ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 17 Αυγούστου 2023

Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας - Κριτική του Νίκου Σαλτερή

 ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑΣ


Παλιά και προσεκτικά θαμμένα μυστικά 

[Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας, Δημήτρης Φιλελές]

Σύνταξη: Νίκος Σαλτερής

17 Αυγούστου 2023

Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Literature.gr


Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας, Δημήτρης Φιλελές, Εκδόσεις Πηγή 

Ο Δημήτρης Φιλελές, πολυπράγμων και ακούραστος εργάτης του πεζού και ποιητικού λόγου, αναγνώστης με εμβληματική φωνή και τόνο αλλά και ευαίσθητος φωτογράφος, μετά τα δυο πρόσφατα έργα του, που προσέγγισαν λογοτεχνικά το πλέον τραυματικό γεγονός της νεότερης ελληνικής ιστορίας την Καταστροφή (Από τη Γη της Μικρασίας στα μονοπάτια της προσφυγιάς, Πηγή, 2002 & Ομηρία [1922 μ.Χ.] ποίηση, Αττικός- Αγγελάκης, 2022) στο πρόσφατο βιβλίου του, Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας, στρέφει τη ματιά του στο επίσης τραυματικό αλλά πρόσφατο γεγονός της Ιστορίας μας, τη Δικτατορία.

Ως εκφραστικό εργαλείο της προσέγγισής του αυτή τη φορά επιλέγει τον πεζό λόγο και συγκεκριμένα τη φόρμα της νουβέλας, που εξελίσσει δημιουργικά, εμπλουτίζοντάς την με επιμέρους μικροκεφάλαια –  «έντεκα θραύσματα εικόνων», όπως χαρακτηριστικά αναγράφεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου. Πρόκειται για μια δουλειά που διατηρεί εμφανή τα ίχνη του «χειροποίητου» χαρακτήρα της και γι’ αυτό μια ιδιαίτερη γοητεία. Αυτός αφορά αρχικά την προσεγμένη έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Πηγή αλλά και το γεγονός ότι τα έντεκα κεφάλαια της ιστορίας κοσμούνται εισαγωγικά μ’ ανάλογου αριθμού ασπρόμαυρα σχέδια του Νίκου Βρεττού, που προϊδεάζουν κατά κάποιον τρόπο για όσα γεγονότα παρουσιάζονται στη συνέχεια.

Η ιστορία που μας διηγείται ο Δημήτρης Φιλελές είναι απλή, ταυτόχρονα ευφυής και λιτή, γραμμένη με ευαισθησία, υποδόριο χιούμορ, εμφανή αγάπη για τους πρωταγωνιστές του αλλά και κατανόηση για όσους ανάμεσά τους έχουν αρνητικά χαρακτηριστικά (π.χ. πρόεδρος χωριού). Επιπλέον, εύκολα διακρίνει κανείς στον τρόπο γραφής τη φροντίδα για τους αναγνώστες του βιβλίου, αφού η ιστορία εξελίσσεται σχεδόν γραμμικά, χωρίς κενά, περίεργα και επιτηδευμένα λογοτεχνικά σχήματα ή επίδειξη λογοτεχνίζουσας γλώσσας.  Στις παρά κάτι 100 σελίδες της ο συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει με ενάργεια το κλίμα, τις ανθρώπινες σχέσεις, αλλά και τις κρυμμένες και πάντα χαίνουσες πληγές που άνοιξε η Ιστορία των τελευταίων δεκαετιών (πόλεμοι -εμφύλιος) στο σώμα της χώρας και το λαό μας, καθώς και την περιορισμένη είναι αλήθεια αλλά ως εκ τούτου δραματική, αντίσταση του κουρασμένου ελληνικού λαού στη δικτατορία, την τιμή του οποίου επί της ουσίας διέσωσαν οι νέοι και ιδιαίτερα οι φοιτητές.

Ως σκηνικό και χωρικό πλαίσιο της ιστορίας επιλέγεται ένα απομονωμένο χωριό και οι κάτοικοί του τις παραμονές εορτασμού της 25ης Μαρτίου την εποχή της Χούντας. Ο ομφάλιος λώρος που συνδέει αυτό το περίκλειστο «σύμπαν» με την υπόλοιπη χώρα είναι η σιδηροδρομική γραμμή που το διασχίζει και σημαντικός κρίκος της ο μικρός, ασήμαντος σιδηροδρομικός σταθμός του. Εκεί ξεκινά η ιστορία που μας διηγείται ο Φιλελές. Μια ιστορία που δανείζεται εξ αρχής στοιχεία παράλογου, όταν η αμαξοστοιχία «κολλάει» λόγω βλάβης – τι ποιο σύνηθες ως μη κανονικό στη χώρα μας; – στον σταθμό του χωριού και οι επιβάτες της πρέπει να βολευτούν όπως όπως στα σπίτια τους, μέχρι να γίνει δυνατή ή να επιτραπεί όποτε συμφέρει στην «αρχή του χωριού» η επισκευή της τις επόμενες ώρες – μέρες. Γιατί το πότε επανέρχεται η κανονικότητα στη χώρας μας δεν εξαρτάται μόνο από τις τεχνικές δυνατότητες κάθε επιμέρους συστήματος, αλλά από τις πολιτικές σκοπεύσεις ή ικανότητες του πολιτικού μας προσωπικού. Όταν, λοιπόν, ο σταθμός επιτέλους αδειάζει από τους άτυχους και ταλαίπωρους επιβάτες, ο σταθμάρχης, ένα από τα δυο κεντρικά πρόσωπα της διήγησης, ανακαλύπτει μια εγκαταλελειμμένη βαλίτσα στην αποβάθρα…

Αρκεί αυτό το «απλό» αντικείμενο και η «ύποπτη» εγκατάλειψή του για να πυροδοτηθούν αντιθέσεις και μνησικακίες χρόνων, για να έρθουν στην επιφάνεια παλιά και προσεκτικά θαμμένα μυστικά, για να εκδηλωθούν οι μικρότητες, οι ενοχές και οι ανοχές, οι φόβοι αλλά και τα όποια στοιχεία μεγαλοκαρδίας και προσφοράς κρύβει μέσα της η μικροκοινωνία του χωριού. Ας σημειώσουμε εδώ ότι η «μικροκοινωνία» του συγκεκριμένου χωριού, μπορεί επίσης να διαβαστεί ως μεταφορά της κοινωνίας της χώρας μας στα μαύρα χρόνια της δικτατορίας: τι άλλο από ένα αποκλεισμένο, μίζερο, σπαρασσόμενο από παλιά μίση, αντιθέσεις, «χωριό» ήταν τότε η Ελλάδα; Ένα «χωριό» που οι κάτοικοί της κουρασμένοι από τα προβλήματα που είχε σωρεύσει πάνω τους η Ιστορία, δεν επιθυμούσαν παρά να «κουκουλώσουν» τα πάντα και να «ξεχάσουν», επιδιδόμενοι σε συνεχείς συνωμοσίες με σκοπό ο ένας «να την φέρει» – επί την ευκαιρία- στον άλλο; Και πόσο υπόγεια και αθόρυβα ζούσαν τότε όσοι σχεδόν δυο δεκαετίες πριν είχαν δώσει το αίμα τους πολεμώντας τους φασίστες κατακτητές για να εισπράξουν μετά την Απελευθέρωση αντί ευσήμων για το θάρρος και τις πράξεις τους, διώξεις και μίσος;

Με την εγκατάλειψη, λοιπόν, της βαλίτσας το ερώτημα που ενσκήπτει ως καταιγίδα και αναστατώνει το χωριό δεν είναι άλλο από το «τι έχει μέσα αυτή η βαλίτσα;». Θα τολμήσει, να την ανοίξει ο σταθμάρχης; Μήπως θα το κάνει ο πρόεδρος του χωριού, παλιός άσπονδος φίλος του σταθμάρχη κι ο πρώτος που ενημερώνεται απ’ αυτόν ως «καθ’ ύλιν αρμόδιος»; Θα αποφασίσει κάτι συγκεκριμένο για την τύχη της η συνέλευση κατοίκων του χωριού που καλεί ο Πρόεδρος, εφαρμόζοντας το σύνηθες κόλπο της μετάθεσης των ευθυνών σε πλάτες άλλων για να μην τις επωμιστεί μόνος του; Μια συνέλευση όπου συμμετέχουν αναγκαστικά οι κάτοικοι του χωριού παραταγμένοι κατά σειρά ισχύος και «τάξης» αλλά και το απαραίτητο δίδυμο, ο παπάς κι ο δάσκαλος, άτομα άτυπα επιφορτισμένα με τη διατήρηση της «ιδεολογικής» τάξης του τόπου, ακόμα κι αν η ψυχή και το μυαλό τους δεν έχουν καμιά σχέση με την άθλια, κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής; Θα αποφασίσουν οι κάτοικοι του χωριού ότι πρέπει να κληθεί με επιμονή επί τόπου η «υπέρτερη αρχή» ή θα καταβληθεί προσπάθεια πάση θυσία το γεγονός να αντιμετωπιστεί αποκλειστικά «στο χωριό και από το χωριό», χωρίς την παρέμβαση «ξένων» υπό τον φόβο των Ιουδαίων, γιατί ως γνωστόν τα εν οίκω μη εν δήμω και «τι τους θέλουμε αυτούς τώρα μες στα πόδια μας»;

Είναι φανερό ότι ο συγγραφέας μιλώντας μας για την «παράξενη ιστορία» της συγκεκριμένης βαλίτσας ανάγεται, όπως ήδη σημειώσαμε, από το επιμέρους και τοπικό στο εθνικό και γενικό, ανατέμνοντας συστηματικά και με αφομοιωμένη κοινωνιολογική οπτική την μικρο-κοινωνία του χωριού και δι’ αυτής τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας ελληνικής κοινωνίας που στενάζει κάτω από τη δικτατορία κάποιων επικίνδυνα ανόητων. Το σκηνικό και το κλίμα που περιγράφει ο Φιλελές είναι βέβαιο ότι θα ανακαλέσει στους μεγαλύτερους από τους αναγνώστες το νοσηρό κλίμα της εποχής της Χούντας και ιδιαίτερα τις μέρες «αναστάτωσης» που θυμόμαστε όσοι είχαμε την τύχη ή ατυχία να ζήσουμε στη δικτατορία ως μαθητές γυμνασίου, δημόσιοι υπάλληλοι ή ελεύθεροι επαγγελματίες σε έναν τόπο που ετοιμάζεται να εορτάσει «εθνική εορτή». Είτε αυτή ήταν η Παλιγγενεσία, το Όχι του ’40 ή ακόμα χειρότερα η γελοιογραφία της 21ης Απριλίου. Όλα και πάντα κάτω από το άγρυπνο βλέμμα του θυρεού της Χούντας: Ο φοίνικας που αναγεννιέται μέσα απ’ τις φλόγες κι ο στρατιώτης με τ’ όπλο επ’ ώμου να καμαρώνει μπρος του σαν γύφτικο σκεπάρνι… Έτσι, για να μην έχει κανείς απορία, αν στον τόπο είχε επιβληθεί στρατιωτική δικτατορία, μια ταυτόχρονα γελοία και επικίνδυνη οπερέτα, που τέλειωσε με την μέγιστη τραγωδία της Κύπρου.

Ο Φιλελές γράφοντας για μια εποχή και συνθήκη που η μνήμη της είναι ακόμα ανάγλυφη στους μεγαλύτερους, αλλά πρέπει να γνωρίσουν όσοι ακόμα τότε δεν είχαν γεννηθεί, συχνά καταφεύγει σε λεπτομερείς καταγραφές σκηνών πετυχαίνοντας μ’ αυτό τον τρόπο να αποκομίσουν οι αναγνώστες του την αίσθηση ενός τόπου και εποχής που είτε έχουν λησμονήσει είτε είναι έξω από τις δικές τους προσλαμβάνουσες παραστάσεις. Ενδεικτική η σκηνή όπου ο σταθμάρχης ανοίγει και πάλι το σταθμό την επομένη της «εγκατάλειψης»: «η ζωή του όλη κινείται με βάση τα δρομολόγια των τρένων, ξεκλειδώνει το λουκέτο της πόρτας του σταθμού, η βροχή έχει σταματήσει, αλλά έχει αφήσει τα ορατά ίχνη της στους δρόμους του χωριού, σκουπίζει τα λασπωμένα παπούτσια του στο ποδόμακτρο… μπροστά στα πόδια του πάλι η μικρή καφέ βαλίτσα, θα ασχοληθεί αργότερα μαζί της». Είναι η βαλίτσα που θα αναστατώσει τους πάντες, αλλά κανείς δεν θα προτείνει ή σκεφτεί να ανοιχτεί για να διαπιστωθεί, αν κάτι ύποπτο υπάρχει μέσα της. Προσέξετε όμως ιδιαίτερα τη λέξη «ποδόμακτρο» Πόσοι από μας την θυμούνται και πόσοι νεότεροι την αγνοούν, αλλά πόσο έντεχνα την ίδια στιγμή δεν ανακαλεί μια ολόκληρη εποχή και τη νοοτροπία της…

Θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνουμε ότι ο Πρόεδρος, ο Σταθμάρχης αλλά και το σύνολο των χωριανών θυμίζουν τους καλόγερους του Μεσαίωνα. Διαφωνούσαν επί ώρες και τους βασάνιζε το ερώτημα για τον ακριβή αριθμό των δοντιών του αλόγου, αλλά ουδείς ποτέ σκέφτηκε ή πρότεινε απλά να τα μετρήσουν! Το Παράλογο ταιριάζει απόλυτα στη μεταφυσική σκέψη και προκύπτει αβίαστα ως «φυσική κατάσταση» από τον φόβο που υπαγορεύουν στα κοινωνικά υποκείμενα τα αυταρχικά καθεστώτα κάθε είδους…

Τέλος και ιδιαίτερα σημαντικό. Στην ιστορία που μας διηγείται ο συγγραφέας το «μυστήριο» του περιεχομένου της βαλίτσας, που συνδέεται βέβαια με τις προσπάθειες αντίστασης στη χούντα, παρουσιάζεται χαμηλόφωνα και χωρίς επικού χαρακτήρα εκφάνσεις στο τέλος του βιβλίου. Όπου το ανθρώπινο στοιχείο, η τρυφερή χειρονομία προστασίας του προσώπου που μεταφέρει τη βαλίτσα από ένα ζευγάρι ντόπιων, κυριαρχεί του «πολιτικού» χωρίς όμως να το αγνοεί, αντιθέτως προϋποθέτοντάς το.

Και η νουβέλα ολοκληρώνεται μερικές δεκαετίες μετά μ’ ένα επίσης χαμηλόφωνο προσκύνημα στον τόπο και τους ανθρώπους που προστάτευσαν τότε τον ή την «μεταφορέα» της βαλίτσας. Παράλληλα, αποκαλύπτεται στον αναγνώστη, ως υπαινιγμός και χωρίς ίχνος επικής παντιέρας, η τύχη ενός σημαντικού προσώπου της τότε Αντίστασης, που απουσίαζε από την ιστορία, αλλά την καθόρισε. Πρόκειται για έναν απ’ αυτούς τους πραγματικούς αντιστασιακούς, που όχι μόνο δεν έγιναν μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας στον τόπο μας γνωστοί ως «σταρ» της Αντίστασης, αλλά παρέμειναν στην σκιά των προβολέων, αν και κατέβαλλαν και μάλιστα εφ’ όρους ζωής ακριβό αντίτιμο για το θάρρος τους να αντισταθούν στη Χούντα, θυσιάζοντας τη σωματική και ψυχική τους υγεία στο βωμό της Ελευθερίας.

Έτσι, μια «απλή» νουβέλα, ευφυής ως σύλληψη και επιδέξια γραμμένη, περικλείει – χωρίς επικές κορώνες και κραυγές – το σύνολό της δραματικής ιστορίας εκείνων των φρικτών και ντροπιαστικών επτά χρόνων. Τότε που ο φασισμός – ολοκληρωτισμός λέκιασε ανεπανόρθωτα την τιμή της χώρας, όπου γεννήθηκε και έζησε, έστω για λίγο κατά την Αρχαιότητα, η ιδέα της Δημοκρατίας.

Υ.Γ. Η παράξενη ιστορία μιας βαλίτσας, προσφέρεται ιδιαίτερα για μεταγραφή σε θεατρικό έργο. Ένα έργο που θα μπορούσε να ανεβεί σε πολλές μαθητικές σκηνές και να αποτελέσει ζωντανό εργαλείο ιστορικής γνώσης. Ο Δημήτρης Φιλελές έχει αποδείξει ότι έχει τις ικανότητες και την όρεξη να επιχειρήσει μια παρόμοια άσκηση. Εξάλλου, ως δάσκαλος ο ίδιος έχει ιδιαίτερες παιδαγωγικές ευαισθησίες που θα συνέβαλαν αποφασιστικά στην επιτυχία του σχετικού εγχειρήματος.

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Ο Δημήτρης Φιλελές γεννήθηκε στην Αθήνα το 1961. Σπούδασε Κοινωνικές Επιστήμες και Παιδαγωγικά. Θήτευσε ως δάσκαλος στη δημόσια εκπαίδευση. Είναι μέλος της Π.Ε.Λ. και του PEN Greece. Από τις εκδόσεις Πηγή κυκλοφορούν η μεταγραφή του ιστορικού αφηγήματος Χρήστος Μηλιόνης του Αλ. Παπαδιαμάντη, οι ανθολογίες μετεγγραμμένων διηγημάτων Ανθολογία Πασχαλινού Διηγήματος, Ανθολογία Ιστορικού Αφηγήματος για το 1821, Διηγήματα του Δωδεκαημέρου και Από τη Γη της Μικρασίας στα μονοπάτια της προσφυγιάς. Από τις εκδόσεις Απόπειρα κυκλοφορούν οι προσωπικές ποιητικές συλλογές Μυθ…ιστόρημα, Θρ…ίαμβοι και Απώλειες, Αντι…σώματα και από τις εκδόσεις Αττικός η Ομηρία-1922 μ.Χ. Τα ψηφιακά του βιβλία για παιδιά Παιδική Θεατρική Σκηνή, Ο Καραγκιόζης Δήμαρχος και Της Γλώσσας τα καμώματα κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο. Συμμετέχει με ποιήματα και διηγήματα σε έντυπα συλλογικά λογοτεχνικά έργα: Ανθολογία Σύγχρονης Ερωτικής Ποίησης – τόμος Β’ (Κύμα), Χρώματα Ψυχής (Όστρια), Συνομιλώντας με τον Κ. Π. Καβάφη (Όστρια), Τα ποιήματα του 2017 (Κοινωνία των δεκάτων), Ποιητικές Συμπλεύσεις 3 – Ρευστά Όρια (Εντύποις), Συνομιλώντας με τον Arthur Rimbaud (Όστρια), Ποιητικά Ημερολόγια 2019, 2020, 2021, 2022 (Ιωλκός), Με το βλέμμα των παιδιών, Ημερολόγιο Ποίησης 2021 (Άπαρσις), Ποιητικό Ημερολόγιο 2021 (Κέφαλος), Συνομιλώντας με τον εαυτό μου (Δρόμων), Νέα Φιλολογική Πρωτοχρονιά 2020, 2021, 2022,2023. Έχει δημιουργήσει τα φωτογραφικά λευκώματα 60 Μορφές στο Φως (Real Press), Ancient Greece: Sculptural Masterpieces (App Store). Οι κύκλοι τραγουδιών Του Κωνσταντή, Θρύλοι για την Άλωση της Πόλης και Όταν το ’21 αφηγείται έχουν μελοποιηθεί από τον Φ. Πλακιά. Οι κύκλοι τραγουδιών Ομηρία-1922 μ.Χ. και Μνημοσύνη έχουν μελοποιηθεί από την Α. Καρλαύτη. Ποιήματά του έχουν επίσης μελοποιηθεί από τους Ν. Βρεττό, Α. Κοκκίνου και Β. Ντίκο. Στο blog του (dimitrisfileles.blogspot.com) δημοσιεύει έργα του και ηχογραφήσεις κλασικής ελληνικής πεζογραφίας και ποίησης.