Στον σταθμό του προαστιακού,
διαδρομή Αεροδρόμιο-Νέα Λιόσια, να λυγίζει στις ριπές των πρώτων ανέμων του
χειμώνα, περπατώντας ανάμεσα σε απρόσωπες κούκλες -ή μήπως ήταν άνθρωποι;-
είδα, λοιπόν, ένα σκιάχτρο. Και σαν σκιάχτρο στη μέση του αγρού, με τη σάρκα
του να διαλύεται σε άχυρα και κουρέλια κάτω από την μανία του καιρού, τρόμαζε
κι έδιωχνε τα κοράκια. Περνούσε και στο δυσοίωνο βάδισμά του τα κοράκια -ή
μήπως ήταν άνθρωποι;- σκορπίζονταν, για να βγουν από τον δρόμο του.
«Μήπως περισσεύουν 20 λεπτά;»
Μ’ αυτό του το φρικιαστικό κάλεσμα
άνοιγε δρόμο. Δεν περίσσευαν 20 λεπτά. Δεν περίσσευαν κανενός είδους 20 λεπτά.
Ούτε στα πορτοφόλια, ούτε στα ρολόγια.
Είδα ένα σκιάχτρο.
Είχε τσακισμένο σώμα και
κουρελιασμένα ρούχα. Είχε αχυρένια μαλλιά και βρώμικη όψη. Το χρώμα των ματιών
του ήταν μπλε -ή μήπως ήταν άδειο; Το έβλεπα να πλησιάζει σε εικόνα υγρή και
θολή, ετοίμαζε το κάλεσμα του, σε κάθε ασταθές κι αργό βήμα του, ετοίμαζε μια
λέξη, σαν να ‘θελε να διώξει απ’ τον δρόμο του κι εμένα, τα μάτια του -ήταν
μπλε, άραγε, ήταν μπλε ή άδεια;- καρφωμένα στα δικά μου, ή μάλλον διαπερνούσαν
τα δικά μου, κι εγώ πετρωμένη αποφάσισα πως δε θα φύγω, δεν είμαι κοράκι εγώ,
δεν είμαι κοράκι, δεν είμαι.. Έβγαλα το πορτοφόλι μου.
«Να σου πω, έκλαιγες;»
Τα μάτια του ήταν μπλε. Κοίταξα το
ρολόι μου.
Είδα έναν άνθρωπο.
Ένας άνθρωπος προχωρούσε γενναίος
ανάμεσα στα σκιάχτρα και μου έδωσε 20 λεπτά.
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ’ έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζει, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι’ αυτό έμεινεν ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ’ ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί, μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα,
γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ’ έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες.