ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΧΡΟΝΟ


Έργο του Salvador Dali

Δεν έχουμε χρόνο

Όμορφη που είσαι, αγάπη μου!
καθώς πύρινη αναδύεσαι κάθε βράδυ
μέσ' απ’ το σύθαμπο των πρώτων αστεριών 
μοναχική βαδίζοντας τον δρόμο σου, μα ποτέ μόνη

άφησέ με να σου ζητήσω συγνώμη 
για όσες φορές δεν κράτησα σφιχτά το χέρι σου 
για όσες φορές δεν καθρεφτίστηκα στα μάτια σου 
για όσες φορές δεν σου ψιθύρισα λόγια αγάπης 
για όσες φορές δεν ήμουν στο πλάι σου

ένα ποτάμι ο κόσμος, αγάπη μου, που μέσα  του κυλάμε 
ένα ρεύμα ορμητικό που θέλει να μας παρασύρει 
στον ανερμάτιστο χορό του
μα εμείς έχουμε χρέος στους μελλούμενους ανθρώπους 
όρθιοι να σταθούμε 
δρόμο δικό μας να χαράξουμε 
με των ιδανικών μας το κοφτερό μαχαίρι 

δεν έχουμε χρόνο εμείς, αγάπη μου 
εμείς προχωράμε αντίθετα στο ρεύμα
της συνήθειας και της απάθειας 
της απάτης και της αυταπάτης 
εμείς είμαστε σημαιοφόροι του ήλιου

άκου, τα τύμπανα ηχούν, πρέπει να βιαστούμε 
η θέση μας βρίσκεται εκεί, στην πρώτη γραμμή 
δεν μπορεί να μείνει κενή 
δεν έχουμε χρόνο εμείς, αγάπη μου 

έρχομαι κοντά σου, σου απλώνω το χέρι 
μη διατάζεις ούτε στιγμή, κράτησε με σφιχτά 
να ζεστάνουμε μέσα στις παλάμες μας το όνειρο
να δικαιώσουμε το παρελθόν,  να σώσουμε  το μέλλον 
εμείς είμαστε οι ταχυδρόμοι της ελπίδας 
έχουμε χρέος να φτάσουμε στον προορισμό μας

δεν έχουμε χρόνο εμείς, αγάπη μου 

το όνομά μας δεν θα γραφτεί στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων 
ούτε στα βιβλία της ιστορίας 
δεν θα ακουστεί στα επινίκια επετειακά  εμβατήρια 
ούτε στα εθιμικά προσκλητήρια πεσόντων 
δεν θα δοξαστεί στις φωταγωγημένες πλατείες 
ούτε στις επίσημες γιορτές της πολιτείας

μόνο τραγούδι θα γίνει 
στα χείλη των ερωμένων της ανθρωπιάς.

© Δημήτρης Φιλελές









Σάββατο 19 Μαΐου 2018

ΜΠΕΪΑΛΑΝ

19 ΜΑΪΟΥ
ΗΜΕΡΑ ΜΝΗΜΗΣ ΤΗΣ ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑΣ
ΤΟΥ ΠΟΝΤΙΑΚΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ



ΜΠΕΪΑΛΑΝ

Οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν χιμήξαν στο χωριό μας
μόνους μας ξέχασ’ ο Θεός στο μαύρο ριζικό μας.

Σαν πεινασμένες ύαινες για αίμα διψασμένοι
ορμήξανε στα σπίτια μας μέρα καταραμένη.

Γέρους και γυναικόπαιδα μαζέψαν στην πλατεία
χαιρόταν με τον τρόμο τους όλη η συμμορία.

Σε δύο σπίτια αρχοντικά σφαλίσανε την πόρτα
στο νου τους είχαν το κακό ξερά ανάψαν χόρτα.

Μέσα μωρά στην αγκαλιά, μάνες αλλοπαρμένες
παραδοθήκαν στη φωτιά κραυγές απελπισμένες.

Στάχτη, καπνός και κουρνιαχτός τη μοίρα μας ορίζουν
κλαίνε τα σύννεφα βαριά και τα βουνά δακρύζουν.

Νύχτα του μαύρου χαλασμού τη μνήμη μας στοιχειώνει
στο δρόμο του ξεριζωμού χορτάρι δε φυτρώνει.

Του Πόντου άγια χώματα χιλιοβασανισμένα
χίλιες φορές ο θάνατος παρά προσκυνημένα.


© Δημήτρης Φιλελές

Από την ποιητική μου συλλογή "Μυθ...ιστόρημα" (Εκδόσεις "Απόπειρα", 2017)

Δευτέρα 14 Μαΐου 2018

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΒΑΦΗΣ - ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ



ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

— Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

— Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μια τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

—Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

— Γιατί οι δυο μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά, γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπώνουν τους βαρβάρους.

—Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαρυούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.

— Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ η πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;

Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Π. ΚΑΒΑΦΗΣ