#διαβάζω_για_σένα
Μετά
τον χορό
Ο χορός γύρω στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα τελείωσε και
ο αγαθός άνθρωπος, αφού είχε ζαλιστεί περισσότερο από τις φωνές και την ευθυμία
των άλλων παρά από το σιωπηλό και ονειροπόλο ξάπλωμά του σε μια πολυθρόνα σ’
όλη τη διάρκεια της νύχτας, εκτός από τις ευχάριστες στιγμές που πέρασε,
εννοείται, μπροστά στον μπουφέ, σηκώθηκε κι αυτός για να φύγει. Στα διάφορα
δωμάτια θόρυβος και σύγχυση και πανδαιμόνιο επικρατούσε. Αυτοί που έφευγαν,
ψηλαφώντας σχεδόν έβρισκαν τα καπέλα τους, τις ομπρέλες τους, γυναίκες και
άντρες ανάμεικτοι, και κατέβαιναν τη σκάλα με φωνές, με γέλια, με
προκλητικότητα, σχεδόν με βακχική[1] διάθεση.
Σύρθηκε κι αυτός στον προθάλαμο με αυξημένους ήδη ρευματικούς πόνους χάρη στην…
αγρυπνία που είχε υποβληθεί ο αγαθός πενηντάχρονος τζέντλεμαν[2], για να
ικανοποιήσει τη ζωηρή επιθυμία της συζύγου του, που σαν αστέρι έλαμπε σ’ εκείνη
τη βραδινή συντροφιά, έχοντας περί τους δέκα πιστούς δορυφόρους. Και μέσα στον
κυκεώνα άρχισε να αναζητά το χαμένο αστέρι του. Δυο τρεις υποχρεωτικές κυρίες
τον βεβαίωσαν ότι η κυρία είχε κατεβεί αναζητώντας και αυτή τον κύριό της.
Κατέβηκε, λοιπόν, αργά τη σκάλα, φορώντας τα γυαλιά του για να μπορεί να
διακρίνει τα σκαλοπάτια μέσα στον κυκεώνα της καθόδου των καλεσμένων. Αλλά
μόλις βγήκε στον δρόμο, τα έχασε. Όπως συνήθως, τέτοια ώρα τα φανάρια της
Αθήνας ήταν σβησμένα, πλήρης συσκότιση βασίλευε, βροχή έπεφτε και οι καλεσμένοι,
θαμπωμένοι από τη βροχή και την ψύχρα, έπεφταν συγκρουόμενοι ο ένας στην
αγκαλιά του άλλου. Ο δυστυχής σύζυγος ψιθύριζε απελπισμένος:
- Λούσι!... Εδώ είμαι, Λούσι!...
Και μέσα στη συσκότιση ένα γυναικείο χέρι τον έπιασε
από το μπράτσο.
- Έλα, λοιπόν, πάμε! είπε ανακουφισμένος εκείνος.
Ζευγάρωσαν, άνοιξαν και οι δυο τις ομπρέλες τους και
ξεκίνησαν ψηλαφητά, βαδίζοντας μαστιγωμένοι από τη βροχή.
Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι. Με το χτύπημα του
κουδουνιού, άνοιξε η φαρδιά πόρτα και μπήκαν στη φωτισμένη είσοδο με τον μεγάλο
κρεμαστό λαμπτήρα. Μπήκαν και ενώ εκείνος έβγαζε το παλτό του, είπε έκπληκτος :
- Μπα! Πού ακούστηκε να πάρω ξένο παλτό!
Αλλά έμεινε εντελώς εμβρόντητος όταν από το στόμα της
συνοδού του βγήκε μια εντελώς άγνωστη γι’ αυτόν φωνή :
- Το λάθος σας δεν περιορίστηκε, κύριε, μόνο στο παλτό.
Πήρατε ξένο παλτό και ξένη κυρία!
Μήτσος Χατζόπουλος (Μποέμ)
Μεταγραφή
κειμένου, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές
[1] βακχικός
= οργιαστικός, παράφορα ενθουσιασμένος.
[2] ο
τζέντλεμαν (αγγλικά gentleman)
= αυτός που έχει ευγενικούς τρόπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου