ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2022

Ανδρέας Καρκαβίτσας - Το πάλεμα

 #διαβάζω_για_σένα






Το πάλεμα

 

Κάτω στο Σέχη, στο τσιφλίκι[1] του Νάση Νούσα, το πάλεμα είχαν για ξεφάντωμά τους οι Καραγκούνηδες[2]. Κάθε γιορτή της άνοιξης και σκόλη[3], όταν μπορούσαν ν’ αφήσουν τη δουλειά, να παραδώσουν το κορμί τους στην ανάπαυση και την ψυχή τους στη χαρά, συνάζονταν[4] όλοι, νιοι και νιες, γέροι και γριές, παιδιά[5] και κορίτσια, μπροστά στο πυργωτό κονάκι[6] του αφέντη κι έτσι διαλαλούσε ο κήρυκας:

- Ακούστε, χωριανοί, κι ας λέει ο κόσμος!... Σήμερα παλεύει ο Μήτρος Μπούρας με τον γιο του τάδε!... Κερνάει τ’ αφεντικό και τα τούμπανα παίζουν!...

Μια φορά όμως δεν είπε τον γιο του τάδε. Είπε τον Διονύση Χάλη.

Ο Μήτρος Μπούρας ήταν χωριανός και τον ήξεραν όλοι. Όλοι γνώριζαν της χήρας τον ακριβογιό[7] και τον αρραβωνιαστικό της Σμάλτως, της λεβεντονιάς. Ήταν πρώτος στο πάλεμα και κανείς δεν αποτολμούσε να βγει στ’ αλώνι μαζί του. Κι ήταν για τούτο καύχημα του χωριού και ζωντανή ντροπή όλων των άλλων περίγυρα.

Μα ο Διονύσης Χάλης ήταν απ’ άλλο σύνορο, από τους Σοφάδες[8] πέρα και κανείς δεν τον ήξερε. Ακουστά είχαν μόνο πως είναι φοβερός παλαιστής και ταίρι δεν έχει στον κάμπο τον Λαρισινό και της Καρδίτσας τον κάμπο. Τον είδαν οι φρόνιμοι γέροντες κι ανατρίχιασαν. Τον είδαν τα παλικάρια και λύθηκαν τα γόνατά τους. Πάει το χωριό τους˙ την πήρε τη ντροπή!

- Μάνα μου! ψιθύρισε η Σμάλτω η λεβεντονιά.

Και χλώμιασε σαν το κερί!

Χτυπούν τα τούμπανα και φυσούν οι καραμούζες. Αναταράζεται η γη κι ο αέρας πασίχαρος διαλαλεί τον λαμπρό αγώνα. Κι εμπρός, ανάμεσα στ’ αλώνι που σχημάτισε στρογγυλοκαθισμένος ο λαός, φαίνονται οι δυο παλαιστές γυμνοί, ολόγυμνοι. Μονάχα το κοντό πέτσινο βρακί, στη μέση δεμένο κομποθηλιά, σκεπάζει τ’ αμελέτητα[9]. Μα χύνονται από κάτω λαχταριστοί οι μηροί κι οι στρογγυλοί αρμοί των γονάτων κι οι άντζες[10] μεστωμένες κι οι τορνευτοί[11] αστράγαλοι και τα καμαρωτά ποδάρια τους. Κι απάνω φαίνονται τα στήθη μάρμαρο κι οι ρώγες των βυζιών χαλκοκόκκινες κάθονται στα γλυπτά στέρνα κι απλώνονται ζερβόδεξα καμαρωτοί οι ώμοι και τα χυτά λαιμοτράχηλα[12]˙ εκεί πυργώνεται το κεφάλι σμιλευτό, με τα κατσαρά μαλλιά και το μουστάκι στριμμένο. Τα μπράτσα σιγοτρεμάμενα φανερώνουν τα χαλύβδινα μούσκουλα[13] και τα νεύρα τ’ αλύγιστα.

Έρχονται στ’ αλώνι και χαιρετούν ευγενικά τον λαό οι δυο παλαιστές. Κάποιος χύνει λάδι από τη στάμνα στη χούφτα τους. Κι εκείνοι αλείφουν με το λάδι τα στήθη, τα μπράτσα, τα λαιμοτράχηλα, τους μηρούς, ως κάτω στους αστράγαλους. Αλείφουν ακόμα και το πέτσινο βρακί τους. Έπειτα, με τα χέρια ριγμένα κάτω, σκάνε τα δάχτυλά τους τρανταχτά:

- Κράπ!... Κραπ κραπ!...

Και προβάλλουν, ένας από τη μια μεριά κι άλλος από την άλλη, αργοκίνητοι, βεργολυγεροί[14], με βήμα ελαφρύ και μεγαλόπρεπο, με το σώμα τεντωμένο, που λες τώρα θα ψηλώσουν ως τον ουρανό. Αδιάφοροι στις σαχλαμάρες του παλιόκοσμου, στρέφουν τα μάτια κάτω στον πράσινο κάμπο κι αντίπερα στα γαλανά βουνά της Γκούρας[15], σαν σταυραϊτοί που διαλέγουν τη βουνοκορφή, να βρούνε ποθητή συντρόφισσα. Κι έπειτα, μ’ ένα άλλο κραπ!... κραπ κραπ!..., γυρίζουν αντιμέτωποι και ρίχνουν ράθυμα[16] αλλά βαριά τα χέρια ο ένας στον ώμο του άλλου και κοιτάζονται άγρια, πεισμωμένα.

- Σ’ έφαγα!

- Σ’ έφαγα!...

Μα αντί να φαγωθούν, παρατάει ο ένας τον άλλο και μ’ ένα κραπ! κραπ κραπ!... σύγκαιρο[17] αρχίζουν πάλι την αντίθετη περιστροφή τους, με το ίδιο βάδισμα και το ίδιο κόρδωμα[18].

Τα τούμπανα χτυπούν, φυσούν οι καραμούζες κι ο αέρας διαλαλεί ως πέρα τον λαμπρό αγώνα˙

- Τώρα δεν έχει χωρατά[19]!

- Όχι, δεν έχει χωρατά!...

Οι δυο παλαιστές αρπάχτηκαν στα χέρια. Έπαψαν τα χωρατά και τα ευγενικά χάδια. Οι δυο λέοντες που έπαιζαν πριν και χαϊδεύονταν ξαπλωμένοι στο χλωρό χορτάρι κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο και δαγκώνονταν άκακα και γλείφονταν τρυφερά, άναψαν τώρα. Μπορεί ο πράσινος τάπητας, ο ζεστός ήλιος ίσως, να κέντησε το λαθροκρυμμένο στην ψυχή τους πάθος και πέφτουν μανιασμένοι ο ένας στον άλλον. Ανήμερη κοχλάζει η ψυχή τους˙ σπίθες πετούν τα μάτια τους. Δεν έχουν πια λύπη, ούτε έλεος! Αρπαγμένοι από τους ώμους, στυλώνουν τα πόδια τους στη γη, καμαρώνουν τα κορμιά και στέκουν ακίνητοι. Το πρόσωπό τους ήσυχο, δεν δείχνει καθόλου την αγωνία της ψυχής, ούτε των νεύρων την προσπάθεια. Κοιτάζουν μόνο, αντίθετα κοιτάζουν με τα μάτια τους τ’ ανοιχτά και λες πως κοιτάζουν, πως ψαχουλεύουν τον ορίζοντα, να δουν και να μετρήσουν σε ποιο κάμπο ή σε ποια θάλασσα θα σφεντονίσουν τον αντίπαλό τους.

-  Δεν έχει χωρατά!

- ‘Όχι, τώρα δεν έχει χωρατά!...

Ξάφνου, όμως, να που ξεριζώθηκαν τα δυο κορμόδεντρα! Ο Χάλης γονάτισε, με το ένα πόδι στη γη στρωμένο˙ τ’ άλλο λυγισμένο στο γόνατο. Και με τα ατσαλένια μπράτσα κολλητά στη μέση του Μπούρα, πασχίζει να τον φέρει κοντά του, να τον λυγίσει, να τον γκρεμίσει σωρό κουβάρι από πάνω του. Μα εκείνος σκυφτός, κάθεται πάνω του και τον βαραίνει με το βάρος του, έτοιμος να τον ρίξει τ’ ανάσκελα, να βάλει τη ράχη του στο χώμα. Έτσι μόνο θα σημαδευτεί η νίκη του.

Ο λαός περίγυρα καθισμένος, ολόρθος είτε σκυφτός˙ οι νέοι και οι γέροι, οι νιες κι οι γριές, τ’ ανήλικα παιδιά σερνικοθήλυκα, κοιτάζουν τους παλαιστές με τρόμο. Είναι αληθινά εκείνος ο γονατιστός ο Διονύσης ο Χάλης ο Σοφαδίτης! Κι είναι ο άλλος ο σκυφτός απάνω του ο Μήτρος Μπούρας, ο χωριανός τους! Παλεύουν αλήθεια, άνθρωποι με κρέας και κόκαλα, εργάτες του χωραφιού σαν κι αυτούς και σαν κι αυτούς φτωχοί και κακόμοιροι; Ή μήπως είναι δράκοι των παραμυθιών και παλεύουν για της βασιλοπούλας τα κάλλη; Ή μήπως είναι ο Διγενής, του τραγουδιού ο ήρωας, και παλεύει με τον Χάρο για τη ζωή του; Δεν είναι, όχι, δράκοι, δεν είναι ούτε ο Διγενής κι ο Χάρος. Είναι δυο χωριάτες ολοζώντανοι, ο Χάλης ο περίφημος κι ο Μπούρας ο θαυμαστός. Δεν παλεύουν για τα κάλλη της βασιλοπούλας ούτε για την ακριβή ζωή. Παλεύουν κι αγωνίζονται για να τιμήσουν τ’ όνομα του χωριού τους.

Ο Μήτρος Μπούρας πάνω στον αντίπαλό του ξαπλωμένος, βαρύς, με τα πόδια τυλιγμένα στα πόδια εκείνου, με τα χέρια κολλημένα στα λαιμοτράχηλά του, βλέπει γύρω τον λαό, τους χωριανούς του, να του γνέφουν θαρρετά, να τον συμβουλεύουν να κρατεί καλά, χάμω να τον γκρεμίσει στο χώμα. Βλέπει αγνάντια[20] τη λεβεντονιά να χαμηλώνει κατακόκκινη το βλέμμα και να σιγοτρέμει σαν καλάμι απ’ τη λαχτάρα. Βλέπει κι ανάμεσα στα σκέλια του, κάτω απ’ τα παλαμοδάχτυλά του, τον Διονύση Χάλη ξεθεωμένο, να σπαράζει σαν το σφαχτό κάτω από το γόνατο του μακελάρη[21] και γελά με τον ανώφελο αγώνα του. Τον βλέπει να στριφογυρίζει σαν ερπετό, να πασπατεύει[22] το γλιστερό κορμί του, ανάμεσα στους μηρούς, στις άντζες κάτω και πάνω στις μασχάλες, στους ώμους και τα λαιμοτράχηλα. Κάπου ζητούν να πιάσουν, να γαντζώσουν τα χέρια, να λυγίσουν το κορμί, είτε να συνεπάρουν κομμάτι ζωντανό από κρέατα και κόκαλα. Μάταια όμως αγωνίζονται! Πώς κατάντησες, καημένε Σοφαδίτη! Τι θα γίνει τώρα τ’ όνομα το ξακουσμένο στη Λάρισα και στα Τρίκαλα μέσα;

Ο Μήτρος Μπούρας γελά και αναπαύεται. Δεν προσμένει παρά την κατάλληλη στιγμή που μ’ ένα επιδέξιο ανασήκωμα θα στείλει τη ράχη του να φάει χώμα, να δείξει ολοφάνερα τη νίκη του. Γελά και αναπαύεται και δεν προσέχει τα επίβουλα[23] πασπατέματα του εχθρού ανάμεσα στα σκέλια του.

- Αχ! ακούστηκε ξάφνου φοβερό.

Αμέσως σώπασε το τούμπανο και βουβάθηκαν οι καραμούζες, λες και νέκρα πλάκωσε την πλάση. Όχι, δεν πλάκωσε νέκρα την πλάση. Ο Μήτρος Μπούρας κείτεται βαρύς στο χώμα και βογγομαχά σαν πληγωμένο αγριοδάμαλο[24].

- Αχ! βγήκε κι απ’ το στόμα της Σμάλτως.

Και τώρα, κάτω στο Σέχη, στο τσιφλίκι του Νάση Νούσα, το πάλεμα έχουν για ξεφάντωμά τους οι Καραγκούνηδες. Κάθε γιορτή της άνοιξης και σκόλη, όταν μπορούν ν’ αφήσουν τη δουλειά, να παραδώσουν το κορμί τους στην ανάπαυση και την ψυχή τους στη χαρά, συνάζονται όλοι, νιοι και νιες, γέροι και γριές, παιδιά και κορίτσια, μπροστά στο πυργωτό κονάκι του αφέντη κι έτσι διαλαλεί ο κήρυκας:

- Ακούστε, χωριανοί, κι ας λέει ο κόσμος!... Σήμερα παλεύει ο τάδε με τον τάδε! Κερνάει τ’ αφεντικό και τα τούμπανα παίζουν!... Μα μην ξεχνάτε και το πάθημα του Μήτρου Μπούρα!...

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1900)

 

Από το βιβλίο «Παλιές αγάπες»

Α΄ έκδοση από το «Τυπογραφείον της Εστίας»

των Μάισνερ- Καργαδούρη, το 1900.

 

Μεταγραφή, σχολιασμός και ανάγνωση © Δημήτρης Φιλελές




[1]  το τσιφλίκι (τουρκικά ciftlik) = μεγάλη ιδιοκτησία γης που ανήκει στον τοπικό άρχοντα.

[2]  Καραγκούνηδες = οι κάτοικοι του θεσσαλικού κάμπου.

[3]  η σκόλη = η αργία.

[4]  συνάζομαι = συγκεντρώνομαι.

[5]  τα παιδιά = εννοούνται τα αγόρια.

[6]  το κονάκι (τουρκικά konak) = το σπίτι του τσιφλικά.

[7]  ο ακριβογιός = ο μοναχογιός.

[8]  Σοφάδες = κωμόπολη του Νομού Καρδίτσας.

[9]  τα αμελέτητα = τα ανδρικά γεννητικά όργανα.

[10]  οι άντζες = το μέρος του ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο.

[11]  τορνευτός = καλλίγραμμος, σμιλευτός.

[12]  τα λαιμοτράχηλα (λαιμός + τράχηλος) = η περιοχή του λαιμού και του σβέρκου.

[13]  τα μούσκουλα (λατινικά musculus) = ο μυς.

[14]  βεργολυγερός = ψηλός, λεπτός και ευκίνητος.

[15]  Γκούρα = τοποθεσία κοντά στο χωριό Καστανιά του Νομού Τρικάλων.

[16]  ράθυμος = νωθρός, τεμπέλικος.

[17]  σύγκαιρος = ταυτόχρονος.

[18]  το κόρδωμα = το τέντωμα του σώματος, η έπαρση.

[19]  το χωρατό = το αστείο.

[20]  αγνάντια = απέναντι.

[21]  ο μακελάρης (λατινικά macellarius) = ο σφαγέας ζώων, ο αιμοχαρής άνθρωπος.

[22]  πασπατεύω = ψαχουλεύω.

[23]  επίβουλος = ύπουλος.

[24]  το αγριοδάμαλο = το άγριο μοσχάρι. 



Δεν υπάρχουν σχόλια: