ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 16 Απριλίου 2022

Μυρτιώτισσα - Αφιέρωμα

 

#διαβάζω_για_σένα 


Αφιέρωμα στην ποιήτρια

Μυρτιώτισσα

(Θεώνη Δρακοπούλου)



Voluptas


Ελάτε, ο κόσμος όλος είμαι εγώ!

μες απ’ τα χρυσοκόκκινα μαλλιά μου,

απ’ τη ματιά κι από τα δάχτυλά μου

της ηδονής πετιέται το στοιχειό.

Ελάτε ο κόσμος όλος είμαι εγώ.


Όμως αγάπη μη γυρεύετ’ από μένα

Δε θα με ιδήτε μπρος σας να λυγίσω

και πάνε τα τραγούδια σας χαμένα


Μέσα μου άγριες νιώθω επιθυμιές!

και τις ερωτευμένες σας καρδιές

πως θα `θελα να μπόρεια να μασήσω


με τα λευκά μου δόντια τα γερά,

σα φρέσκα μυγδαλάκια τραγανά,

και τον αιμάτινο χυμό τους να ρουφήξω!


Δάκρυα δε θέλω, δάκρυα δε θέλω δε ζητώ

παρά φωτιά για τη φωτιά μου,

τα σαρκικά φιλιά μου,

στόμα που στάζει φλόγα να γευτεί


Ω! τι με νοιάζει τότες κι αν κοπεί

το νήμα απ’ της Μοίρας μου τ’ αδράχτι,

αφού θα νιώθω πως από Ηδονή

θα σκορπιστεί το είναι μου σε στάχτη...


Μυρτιώτισσα



Δεν βάσταξες, αγάπη μου


Δεν βάσταξες, αγάπη μου, στο δύσκολο ανηφόρι 

 κουράστηκες, παραπατάς,

 παλεύεις με την παγωνιά και με το ξεροβόρι, 

ωσότου, τέλος, σταματάς.

 Γυναίκα εγώ, και σύρθηκα ψηλότερα από σένα, 

κι ακόμα βλέπεις, προχωρώ, 

σαν τα πουλιά που επίμονα τραβάνε για τα ξένα, 

 και με σπασμένο το φτερό...


Μυρτιώτισσα



Έρωτας τάχα


Έρωτας τάχα να ‘ν’ αυτό

που έτσι με κάνει να ποθώ

τη συντροφιά σου,

που σαν βραδιάζει, τριγυρνώ

τα φωτισμένα για να δω

παράθυρά σου;


Έρωτας να ‘ναι η σιωπή

που όταν σε βλέπω, μου το κλείνεις

σφιχτά το στόμα,

που κι όταν μείνω μοναχή,

στέκω βουβή κι εκστατική

ώρες ακόμα;


Έρωτας να ‘ναι ή συμφορά,

με κάποιου αγγέλου τα φτερά

που έχει φορέσει,

κι έρχετ’ ακόμη μια φορά

με τέτοια δώρα τρυφερά

να με πλανέσει;


Μα ό,τι και να ‘ναι, το ποθώ,

και καλώς να ‘ρθει το κακό

που είν’ από σένα·

θα γίνει υπέρτατο αγαθό,

στα πόδια σου αν θα σωριαστώ

τ’ αγαπημένα.


Μυρτιώτισσα



Θα ξεχάσω ποτέ…


Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς το χειμώνα

με το τζάκι που πάγωσ’ εκεί στη γωνιά του,

με του λύχνου το φως που όσο πάει και χλωμιάζει

κι η ψυχή σε πηγμένο σκοτάδι βουλιάζει;


Θα ξεχάσω ποτέ της σκλαβιάς τον Απρίλη

που σερνόταν μουγγά μες στις άχαρες στράτες,

των πουλιών τις φωνές όπου ηχούσαν το δείλι

σάμπως κλάμα πνιχτό απ’ ανθρώπινα χείλη;


Θα ξεχάσω ποτέ τη γυναίκα που εβόγγα

με το βρέφος απάνω στον άδειο μαστό της

και κοιτώντας μακριά με μιαν έκφραση τρόμου

εξεψύχαγε αργά σε μιαν άκρη του δρόμου;


Θα ξεχάσω ποτέ τ’ αμολόγητο δράμα,

τα κορμιά που στο κάρο τα σώριαζε η πείνα,

τα σκυλιά που απ’ το σπίτι τα διώχναν με βία,

και σε βλέπαν με μάτια γεμάτα απορία;


Για μια στάλα ψωμί πού είχε απλώσει να πάρει,

νηστικό καθώς ήταν το δόλιο παιδάκι

του το σπάσαν το χέρι οι οχτροί· τέτοιο κρίμα

θα το πλύνει ποτέ των αιώνων το κύμα;


Κι όλα κείνα τα νιάτα που πήρε το ρέμα

τόση φλόγα που εσβήστη απ’ του πόλεμου τ’ άχτι,

τις καρδιές που’ ναι στόχος, θροφή του θανάτου,

κι απομένουν στη γης, λίγες στάλες αιμάτου,


Θα μπορέσω ποτέ, βλογημένη όταν φτάσει

κολυμπώντας στο φως η ελεύτερη  μέρα,

θα μπορέσω τις φρίκες που ζω να ξεχάσω,

να γευτώ τη χαρά και Λαμπρή να γιορτάσω;


Μυρτιώτισσα

Δημοσιεύτηκε στο τεύχος αρ. 5 (Α’ περίοδος) του περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα (9.6.1945) 

Αφιέρωμα στην απελευθέρωση της Αθήναςναπό τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στις 12 Οκτωβρίου 1944.



Μήδ΄ ο πόνος μου


Μήδ’ ο πόνος μου δε σε κρατά

μηδέ πια τα δάκριά μου,

κάθε μέρα φεύγεις μακριά

κι όλο πιο μακριά μου.


Τυλιγμένον μες στη συγνεφιά

και στη καταχνιάν, αλλοιά μου

δε σε ξεχωρίζει καθαρά

η θαμπή ματιά μου.


Κι αν χαθείς για με παντοτινά

θλιβερέ Έρωτά μου,

πάνε της ψυχής μου τα φτερά,

πάει και το χρυσάφι της καρδιάς μου.


Μυρτιώτισσα



Πάθος


Ω! τα μάτια, τα μάτια σου

που όλο χρώματ’ αλλάζουν,

με γητεύουν τα μάτια σου

και βαθιά με σπαράζουν.


Μες στα χέρια - τα χέρια σου -

τα γερά, τ’ ατσαλένια,

τρεμουλιάζουν τα χέρια μου

σαν πουλιά λαβωμένα!


Και το σώμα, το σώμα σου,

νευρικό κι ανδρειωμένο,

πώς το λιώνει το σώμα μου

το βαριά κουρασμένο.

Μυρτιώτισσα



Ποιος είσαι συ;


Ποιος είσαι συ που στάθηκες πεισματικά μπροστά μου,

και των ματιών σου τα πετράδια

σαν πυρωμένα κάρβουνα ξεσκίζουν και τρυπούν

τα τρίδιπλά μου τα σκοτάδια;


Ποιος είσαι συ που τάραξες βαθιά τη μοναξιά μου;

Δε βλέπεις απ’ τον κόσμο αυτό πως είμαι πια φευγάτη;

Μήτε γυρεύω τίποτα, μήτε μπορώ να δώσω.

Τα φλογισμένα μάτια σου του κάκου με πονούν.


Και μοναχά το χέρι να σ’ απλώσω,

θα ’ναι κι αυτό μια βδελυρή, που δε μου στέκει, απάτη.

Το ντύμα μου το σάρκινο μου το' λιωσε η ψυχή μου,

κι έπεσε απάνω του βαρύς της λησμονιάς ο λίθος.

Τα γήινα τα στολίδια μου ξεφτίσανε κι αυτά.

κι είν’ η καρδιά σε τέτοιο βύθος!


Φύγε, το δρόμο τώρα πια θα πάρω μοναχή μου.

Είμαι του ίδιου μου εαυτού μια ανάλαφρη σκιά,

νεράκι π' αργοσώνουμαι μακριά από την πηγή μου.

Γύρισε πίσω, εγώ τραβώ για τ' άυλα τα νησιά.

Κι αν μου τρυπάει τα σπλάχνα μου του πόθου σου η ματιά,

του κάκου! στάλα αιμάτινη δεν τρέχει απ’ την πληγή μου.


Μυρτιώτισσα

(Ανέκδοτο)



Σ’ αγαπώ

(γραμμένο για τον Λορέντζο Μαβίλη, 

τον οποίο ερωτεύθηκε με πάθος 

και του οποίου τον χαμό δεν ξεπέρασε ποτέ)


Σ’ αγαπώ, δεν μπορώ

Τίποτ’ άλλο να πω

Πιο βαθύ, πιο απλό

Πιο μεγάλο!


Μπρος στα πόδια σου εδώ

Με λαχτάρα σκορπώ

Τον πολύφυλλο ανθό

Της ζωής μου


Τα δυο χέρια μου, να…

Στα προσφέρω δετά

Για να γείρεις γλυκά

Το κεφάλι


Κι η καρδιά μου σκιρτά

Κι όλη ζήλια ζητά

Να σου γίνει ως αυτά

Προσκεφάλι


Ω μελίσσι μου, πιες

Απ’ αυτόν τις γλυκές

Τις αγνές ευωδιές

Της ψυχής μου!


Σ’ αγαπώ τι μπορώ

Ακριβέ να σου πω

Πιο βαθύ, πιο απλό

Πιο μεγάλο;


Μυρτιώτισσα



Στο γιο μου


Τα πλοία που λαχτάριζες μακριά για να σε φέρουν

στις χώρες που `ν’ σαν όνειρο, στις χώρες που μαγεύουν

κάθε παιδιού τη νια καρδιά π’ όλο ποθεί και θέλει

να δει, ν’ αγγίξει, να γευτεί της γης όλο το μέλι!


Την άγια θύρα της ζωής τρεμάμενη σ’ ανοίγω

και κρύβω τη λαχτάρα μου και τον καημό μου πνίγω.

Μα είναι μεγάλος μου καημός κι είναι πικρή η ψυχή μου...

Ω! διάφανο αγριολούλουδο βγαλμένο απ’ τη πνοή μου.


Μονάχα συ, φωτίζοντας βαθιά τη σκοτεινιά μου,

το νεκρωμένο ξύπναγες, παλμό μες στην καρδιά μου.

Τώρα σε χάνω. Αμίλητη, αδάκρυτη και μόνη,

βλέπω τη νύχτα να `ρχεται βαριά και να με ζώνει...


Μυρτιώτισσα

(Ο γιος της ήταν ο Γιώργος Παππάς , διάσημος ηθοποιός της εποχής, ο οποίος απεβίωσε δέκα χρόνια πριν το θάνατό της)



Τα βήματα


Τα βήματα, τα βήματά σου

τα γνώριμα τ’ αγαπημένα που είναι χαμένα.

Έχω ποθήσει τη μιλιά σου,

τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.


Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου

και πια με σφάζουνε μαχαίρια.

Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,

καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.

Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου.


Τα βήματα, τα βήματά σου,

μες τα όνειρά μου τρομαγμένα,

φτάνουν σε μένα.

Έχω ξεχάσει τη μιλιά σου,

τα μάτια σου, τα δυο σου χέρια.


Κι έχω διψάσει τα φιλιά σου

και πια με σφάζουνε μαχαίρια.

Σαν θυμηθώ τα βήματά σου,

καίγονται ξαφνικά τ’ αστέρια.

Βρίσκομαι μες την αγκαλιά σου.

Τα βήματα, τα βήματά σου.


Μυρτιώτισσα

Από την ποιητική συλλογή «Κίτρινες φλόγες», 1925



Τι άλλο, καλέ μου


Τι άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα

και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,

αφού κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,

–κι ας είσαι νεκρός– πλημμυρούν από Σένα;


Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα

τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,

γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,

αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!


Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;

Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου

και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου

για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.


Μυρτιώτισσα



Ω, ναι, το ξέρω


Ω, ναι, το ξέρω

Ω, ναι, το ξέρω, ο θάνατος για μένανε

θε να `ρθει ωραίος!

Σαν τη ζωή μου, έτσι κι αυτός δε γίνεται

να είναι τυχαίος.


Θα ξεκινήσει μιαν αυγούλα ρόδινη

τ’ Απριλομάη,

τ’ αηδόνι από του κήπου μέσα τ’ άνθισμα

θα κελαηδάει.

Θα στήνουνε χορό τ’ ασημοπράσινα

φύλλα στη λεύκα,

και θα με ραίνουν μύρο απ’ το ρετσίνι τους,

πλήθος τα πεύκα.


Θα ρέει το αίμα μου ως χυμός ολόδροσος

κάτω απ’ τη φλούδα,

ήρεμη θα `ναι μου η καρδιά κι ανάλαφρη

σαν πεταλούδα.

«Κύριε», θα ειπώ, «στη ζήση μου αν επόνεσα,

έφτασ’ η ώρα

το μέτωπό μου να! το θείο το χνώτο Σου

μ’ αγγίζει τώρα!».


Θα πέφτει αργά το βράδυ απ’ το παράθυρο

διάπλατο εμπρός μου,

θα μπουν κλαριά και φύλλα, δάσος ολάκερο,

κόσμος δικός μου.

Κι ενώ το «χαίρε» τους γαλήνιο, απίκραντο,

θα ηχεί βαθιά μου

γλυκά θα σβήνω, σαν το ηλιοβασίλεμα

στην κάμαρά μου...


Μυρτιώτισσα



Δεν υπάρχουν σχόλια: