ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Παρασκευή 29 Απριλίου 2022

Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη - Ένα δάκρυ για τον μπαρμπα-Τζίμη

 


Θεανώ Παπάζογλου Μάργαρη

(1906-1991)



Ένα δάκρυ για τον μπαρμπα-Τζίμη

(πλήρες διήγημα)


Έσφιξα το χέρι του μέσα στα δικά μου τη μέρα που έφευγα απ’ την Καλιφόρνια. «Θέλω ν’ απαντάς αμέσως στα γράμματά μου», είπα. Χαμογέλασε.

«Άκουσες τι σου είπα, μπαρμπα-Τζίμη; Θέλω ν’ απαντάς στα γράμματά μου αμέσως!» και τα μάτια μου ανταμώσανε τα δικά του τα θαλασσιά, τα θλιμμένα, κι ένιωσα κεντριά στη σκέψη πως μπορούσε και να μην τα ξανάβλεπα τα μάτια του ποτέ πια στη ζωή μου.

Τώρα λέει αυτός: «Ναι, θ’ απαντήσω άμα τύχει και μου γράψεις», και με βλέπει σοβαρά μα και κάπως σαν αστεία.

«Τι θες να πεις μ’ αυτό το «άμα τύχει και μου γράψεις»; Θέλεις να πεις πως δε θα σου γράψω:»

«Μα θα περίμενα να μου ‘γραφες αν ήμουν είκοσι χρόνια νεότερος!... Αλλά τότες… τότες…» - τον βλέπω παραξενεμένη!

«Κύριε Δημήτρη Ντεμίρη, είσαι παράξενος άνθρωπος! Τι σημασία μπορεί να έχει η ηλικία σου; Εγώ θα σε θυμάμαι πάντα -θα σε θυμάμαι όσο ζω- και θα σου γράφω ταχτικά. Θα σου γράψω μόλις φτάξω στο Σικάγο. Και πρόσεξε μην αργήσεις ν’ απαντήσεις, γιατί θα με πικράνεις! Θα με πικράνεις πολύ!»

Τώρα ήξερα πως θα είχα γρήγορη απάντησή του. Ποτέ δε θα ήθελε να με πικράνει ο μπαρμπα-Τζίμης, ποτέ!

«Καλά, καλά», λέει και με κοιτάζει στα μάτια˙ κι ύστερα: «Μα τι να θυμηθείς από μένα!... χι, χι, χι!... Μπορεί και να μη μου στείλεις μήτε και μια κάρτα!... Να ‘μουνα είκοσι χρόνια νεότερος!...» και χαμογελάει αινιγματικά, μα το τραίνο τώρα ξεκινάει. Κατεβαίνει το σκαλί ο μπαρμπα-Τζίμης και στέκεται κι ανεμίζει το χέρι του. Κουνώ κι εγώ το δικό μου: «Γκουντμπάι, γκουντμπάι», λέω και μου ‘ρχεται να πηδήξω και να βγω, μα το σιδερένιο θηριό πήρε δρόμο - φεύγουμε!

Ο μπαρμπα-Τζίμης δε σαλεύει απ’ τη θέση του, κι όλο ανεμίζει το χέρι του, μα είμαστε πια μακριά. Τόνε βλέπω να σκουπίζει ένα δάκρυ του, σκουπίζω κι εγώ ένα δικό μου και πάω στο κάθισμά μου.

Άνοιξα το βιβλίο που ‘χα στη μασκάλη μου.

Βλέπω τα γράμματα, μα νόημα δε βγάζω. Ο νους μου γυρίζει, γυρίζει!... Κάτι σαν τανάλια σφίγγει τα μύχιά μου… Αντίο, Καλιφόρνια! Άφησα στη γη σου δυο χρόνια δυο χρόνια της ζωής μου! Δυο χρόνια γλυκόπικρα σαν το χαμόγελο του μπαρμπα-Τζίμη… Αντίο, μπαρμπα-Τζίμη! Και συλλογιέμαι να του γράψω αμέσως μόλις φτάξω στο Σικάγο.

Μα δεν του ‘γραψα. Δεν του ‘στειλα μήτε μια κάρτα!... Στην αρχή πότε τούτο πότε κείνο και το άφηνα όλο για την άλλη μέρα. Μετά πέρασε καιρός και ντρεπόμουνα πια. Πώς να δικαιολογούσα την τόση μου αργοπορία; Είχα δα και πολλά να του πω, πολλά να του ιστορήσω, κι όταν έχεις πολλά να πεις, δε γράφεις τίποτα, μιας και δεν ξέρεις από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις!

Μα κι αν δεν κράτησα το λόγο μου να του γράψω, δε θα πει και πως δεν κράτησα την υπόσχεσή μου να τόνε θυμάμαι! Τόνε θυμάμαι και θα τόνε θυμάμαι όσο ζω!...

 

Πώς να τόνε ξεχάσω που τόση γλύκα στάλαξε στη ζωή μου κείνα τα πρώτα χρόνια του ξενιτεμού μου τα τόσο πικρά! Αλλά εγώ, σίγουρο πως μόνο πίκρα έχυνα στην ψυχή του μπαρμπα-Τζίμη!

Όλοι μας στην παρέα πίκρα χύναμε στην ψυχή του, στοχάζουμαι τώρα. Γιατί τόνε φωνάζαμε μπάρμπα; Έτσι, σάμπως να ‘ταν κάνα γεροντάκι… Και τώρα εξηγώ και κείνη την παντοτινή του θλίψη! - μπαρμπα-Τζίμη ο ένας, μπαρμπα-Τζίμη ο άλλος!

Αλήθεια πως ήταν ο μεγαλύτερος της παρέας. Κάποιοι μας κάτου από τα είκοσι. Κάποιοι πιο πάνω. Αυτός σαρανταδυό! Από σεβασμό κι αγάπη τόνε φωνάζαμε μπάρμπα - κι από ασυλλογισιά! Εγώ τότες νόμιζα πως χρειαζόταν τρεις αιώνες να φτάξω τα σαρανταδυό, που μου φαινόντανε πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Το ίδιο θα νομίζανε κι οι άλλοι και κάναμε μπάρμπα το Δημήτρη τον Ντεμίρη πριν την ώρα του κι ας μας έλεγε στην αρχή «μα γιατί δε με φωνάζετε σκέτο Τζίμη ή Δημήτρη;…»

Βέβαια, εξόν την ηλικία του, ήταν κι ο παλιότερος στην Αμερική. Εμείς οι άλλοι φρεσκοφερμένοι. Μυρίζαμε θυμάρι ακόμα, έλεγε - ξενάκια!

Ξενάκια και τόσο θέλαμε κάποιον, κάτι σαν πατέρα, σα μεγάλον αδερφό, σα θειο, και υιοθετήσαμε για κάτι τέτοιο τον μπαρμπα-Τζίμη, γιατί τον αγαπούσαμε. Όλοι μας τον αγαπούσαμε. Μα εγώ τον αγαπούσα απ’ όλους πιο πολύ.

Ήταν γιατί μου φαινόταν ήρωας ο μπαρμπα-Τζίμης, που ήρθε στην Αμερική το χρόνο που εγώ γεννήθηκα, κι όταν εγώ άρχισα να λέω ντανταντά και μαμαμά, αυτός άρχισε να μιλάει τ’ αγγλικά και τώρα όποια λέξη ήθελες, την ήξερε! Κι ακόμα σπουδαιότερο κι ηρωικό μου φαινότανε που στον πόλεμο -στον πρώτο μεγάλο πόλεμο- αυτός ήταν με τον αμερικάνικο στρατό και λαβώθηκε στη Γαλλία και πήρε και παράσημα. Είδα και φωτογραφίες του με στολή αξιωματικού και γαλόνια! Κι ήταν κι Αμερικανός πολίτης και ψήφιζε ο μπαρμπα-Τζίμης σαν ήτανε να βγάλουν πρόεδρο της Αμερικής, ψήφιζε! Όλ’ αυτά μου φαινόντανε τόσο σπουδαία τότες, τόσο ηρωικά, τόσο ρομαντικά!

Τώρα θαρρώ πως τόνε θρόνιασα έτσι στην καρδιά μου και για το σουλούπι του. Παράφερνε με το συχωρεμένο τον πατέρα μου, που σαν όνειρο τον έβαζε ο νους μου - αψηλός, ξερακιανός, ίσιος, ντούρος! Ο μπαρμπα-Τζίμης είχε δω μπροστά και κάτι γκρίζα μαλλιά, που δε θυμόμουνα να τα ‘χε κι ο πατέρας μας, μα τα λίγα γκρίζα του μαλλιά προσθέτανε ομορφιά στον μπαρμπα-Τζίμη! Τον κάνανε πιο άντρα!

Κάθε φορά που θα μας έπαιρνε ο Τόνης με το τροκ του (σ’ αυτοκίνητο δε χωρούσε όλη η παρέα) να πάμε εκδρομή, εγώ τον μπαρμπα-Τζίμη διάλεγα συντροφιά μου. Ζάρωνα κοντά του σα γατάκι και σαν ένιωθα τον εαυτό μου κουρασμένο, πονεμένο, έγερνα το κεφάλι μου στο στήθος του το πλατύ κι αισθανόμουνα τότες γαλήνη, ασφάλεια - έτσι σάμπως να βρισκόμουν ακόμα στο χωριό μου κι όχι στη μακρινή Αμερική!... Και να του ξέφευγε του Τόνη το τιμόνι, δε θα πάθαινα κακό, δε θα χτυπούσα, αφού πλάι μου ήταν ο μπαρμπα-Τζίμης!

«Δεν πας να κάτσεις κοντά στον Στηβ, στον Τομ!... Πήγαινε να κάτσεις δίπλα σε κάνα παλικάρι!...» έλεγε καμιά φορά, μα το ‘βλεπα πως δεν το εννοούσε και χαιρόμουνα.

Δεκαοχτώ χρονών ο Στηβ κι ο Τομ κάνα χρόνο μεγαλύτερος. Παιδάκια. Και καινουργιοφερμένοι! Μήτε τα μέρη ξέρανε, μήτε τα βουνά που βλέπαμε, μήτε τα δέντρα τα γνωρίζαν αυτοί όπως ο μπαρμπα-Τζίμης που τα ‘ξερε όλα.

Όλα τα ‘ξερε αυτός! Δεκαεφτά χρόνια στην Αμερική (κι ήταν τόσο πολλά τότε δεκαεφτά χρόνια!) κι ήξερε τον τόπο, τους δρόμους, τα καταστήματα, ήξερε πότε ανθίζανε τα δέντρα, πότε έδενε ο καρπός και πότε ωρίμαζε, κι αυτός, ο μπαρμπα-Τζίμης, οργάνωνε τις εκδρομές μας στους κάμπους της Καλιφόρνιας.

«Τόνη, κανόνισε την άλλη βδομάδα να εκστρατέψουμε μια μέρα για το Σαν Φερνάντο Βάλεη με το φορτηγό σου, να δούνε τα ξενάκια μας, που μοσκοβολούν ακόμα πατρίδα, να δουν ανθισμένες τις αμυγδαλιές της Καλιφόρνιας, να την αγαπήσουν λίγο και να μη θυμούνται πολύ τα σπίτια τους και τα χωριά τους και πονούν˙ κι ύστερα σε μένα: «Μα συ δε μοσκοβολάς πατρίδα!... Εσύ είσαι Τούρκα, Τουρκίτσα!», αλλά το ‘βλεπα στα μάτια του, που κρυφογελούσανε, πως το ‘λεγε γι’ αστείο και δεν πειραζόμουνα.

 

Μόλις πατούσε ο Τόνης τη γκαζολίνη κι έπαιρνε δρόμο η μηχανή, έπαιρνε δρόμο κι ο μπαρμπα-Τζίμης με τη φωνή του τη μπάσο προφούντο:

«Προσέξτε! Τούτο είναι το Γκόλντεν Γκέητ - χρυσωμένη πύλη θα λέγαμε στη γλώσσα μας. Προσέξτε! Θαύμα της φύσης η ομορφιά του Γκόλντεν Γκέητ!

Τούτη είναι η γέφυρα! Προσέξτε, προσέξτε τη γραμμή της! Θεϊκιά μεγαλοπρέπεια!...Τόνοι και τόνοι το σίδερο και το ατσάλι!... Το θαύμα τ’ ανθρώπου αυτό!... Μεγάλο και τ’ ανθρώπου το έργο στον αιώνα μας!... Και τι δεν έφτιαξε με το χέρι και με το νου του!... Ένα μόνο δεν κατάφερε ακόμα - να ζει αδερφωμένα κι ειρηνικά!...»

Και σαν μπαίναμε στον κάμπο κι η μηχανή έτρεχε πάνω στον ασφαλτοστρωμένο αυτοκινητόδρομο, εξηγούσε:

«Τούτη η απέραντη γης της Καλιφόρνιας, με το παχύ, το μαύρο και αφράτο χώμα της, μπορεί να θρέψει με φρούτο όλους τους ανθρώπους του πλανήτη μας άμα καλλιεργηθεί επιστημονικά, λένε» - κι έτρεχε το αυτοκίνητο και μίλια και μίλια δεξιά ζερβά μόνο ανθισμένες μυγδαλιές, σα νύφες στολισμένες, πιασμένες χέρι-χέρι. Ατέλειωτος κάμπος όλο μυγδαλιές! Κι όλες αράδ’-αράδα και μια κοψιά!

«Μα πώς και είναι όλες τους τόσο όμοιες, ένα μπόι, και σ’ όμοια απόσταση η μια από την άλλη, μπαρμπα-Τζίμη;» Κι εξηγούσε πώς τις φυτέψανε και τις κλαδεύουν να ‘ναι όλες το ίδιο.

Κατόπι άλλη εκδρομή, στο Σαν Τζουακίμ Βάλεη τώρα, να δούμε στον ανθό τους τις κερασιές. Τις κορομηλιές. Τις ροδακινιές. Μυριάδες δέντρα! Μελεούνια! Μετά και σα βρισκόντανε στον ανθό οι λεμονοπορτοκαλιές κι ήταν πλημμυρισμένος όλος ο κάμπος άρωμα. Κι ύστερα έπρεπε να δούμε τα δέντρα και σαν άρχιζε να δένει ο καρπός. Δε μοιάζαν νύφες στολισμένες τώρα οι αμυγδαλιές, οι βυσσινιές, οι αχλαδιές. Ντυμένες στα εργατικά θαρρείς:

«Γυναίκες στο μήνα τους τα δέντρα τούτη την εποχή όπως γέρνουν από το βάρος του καρπού…»

Κι έπρεπε να δούμε τον καρπό κι όταν ωρίμαζε. Άλλη η όψη του κάμπου τώρα! Ατελείωτο ξανθό χρυσάφι οι λεμονιές. Ατελείωτο σκούρο χρυσάφι οι πορτοκαλιές… Μελιτζανιά ντυμένα τα περιβόλια του Σάντα Κλάρα Βάλεη που θρέφουν με τα μελένια τους δαμάσκηνα όλη την Αμερική και γλυκαίνουν κι άλλους τόπους μακρινούς. Μα πόσα δέντρα;… Πας, πας, πας, ώρες και ώρες με τη μηχανή και τέλος δε βλέπεις!

 

Μα καμιά φορά τύχαινε να μην έχουμε μηχανή. Τύχαινε να κουβαλάει σταφύλι στο Σακραμέντο Βάλεη ο Τόνης με το φορτηγό του. Και τότες ο μπαρμπα-Τζίμης μας πήγαινε στα τριγύρω μέρη - λίγο έξω απ’ την πόλη.

Το Κλιφ Χάους ήταν το πιο συνηθισμένο μας καταφύγιο σα δεν είχαμε μηχανή να τρέξουμε στους κάμπους. Κατεβαίναμε τα βράχια και καθόμαστε στην αμμουδιά, κουκουλωμένοι ήλιο, κι αγναντεύαμε τις φώκιες -τα καλιφορνέζικα λιοντάρια της θάλασσας- California sea lions, που όλη τη μέρα λιάζουνται και χαϊδολογιούνται πάνω στο βραχονήσι τους και κάπου κάπου δίνουν μια βουτιά στη θάλασσα και πάλι βγαίνουν και ξαπλώνουν στη λιακάδα. Αγναντεύαμε και τον ωκεανό που πάει ως τη μακρινή Ανατολή, στην Κίνα, στην Ιαπωνία. Πότε ανταριασμένος, με κύματα βουνά, πότε γαληνεμένος κι ειρηνικός, χωρίς μια ρυτιδίτσα.

Πίσω μας υψωνόταν ο βράχος - τείχος πανύψηλο- που του έγλειψε το κύμα ένα αδύνατο πλευρό του, ποιος ξέρει ποια εποχή, κι άνοιξε μια καμάρα κι ορμούσε μέσα μανιασμένη η φουρτούνα με φοβερή αντάρα, κι αριστερά ένα πέτρινο θεόρατο βουνό που ξεπηδούσε απότομα μέσ’ απ’ το νερό. Μα προς τα δεξιά μας ήρεμη η ομορφιά. Ακρογιάλι δαντελωτό, στρωμένο αμμουδιά αστραφτερή και πετραδάκι όσο αλάργα έβλεπε το μάτι!

Κι εκεί, στο Κλιφ Χάους, στην αμμουδιά, με τον απέραντο ωκεανό, τα πλεούμενα, τους γλάρους, τις φώκιες, τους γκρεμνούς, ακούγαμε τον μπαρμπα-Τζίμη να μας λέει ιστορίες που μας φαινόντανε παμπάλαιες κι ας ήταν χτεσινές.

«Μπαρμπα-Τζίμη, το ξέρεις πως ακόμα δε μας είπες την ιστορία, πώς τα πήρες τα γαλόνια και τα παράσημα τότε που λαβώθηκες στη Γαλλία, στη Φλάντρα;… Φαίνεσαι τόσο λεβέντης, τόσο λεβέντης, μπαρμπα-Τζίμη, με κείνη τη στολή του αξιωματικού!... Νιώθω τέτοια περηφάνια για σένα, μια τέτοια περηφάνια!...»

Με κάρφωσε με τη ματιά του:

«Μυστήριο!... Μα γιατί να έχουν τρέλα για τα στρατιωτικά όλα τα κορίτσια, ακόμα κι όταν ο πόλεμος που ρήμαξε τα σπίτια τους;… Να, τούτη δω τώρα η μικρή!... Αιτία ο πόλεμος, είδε τον τόπο που γεννήθηκε να νεκρωθεί, να ξεριζωθεί από τη γη των πατέρων του ένας ολόκληρος κόσμος, κι ή ίδια να βρεθεί απ’ τα παράλια της Προποντίδας πεταγμένη στις όχθες του Ειρηνικού και σε τόπο που τα γονικά της μήτε κι ακουστά δε θα τον είχανε, μα νιώθει περηφάνια για τη στρατιωτική στολή μου!... Ανεξήγητο!... Νίτσα, παιδί μου, εγώ δεν είμαι της ηλικίας σου και δε νιώθω περηφάνια. Γιατί κατάλαβα πως ο πόλεμος δε λύνει κανένα πρόβλημα και σαν τελειώνει, μαζί με τη φοβερή καταστροφή και την ορφάνια, αφήνει και το σπόρο για νέο πόλεμο, μεγαλύτερο απ’ τον προηγούμενο!... Ναι, δε νιώθω περηφάνια για κείνα τα παράσημά μου - μα έκαμα κι εγώ κάτι στη ζωή μου…»

Και νομίσαμε πως θα ‘ταν καμιά ιστορία ηρωική, για παλέματα με μπούφαλους και φίδια δέκα πήχες εκεί στα δάση του Όρεγκον που έκοβε ξυλεία τα πρώτα χρόνια που ήρθε στην Αμερική, είτε με φάλαινες και μέδουσες στα πάγη της Αλάσκας όπου δούλεψε ένα χρόνο με τα ψαράδικα ο μπαρμπα-Τζίμης!

«Πες μας, μπαρμπα-Τζίμη, πες μας αυτή την ιστορία σου!...»

Κοίταξε ένα λεφτό μακριά πέρα στο πέλαγος:

«Ήταν μετά που γυρίσαμε απ’ τον πόλεμο. Η κατάσταση άσκημη - όπως πάντα μετά από κάθε πόλεμο. Έπιασα δουλειά δεύτερος μάγερας.

Την εποχή εκείνη στα ρέστοραντ και τα ξενοδοχεία δουλεύαμε δώδεκα ώρες την ημέρα κι εφτά μέρες τη βδομάδα… Αν δε δούλεψες στην Αμερική, μέσα σε κουζίνα, δώδεκα ώρες την ημέρα κι εφτά μέρες τη βδομάδα, τότε τι θα πει κόλαση δεν έχεις ιδέα!... Φεύγει πάνωθέ σου κάθε ζωή και νιώθεις φορτίο το κορμί σου!... Και σα σκολάσεις, πού να κοιμηθείς απ’ τα ταραγμένα νεύρα! Ακούς ακόμα το σερβιτόρο να ξεφωνίζει τα όρδινα… μαλώνεις με τον πιατά, το σαλατά, τον παραμάγερα!... Σε σκυλοβρίζει το αφεντικό, ο σιεφ… οι πελάτες στέλνουν πίσω τις παραγγελίες -πολύ ωμή η μπριζόλα, πολύ ξεροψημένο το μπιφτέκι!- και προτού ξεκουραστείς, στριγγλίζει το ξυπνητήρι!...

Άλλη μέρα στο πουργκατόριο!... Άλλη μέρα πάνου απ’ τη φωτιά - μέσα στην τσίκνα, την μπόχα και τον ιδρώτα που σε περιλούζει απ’ την κορφή ως τα νύχια! Και σα δουλεύεις τόσες ώρες, δεν έχει και καιρό πια να δεις τη φύση - καληώρα όπως σήμερα. Πού ηλιόλουστη Καλιφόρνια! Μόνο τον τάρταρο της κουζίνας και το καμαράκι σου ξέρεις και δε σου μένει ώρα μήτε να δεις ένα φίλο σου, ένα συχωριανό σου, να πεις δυο κουβέντες να ξεσκάσεις!... Μήτε για ένα βιβλίο, για ένα περιοδικό, να ξεσκονίσεις μια στάλα το μυαλό σου, να θρέψεις τη σκέψη σου! Ζεις πια μονάχα για να δουλεύεις!... Πώς να ‘ρθεις εδώ να μυριστείς το φύκι, ν’ αναπνέψεις καθαρό αέρα της θάλασσας να ξεπλένεις απ’ την μπόχα τα πνεμόνια σου!... Και θέριζε η φτίση κι οι μάνες στην πατρίδα καρτερούσαν τα παιδιά τους να γυρίσουν πίσω με καζάντια!... Το χτικιό καζάντι είχανε πολλοί!

Μα κάποιος δικός που δούλευε αυτός σ’ αμερικάνικο ρέστοραντ μονάχα οχτώ ώρες την ημέρα κι έξι μέρες τη βδομάδα κι έπαιρνε μιστό μεγαλύτερο απ’ το δικό μας, σκορπάει ένα ευαγγέλιο!

«Δε μας τα δώσανε - παλέψαμε και τα πήραμε! Να οργανωθείτε και σεις στα γρεκικά μαγαζιά και ν’ απαιτήσετε να δουλεύετε σαν άνθρωποι!...»

«Μα τ’ αφεντικά μας δεν το δέχουνται!», λέμε.

«Αν δεν το δεχτούν με το καλό, να τους αναγκάσετε να δεχτούν με την απεργία…»

Τότες εγώ -αρχές του είκοσι- δούλευα σε κείνο το μεγάλο ρέστοραντ, άντικρυ στο δημαρχείο, που το ‘χε ένας συχωριανός μου. Δε δέχτηκε μήτε να το ακούσει!

«Είστε στα καλά σας; Οχτάωρο κι έξι μέρες τη βδομάδα και μιστό μεγαλύτερο!... Μα δε θα ‘στε καλά!... Οποιανού δεν του αρέσει, να φύγει αμέσως και παίρνω άλλους να δουλεύουν δεκατέσσερις ώρες την ημέρα και να λεν κι ευχαριστώ!»

Αποφασίσαμε ν’ απεργήσουμε. Μεσημέρι ορίσαμε. Και πάνω στη μεγάλη φούρια, που πέφτανε απ’ το δημαρχείο οι υπάλληλοι κι ήταν κάργα το μαγαζί -δώδεκα και τέταρτο ακριβώς- μαγέροι, πιατάδες, σερβιτόροι, σαλατάδες, τηγανάδες, πετάμε όλοι τις ποδιές!

Τα κρέατα πάνω στη φωτιά!... Καίγουνται μπριζόλες, μπιφτέκια, ψάρια, πόρκτσιαπ, αυγά!... Οι πελάτες θαρρούν πως πήρε φωτιά το μαγαζί και ποιος να πρωτοφύγει!... Τ’ αφεντικό τρέχει στον ένα μάγερα, στον άλλο, στον ένα σερβιτόρο, στον άλλο!

«Αμάν, βρε παιδιά!... Να με καταστρέψετε γυρεύετε εμένα, το συμπατριώτη σας, που σας έδωσα δουλειά να ζήσετε;… Βρε Δημήτρη, καίγουνται τα κρέατα! Αμαρτία μεγάλη, Δημήτρη!...»

«Κι εγώ που καίγουμαι πάνου απ’ τις σκάρες και τα τηγάνια δώδεκα ώρες την ημέρα, δεν είναι αμαρτία, αφεντικό; Μόνο τα βοδινά κρέατα λυπάσαι;…» - Τρέχει στον ξάδερφό του:

«Βρε ξάδερφε, και συ μ’ αυτούς τους αναθεματισμένους που θέλουν να με καταστρέψουν; Πώς παρατάς το μαγαζί πάνου στη φούρια της δουλειάς και συ; Δε συλλογιέσαι πως έχουμε το ίδιο αίμα;» - Και κείνος:

«Το ίδιο αίμα, ξάδερφε, μα νιτερέσια διαφορετικά! Το δικό σου, να δουλεύω όσο είναι βολετό περσότερες ώρες για τον κατώτερο μιστο! Το δικό μου, το αντίθετο!... Ένα σου λέω σαν ξάδερφος: Μη χάνεις την ώρα σου και μην εξευτελίζεσαι με παρακάλια. Υπόγραψε το κοντράκι της Ένωσής μας για οχτάωρο, γιατί αλλιώς όρδινο απ’ την κουζίνα δε θα βγει!...»

Υπόγραψε αμέσως. Μια ώρα μονάχα βάσταξε η απεργία μας στο μαγαζί αυτό. Και γίναμε φίλοι ύστερα και μας έλεγε πως τα κέρδη του δεν πέσανε κι ας δουλεύαμε λιγότερες ώρες κι ας πλήρωνε και μεγαλύτερα μιστά τώρα˙ κι απορούσε!

Μα βέβαια. Τώρα αναπαυόντανε τα κορμιά μας και δουλεύαμε και με κέφι, με καρδιά, και βγάζαμε περσότερη και καλύτερη τη δουλειά!... Κι ούτε πετούσαμε πια στη φωτιά και στα σκουπιδοβάρελα ολόκληρες κάσες αυγά, βούτυρα, κρέατα, από αμάχη και νεύρα! Αλλά όμως ήταν και μαγαζιά που δε δέχτηκαν τα αιτήματα και βάσταξε σε μερικά εφτά μήνες η απεργία!

Γιατί τον καιρό αυτό στο Σαν Φρανσίσκο ήταν ένα Γρεκός, γνωστός με τ’ όνομα Γκρηκ Μπλακ Τζιακ, που μάζευε νιοφερμένους Γρεκούς και Ιταλούς κι έσπαζε τις απεργίες στις φάμπρικες και στα καταστήματα που απαιτούσανε μεγαλύτερα μιστά και καλύτερους όρους δουλειάς οι εργάτες. Από τη Νέα Υόρκη πήγε κι έφερε καινουργιοφερμένους, τότες που έσπασε την απεργία που ‘χαν οι στοιβαδόροι της Καλιφόρνιας! Οι Αμερικανοί εργάτες όλου του Γουέστ τον θεωρούσανε κατάρα! Και τώρα αυτός ο Μπλακ Τζιακ πήγε και στα γρεκικά ρέστοραντ και ξενοδοχεία που ‘ταν απεργία σκαμπ. Σκαμπ εγγλέζικα λεν το κακάδι που πιάνει η πληγή και πέφτει όταν κλείσει, κι οι Αμερικανοί σκαμπ λεν και κείνους που παν και δουλεύουν σε μέρη που είναι σ’ απεργία. Μα οι νιοφερμένοι αυτοί μήτε και ξέρανε πως ήτανε σκαμπ - απεργοσπάστες!

Προσπαθήσαμε να τους σιμώσουμε, να τους μιλήσουμε, να καταλάβουν πως και το δικό τους συμφέρο ήταν να κερδίσουν οι εργάτες την απεργία. Με το οχτάωρα θα 'ταν μετά και περισσότερες δουλειές! Μα τους φευγάτιζαν κρυφά όταν σκολνούσαν και πολλούς τους έβαζαν και κοιμόντανε μέσα στα μαγαζιά - στις αποθήκες, στα υπόγεια, στα σεπαρέ!

 

Να βρίσκεσαι σ’ απεργία εφτά μήνες δεν είναι εύκολο!... Όσοι δουλεύαμε σε μαγαζιά που υπόγραψαν, συντηρούσαμε τους απεργούς κι είχαμε και περισσευάμενη ώρα να ‘μαστε δίπλα τους να τους δίνουμε θάρρος, μα είχαν πια χάσει το ηθικό τους κι ήταν έτοιμοι να υποταχτούν όταν σκεφτήκαμε ν’ αποταθούμε στην πελατεία και σοφιστήκαμε να πάρουμε ένα πουλάρι να το φορτώσουμε δύο πελώριες νταμπέλες με γράμματα ένα μπόι μεγάλα, αγγλικά, που έλεγαν: Η ΜΑΝΑ ΜΟΥ ΔΟΥΛΕΥΕΙ 8 ΩΡΕΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ. ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ Ο ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ ΖΩΟΥ». ΜΑ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ ΑΥΤΟ ΑΝΑΓΚΑΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΟΥΝ 12. Το πήραμε απ’ το καπίστρι και πήγαμε μπρος σε κείνο το μεγάλο, το αριστοκρατικό ρέστοραντ, στο Μάρκετ στρητ, και κόβαμε βόλτα μπρος στην πόρτα. Αν υπόγραφε αυτό, τότε θα υπογράφανε και τ’ άλλα μαγαζιά, τα μικρά, και θα κερδιζόταν η απεργία.

Το πιο κεντρικό σημείο της πόλης! Σε λίγο μαζεύτηκε μεγάλο πλήθος. Πελάτης δεν μπαίνει στο μαγαζί. Η μαρίδα -τα παιδάκια- ξετρελαίνουνται για το γαϊδουράκι! Οι γυναίκες πετούν λουλούδια, και κάποιες και λεφτά, στους απεργούς που πήγαιναν πίσω απ’ το πουλάρι με νταμπέλες στο στήθος, ΘΕΛΟΥΜΕ ΟΧΤΑΩΡΟ, και τους χειροκροτάει το πλήθος και βλέπει αγριεμένο προς το μαγαζί. Κι ένας από κάποιο δόγμα, από τ’ αμέτρητα που έχει η Καλιφόρνια, που κείνη την ώρα έβγαζε λόγο του Θεού λίγο πιο κάτω, στο Μίσσιον στρητ, αρπάζει το σκαμνί του κι έρχεται με την ακολουθία του και το στήνει μπρος στο μαγαζί κι ανεβαίνει και με φωνή καμπάνα ξεφωνίζει: «Κάτω το δωδεκάωρο! Είναι μεγάλη αμαρτία, αδελφοί μου χριστιανοί, να τυραγνεί ο άνθρωπος το σώμα που του έδωσε ο Θεός με δώδεκα ώρες την ημέρα δουλειά, που πια δεν έχει ύστερα μήτε δύναμη μήτε καιρό για τη Γραφή και το λόγο του Θεού και γι’ αυτό πάει και καταδιαβόλου η πλάση» και γίνεται τώρα πανζουρλισμός! Ανίκανη η αστυνομία μπρος σε τόσο πλήθος που αγρίεψε κι έπεσε πάνω σε κάποιον πολισμάνο. Κι ο ρεστοραντιέρης βλέπει από μέσα κατατρομαγμένος και καταλαβαίνει πως για να διαλυθεί το πλήθος πρέπει να υπογράψει! - τώρα κάποιοι πετούσαν κι ό,τι έβρισκαν στις βιτρίνες του!

 

Υπόγραψε κι ακολούθησαν και τα μικρά -τα λόντσες και τα ρεστοραντάκια- αμέσως και γιορτάστηκε η νίκη μας μεγαλόπρεπα, μα γω δεν πήρα μέρος γιατί βρισκόμουν στο νοσοκομείο. Ο Μπλακ Τζιακ, με κάποιο κοπέλι του, με παραφύλαξαν και με σακάτεψαν στο ξύλο, επειδής εγώ μίλησα και κατάφερα τον σέριφ να δώσει άδεια να περιφέρουμε το πουλάρι στο Μάρκετ στρητ, που και τότες ήταν ο πιο όμορφος δρόμος του Σαν Φρανσίσκο» - και ξεκούμπωσε το πουκάμισό του και μας έδειξε ο μπαρμπα-Τζίμης μια ουλή στο σβέρκο του με περηφάνια! - «Να, τότες πήρα κι αυτό εδώ απ’ τον Μπλακ Τζιακ» και θαρρείς πως μας έδειχνε κάνα παράσημο!

Δεν ξέρω πώς τον κοίταξα, μα ήμουν απογοητευμένη. Δε φτάνει που δε μας είπε ιστορία όμορφη, έλεγε και δίχως ντροπή πως έφαγε ξύλο κοτζάμ αξιωματικός! Το κατάλαβε.

«Νίτσα, παιδί μου, νιώθω περηφάνια γιατί όταν το κάλεσε η στιγμή, έκαμα το χρέος μου απέναντι στους συναδέλφους μου και βοήθησαν να γίνει ευκολότερη και καλύτερη η ζωή μας, κι αυτό είναι σα να ‘βαλα κι εγώ ένα λιθαράκι στο χτίσιμο καλύτερης κοινωνίας!... Αν  χάναμε τότε κείνη την απεργία, θα χάναμε το οχτάωρο και στα μαγαζιά που είχαν υπογράψει! Και ποιος ξέρει τότες πόσα χρόνια θα περνούσαν όσο να ξαναβρούμε κουράγιο να ξαναπολεμήσουμε για τα δίκια μας!... Και γίναμε και παράδειγμα! Αμέσως σηκώθηκαν κι απαιτούσαν οχτάωρο και στ’ άλλα μέρη της Αμερικής οι Γρεκοί μαγεροσερβιτόροι! Στο Λος Άντζελες, στο Σικάγο, στη Νέα Υόρκη!... Εμείς, στο Σαν Φρανσίσκο, ήμασταν οι πρώτοι που κερδίσαμε ανθρωπινούς όρους στη βιομηχανία αυτή που καταγίνουνται χιλιάδες Γρεκοί στην Αμερική. Κι έτσι τώρα έχουμε καιρό να λιαστούμε και μεις μια φορά τη βδομάδα και να δούμε και τις ομορφιές της φύσης. Έχουμε κι ώρα -και το έξοδο- για ένα κονσέρτο, ένα θέατρο, κι ένα βιβλίο, ένα περιοδικό!... Κι όλ’ αυτά δίνουν χαρά στον άνθρωπο και τον κάνουν και καλύτερο και καλυτερεύει η κοινωνία, καλυτερεύει η ζωή!... Έχουμε τώρα και μια πεντάρα παραπάνου να στείλουμε στους δικούς μας κι έχουμε και περισσότερη ώρα για ένα γράμμα στη μάνα μας που το καρτερεί, να χαρεί κι αυτή!... Και ωφελήθηκες και συ, Νίτσα! Πού θα βρίσκαμε καιρό να σε πηγαίναμε να δεις τους κάμπους και τ’ ακρογιάλια της Καλιφόρνιας, άμα δουλεύαμε ακόμα όπως κείνο τον καιρό… Κατάλαβες, Νίτσα, γιατί νιώθω περηφάνια για ό,τι έκαμα τότες;…»

«Κατάλαβα, κατάλαβα», είπα, αλλά μέσα μου έλεγα - κοτζάμ αξιωματικός κι έκατσε και τόνε δείρανε και το λέει και δίχως ντροπή! Μα να τον αντάμωνα σήμερα, θα του ‘λεγα «Ναι, μπαρμπα-Τζίμη, καταλαβαίνω τώρα, καταλαβαίνω και είμαι πολύ περήφανη που κάποτε σε γνώρισα»˙ έτσι θα του ‘λεγα!

Να τον αντάμωνα τώρα, θα έπεφτα στην αγκαλιά του θαρρώ και θα τόνε φιλούσα σαν πατέρα μου τον μπαρμπα-Τζίμη, που δεν είχε δικά του παιδιά και πήρε μια φορά σαν κάτι τέτοιο και μένα στην καρδιά του.

Θα τόνε φιλούσα και σα μια του αδερφή! - Έξι αδερφάδες είχε ο μπαρμπα-Τζίμης κι όλες τις προίκισε, όλες τις πάντρεψε, μα νερό απ’ τα χέρια τους δεν ήπιε, μαντίλι δεν του πλύνανε, πουκάμισό του δε σιδέρωσαν!

Και θα τόνε φιλούσα και σα μάνα του! - Μικρός-μικρός στερήθηκε το χάδι της και το φιλί της, να ξενιτευτεί!

Και θα τόνε φιλούσα και σαν αρραβωνιαστικιά του… και σα γυναίκα του!... Όλα τα στερήθηκε ο μπαρμπα-Τζίμης, όλα, για να μη στερηθούνε τίποτα οι αδερφές του, που κει στις πλαγιές του Ταΰγετου έχουνε σπίτια, έχουν οικογένειες˙ κι ο μπαρμπα-Τζίμης εδώ τίποτα και κανέναν!... Και θα ‘ναι γερασμένος πια, κάτασπρα τα μαλλιά του, καμπουριασμένο το κυπαρισσένιο του κορμί!

Μα μπορεί και να μη ζει τώρα, μπορεί να ‘κλεισε πια τα μάτια του τα θλιμμένα!... Και θα τόνε βάλανε στης ξένης γης την αγκαλιά άκλαυτο κι αμοιρολόγητο! - όπως τόσους άκλαυτους κι αμοιρολόγητους σκέπασε τούτο το χώμα της ξενιτιάς!... Αχ, μπαρμπα-Τζίμη, μπαρμπα-Τζίμη! - κι ένας κόμπος που λαμπύριζε στο μάτι της Νίτσας κυλάει στο μάγουλό της.

 

Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη

 

Πηγή: Θεανώ Παπάζογλου-Μάργαρη, Ένα δάκρυ για τον Μπαρμπα-Τζίμη (Δώδεκα ελληνοαμερικάνικα διηγήματα), Εκδόσεις «Δίφρος», 1958, Αθήνα.

 

Το κείμενο μεταφέρθηκε σε ηλεκτρονική μορφή από τον Δημήτρη Φιλελέ. Διατηρήθηκε η ορθογραφία και η στίξη της συγγραφέως. Έγινε αλλαγή από πολυτονικό σε μονοτονικό σύστημα.

Πέμπτη 21 Απριλίου 2022

Στρατονόμος

 


ΕΣΑτζής συλλαμβάνει το Πνεύμα
Γιάννης Τσαρούχης 1965



ΣΤΡΑΤΟΝΟΜΟΣ

 

Τη νύχτα πιάνει βάρδια στην πύλη ο στρατονόμος

κι απ' τα κλειδιά του κρέμεται ο δικαστής κι ο νόμος.

 

Στο περιβραχιόνιο το όργανο της τάξης

του μίσους γράφει κώδικα, του φθόνου διατάξεις.

 

Το σκοτεινό του το μυαλό στα σκοτεινά ψαρεύει

αλίμονό του σαν τον βρει τον φταίχτη που γυρεύει.

 

Στη μάνα δεν χαρίζεται, ούτε στον αδελφό του

δεν δίνει μια γουλιά νερό ούτε στον άγγελό του.

 

Σαν κομπολόι την Α/Τ στο χέρι στροβιλίζει 

οχιά που κουλουριάζεται και το κορμί σου σκίζει.

 

Βαρύ το ρόπαλο χτυπά φάλαγγα στις πατούσες 

τον τρόμο γύρω του σκορπά βραδιές μαυροφορούσες.

 

Είναι του γείτονα ο γιος, είναι παιδί του φίλου

στα σωθικά του φύτεψαν μαύρη καρδιά του σκύλου.

 

Είναι το φίδι που ‘σκασε απ' του αυγού το τσόφλι

με ύπουλο χαμόγελο που στέκει στο κατώφλι.

 

Την πόρτα όταν σου χτυπά, σαν την ανοίξεις πάλι

βγες, με τη φτέρνα πάτησε και λιώσε το κεφάλι.

 

© Δημήτρης Φιλελές

Τετάρτη 20 Απριλίου 2022

Σταυροφόροι




Το ποίημα "Σταυροφόροι"
σε μελοποίηση και ερμηνεία
του Νίκου Βρεττού

 

Σταυροφόροι


Κοίτα που πάλι κίνησαν οι σταυροφόροι

να λευτερώσουν κάποιον τόπο καθώς λένε

χέρια στο βούρκο βουτηγμένα, μισθοφόροι

που μόνο ξέρουν ν' αφανίζουν και να καίνε.


Στης γης την άκρη για τα πλούτη δες πώς τρέχουν

ψηλά σηκώνουν το κοντάρι μιας σημαίας

στις κακουχίες μαθημένοι να αντέχουν

έναντι πάντοτε ανταμοιβής γενναίας.


Το αίμα κρύο μες στις φλέβες τους κυλάει

και ο σκοπός όλα τα μέσα αγιάζει

καθένας σφάζοντας κανέναν δεν ρωτάει

κάμποσους άμαχους μπορεί και θυσιάζει.


Κι όταν το έργο έχουν φέρει πια σε πέρας

σαν βετεράνοι στην πατρίδα επιστρέφουν

μα στην καρδιά τους μένει ξάγρυπνο το τέρας

κι όλο γυρεύουν σάρκα φρέσκια να το τρέφουν.


Για τον αφέντη δεν αξίζουν μια δεκάρα

ίδια ψοφίμια που ο γύπας γυροφέρνει

πάνω στους ώμους τους βαραίνει η κατάρα 

σαν σιδερόμπαλα στην άβυσσο τους σέρνει.


Είναι στη φύση τους τον θάνατο να  σπέρνουν

κι αν στη στερνή την προσευχή τους μετανιώσουν 

καθώς την άφεση στα κρίματα θα παίρνουν

για λίγα αργύρια ξανά θα Τον σταυρώσουν.


© Δημήτρης Φιλελές



Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Παιδική Πασχαλιά

#διαβάζω_για_σένα


Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης 


Παιδική Πασχαλιά


Τὸν υἱόν της τὸν καπετὰν Κομνιανὸν τὸν ἐπαντρολογοῦσεν ἤδη ἡ γρια-Κομνιανάκαινα, ἂν καὶ δὲν εἶχε χρονίσει ἀκόμη ἡ νύμφη της, ἡ μακαρῖτις. Τὰ δύο ὀρφανά, μία κόρη ὀκταέτις καὶ ἓν τετραετὲς παιδίον, ἐφόρουν μαῦρα, κατάμαυρα, ὁποὺ ἐστενοχώρουν κ᾽ ἐχλώμιαιναν τὰ πτωχὰ κάτισχνα κορμάκια των, καὶ ἦτον καημὸς καρδιᾶς νὰ τὰ βλέπῃ τις. Ἐνθύμιζαν τὸ δημῶδες δίστιχον

Βαρύτερ᾽ ἀπ᾽ τὰ σίδερα εἶναι τὰ μαῦρα ροῦχα,

γιατὶ τὰ φόρεσα κ᾽ ἐγὼ γιὰ μιὰν ἀγάπη πού ᾽χα.

Ἡ γραῖα ἔκειτο ἐπὶ τῆς κλίνης καθ᾽ ὅλην τὴν ἑβδομάδα τῶν Παθῶν, γογγύζουσα, ρέγχουσα, φωνάζουσα. Ἐβεβαίου ὅτι «ἀγγελιάστηκε», καὶ ἡτοιμάζετο ν᾽ ἀποθάνῃ. Ἐπέβαλλεν εἰς τὴν Μόρφω, τὴν μικρὰν ἐγγονήν της, ἐργασίας ἀνωτέρας τῆς ἡλικίας τοῦ πτωχοῦ κορασίου. Αἴφνης, ἐν μέσῳ δύο γογγυσμῶν, ἔβαλλε μίαν φωνήν, κ᾽ ἔκραζεν ἀπὸ τῆς κλίνης πρὸς τὴν ἐκτὸς τοῦ ἰσογείου θαλάμου πηγαινοερχομένην καὶ ὑπηρετοῦσαν παιδίσκην.

― Μὴ χύνῃς στὴν αὐλὴ τὰ νερά, χίλιες φορὲς σ᾽ τὸ εἶπα· στὸ νεροχύτη

Κ᾽ ἐπανελάμβανε τοὺς ἀφορήτους στεναγμούς, ἐπιτείνουσα μάλιστα αὐτοὺς ὁσάκις τυχὸν πτωχὴ γειτόνισσα, μὴ τολμῶσα νὰ εἰσέλθῃ, ἤρχετο δειλῶς μέχρι τῆς θύρας καὶ ἠρώτα πῶς ἦτο ἡ ἀσθενής.

Βεβαίως ἡ γρια-Κομνιανάκαινα ἔπασχεν, ἀλλ᾽ ἴσως ἐμεγαλοποίει τὸ πρᾶγμα. Ἔκλαιε «τὰ νιᾶτα της», ἔλεγεν ὅτι δὲν θὰ προφθάσῃ νὰ κάμῃ ἐφέτος Πάσχα. Ἡ γειτόνισσα ἡ Μηλιὰ ἐβεβαίου ὅτι ἡ γραῖα εἶχε καὶ «κομπόδεμα», ἀλλὰ ποῦ νὰ ἐμβάσῃ μέσα καμμίαν ἐκ τῶν γειτονισσῶν της! Ἐλλείψει ἄλλης ἀσθενείας ἦτον ἱκανὴ ν᾽ ἀποθάνῃ ἀπὸ τὴν φιλαργυρίαν της. Δὲν ἐβάστα ἡ ψυχή της νὰ δώσῃ κάτι τι εἰς μίαν πτωχὴν γυναῖκα διὰ νὰ τὴν «κοιτάξῃ», κ᾽ ἐπέβαλλε βαρεῖαν ἀγγαρείαν εἰς τὴν Μόρφω, ὀκταετῆ παιδίσκην. Ἐνίοτε παρελήρει ἀληθῶς. Εἶτα ἔβαλλεν ἀγρίαν κραυγήν. Ἔκραζε τὴν παιδίσκην νὰ τὴν σκεπάσῃ μὲ τὸ σινδόνιον, ἀλλὰ χωρὶς αὕτη νὰ τὴν ἐγγίσῃ κἂν, ἡ γερόντισσα ἔβαλλε τοιαύτην ὠρυγήν, ὥστε ἡ μικρὰ κατετρόμαζε.

Ὁ καπετὰν Κομνιανὸς ἔλειπε μὲ τὸ γολετί, κ᾽ ἐπεριμένετο νὰ ἔλθῃ. Εἶχε μαζί του, μὲ τὸ γολετί, καὶ τὸν πρωτότοκον υἱόν του, τὸν Γεώργην, δωδεκαετῆ παῖδα. Τοῦτο ἦτο ἕνας ἀπὸ τοὺς καημοὺς τῆς γραίας, ὅτι ἔμελλε ν᾽ ἀποθάνῃ, ὡς ἔλεγε, χωρὶς νὰ ἐπανίδῃ τὸν υἱόν της, καὶ τὸν ἔγγονόν της τὸν μεγάλον, ὅστις ὡμοίαζε τόσον μὲ τὸν μακαρίτην τὸν πάππον του. Καὶ ποῖος νὰ τῆς σφαλήσῃ τὰ μάτια; Αἱ ἀνεψιαί της, ὑπανδρευμέναι καὶ αἱ δύο, τῆς ἐβαστοῦσαν κακίαν διὰ κάτι κληρονομικὰς διαφοράς, καὶ δὲν ἔσπασαν τὸ πόδι «οἱ λαχταρισμένες, οἱ ἀχρόνιαστες!» νὰ ἔλθουν νὰ τὴν ἰδοῦν. Οὕτω τῆς ἤρχετο καὶ αὐτῆς ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τὸ πεῖσμα των, ν᾽ ἀποθάνῃ χωρὶς νὰ τῆς φιλήσωσι τὴν χεῖρα.

Ἰατρός, ποῦ νὰ εὑρεθῇ; Εἶχεν αὐτὴ νὰ πληρώνῃ; Αὐτὴ ὤφειλε νὰ κάμνῃ οἰκονομίαν διὰ τὰ ὀρφανά, καὶ δὲν ἔπρεπε νὰ φθείρῃ τὸ βιὸ τοῦ υἱοῦ της εἰς γιατρικὰ καὶ δὲν ξέρω τί. Ψευτογιάτρισσες! Κάμε τὴ δουλειά σου! Ἔχουν ἐμπιστοσύνην τώρα αὐταὶ αἱ γυναῖκες; Ὁ κόσμος ἐχάλασε, τί τὰ θέλεις; Ἔμβαζε αὐτὴ μὲς στὸ βιό της, μὲς στὰ καλά της, ξένην γυναῖκα; Τῆς ἤρχετο νὰ ἐπαναλάβῃ πρὸς τὰς γειτονίσσας τὴν ἰδίαν κραυγήν, δι᾽ ἧς ἀπεδίωκε τὸ πάλαι παρείσακτον ὄρνιθα ἀπὸ τὸν ὀρνιθῶνά της. Ξού, ξένη!

Ὣς τόσον ἐπεθύμει νὰ ἤρχετο ὁ υἱός της διὰ νὰ τὸν νυμφεύσῃ, νὰ τοῦ δώσῃ καὶ τὴν εὐχήν της. Σαράντα χρόνων ἄνθρωπος, κι ὁ κόσμος εἶναι πέλαγο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἀρμένιζε τώρα. Πῶς νὰ περάσῃ τὴ ζωήν του χωρὶς νὰ ἔλθῃ εἰς δεύτερον γάμον; Καὶ τὰ ὀρφανά, καὶ αὐτὰ θὰ εὕρισκαν μητέρα, μίαν καλὴν οἰκοκυρά, ἥτις ἀπὸ τώρα ἐπροσφέρετο μάλιστα νὰ ἔλθῃ νὰ τὴν ὑπηρετήσῃ εἰς τὴν ἀσθένειάν της. Ἀλλ᾽ ἡ γραῖα Κομνιανάκαινα, μὴ θέλουσα νὰ παραβῇ τὴν ἀρχήν της, δὲν ἐδέχθη τὴν ἐκδούλευσιν.

Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι ἐκ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἡ Μόρφω, ἥτις εἶχεν ἤδη αἴσθησιν, ἂν δὲν ἐπεθύμει ν᾽ ἀποκτήσῃ μητέρα, ἐνθυμεῖτο κ᾽ ἐλυπεῖτο τὴν μητέρα της. Ὁ Εὐαγγελινός, νήπιον τριετίζον ἐν καιρῷ τῆς συμφορᾶς, οὔτε ἤξευρε τίποτε οὔτε ἐνθυμεῖτο. Ἔκλαιε μόνον ὅταν ἡ μάμμη τὸν ἐβίαζε νὰ φορέσῃ τὸν κατάμαυρον σάκκον του. Ἡ Μόρφω, λευκὴ καὶ ὠχρὰ μὲ τὰ μαῦρα φουστανάκια της, καὶ μὲ τὸ μαῦρον μανδήλιον τὸ σκεπάζον τὰ ξανθά της μαλλιά, ἦτο κατηφής, κ᾽ ἐνθυμεῖτο τὸ περυσινὸν Πάσχα, ὅταν ἔζη ἡ μήτηρ της. Ἡ ἀτυχὴς γυνὴ εἶχεν ἀποθάνει ἀπὸ τὴν γένναν της, τὸ παρελθὸν θέρος, καὶ τὸ βρέφος μετ᾽ αὐτῆς. Τώρα ἡ κορασὶς εἶχεν ἀντὶ τῆς καλῆς καὶ πονετικῆς μητρὸς τὴν μάμμην μὲ τὴν ἀφόρητον παραξενιά της, ἥτις, ἐνῷ ἐβεβαίου ὅτι ὅλα τῆς ἐπόνουν, κεφαλή, λαιμός, χεῖρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση καὶ τὰ λοιπά, πνιγομένη δὲ ἀπὸ τὸν βῆχα καὶ γογγύζουσα δυνατὰ καὶ βάλλουσα κραυγὰς ἀγρίας, ἐφείδετο νὰ δώσῃ εἰς ἰατροὺς καὶ φάρμακα, αἴφνης ἠγείρετο, ὑποβαστάζουσα τὴν κοιλίαν της, ἐξήρχετο μέχρι τῆς θύρας, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τὸν ἐκτὸς κόσμον, κ᾽ ἔλεγεν:

― Ἄχ! τί γλυκιὰ πού ᾽ν᾽ ἡ ζωή!

* * *

Πέρυσι, ὤ! πέρυσι, τὴν Μεγάλην Πέμπτην πρωί, ἀφοῦ ἐγύρισαν ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου εἶχον μεταλάβει ὅλοι, ἡ καλὴ καὶ προκομμένη μήτηρ, καίτοι ἄγουσα ἤδη τὸν ἕβδομον μῆνα τῆς ἐγκυμοσύνης της, ἀνεσφουγγώθη καὶ ἤρχισε νὰ βάπτῃ ἐν τῇ χύτρᾳ τὰ αὐγά, μὲ ριζάρι, κιννάβαρι καὶ ὄξος. Εἶτα ἤρχισαν νὰ ἔρχωνται εἰς τὴν θύραν ἀνὰ ζεύγη τὰ παιδία τῆς πολίχνης, μὲ τὸν ὑψηλὸν καλάμινον σταυρὸν στεφανωμένον μὲ ρόδα εὐώδη καὶ μὲ μήκωνας κατακοκκίνους, μὲ δενδρολίβανον καὶ μὲ ποικιλόχροα ἀγριολούλουδα, μὲ τὸν ἀποσπασθέντα ἀπὸ τ᾽ Ὀχτωῆχι χάρτινον Ἐσταυρωμένον εἰς τὸ μέσον τοῦ σταυροῦ, καὶ μὲ ἐρυθρὸν μανδήλιον κυματίζον, μέλποντα τὸ ᾆσμα:

Βλέπεις ἐκεῖνο τὸ βουνὶ μὲ κόκκινη παντιέρα;

Ἐκεῖ σταυρῶσαν τὸ Χριστό, τὸν πάντων βασιλέα.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Σύρε μητέρα μ᾽, στὸ καλὸ καὶ στὴν καλὴ τὴν ὥρα,

κ᾽ ἐμένα νὰ μὲ καρτερῇς τὸ Σάββατο τὸ βράδυ·

ὅταν σημαίνουν ἐκκλησιὲς καὶ ψέλνουνε παπάδες,

τότες καὶ σύ, μαννούλα μου, νά ᾽χῃς χαρὲς μεγάλες.

Καὶ τί χαρὲς μεγάλες τῷ ὄντι, τί χαρὲς δι᾽ ὅλα τὰ παιδία! Καὶ ἡ καλὴ ἡ μήτηρ της προθυμότατα ἔδιδεν ἀνὰ δύο ἀρτιβαφῆ αὐγὰ εἰς ὅλα τὰ παιδία· δύο αὐγὰ κόκκινα, καὶ τί εὐτυχία! τί νίκη! ἐνῷ ἡ μάμμη ἐφώναζεν ὅτι ἀρκετὰ παιδία ἦλθαν, καὶ ἀρκετὰ ἐτραγούδησαν, καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ ὑπάγουν καὶ ἀλλοῦ.

Μετὰ ταῦτα ἡ μήτηρ ἤρχισε νὰ ζυμώνῃ, καὶ ἔπλασεν ἀρκετὲς κουλοῦρες μετ᾽ αὐγῶν διὰ τὸν σύζυγον, ἐπιδημοῦντα τότε, διὰ τὴν πενθεράν της, δι᾽ ἑαυτήν, διὰ τὲς κουμπάρες, ὡς καὶ μικρὲς «κοκῶνες» διὰ τὴν Μόρφω, διὰ τὸν Εὐαγγελινόν, διὰ τ᾽ ἀναδεξίμια της καὶ διὰ τὰ πτωχὰ παιδιὰ τῆς γειτονιᾶς.

Κ᾽ ἐπειδὴ ὁ μικρὸς Εὐαγγελινὸς ἔκλαιε, λέγων ὅτι δὲν εἶναι ἀρκετὰ μεγάλη ἡ κοκώνα του, ἡ μήτηρ τοῦ ἔδιδεν ἄλλην νὰ ἐκλέξῃ, ἀλλ᾽ αὐτὸς δὲν ἡμέρωνεν οὔτε ἤθελε νὰ ταιριασθῇ. Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι τὰς ἤθελεν ὅλας διὰ τὸν ἑαυτόν του. Καὶ τότε ἡ μήτηρ τὸν ἐπαρηγόρει λέγουσα ὅτι «τὸ Σαββάτο τὸ βράδυ θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα (κρά, κρά!), νὰ φέρῃ τὸ τυρὶ καὶ τὸ κρέας (τσί, τσί!), καὶ τότε νὰ ἰδῇς χαρὲς ὁ Βαγγελινός, σὰν ἀκούσῃ κρά, κρά! τὴν κουρούνα νὰ χτυπᾷ τὸ παραθύρι. Πάρε Βαγγελινὲ τὸ τυρί, πάρε καὶ τὸ τσὶ-τσί, νὰ φᾶτε!» Καὶ ὁ μικρὸς ἐψέλλιζε καὶ αὐτός, «θὰ ᾽θῇ κουούνα νὰ φέῃ τοὺ τσὶ-τσί», καὶ συνάπτων τὰς χεῖρας, δακτύλους μεταξὺ δακτύλων, κατὰ τὸ ὑπόδειγμα τῆς μητρός, ἐμιμεῖτο τὴν εἰρεσίαν τῶν πτερῶν τῆς κουρούνας, τὸ δὲ παιδίον τῆς γειτόνισσας τῆς Μηλιᾶς, ἑξαετές, ἄνιπτον, ρακένδυτον, ὀκλάζον εἰς μίαν γωνίαν, κρατοῦν τὴν κοκώνα του, τὴν ὁποίαν ἐσκέπτετο ἂν δὲν ἦτο καλὸν νὰ τὴν φάγῃ τώρα ποὺ εἶναι ζεστή, διεμαρτύρετο γρυλλίζον καὶ λέγον: «Ναί! θὰ ᾽ρθῇ ἡ κουρούνα! ἀμ᾽ δὲ θὰ ᾽ρθῇ!»

Καὶ τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, περὶ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου, ἡ μήτηρ ὡδήγησε τὰ δύο παιδία εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου, ἀφοῦ ἔκαμαν τρεῖς γονυκλισίας πρὸ τοῦ ἀνθοστεφοῦς κουβουκλίου, ἠσπάσθησαν τὸν μυρόπνουν Ἐπιτάφιον, τὸ ἀργυρόχρυσον Εὐαγγέλιον μὲ τ᾽ ἀγγελούδια, καὶ τὸν Σταυρὸν μὲ τ᾽ ἀνθρωπάκια καὶ τὶς Παναγίτσες (τί χαρά, τί δόξα!), καὶ εἶτα ἐπέρασαν τρὶς ὑπὸ τὸν ὑψηλόν, μεγαλοπρεπῆ Ἐπιτάφιον, ὁ δ᾽ Εὐαγγελινὸς (ὅλα τὰ ἐνθυμεῖτο ἡ μικρὰ Μόρφω) ἀνέτρεψεν ἐξ ἀπροσεξίας πήλινον ἀμφορέα μὲ ὕδωρ, ἐξ ἐκείνων οὓς θέτουσιν ὑπὸ τὸν Ἐπιτάφιον πρὸς ἁγιασμόν, διὰ νὰ μεταχειρισθῶσι τὸ ὕδωρ εἰς τὸ καματηρό, ἤτοι τοὺς μεταξοσκώληκας, καὶ εἰς ἄλλας χρείας, αἱ νεώτεραι μυροφόροι, γυναῖκες διακαῶς ποθοῦσαι «νὰ ξενυχτίσουν τὸν Χριστὸν» μένουσαι ἄγρυπνοι ἐν τῷ ναῷ πέραν τοῦ μεσονυκτίου, διότι ἡ ἀκολουθία τοῦ Ἐπιταφίου ψάλλεται ἐκεῖ τὸ Μέγα Σάββατον, περὶ ὄρθρον βαθύν. Ὁ ἀμφορεὺς πεσὼν ἐθραύσθη, ἡ δὲ γυνὴ ἧς ἦτο κτῆμα ὠργίσθη, καὶ εἶπεν ὅτι τὸ ἔχει «σὲ κακό της». Τότε ἡ μήτηρ τοῦ Εὐαγγελινοῦ, ἀφοῦ ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸ παιδίον, πειραχθεῖσα εἶπεν ὅτι «ἂν εἶναι κακό, ἂς εἶναι γιὰ μένα!» Καὶ τὴν πτωχὴν δὲν τὴν ηὗρε ὁ χρόνος!

Τὸ Μέγα Σάββατον δέ, μικρὸν μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἡ μήτηρ ἐξύπνισε τὸν Εὐαγγελινὸν καὶ τὴν Μόρφω, κ᾽ ἐνῷ ἐσήμαιναν διὰ μακρῶν οἱ κώδωνες, ἐπῆγαν εἰς τὴν ἐκκλησίαν, ὅπου ἐψάλη τὸ «ὦ γλυκύ μου ἔαρ» καὶ ἄλλα ἀκόμη παθητικὰ ᾄσματα. Εἶτα οἱ πιστοὶ ὅλοι μὲ ἀνημμένας λαμπάδας ἐξῆλθον εἰς τὸ ὕπαιθρον, ὑπὸ τὸ ἀμαυρωθὲν φέγγος τῆς φθινούσης σελήνης, ἐνῷ ἡ αὐγὴ ἔλαμπεν ἤδη ροδίνη καὶ ξανθή, προπέμποντες τὸν Ἐπιτάφιον ἀγλαόφωτον μὲ σειρὰς λαμπάδων. Καὶ ἡ αὔρα πραεῖα ἐκίνει ἠρέμα τοὺς πυρσούς, χωρὶς νὰ τοὺς σβήνῃ, καὶ ἡ ἄνοιξις ἔπεμπε τὰ ἐκλεκτότερα ἀρώματά της εἰς τὸν Παθόντα καὶ Ταφέντα, ὡς νὰ συνέψαλλε καὶ αὐτή, «ὦ γλυκύ μου ἔαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον!» καὶ ἡ θάλασσα φλοισβίζουσα καὶ μορμύρουσα παρὰ τὸν αἰγιαλὸν ἐπανελάμβανεν, «οἴμοι γλυκύτατε Ἰησοῦ!» Τὰ δὲ παιδία προπορευόμενα τῆς πομπῆς, μεγαλοφώνως ἔκραζον: Κύριε ἐλέησον! Κύριε ἐλέησον! Ὁ Εὐαγγελινὸς ἐψέλλιζε μετὰ τῶν ἄλλων: Κύιε ἔησον! Κύιε ἔησον!

Καὶ ὕστερον, ὅταν ἀνέτειλεν ὁ ἥλιος τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, διαλύων τὴν ἀπαραίτητον ὁμίχλην τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, (ἥτις καθιστᾷ μελαψὴν μιγάδα τὴν ἡμέραν καὶ παμμέλαιναν ἀράβισσαν τὴν νύκτα), ὁ Εὐαγγελινὸς ἐξύπνησεν ἀπὸ τὰ βελάσματα τοῦ ἀρνίου, τὸ ὁποῖον ἡτοιμάζετο νὰ σφάξῃ διὰ τὴν οἰκογένειαν τοῦ καπετὰν Κομνιανοῦ ὁ γείτονας Νικόλας, ὁ σύζυγος τῆς Μηλιᾶς. Ὁ Εὐαγγελινὸς καὶ ἡ Μόρφω ἐξῆλθον εἰς τὸ προαύλιον. Τί ὡραῖον, τί ἥμερον, τί λευκόμαλλον ποὺ ἦτο τὸ ἀρνί! Καὶ πῶς ἐβέλαζε (μπέ! μπέ!) τὸ καημένο. Ἐν τούτοις δὲν ἐφαίνετο πολὺ δυσαρεστημένον, διότι ἔμελλε νὰ σφαγῇ. Καὶ ἄλλος Ἀμνὸς ἄμωμος, Ἀμνὸς αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καὶ ἄλλος ἀτίμητος Ἀμνὸς ἐσφάγη…

Τὴν ἑσπέραν ἔφερεν οἴκαδε ὁ πατὴρ τὰς πασχαλινὰς λαμπάδας, ὡραίας, λεπτάς, περιτέχνους. Τί χαρά! τί θρίαμβος! φαντασθῆτε ὡραίας μικρὰς λαμπάδας, μὲ ἄνθη τεχνητά, μὲ χρυσόχαρτα. Ὁ Εὐαγγελινὸς ἤθελε νὰ πάρῃ τὴν τῆς ἀδελφῆς του, λέγων, ὅτι ἐκείνη εἶναι μεγαλυτέρα. Ἡ μήτηρ τοῦ τὴν ἔδωκεν, ἀλλ᾽ ὁ μικρὸς τὴν ἔσπασε, ἐκεῖ ποὺ ἔπαιζε μὲ αὐτήν, ἔσπασε καὶ τὴν ἰδικήν του, καὶ ὕστερον ἔβαλε τὰ κλάματα. Ὁ πατὴρ τοῦ ἠγόρασεν ἄλλην, ἀφοῦ τὸν ὑπεχρέωσε νὰ ὑποσχεθῇ ὅτι δὲν θὰ τὴν πιάσῃ εἰς τὴν χεῖρα, ἕως τὰ μεσάνυκτα, ὅταν θὰ ὑπάγουν εἰς τὴν Ἀνάστασιν. Ὁ μικρὸς ἀπεκοιμήθη κλαίων καὶ χαίρων.

Μετὰ τὰ μεσάνυκτα, ἀφοῦ ἔγινεν ἡ Ἀνάστασις, καὶ ἤστραψεν ὁ ναὸς ὅλος, ἤστραψε καὶ ἡ πλατεῖα ἀπὸ τὸ φῶς τῶν κηρίων, τὰ παιδία ἤρχισαν νὰ καίουν μετὰ κρότου σπίρτα καὶ μικρὰ πυροκρόταλα ἔξω εἰς τὸ πρόναον, καί τινες παῖδες δεκαετεῖς ἐπυροβόλουν μὲ μικρὰ πιστόλια, ἄλλοι ἔρριπτον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἐπὶ τῶν πλακῶν τοῦ ἐδάφους τὰ βαρέα καρφία μὲ τὰ καψύλια καταπτοοῦντες καὶ σκανδαλίζοντες τὰς πτωχὰς γραίας, αἵτινες, μεθ᾽ ὅλον τὸν διωγμὸν ὃν ἐκίνουν κατ᾽ αὐτῶν τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα κατ᾽ ἔτος οἱ ἐπίτροποι, ἀξιοῦντες νὰ περιορίσωσιν αὐτὰς εἰς τὸν γυναικωνίτην, οὐχ ἧττον ἐπέμενον καὶ παρεισέδυον ἐντὸς τοῦ ναοῦ ἀριστερά, εἰς τὴν μίαν κόγχην. Εἷς δ᾽ ἐπίτροπος τῆς ἐπάνω ἐνορίας, ἄνθρωπος προοδευτικός, βλέπων ὅτι ὅλοι οἱ ἐθελονταὶ ψάλται, νεανίαι εἰκοσαετεῖς, ἐφοίτων κατὰ προτίμησιν εἰς τὴν κάτω ἐκκλησίαν, εἰς δὲ τὴν ἐπάνω ἠναγκάζοντο νὰ ψάλλωσιν οἱ ἱερεῖς, τί ἐσοφίσθη; Πιάνει καὶ ἀποσπᾷ ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην τὰ καφάσια, τὰ δικτυωτά, δι᾽ ὧν ἐφράττοντο τέως αἱ γυναικεῖαι μορφαὶ ἀπὸ τῆς ὄψεως τῶν ἀνδρῶν, καὶ ἀφήνει τὸν γυναικωνίτην ἄφρακτον. Τότε διὰ μιᾶς ὅλοι οἱ εὐλαβεῖς καὶ μουσόληπτοι νεανίσκοι ἀφῆκαν τὴν κάτω ἐκκλησίαν ἔρημον ψαλτῶν κ᾽ ἔτρεξαν ὅλοι εἰς τὴν ἐπάνω.

Εἶτα τὰ μικρὰ παιδία καί τινες παιδίσκαι τετραετεῖς, μὲ τὰς κομψὰς ποικιλτὰς λαμπάδας, ἐτάχθησαν ἀνὰ τὸν χορόν, περὶ τὰ δύο ἀναλόγια, καὶ παρὰ τὸ εἰκονοστάσιον, καὶ ἤρχισαν νὰ θορυβῶσι, νὰ παίζωσι, νὰ στάζωσιν εἰς τοὺς λαιμοὺς ἀλλήλων, καὶ νὰ τσουγκρίζωσι τὰ αὐγά των. Καὶ ἓν παιδίον ἑξαετές, πονηρότερον τῶν ἄλλων (ἦτο ὁ υἱὸς τῆς Μηλιᾶς τῆς γειτόνισσας) εἶχε πλαστὸν αὐγὸν εἰς τὸν κόλπον του, πωρώδη λίθον στρογγυλευμένον κοκκινοβαφῆ, καὶ δι᾽ αὐτοῦ ἔσπαζε τὰ αὐγὰ ὅλων τῶν παιδιῶν, καὶ τὰ ἔπαιρνε, κατὰ τὴν συμφωνίαν, καὶ τὰ ἔτρωγε.

Μία παιδίσκη καὶ εἷς παῖς, πενταετής, ἤρχισαν νὰ φιλονικῶσι περὶ τοῦ τίνος ἡ λαμπάδα ἦτο εὐμορφοτέρα.

―Ὄχι, ἡ δική μου ἡ λαμπάδα εἶναι καλύτερη.

―Ὄχι, ἡ δική μου.

―Ἐμένα ὁ πατέρας μ᾽ τὴν ἐδιάλεξε, κ᾽ εἶναι πλιὸ καλή.

―Ἐμένα ἡ μάννα μ᾽ τὴν ἐστόλισε μοναχή της.

― Καὶ ξέρει νὰ κάμῃ λαμπάδες ἡ μάννα σ᾽;

―Ὄχι, δὲ ξέρει; Σὰν τὴ δική σ᾽!

― Τέτοια παλιολαμπάδα!

― Ναί, παλιολαμπάδα;… νά!…

― Νά κ᾽ ἐσύ!

― Νά κι ἄλλη μιά!

Καὶ ἤρχισαν νὰ τύπτουν ἀλύπητα τὰς κεφαλὰς ἀλλήλων μὲ τὰς λαμπάδας των, ἑωσοῦ ἔβαλαν τὰ κλάματα καὶ οἱ δύο.

Τὸ ἀπόγευμα πάλιν, ἀφοῦ ἐψάλη ἡ Β´ Ἀνάστασις κ᾽ ἔγινεν ἡ Ἀγάπη, ἐξῆλθαν ὅλοι εἰς τὴν πλατεῖαν κ᾽ ἐθεῶντο τὴν πυρπόλησιν τοῦ Ἑβραίου. Τί ἄσχημος καὶ τί εὐμορφοκαμωμένος ποὺ ἦτον ὁ Ἑβραῖος! Εἶχε μίαν χύτραν ὡς κεφαλήν, εἶχε καὶ λινάρι ὡς γένειον. Ἔφερε καὶ ζεῦγος γυαλιὰ (ἡ Μόρφω τὰ ἐνθυμεῖτο ὅλα), ὅμοια μ᾽ ἐκεῖνα ποὺ φορεῖ ἡ γραῖα μάμμη ὅταν ράπτῃ ἢ ἐμβαλώνῃ τὰ παλαιὰ ροῦχά της. Εἶχε κ᾽ ἕνα σακκούλι ἢ πουγγὶ κρεμασμένον εἰς τὸ ἀριστερὸν πλευρόν του. Ἐφόρει μακριά, μακριὰ φορέματα, παρδαλά, ραβδωτά! Καὶ ἀφοῦ τὸν ἐκρέμασαν ὑψηλὰ ὑψηλά, ἕως ἑπτὰ ὀργυιὰς ἐπάνω, ἤρχισαν οἱ ἄνδρες νὰ τὸν ματιάζουν*, νὰ τὸν τουφεκίζουν ὅλοι, ἑωσότου τὸν ἔκαυσαν.

Καὶ ὕστερον ἡ μήτηρ ἔστρωσε τὴν τράπεζαν εἰς τὴν οἰκίαν, καὶ παρέθεσε τὰ αὐγὰ τὰ κόκκινα, τὸ τυρί, ποὺ εἶχε φέρει ἡ κουρούνα, καὶ τὸ ἀρνὶ τὸ ψημένο, καὶ τὰ παιδία ἐκάθισαν εἰς τὴν τράπεζαν καὶ ἤρχισαν νὰ τσουγκρίζουν τὰ αὐγά των. Τί χαρά! τί ἀγαλλίασις!

Ἐφέτος, δηλαδὴ κατὰ τὸ ἔτος ἐκεῖνο τῆς δυστυχίας διὰ τὰ δύο ὀρφανά, δὲν ἦτο πλέον ἐκεῖ οὔτε ὁ πατήρ των, ὅστις ἔλειπεν, οὔτε ἡ μήτηρ των, ἥτις ἐπῆγε μακρύτερα ἀκόμη. Ἀντὶ τῶν δύο ἦτο ἡ γηραιὰ μάμμη, ρογχάζουσα ἐπὶ τῆς κλίνης καὶ γογγύζουσα. Ἀντὶ τῶν κοκκίνων αὐγῶν, ἦσαν αἱ φλέγουσαι ἐκ τοῦ πυρετοῦ παρειαί της. Ἀντὶ τῶν ἐπιχρύσων λαμπάδων, ἦσαν οἱ δύο τρεμοσβήνοντες καὶ βλοσυροὶ ὀφθαλμοί της. Ἀντὶ τῆς ἀθῴας χαρᾶς, ἀντὶ τῆς ἀφάτου εὐτυχίας τοῦ παιδικοῦ Πάσχα, ἦτο ἡ λύπη ἡ βαρεῖα, ἡ ἀνεπανόρθωτος συμφορά.

Εὐτυχῶς ἡ γρια-Κομνιανάκαινα δὲν ἀπέθανε, καὶ ὁ υἱός της ἔφθασεν ἀπόπασχα μὲ τὸ γολετί, καὶ ἤρχισε νὰ καλλωπίζηται καὶ νὰ στρίβῃ τὸν μύστακα ἀποβλέπων εἰς δεύτερον γάμον. Ἀλλά, διὰ τὰ δύο παιδία, τάχα θὰ ἐπανήρχετο πάλιν ἡ χαρὰ ἐκείνη, θ᾽ ἀνέτελλεν ἐκ νέου γλυκεῖα ἡ παιδικὴ Πασχαλιά; Διὰ τὸν Εὐαγγελινὸν ἴσως, διὰ τὴν Μόρφω ὅμως ποτέ. Αὕτη ᾐσθάνετο τὴν ἀπουσίαν τῆς μητρός της καὶ ἤξευρεν ὅτι δὲν ἔμελλε νὰ τὴν ἐπανίδῃ πλέον ἐπὶ τῆς γῆς.

Γλυκεῖα Πασχαλιά, ἡ μήτηρ τῆς χαρᾶς! Γλυκεῖα μήτηρ, τῆς Πασχαλιᾶς ἡ ἐνσάρκωσις!

Ἀλλ᾽ ὁ Χριστὸς ὑπεσχέθη νὰ πίῃ μὲ τοὺς ἐκλεκτούς του καινὸν τὸ γέννημα τῆς ἀμπέλου ἐν τῇ βασιλεία τοῦ Πατρός Του, καὶ οἱ ὑμνωδοὶ ἔψαλλον: «Ὦ Πάσχα τὸ μέγα καὶ ἱερώτατον, Χριστέ! δίδου ἡμῖν ἐκτυπώτερον σοῦ μετασχεῖν, ἐν τῇ ἀνεσπέρῳ ἡμέρᾳ τῆς βασιλείας Σου!»

[1891]

 

(Πηγή πρωτότυπου κειμένου: Εταιρεία Παπαδιαμαντικών Σπουδών)


Δευτέρα 18 Απριλίου 2022

Βαγόνια - Η οπτικοποίηση ενός ποιήματος


Δημήτρης Φιλελές
« Βαγόνια »

οπτο-ποίημα, 2022



                                         « Βαγόνια »
























Δημήτρης Φιλελές

 

 

 

« Βαγόνια Ι. »

 

 

Τα γέρικα βαγόνια

στις αποβάθρες της λησμονιάς

αντηχούν βαθιές ανάσες

σαν στάσιμη πομπή επιταφίου

που δεν προσδοκά ανάσταση

αλλά το ψυχοπάλεμα των κίτρινων κεριών

στης εαρινής πνοής το λάγνο άγγιγμα

 

πίσω από τα θαμπά τζάμια

τα φθαρμένα καθίσματα μετρούν τους χτύπους

της απουσίας

τα ραμφίσματα του ανέμου

διαπερνούν τις αμυχές των τοιχωμάτων

τα ξύλινα πατώματα τρίζουν στο ρυθμό

του ρέκβιεμ των βημάτων

που σβήνουν στην ομίχλη

 

σώματα ξεθωριασμένα

χωρίς πια τη στιλπνότητα της επιφάνειας

του σφρίγους την αποθέωση

και των προβολέων τη λάμψη

συμβιώνουν στωικά με της φθοράς τη διέλευση

εκτός τροχιάς

με την καρτερία του έσχατου προορισμού.

 

 


[ το οπτο-ποίημα

( σύνθεση φωτογραφίας και κειμένου)

του Δημήτρη Φιλελέ

« Βαγόνια Ι. »

από τη σειρά οπτο-ποιημάτων

« Επί λέξει », 2022 ]

 

 

 

poeta greco Ignoto

“ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ”

poetagreco.blogspot.com


Πηγή δημοσίευσης : Ποιητικό ιστολόγιο poetagreco