#διαβάζω_για_σένα
Η στερνή
αγάπη της Δροσούλας
Τη
λέγανε Δροσιά και Δροσούλα. Σιγά σιγά τα νιάτα της στραγγίσανε, τα μάτια της
βαθούλωσαν απ’ τα δάκρυα της κακορίζικης ζωής, το πετσί της γέμισε ζαρωματιές,
τα μαλλιά της ασπροκιτρίνισαν σαν λερωμένο μπαμπάκι, σκέβρωσε το κορμί της κι η
δροσιά της σβήστηκε. Και τη λέγανε ακόμα Δροσιά και Δροσούλα. Και καθώς έβλεπε
κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουγε τ’ όνομά της, μια διπλή ανατριχίλα
περιέχυνε το κορμί του.
Ήταν
ογδόντα χρονών η Δροσούλα κι είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι αν της έλεγε
κανένας πως θα ξαναγεννηθεί και θα ξαναζήσει την ίδια της ζωή, θα ‘βαζε γρήγορα
και το άλλο πόδι της στον λάκκο να μη ξαναδεί τέτοια ζωή. Γιατί μέσα στα
ογδόντα χρόνια της η Δροσούλα δεν είδε μια καλή ημέρα. Κι αν είδε καμιά, την
ξέχασε.
Δεν
γνώρισε ποτέ της καλό, ούτε από αγίους ούτε από ανθρώπους. Γιατί; Κι αυτή δεν
μπορούσε να καταλάβει. Με τα τουλούμια[1] έκαψε το λάδι στους αγίους και με τα καντάρια[2] τ’ αγιοκέρια. Και στους ανθρώπους ήτανε πάντα
γλυκομίλητη, καλή και πονετικιά. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να καταλάβει την έχθρα
τους. Μα ούτε ζητούσε να καταλάβει. Έκανε τον σταυρό της κι έλεγε: «Δόξα σοι ο
Θεός. Μη χειρότερα». Και κάθε μέρα ήταν χειρότερα και τρις χειρότερα.
Όταν
παντρεύτηκε, ορφανή κι έρημη, ένα όμορφο κι άξιο παλικάρι, είπε πρώτη φορά μέσα
της με καμάρι: «Ας μου χαρίσει ο Θεός τον καλό μου και να ξεχάσω όλες τις
πίκρες μου». Σαν να στραβοάκουσε ο Θεός την προσευχή της, μέσα σε δυο χρόνια
της τον πήρε, αφήνοντάς τη χήρα με δυο ανήλικα παιδιά, ένα κοριτσάκι κι ένα
αγόρι. «Δόξα σοι ο Θεός˙ και μη χειρότερα», είπε. Κάθε βράδυ, σαν κοίμιζε τα
δυο τα ορφανά της, άναβε το καντήλι στους Άγιους Αναργύρους κι έλεγε από μέσα
της: «Άγιοί μου Ανάργυροι, χαρίστε μου τα δυο μου αγγελούδια και να ξεχάσω όλες
μου τις συμφορές, να ξεχάσω και τον καλό μου, που ‘φυγε και μ’ άφησε δυο χρονών
χήρα». Λες και παρακάλεσε τους αγίους όχι να της χαρίσουνε, μα να της χωρίσουνε
το αγαπημένο ζευγαράκι. Πέντε χρονών πέφτει στο στρώμα το κορίτσι και δεν
ξανασηκώνεται. «Δόξα σοι ο Θεός˙ και μη χειρότερα», είπε πάλι η Δροσούλα. Κι
όταν στέγνωσαν τα δάκρυά της, πήρε τον μοναχογιό της στην αγκαλιά και τον πήγε
στην εκκλησία, ανήμερα του Αϊ-Στυλιανού, που βαστάει ένα παιδί στην αγκαλιά του
και διαφεντεύει[3] όλα τα παιδιά της χριστιανοσύνης. Απίθωσε[4] τον μοναχογιό της κάτω απ' την εικόνα, άναψε
ένα κερί ίσα με το μπόι του στον άγιο και παρακάλεσε γονατιστή: «Αϊ-Στυλιανέ
μου, σωτήρα των παιδιών του κόσμου, λυπήσου με κι ελέησέ με. Σου παραδίνω το
μονάκριβό μου. Βάλε το χεράκι σου απάνω του, να ζήσει και να μεγαλώσει, να
μοιάσει του πατέρα του». Αυτά είπε η φτωχή η Δροσούλα, ποτίζοντας με δάκρυα τις
πλάκες της εκκλησιάς. Λες και είπε του αγίου να της πάρει και το μονάκριβό της
και να την αφήσει έρημη και σκοτεινή στον κόσμο. Μέσα στον χρόνο αρρώστησε ο
μοναχογιός της και μέσα στον χρόνο την άφησε και πέταξε απ’ την αγκαλιά της.
«Δόξα σοι ο Θεός!», ξαναείπε πάλι η Δροσούλα, τρελή απ’ τον καημό της και τα
μάτια της τρέχανε σαν βρύσες. Δεν είπε πια: «Μη χειρότερα!». Γιατί χειρότερη
συμφορά δεν ήταν άλλη στον κόσμο.
Σαν
έμεινε μόνη στον κόσμο η Δροσούλα, κάθε βράδυ γονάτιζε μπροστά στην εικόνα της
Παναγιάς, έκανε μετάνοιες απάνω σε μετάνοιες και παρακαλούσε κι έλεγε: «Παναγιά
μου Παρθένα, πάρε με τώρα να πάω να βρω τ’ αγαπημένα μου. Ο κόσμος έγινε τάφος
για μένα και κόσμος μου είναι ο τάφος, που κείτονται τ’ αγαπημένα μου.» Η
Παναγία την κοίταξε μ’ ένα γλυκό χαμόγελο απ’ το ψηλό εικονοστάσι, σαν να
συμπονούσε τη συμφορά της. Μέρα με τη μέρα η Δροσούλα περίμενε τον θάνατο και
κάθε βράδυ, κλείνοντας τα μάτια της, είχε την ελπίδα πως δεν θα τα ξανανοίξει
πια. Και κάθε πρωί που ο ήλιος την ξυπνούσε, βαρυγκωμούσε[5] μέσα της κι έλεγε: «Αλίμονο! Εγώ έλεγα πως
είμαι πεθαμένη και πάλι στον κόσμο βρίσκομαι». Λες και είχε παρακαλέσει την
Παναγιά να την αφήσει κορακοζώητη[6] στον κόσμο. Και κορακοζώητη έμεινε. Ογδόντα
χρόνων έφτασε, ποτίζοντας το χώμα με τα δάκρυά της, γεμίζοντας τον αέρα με τους
αναστεναγμούς της, ώσπου στέρεψαν κι οι βρύσες των ματιών της κι ώσπου δεν της
έμεινε ούτε πνοή ν’ αναστενάξει.
Έτσι
γύριζε μέσα στην πολιτεία, σκιάχτρο και σίχαμα, κάτω απ’ την απονιά του ουρανού
και μες στην καταφρόνια[7] των ανθρώπων η γρια-Δροσούλα. Μέσα στο καλύβι
της ούτε καντήλι είχε να της φέξει -τουλούμια είχε κάψει το λάδι στους αγίους-
ούτε φωτιά να πυρωθεί, ούτε ψυχή να την κοιτάξει. Σιγά σιγά, καθώς σκέβρωσε το
κορμί της, δεν μπορούσε να σταθεί στα κοκαλιάρικα πόδια της κι όλο έγερνε να
πέσει με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε
μπρούμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε
ένα ραβδί να ακουμπήσει τα γηρατειά της. Τότε κάποιος τη λυπήθηκε, πήρε ένα
χοντρό κλαδί αγριελιά, το πελέκησε[8], το ‘κοψε και της το χάρισε να σέρνει το
γέρικο κουφάρι[9] της.
Το
φτωχικό ραβδί έγινε τώρα ο μοναχός σύντροφος της γριάς Δροσούλας. Δεν τ’ άφηνε
απ’ το χέρι της. Μ’ αυτό σερνόταν πάνω στα καλντερίμια[10] του νησιού, μ’ αυτό χτυπούσε τις πόρτες,
γυρεύοντας το ψυχικό των χριστιανών, μ’ αυτό έδιωχνε τα μαντρόσκυλα που
χιμούσαν να την ξεσχίσουν. Κι όταν έπεφτε το βράδυ να κοιμηθεί, το ‘βαζε
πάντοτε στο πλάι της, συντροφιά και παρηγοριά της, γιατί δίχως αυτό δεν
μπορούσε να σηκωθεί απ’ το στρώμα. Σιγά σιγά το αγάπησε σαν άνθρωπο. Σαν άνοιγε
τα μάτια της, η πρώτη της ματιά έπεφτε στο ραβδί της, χαϊδευτική και
παραπονεμένη. Και το κοκαλιάρικο χέρι της άπλωνε λες μοναχό του κι έπιανε το
ξερό ραβδί και το πασπάτευε[11] μέσα στο σκοτάδι, σαν να χάιδευε ανθρώπινο
χέρι. Και το ραβδί πάλι, μολονότι ήταν ξύλο, φαινόταν να τη συμπονάει και να τη
λυπάται, περισσότερο απ’ τους αγίους και τους ανθρώπους. Σιγά σιγά σκέβρωσε κι
αυτό, λύγισε και κουλούριασε, σαν να ήθελε μοναχό του να γίνει πιο περιποιητικό
και να στηρίζει πιο βολικά το σακάτικο[12] κορμί της κυράς του. Έτσι, μια ανθρώπινη αγάπη
έλεγες πως έδενε το ξύλο με τον άνθρωπο. Η γριά Δροσούλα, μέσα στη δυστυχία της,
ξέχασε με τον καιρό όλα τ’ αγαπημένα της που της πήρε ο χάρος κι ο καιρός, κι
είχε μόνη παρηγοριά κι ελπίδα το πονετικό ξύλο. Ήτανε η στερνή της αγάπη. Μα τα
χείλη της ποτέ δεν είπαν λόγο ή ευχή για τον στερνό σύντροφό της.
Φοβόταν,
μήπως η ζηλιάρα η Μοίρα της πάρει και τη στερνή της αγάπη, όπως της πήρε και
τις πρώτες.
Παύλος
Νιρβάνας (1914)
Μεταγραφή,
σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές
[1] με τα τουλούμια = (τουρκικά tulum =
ασκός) σε μεγάλες ποσότητες.
[2] με τα καντάρια = (τουρκικά kantar <
αραβικά qinṭār - μονάδα
βάρους ίση με περίπου 60 κιλά) σε μεγάλες ποσότητες.
[3] διαφεντεύω = προστατεύω.
[4] απιθώνω = ακουμπώ.
[5] βαρυγκωμώ = δυσανασχετώ.
[6] κορακοζώητος = αυτός που ζει πολλά
χρόνια πέρα από το φυσιολογικό όριο.
[7] η καταφρόνια = η περιφρόνηση.
[8] πελεκώ = κόβω με τσεκούρι.
[9] το κουφάρι = το ανθρώπινο πτώμα.
[10] τα καλντερίμια (τουρκικά kaldirim) =
λιθόστρωτα ανώμαλα δρομάκια.
[11] πασπατεύω = ψαχουλεύω.
[12] σακάτικος (τουρκικά sakat)= ανάπηρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου