ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2017

Ο ΑΪΤΟΣ



Ο ΑΪΤΟΣ

Δοξαστικό στον Γρηγόρη Λαμπράκη

Ήσουν αϊτός περήφανος, φτερούγιζες στα όρη
και της ζωής καμαρωτός τραβούσες τ’ ανηφόρι
σαν κυπαρίσσι το κορμί, ολόφωτη λαμπάδα
και στην καρδιά σου έλαμπε σαν ήλιος η Ελλάδα.

Από τον Τύμβο κίνησες να μπεις στην Ιστορία
κι ας αλυχτούσαν τα σκυλιά και τ’ άνομα θηρία
με περισσή την αφοβιά κι ανάστημα αντρίκιο
νοιαζόσουν για την ανθρωπιά και των φτωχών το δίκιο.

Αγωνιστής αδάμαστος στου κόσμου το καμίνι
γιάτρευες τη φτωχολογιά, διψούσες για ειρήνη
μονάχα αγάπη και στοργή στο διάβα σου σκορπούσες
το θάνατο δε σκιάζοσουν και τον αντροκαλούσες.

Κρατιόσουν από μια κλωστή στα μαρμαρένια αλώνια
τι κι αν σου ζώναν το κορμί τα νεκρικά σεντόνια
τέτοια αδούλωτη ψυχή δε χάνεται στον Άδη
σα φλόγα καίει ακοίμητη που διώχνει το σκοτάδι.

Να, ο Τίγρης, αίλουρος σωστός, χίμηξε σαν ξεφτέρι
και τους φονιάδες άρπαξε το στιβαρό του χέρι
τους έσυρε στο δικαστή, να πουν, να μαρτυρήσουν
το στυγερό τους έγκλημα για να ομολογήσουν.

Όσοι τα μάτια άνοιξαν και την καρδιά ν’ ακούσουν
κι αρνήθηκαν σε διαταγές τυφλά να υπακούσουν
το παρακράτος μάνιασε τα στόματα να κλείσει
και την αλήθεια σε υγρό κελί να φυλακίσει.


Μαύρη φοβέρα, σκοτεινιά, αισχρή δικαιοσύνη
και στα μπατζάκια δε χωρά η παλληκαροσύνη
ακόμα και το ξόδι σου στον ύπνο τους φοβούνται
τη μνήμη σου τη φωτεινή σκληρά την εκδικούνται.

Σκουλήκια σέρνονται στη γη όσοι το δίκιο κλέβουν
καταραμένοι στη ζωή μόνο ν’ αργοσαλεύουν
ν’ αναμετρούν το μπόι σου και την περπατησία σου
στην κόλαση να καίγονται απ’ την αναθυμιά σου.

Κι αν πέρασες, κι αν έφυγες, το όραμά σου μένει
σαν ηλιαχτίδα φλογερή σ’ όλη την οικουμένη
κι εσύ καράβι ορθόπλωρο στον ουρανό αρμενίζεις
δάδα του πόθου ακοίμητη το λογισμό φλογίζεις.



© Δημήτρης Φιλελές