ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Μνήμη Γιώργου Σεφέρη

Σαν σήμερα, 20 Σεπτεμβρίου 1971, έφυγε  ο παγκόσμιος, δικός μας, Γιώργος Σεφέρης. Στη μνήμη του, αφιερώνω με σεμνότητα αυτό το ποιητικό μου πόνημα.

Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

ΣΥΜΠΛΗΓΑΔΕΣ

Βαριά χτυπάνε τα μεσάνυχτα
καμπάνες συμπληγάδες
άγρυπνα μάτια, στήθια ορθάνοιχτα
όλες του κόσμου οι μανάδες.

Στου μαύρου ήλιου το ξημέρωμα
σέρνουν κραυγή οι φονιάδες
του λύκου μάταιο το ημέρωμα
σειρήνες γύρω και μαινάδες.

Δρόμοι νεκροί, κλειστά περάσματα
στου χρόνου τις σπηλιάδες
φωτιά, συντρίμμια και χαλάσματα
κόκκινο δάκρυ στις χαράδρες.

Σταυρούς ανώνυμους σε μνήμα υγρό
ματίζουν οι ψαράδες
απομεινάρια σκόρπια στον αφρό
τροφή στους άγριους βοριάδες.

Στης μοίρας το συρμό στερνή βαρκάδα
καράβι που σε βάφτισαν Ελλάδα
από τον Όλυμπο στη λίμνη Αχερουσία
ψυχή βαθιά μέχρι να βρεις αθανασία.

© Δημήτρης Φιλελές




Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2016

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος (1912-1991)

ΑΚΟΥΣΤΕ...



Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, Ο ΚΟΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΟΙΗΣΗ

Ανάσκαψα όλη τη γη να σε βρω.
Κοσκίνισα μες την καρδιά μου την έρημο· ήξερα
πως δίχως τον άνθρωπο δεν είναι πλήρες
του ήλιου το φως. Ενώ, τώρα, κοιτάζοντας
μες από τόση διαύγεια τον κόσμο,
μες από σένα - πλησιάζουν τα πράγματα,
γίνονται ευδιάκριτα, γίνονται διάφανα - 
τώρα μπορώ
ν' αρθρώσω την τάξη μου σ' ένα μου ποίημα.

Παίρνοντας μία σελίδα θα βάλω
σ' ευθείες το φως.

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ
,

Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016

ΚΑΛΗΜΕΡΑ



ΚΑΛΗΜΕΡΑ

Ο ήλιος ανηφόρισε γελαστός
στάθηκε να ξαποστάσει πάνω στις κροκάλες
έλυσε το χρυσό ζωνάρι του
και το κρέμασε στα φύλλα μιας ιτιάς
στην ακροποταμιά
βούτηξε στα διάφανα τρεχούμενα νερά
να ξεπλύνει το πρωινό θάμπος
κι ύστερα τίναξε τις φτερούγες του
σκαρφάλωσε στις βουνοκορφές
άγγελος χαράς ολόφωτος
και φώναξε στον κόσμο
“ Καλημέρα! “
Κι αντιλάλησε ο λόγος του
στις χαράδρες, στις ρεματιές, στις ρούγες
έκρουσε τα κλειστά παραθυρόφυλλα
ακούστηκε το γέλιο των μωρών στην κούνια
κι έτρεξαν οι νιες μανάδες να τα βυζάξουν στον κόρφο τους
ξύπνησαν οι ζευγολάτες, ρούφηξαν το πρώτο τσιγάρο
και μια γουλιά καφέ
γέμισαν το δισάκι τους ζεστό ψωμί, ελιές κι ένα ξερό κρεμμύδι
και κίνησαν για τα χωράφια τους
Ξύπνησαν οι εργάτες, τύλιξαν σε μια πετσέτα το κολατσιό τους,
ανέβηκαν στο πρώτο λεωφορείο της γραμμής
για τα γιαπιά, τα καρνάγια και τις φάμπρικες
και τα παιδιά με μια σάκα φορτωμένη γράμματα
πήραν το δρόμο για το σχολειό τους
κι όλοι μαζί δουλεύουν, κοπιάζουν, ιδροκοπάνε
για σηκώσουν τον ήλιο μια σπιθαμή πιο ψηλά
κάθε μέρα μια σπιθαμή πιο ψηλά.

© Δημήτρης Φιλελέs