ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 29 Μαΐου 2017

ΑΝ ΣΕ ΕΒΛΕΠΑ

Φρανσίσκο Γκόγια - 3 Μαΐου 1808

ΑΝ ΣΕ ΕΒΛΕΠΑ

Αν σε έβλεπα
οργισμένο πολεμιστή
να οδηγείς το άρμα με τα αγέρωχα άλογα
έξω από τα τείχη της Τροίας
με τους μυώνες σου έτοιμους να εκραγούν από την ένταση
θα σε αναγνώριζα αμέσως
γιατί έχω νιώσει το θυμό σου
μέσα από τα λόγια
του τυφλού Χιώτη ραψωδού

αν η άτρομη  θωριά μου προκαλούσε δέος
καθώς δρασκέλιζες τα βουνά
και δάμαζες τα κύματα
σώζοντας τα ολοφυρόμενα ανδράποδα
από το διαγούμισμα των κουρσάρων
και τα σκλαβοπάζαρα της ανατολής
θα σε ονομάτιζα
γιατί ο θρύλος σου με έφτασε
σαν βροντερός απόηχος της άνισης μάχης
στα μαρμαρένια αλώνια

αν σε αντίκριζα
σε κακοτράχαλα λημέρια
να ανεμίζεις απροσκύνητος
ένα άσπροι κομμάτι πανί
με ένα γαλάζιο σταυρό καταμεσής
θα ήξερα ποιος είσαι
γιατί μου το έμαθε μαζί με τα πρώτα γράμματα
ο δάσκαλος στο σχολείο

αν φάνταζες άγγελος εκδικητής
με ένα δαυλό φλεγόμενο στο χέρι
στη μπαρουταποθήκη του μοναστηριού
έτοιμος να κάνεις στάχτη τη σκλαβιά
θα προσκυνούσα γονατιστός
το άσαρκο θυσιαστήριο
γιατί το θαύμασα ολοζώντανο
από τον χρωστήρα των ζωγράφων

αν σε συναντούσα
στην πλατεία του χωριού
λεβεντόκορμο γενειοφόρο
πρώτος να σέρνεις το χορό
ζωσμένος σταυρωτά τα φυσεκλίκια
θα σε χαιρετούσα σφίγγοντας την τραχιά παλάμη σου
γιατί άκουσα τα κατορθώματά σου
από το στόμα των παππούδων
τα βράδια χαμηλόφωνα δίπλα στη φωτιά

μα εσύ περπατούσες ολομόναχος 
ατάραχος και ανυπότακτος
με ένα πλατύ πλατύ χαμόγελο
με βήμα σταθερό 
φορώντας ένα ολόλευκα πουκάμισο
ραντισμένο με ανθόνερο
σιδερωμένο από τα ροζιασμένα χέρια της μάνας σου
με ένα κόκκινο μαντήλι
επιδέξια διπλωμένο στη μικρή τσέπη
στο μέρος της καρδιάς
και ήταν σαν να φώναζες στον Εφιάλτη
"Εγώ είμαι αυτός που γυρεύεις!
Μην αστοχήσεις! "
χαιρετώντας τον ήλιο για στερνή φορά

κι εγώ γνώρισα τυχαία τη μορφή σου
μέσα σε μια κρυμμένη φωτογραφία
τη στιγμή που το χώμα
πήρε το χρώμα από το μαντήλι σου
τη στιγμή που πέρασες στην αθανασία
χωρίς να προλάβουμε να ανταλλάξουμε μια λέξη
κι όμως μου είπες τόσα πολλά

μαζί σου πορεύομαι
με την εικόνα σου φυλαγμένη
στην ίδια πάντα τσέπη του πουκάμισου
στο μέρος της καρδιάς.


© Δημήτρης Φιλελές

Τετάρτη 17 Μαΐου 2017

ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ



ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ

Η γριά κοντοστάθηκε στη μισάνοιχτη αυλόπορτα
έβαλε το χέρι αντήλιο κι έγνεψε καλημέρα.
- Πέρνα μέσα να σε τρατάρω. Έτσι, για το καλό…
Δρασκέλισε την αυλή αλαφροπάτητη
κάθισε στο σκαλί
- Μια ρακή, αν σου βρίσκεται ∙
ίδια με το κάμα του δρόμου
στην υγεία σου!... Μονορούφι!
κι ύστερα το ποτήρι θρύψαλα στην πέτρα
για να σπάσει η γκίνια, συνήθειο παλιό.
Λεφτά δε θέλω ∙ στα χρόνια μου πια δε φελάνε
μονάχα μια δεκάρα
τα ναύλα για το στερνό ταξίδι
- τόσα του φτάνουν του βαρκάρη –
μονάχα σώπασε κι άπλωσε το χέρι της καρδιάς
εδώ τα γράφει όλα
παλάμη τραχιά κι αρμυροφάγωτη
ίδια κι η ψυχή
μικρή η γραμμή της ζωής αλλά χορτάτη
θάλασσα πριν και μετά θάλασσα
και τ’ ανάμεσα ήσυχο σαν ύπνος, σαν θάνατος
τέλεψα ∙ άλλο δεν έχω να σου πω, σώνει.
Κίνησε να φύγει, έφτασε ως την πόρτα
γύρισε ξαφνικά το κεφάλι
- Φυλάξου απ’ τον εαυτό σου! Έχε γεια…
Χάθηκε στη σκόνη του δρόμου
μαζί με το τελευταίο όνειρο…

© Δημήτρης Φιλελές


Σάββατο 13 Μαΐου 2017

ΤΟ ΨΕΜΑ



ΤΟ ΨΕΜΑ

Το ψέμα πάντα ντύνεται με λούσα και στολίδια
την Κυριακή στης εκκλησιάς τα πρώτα τα στασίδια

μ' ένα μακρύ μακρύ σταυρό και με κερί δυο πήχες
παίζει κορόνα γράμματα στα δάχτυλα τις τύχες

γονατιστό προσεύχεται στης εκκλησιάς την πόρτα
φυτρώνει σα ζιζάνιο ανάμεσα στα χόρτα

νηστεύει,  καθαρίζεται και πάει να μεταλάβει
τους άλλους σπρώχνει γύρω του το νάμα να προλάβει

άφεση παίρνει αμαρτιών, τη βγάζει παλληκάρι
με το γεμάτο του πουγκί που αδειάζει στο παγκάρι

φουσκώνει σα γαλόπουλο και το λειρί υψώνει
κορδώνεται και πρήζεται και σκάει σαν μπαλόνι

κι όσο βροντούν τα όβολα και γλυκοκουδουνίζουν
τ' ανθρώπινα τα βλέμματα τόσο τα μαγνητίζουν

κι όταν σκολάσει η λειτουργιά κι η εκκλησιά απολύσει
μπορεί να τρέξει λεύτερο, στις γλώσσες να τσουλήσει

να πάρει τον κατήφορο κι όπου το βγάλει ο δρόμος
να γίνει αλήθεια η ψευτιά και της ζωής ο νόμος

σαν φίδι κουλουριάζεται που κόβει την ανάσα
σαγόνια ανοίγει διάπλατα και στρώνεται στη μάσα

σαν ψείρα βγαίνει στο γιακά κι όθε  χωθεί φωλιάζει
και το μυαλό παραπατά, σαν σούπα νερουλιάζει

ψαρεύει σε θολά νερά και σαν χταπόδι απλώνει
παραμονεύει στη σκιά, ύπουλα βεντουζώνει

ψάρι που πλέει στον αφρό, φελλός που δεν πατώνει
το παραμύθι να πουλά παίρνει σκοινί κορδόνι

με τα κοντά ποδάρια του στα σβέλτα σκαρφαλώνει
τον κόσμο διπλοχαιρετά ψηλά απ' το μπαλκόνι

γεννήθηκε για ν' αγαπά παρά και εξουσία
γι' αυτά και με το διάβολο κάνει συνεργασία

μα μέχρι να ξυπνήσουμε, το πλοίο έχει  σαλπάρει
και τα ποντίκια στήνουνε τρελό χορό στ' αμπάρι

καμένη πίσω αφήνουν γη με μία μαύρη τρύπα
κι ένα κοπάδι πρόβατα στην αγκαλιά του γύπα.


© Δημήτρης Φιλελές