#διαβάζω_για_σένα
Ακούστε με ένα κλικ!
Το πρώτο ειδύλλιο[1]
Από το σπίτι του για
να πάει στο Γυμνάσιο της Πλάκας[2], ένα
μόνο δρόμο είχε ν’ αλλάξει.
Αυτός όμως προτιμούσε
ένα στενό σοκάκι, που δεν τον πήγαινε βέβαια συντομότερα, είχε όμως άλλα
προτερήματα. Είχε ένα σπιτάκι και το σπιτάκι αυτό ένα παραθυράκι και το
παραθυράκι αυτό, κάθε πρωί στις οχτώ παρά τέταρτο που περνούσε, δυο μικρές
συμμαθήτριες και πολύ φιλενάδες, που διάβαζαν. Είχαν επαναλήψεις.
Πότε η μια, πότε η
άλλη κρατούσε το τετράδιο και άκουγε την άλλη που έλεγε.
Μόλις ο φίλος μου πλησίαζε
στο παραθυράκι αυτό, έσκυβε το κεφάλι του κάτω -όλα τ’ αγόρια είναι μπούφοι-
και κοίταζε τα βήματά του, που κάθε τόσο τρίκλιζαν. Την ώρα όμως που έστριβε το
στενό, γύριζε το κεφάλι του κι έριχνε μια μονάχα βιαστική ματιά στο παραθυράκι.
Μια φορά είδε πως
είχαν γυρίσει τα κεφαλάκια τους και τον κοίταζαν. Την άλλη μέρα του
χαμογέλασαν. Την τρίτη μέρα του κούνησαν το τετράδιο. Έβγαλε κι αυτός το καπέλο
του τότε και χαιρέτησε από μακριά. Την άλλη μέρα, ύστερα απ’ τα πραξικοπήματα[3] αυτά,
άμα τον είδαν από μακριά που φάνηκε στο στενό, τσακίστηκαν να μπουν μέσα.
Το πρωί πέρασε δειλά
δειλά, ξύνοντας σχεδόν τον τοίχο.
Αυτές όμως ήταν δύο.
Έσκυψαν και σαν κάτι να ήθελαν να πουν˙ μα τραβούσε η μια
την άλλη και ξεκαρδισμένες στα γέλια μπήκαν μέσα.
Θύμωσε και έκανε
τρεις μέρες να περάσει.
Όταν ξεθύμωσε και
πέρασε, με αδιαφορία τάχα και απάθεια, ακούει μια φωνίτσα -τι γλυκιά φωνίτσα
που ήταν αυτή- να του λέει:
- Γιατί τόσο σοβαρός;
Νέο κρύψιμο και
κατρακύλισμα καρέκλας πάλι.
Ήταν Παρασκευή. Το
Σάββατο δεν πέρασε.
Τη Δευτέρα το πρωί,
μόλις αντίκρισε το στενό, είδε πως τα κορίτσια, αντί να είναι στο παράθυρο,
ήταν στην πόρτα.
«Θάρρος», είπε μέσα
του,
«θα περάσω και θα τις χαιρετήσω˙ και αν μου πουν κανένα δειλό δειλό καλημέρα
σας, θα σταθώ και θα τους μιλήσω. Δεν είναι σωστό να φοβάμαι έτσι˙ θα με πάρουν
για κανένα κουτό».
Μόλις πλησίασε, η μια
απ’ αυτές, η ζωηρότερη -είναι ανάγκη να σας πω πως ήταν μελαχρινή;- κοιτάζοντας
και διορθώνοντας τάχα την ποδιά[4] της
φιλενάδας της και σαν να μιλούσε σ’ αυτή, του λέει:
- Τι γινήκατε πάλι,
τρεις μέρες;…
Κι εξακολούθησε να
διορθώνει την ποδίτσα, που δεν είχε τίποτα για διόρθωμα. Τότε λέει κι αυτός,
χωρίς να σταθεί, μέσ’ απ’ τα δόντια του :
- Τρεις μέρες δεν
θυμάμαι τι έγινα˙ τρεις νύχτες όμως, εγώ το ξέρω!...
Κι εξακολούθησε τον
δρόμο του, χωρίς να δει το αποτέλεσμα της έκρηξης.
Ήταν η πρώτη εκ του
συστάδην[5] μάχη του
προς το ωραίο φύλο. Για μια στιγμή το αίμα του είχε συγκεντρωθεί στο κεφάλι του
και χτυπούσαν τα μηλίγγια[6] του. Και
τόσο τα ‘χασε, που δεν υπολόγισε καλά τη στροφή που θα έκανε βιαστικά στο τέλος
του δρομάκου και χτύπησε στον τοίχο.
Την άλλη μέρα -πώς
αργούν να ξημερώσουν μερικές μέρες…- μόλις αντίκρισε το ωραίο σπιτάκι, τις είδε
πάλι στο παράθυρο.
Μόλις πλησίαζε, η
μελαχρινή μπήκε μέσα -ήταν η σειρά της άλλης, φαίνεται- η άλλη δε, η ξανθιά,
έριξε ένα διπλωμένο χαρτάκι και τραβήχτηκε κι αυτή μέσα γλιστερά σαν πετρόψαρο[7].
Ο φίλος μου έκανε πως
σκόνταψε˙ σκόρπισε χάμω τα τετράδιά του και, μαζεύοντάς
τα, πήρε και το μυρωδάτο χαρτάκι… στρίβει στο στενό, κοιτάζει δεξιά, ζερβά[8], μπρος,
πίσω, ψηλά, χαμηλά -ως και χάμω κοίταξε- και άμα βεβαιώθηκε πως δεν τον βλέπει
κανείς, άνοιξε το χαρτάκι!
«Ποια απ’ τις δυο
αγαπάς;»
Να, τι έλεγε το
χαρτάκι.
Το τι έπαθε αυτή τη
μέρα δεν λέγεται. Ο καθηγητής της Γεωγραφίας τον ρώτησε που είναι ο Σαρωνικός[9] κόλπος
κι αυτός απάντησε: στην Ερυθρά[10].
Τα γέλια των
συμμαθητών του νομίζει κανείς πως ακόμα ακούγονται.
- Κρίμα στον πατέρα
σου!... περιορίστηκε να πει ο καθηγητής˙ και ρώτησε έναν άλλο.
Αλλά με μια φωνή αποκρίθηκε σχεδόν όλη η τάξη!...
«Ποια απ’ τις δυο
λοιπόν;»… Τον έβενο[11] ή το
χρυσάφι;… Το μυστήριο ή την αποκάλυψη;… Τα λιγωμένα[12] μάτια ή
τα λαχταριστά χείλη;… Τις γραμμές ή το χρώμα;… Τα μεσάνυχτα -που από το σκοτάδι
δεν βλέπεις τι δρόμο να πάρεις- ή το εκθαμβωτικό μεσημέρι, που απ’ το πολύ φως
χάνεις πάλι τον δρόμο σου;…
Ρώτησε τα βιβλία του
σχολείου, που είχε διαβάσει φανερά στη λάμψη της μέρας και στο φως της λάμπας,
και δεν του είπαν τίποτα. Ρώτησε τα βιβλία που είχε διαβάσει κρυφά τη νύχτα,
όταν κοιμόνταν όλοι, με τη γλυκιά βοήθεια του μικρού καντηλιού, και του είπαν
πολλά και ανώφελα.
Σαν ρώτησε και την
ψυχή του, του είπε με πολλή ειλικρίνεια:
«Και τις δυο!»
Το πρωί που πέρασε
και ήταν στο παράθυρο, σκυμμένες πάνω στο βιβλίο τους -να, που ντράπηκαν κι
αυτές!...- έριξε κι αυτός το διπλωμένο χαρτάκι του μέσα στην πορτίτσα τους:
«Και τις δυο».
Την άλλη μέρα που
ξαναπέρασε, το παράθυρο ήταν κατάκλειστο και ούτε ξανάνοιξε πια στις οχτώ παρά
τέταρτο.
Δημήτριος
Καμπούρογλου
Μεταγραφή κειμένου,
σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές
[1] το ειδύλλιο = η τρυφερή ερωτική σχέση.
[2] η Πλάκα = η πιο παλιά γειτονιά της
Αθήνας, στους πρόποδες της Ακρόπολης.
[3] το πραξικόπημα = η αιφνιδιαστική
ενέργεια.
[4] η ποδιά = η υποχρεωτική σχολική
ενδυμασία για τα κορίτσια μέχρι το 1981.
[5] εκ του συστάδην = από πολύ κοντά, σώμα
με σώμα.
[6] τα μηλίγγια = οι κρόταφοι του κρανίου.
[7] το πετρόψαρο = ψάρι που ζει στους
βράχους του βυθού.
[8] ζερβά = αριστερά.
[9] Σαρωνικός κόλπος = η θαλάσσια περιοχή
στα νοτιοδυτικά του νομού Αττικής.
[10] Ερυθρά θάλασσα = η θαλάσσια περιοχή
μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Αιγύπτου.
[11] ο έβενος = πολύ σκληρό ξύλο μαύρου
χρώματος από δέντρα των τροπικών περιοχών της Ασίας και της Αφρικής.
[12] λιγωμένος = αυτός που προκαλεί
λιποθυμία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου