλάδα και παραπέμπουν σε δύσκολα αλλά όμορφα χρόνια.
"Μια μέρα φέρανε και το Μανόλη το Γλέζο για φαγητό κάτι φίλοι και συγκινήθηκε πολύ. Θυμήθηκε τα χρόνια που ήταν φοιτητής κι έτρωγε σε τούτο το μαγαζί", θα προσθέσει στη συζήτησή μας ο κύριος Νίκος.
Τώρα φεύγω, βιάζομαι, χάρηκα πολύ για τη γνωριμία, αλλά θα επιστρέψω, να δοκιμάσω, να γευτώ, να θυμηθώ...