ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΟΡΕΙΧΑΛΚΕΙΟΝ

Απογευματινός περίπατος στα στενά σοκάκια της παλιάς πόλης της Πρέβεζας. Στο νούμερο 24 της οδού Μπιζανίου βρίσκεται ένα ξεχωριστό κατάστημα, παλαιοπωλείο μπορείς να το πεις.

Μια μικρή βιτρίνα με διάφορα παλαιικά είδη, μαχαίρια, δίσκους σερβιρίσματος, μύλους του καφέ... Κι από την άλλη μεριά, πάνω σ’ ένα καρφί στον τοίχο μια παλάντζα κρεμασμένη και μέσα στο τάσι της μερικά κουδούνια.

Εύκολα πιάνουμε κουβέντα με τον ευγενικό κύριο που κάθεται στην είσοδο του μαγαζιού και το αβίαστο χαμόγελό του αποτελεί πρόσκληση για μια καλύτερη γνωριμία. Είναι ο κύριος Δημήτρης Γιαννούλης, κληρονόμος αυτής της μικρής επιχείρησης που ξεκίνησε από τον πατέρα του Χρήστο το 1928, και σημερινός της ιδιοκτήτης.
Στα λίγα τετραγωνικά μέτρα του μαγαζιού του που μου επέτρεψε να φωτογραφίσω κρύβεται ένας μικρός θησαυρός όχι τόσο αντικειμένων όσο γνώσεων που κινδυνεύουν να εκλείψουν μέσα από την πλαστικοποίηση της καθημερινής μας ζωής.

Μάρτυρας πρώτος και αδιάψευστος η ταμπέλα που δηλώνει το είδος του καταστήματος :
ΟΡΕΙΧΑΛΚΕΙΟΝ
ΤΑ ΤΖΟΥΜΕΡΚΑ
Δ. Χ. ΓΙΑΝΝΟΥΛΗ
Ας το διευκρινίσουμε για τους νεότερους : ο ορείχαλκος είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου ή κράμα χαλκού και ψευδάργυρου από το οποίο κατασκευάζονται διάφορα χρηστικά σκεύη ή διακοσμητικά αντικείμενα.
Είναι απίστευτο το πώς μέσα σ’ αυτόν τον τόσο περιορισμένο χώρο υπάρχουν τόσα πολλά και σημαντικά αντικείμενα. Το καταλαβαίνεις, βέβαια, μόνο όταν ο ειδικός σου εξηγήσει πως τα περισσότερα απ’ αυτά είναι καλούπια για να δημιουργηθούν πολλά όμοιά τους σε διάφορα μεγέθη. Από χερούλια για τις κατσαρόλες και τους νταβάβες μέχρι καμπάνες για τις εκκλησιές. Από διτάσιες ζυγαριές με τα σταθμά τους στην ειδική ξύλινη θήκη (τα δράμια του μπακάλη της γειτονιάς) και κρεμαστά καντήλια μέχρι το παλιό αμόνι, τη μέγγενη και όλα τα σύνεργα του μεταλλουργού. Όπως πολύ χαρακτηριστικά λέει ο κύριος Δημήτρης : «Μια ζωή στα χυτήρια...».
Εκεί όμως που πλούτισα ιδιαίτερα τις γνώσεις μου ήταν το θέμα των κουδουνιών για τα πρόβατα και τα γίδια. Γιατί, όπως έμαθα, στα πρόβατα κρεμάμε κουδούνια, ενώ στα γίδια κρεμάμε τα κύπρια. Ο βοσκός, λοιπόν, που έχει γίδια παραγγέλνει μια σειρά κύπρια (όσα και τα γίδια του) που το καθένα παράγει διαφορετικό ήχο και όλα μαζί μια συγκεκριμένη μελωδία. Επιπλέον, σε ένα απ’ αυτά τοποθετείται ένα εσωτερικό κουδούνι που λειτουργεί ως μπάσο. Το ίδιο βέβαια μπορεί να συμβεί και με τα κουδούνια των προβάτων εφόσον το επιθυμεί ο ιδιοκτήτης τους.
Στο λίγο χρόνο που είχα την τύχη να μοιραστώ μ’ αυτόν τον άγνωστο ως χτες άνθρωπο, στα όσα ενδιαφέροντα είχε να μου πει που γι’ αυτόν είναι πορεία και αγώνας ζωής, στο πλατύ απροσποίητο χαμόγελο που δεν εγκατέλειψε στιγμή τα χείλη του, ένιωσα για μια ακόμα φορά πως υπάρχουν αμέτρητοι τρόποι για να ζήσουμε έξω και μακριά από κάθε είδους κρίση (μόνιμο σύμπτωμα των ημερών και της κοινωνίας μας), αρκεί να το θελήσουμε και να το πιστέψουμε.

Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Το μέλλον... των απλών ανθρώπων του καθημερινού μόχθου... αβέβαιο, δυσοίωνο, επαχθές, υποθηκευμένο χωρίς τη συγκατάθέση τους... μαζί με το μέλλον των παιδιών τους και των ενδεχόμενων απογόνων τους... γεγονότα γνωστά εν ολίγοις που, απλά, τώρα που το καζάνι (sic) ξεχείλισε βγήκαν στον αφρό και μας περιέλουσαν με τη δυσοσμία της σήψης.

Κι από πάνω να έχουν απ’ το πρωί ως το βράδυ τους χαρτογιακάδες με τα κολλαριστά πουκάμισα, τους γραβατωμένους με μια οκά μπριγιαντίνη στο μαλλί μη τυχόν και ξεφύγει καμιά τρίχα, τους ακριβοπληρωμένους λακέδες με το επιμελημένο μακιγιάζ που γράφει στο γυαλί να «κλαίνε» και να «οδύρονται» και να «συμπάσχουν» και να «διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους», ενώ ταυτόχρονα σκυλοτρώγονται κάτω απ’ το τραπέζι ποιος θα προλάβει ν’ αρπάξει τη μερίδα του λέοντος απ’ τα «τριάκοντα αργύρια».


Μα ποιος σας είπε πως αυτοί οι άνθρωποι, οι ανώνυμοι (όπως τους αποκαλούν αυτοί οι αυτόκλητοι «επώνυμοι»), νοιάζονται για το μέλλον όταν προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα σε ένα αδυσώπητο παρόν; Πόσο καιρό έχετε να βγείτε από το γυάλινο κόσμο σας στο δρόμο, να περπατήσετε ανάμεσα σε κανονικούς, πραγματικούς ανθρώπους; Πόσο καιρό έχετε να ακούσετε (όχι να ζήσετε, γιατί δεν το αντέχετε) ανθρώπινα καθημερινά προβλήματα;

«Να πάρεις εμένα φωτογραφία και να τους τη δείξεις», μου είπε τις προάλλες ένας εργάτης του δρόμου, απ’ αυτούς που νοικιάζουν οι εργολήπτες της ΔΕΗ. «Είμαι 57 χρονών, δουλεύω από μικρό παιδί και δε βλέπω να έχω ζωή ως τη σύνταξη. Δουλεύω κάθε μέρα και μου κολλάνε δεκαοχτώ ένσημα το μήνα. Τι να κάνω; Να φύγω; Ποιος θα με πάρει; Κι έχω και δυο παιδιά στο λύκειο. Πώς θα ζήσουμε;»...


Αυτός ο άνθρωπος δεν έπαιξε στο χρηματιστήριο, δε στοιχημάτισε το μεροκάματό του και την ενδεχόμενη σύνταξή του, δε ζει με πλαστικό χρήμα, με εορτοδάνειο, διακοποδάνειο και κάθε λογής θαλασσοδάνειο και δε δίνει άλλοθι σε κανέναν θύτη και σε κανένα ανόητο βωμό θυσιαστήριου. Δε θέλει να παίξει με το στανιό το ρόλο της σύγχρονης Ιφιγένειας προκειμένου να πνεύσει ούριος άνεμος στα πανιά των τραπεζιτών στο δρόμο τους για νέες αιμοσταγείς κατακτήσεις.

Αυτός ο άνθρωπος και χιλιάδες άλλοι σκληρά καθημερινά εργαζόμενοι σαν κι αυτόν ζουν για το παρόν, για τον «άρτο ημών (και κυρίως υμών) τον επιούσιο». Ζουν, εισφέρουν και προσφέρουν όσα με τόσο απερίγραπτο θράσος οι κατά καιρούς επιβήτορες (κατ’ ευφημισμό) της εξουσίας κατασπαταλούν, καρπώνονται και διανέμουν σε φίλους, χορηγούς και ημέτερους.

Είναι βέβαιο ότι οι «επώνυμοι» επαϊοντες της κακιάς ώρας είναι πλήρως ανίκανοι να διασφαλίσουν το μέλλον αυτών των ανθρώπων. Μπορούμε τουλάχιστον να ελπίζουμε πως δεν είναι και τόσο ανήθικοι, ώστε να μην τους καταστρέψουν και το παρόν; Δύσκολο, πολύ δύσκολο, έως απίθανο...