ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 14 Απριλίου 2022

Μαρία Πολυδούρη - Αφιέρωμα


Αφιέρωμα στην ποιήτρια


Μαρία Πολυδούρη



Φαντασία στο τραγούδι μιας νυχτερινής κιθάρας

 

Ο Απρίλης κι η Σελήνη μέσα στο άλσος

σμίξαν. Το μεσονύχτι μεθυσμένοι

περάσαν μ’ ευθυμία.

Και τώρα στη γαλήνη είναι απλωμένη

ρεμβαστική ματιά, η μελαγχολία.

 

Δυο δέντρα αναπολούνε

μια νύχτα καταιγίδας, που οι κορφές τους

ερωτικά μπλεχτήκαν

και στην ανάμνησή τους ξεπετιέται

λυγμός από χορδές που δονηθήκαν.

 

– Στον ύπνο σου κόρη γλυκιά…

 

Έν’ ανοιχτό παράθυρο

στο αγιόκλημα πνιγμένο

κι η κόρη κρίνο, με το φως

του φεγγαριού ντυμένο.

 

– Του τραγουδιού μου η φωνή…

 

Κι αγγίζει στον αμύριστο

κάλυκα της καρδιάς της

σαν όνειρον αθώας χαράς

ο πρώτος έρωτάς της.

 

Και λίγο λίγο σκοτεινιάζει το άλσος.

Στο κυπαρίσσι στάθηκε η Σελήνη

βαθιά συλλογισμένη.

Ο Απρίλης βαρέθηκε να δίνει

φιλιά. Φεύγει κι η Νύχτα κουρασμένη.

Όλα σιγήσαν μόνο για να μείνει

το φλογερό παράπονο:

 

– Γιατί μ’ έχεις σ’ αιώνια τυράννια…

 

το κλάμα της κιθάρας που ανεβαίνει

προς τη χλωμή Σελήνη, προς τα ουράνια…

Μαρία Πολυδούρη



Του Καρυωτάκη

 

«Οι νέοι που φτάσανε μαζί στο έρμο νησί» με σένα

κάποια βραδιά μετρήθηκαν κ᾿ ηύραν εσύ να λείπεις.

Τα μάτια τους κοιτάχτηκαν τότε, χωρίς κανένα

ρώτημα, μόνο εκίνησαν τις κεφαλές της λύπης.

 

Νύχτες πολλές, θυμήθηκαν, από τη μόνωσή σου

ένα σημείο από φωτιά τους έστελνες, γνωρίζαν

το θλιβερό χαιρέτισμα που φώταε της αβύσσου

τους δρόμους κι᾿ όλοι απόμεναν στον τόπο τους που ορίζαν.

 

Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι

έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.

Κι᾿ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι

ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.

 

Μα φτάνουν πάντα στο «νησί» τα νέα παιδιά ολοένα.

Στην άδεια θέση σου ζητούν της ζωής το ελεγείο.

Σου φέρνουνε στα μάτια τους δυο δάκρυα παρθένα

και της καινούριας σου Εποχής το πλαστικό εκμαγείο.

 

Μαρία Πολυδούρη (1929)



Τα λόγια σου

 

Θυμάμαι τώρα... Οι θύμησες πλημμύρες που με πνίγουν,

άνεμος, σκοτεινιά.

Τα λόγια ανθούς τα μάδησες, μα τώρα αυτά μου ανοίγουν

κακές πληγές βαθιά.

 

Ούτε σκιά, ούτε όνειρο έτσι που διαβαίνει

γοργά προς το χαμό.

Καπνός η αγάπη. Σύννεφο, τα λόγια σου, μου ραίνει

σταγόνες τον καημό.

 

Τώρα σαπίζουν μέσα μου πρώιμες οι πληγές μου.

Η θύμηση ασπασμός

προδοτικός, να μου γελούν κρυφά κάποιες στιγμές μου

ν' αυξαίνει ο απελπισμός!

 

Μαρία Πολυδούρη



Προδοσία

 

Ζωή, πώς με παράδωσες μ' ένα φιλί στους δήμιους.

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Οι δήμιοι σου, καλόγνωμοι, θάνατο δεν προστάζουν.

Είναι κι αυτοί απ' τους τίμιούς σου και τους ευγενικούς!

Χαμόγελο τα χείλη τους και γλυκό λόγο στάζουν

κ' έχουν κι αγάπη και σκοπούς ωραίους και ιπποτικούς.

 

Ω, εμένα το αίμα μου έλειψεν απ' τη φριχτή αγωνία,

στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σέρνεται η θηλιά

και να μη σφίγγει. Ω, ευγενική των δημίων μου μανία,

έχω μέσα στα στήθη μου σπασμένη την καρδιά.

 

Έχω σπασμένη την καρδιά. Μ' έχει η ζωή προδώσει

και μου ζητάνε να γελάσω αθώα και τρυφερά

και να ‘ναι μες στα μάτια μου χαρά και λάμψη τόση,

που να γενεί στα ευγενικά σας όνειρα φτερά.

 

Εγώ πρέπει απ' τη λίγη μου σταγόνα να σας θρέψω

του αίματος, που φαρμάκωσε κι αυτή μες στην καρδιά.

Τα φάσματα των πόθων μου λουλούδια να σας δρέψω

και να δεχτώ σα μιαν αυγή την τελευταία βραδιά.

 

Κι αν η σπασμένη μου καρδιά τρίξει στο σαρκασμό μου,

κι αν αντί δάκρυ στάξουνε τα μάτια μου φωτιά,

θα μου ραβδίσετε το χυδαίο κι άπρεπο στοχασμό μου

ευγενικά στυλώνοντας την βλοσυρή ματιά.

 

Όμως η βαριά μοίρα μου δεν είναι ο θάνατός μου.

Μες στην καρδιά βόσκουνε πληγές από φωτιά.

Ποιος από σας, ανύποπτα, τίμιος θα γίνει εχθρός μου

στον ξέσαρκό μου τράχηλο να σφίξει τη θηλιά!

 

Μαρία Πολυδούρη



Θα ‘ρθείς αργά

 

Ως πότε πια θα καρτερώ να ξαναρθείς και πάλι

σαν από χρόνους μακρινούς και ξένες χώρες πέρα;

Λιγόστεψε η ζωούλα μου και μέρα με τη μέρα,

ανήμπορη και τρυφερή, σβήνεται αγάλι αγάλι…

Άκου στα δέντρα πένθιμα πώς τρίζουνε τα φύλλα,

μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, τ’ ουρανού το χρώμα

το θόλωσαν τα σύννεφα… Μια κρύα ανατριχίλα

στα λουλουδάκια χύνεται… κι’ αργείς, αργείς ακόμα!

Θα ‘ρθείς αργά, με τη νυχτιά και με τον κρύο χειμώνα,

με το χιονοσαβάνωμα, με του βοριά το θρήνο

και δε θα βρεις ούτ’ ένα ρόδο, ούτ’ ένα αθώο κρίνο

να μου χαρίσεις… ούτε καν μια πένθιμη ανεμώνα.

 

Μαρία Πολυδούρη



Ένα βράδυ στο Σταθμό

 

Τι θλιβερό πράμα ο Σταθμός,

που μόλις να ‘χει φύγει το τραίνο.

Ούτε στιγμή, μόλις που εδώ

στις ράγες του βαριά σταματημένο

και πηγαινοέρχονταν γοργά,

ανίδεα γελώντας ταξιδιώτες.

Κι όσοι που μείνανε κι αυτοί

δεν έχουνε την όψη τους σαν τότες.

Η άδεια θέση κ' η σιωπή

μες στο Σταθμό που του ‘φυγε το τραίνο.

Κι αυτοί που μείνανε σκορπούν

κ' έχουν το βήμα το αποφασισμένο

όσων τη μοίρα ακολουθούν.

Κάθε φορά τους φεύγει κι από κάτι

και κείνοι μένουν στο Σταθμό

λυγίζοντας το θολωμένο μάτι.

Στρέφουν στα ίδια θαρρετοί

δήθεν κ' η πλάτη τους κυρτώνει πίσω.

- Καταραμένε χωρισμέ

όμως και σένα απόψε θ' αγαπήσω.

Γιατί το «χαίρε» ήταν γλυκό

καθώς το χέρι σειόταν στον αέρα

απ' το μαντήλι πιο λευκό

κι απ' τον ανθό, σα φως που έφευγε πέρα,

που δεν το είχα ιδεί ποτέ

τόσο γαλήνια ωραίο τ' όραμά σου,

Καταραμένε χωρισμέ.

Μου τρέμουνε τα χείλη στ’ όνομά σου.

 

Μαρία Πολυδούρη

 

Gare du Nord, Παρίσι 1927

(«Ελληνική επιθεώρηση» 23, 1930)


Δεν υπάρχουν σχόλια: