Το
«ξάφρισμα»
Ένα
χέρι με σπρώχνει δυνατά. Ύστερα μια κλωτσιά. Ξυπνώ απότομα. Μες στο λίγο φως,
στα δυο-τρία σπαρματσέτα[1]
που άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κουνιούνται και
σπρώχνονται προς την πόρτα. Φωνές από δω, από κει ονόματα: «Χρήστο, Κώστα».
Δυο-τρεις στρατιώτες γυρίζουν σ' όλες τις γωνιές, μην απόμεινε κανένας, και
κλωτσούν.
-
Σηκωθείτε!
Ο
καπετάνιος μ' έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος, σαν να 'ρχουμαι από άλλο κόσμο.
-
Τι είναι;
-
Το «ξάφρισμα»..., μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει.
Μας
βγάζουν απ' το κάτω μέρος του υπογείου. Στη μικρή πόρτα στριμωχνόμαστε ώσπου να
βγούμε. Ακούω μια στιγμή τον Ιάκωβο, δίπλα μου, να μουρμουρίζει: «Εις το όνομα
του Πατρός, του Υιού, του Πατρός και του Υιού...», πολλές φορές.
Μας
αραδιάζουν σε διπλή σειρά. Εκεί, πλάι στη θάλασσα. Μες στο λιμάνι ανάβουν τα
φώτα ενός βαποριού, από κείνα που παίρνουν τα γυναικόπαιδα. Θα 'ναι περασμένα
μεσάνυχτα. Το υποθέτω απ' τη Μεγάλη Άρκτο[2]
που έχει χαμηλώσει πολύ. Ένας συμμαθητής μου καταγινόταν πολύ με τ' άστρα. Ο
Σείριος[3];
Τόσες, τόσες χιλιάδες, τόσα δέκατα, τόσα χιλιοστά μακριά. Μήτε ένα λιγότερο;
Μήτε. Το αγιάζι είναι πολύ. Τουρτουρίζουμε.
Είμαι
στην πρώτη σειρά. Δίπλα μου ο καπετάνιος. Από πίσω ο Ηρόδοτος, ένας σκοτεινός
βόλος, κοιτάζει με τα μεγάλα ηλίθια μάτια του, γεμάτα απορία, και τρέμει.
Στο
σπίτι πάνω απ' το υπόγειο, που είναι τα γραφεία της Αστυνομίας, πολλά φώτα.
Μεθυσμένες φωνές τραγουδούν. Περιμένουμε.
Τέλος
ανοίγει η πόρτα. Ένας στρατιώτης κατεβαίνει με μια λάμπα στο χέρι. Από πίσω του
έρχεται ένας αξιωματικός. Είναι στουπί στο μεθύσι. Παραπατά.
-
Ελάτε! Ελάτε! φωνάζει ο αξιωματικός σε κάποιον
άλλον από μέσα. Απόψε έναν παραπάνω για σας!
Απ'
το σπίτι ένας άλλος αξιωματικός βγαίνει και τον ακολουθά. Ο στρατιώτης πάει
στην άκρη της γραμμής μας, χαμηλώνει τη λάμπα στα πρόσωπά μας, να φωτιστούν,
περιμένει.
Πλησιάζει
εκεί ο πρώτος αξιωματικός. Είναι αυτός ο ίδιος που μας χτυπούσε το πρωί - τα
φουτουριστικά σχέδια. Το ξανθό μουστάκι του απ' τη δεξιά μεριά έχει γείρει λίγο
περισσότερο - και ο Σείριος;... Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά έναν
δικό μας όξω απ' τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί
παρακάτω. Τραβά άλλον ένα.
-
Κι εσύ, παλιόσκυλο! λέει.
Άλλον
ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας. Αυτό το
φως λάμπει σαν να έχει μια φοβερή υποχρέωση - να πρέπει. Μια γρήγορη στιγμή αναρωτιέμαι αν διαλέγει μικρούς για
μεγάλους. Μα βλέπω πως παίρνει ανακατωτά, απ' όλα τα τσεσίτια[4].
Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνομαι τα μικρά μου χρόνια
απροφύλαχτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού
απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή,
τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ' το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να
ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο
τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι του πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.
Ανασαίνω
βαθιά. Α, εκεί βαθιά είναι μια σκληρή χαρά, μια τέτοια σκληρή χαρά...
Ξεχωριστήκαν
έξι σύντροφοί μας. Ύστερα άλλος ένας, γίναν εφτά. Βλέπω μια διμοιρία στρατιώτες
που ετοιμάζονται. Κατεβαίνουν με τον οπλισμό τους, ένας-ένας. Μαζεύονται σε
μιαν άκρη δίπλα μας.
-
Φτάνει! λέει ο αξιωματικός στον στρατιώτη με τη λάμπα.
Μα
αμέσως, σαν να θυμάται, γυρίζει προς το μέρος του άλλου αξιωματικού:
-
Α, αλήθεια, κι έναν για σας! λέει. Διαλέξτε!
Τούτος
ο άλλος πλησιάζει στη γραμμή. Η καρδιά μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά έναν.
Σκύβουμε να δούμε: Ο Ιάκωβος.
-
Όχι εγώ! Όχι εγώ! παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. Εγώ Ιτάλια ταμπαασί (Ιταλός
υπήκοος). Ιτάλια ταμπαασί... Αύριο θα με γυρέψουν...
-
Σκύλο! μουγκρίζει ο ξανθός αξιωματικός, και τον τραβά στη μπάντα.
Ύστερα
διατάζει το απόσπασμα:
-
Να γυρίσετε γρήγορα!
Οι
στρατιώτες παν κοντά στους συντρόφους μας που ξεχωρίστηκαν.
-
Αν έχετε τίποτα, πάρτε το! τους φωνάζει ο επικεφαλής του αποσπάσματος.
Μας
βάζουν πρώτα εμάς μες στο υπόγειο. Ύστερα ξωπίσω μας έρχουνται κι οι άλλοι,
μηχανικά, να πάρουν ό,τι έχουν. Για ποιο λόγο;
-
Γρήγορα! φωνάζει ο λοχίας απόξω, βλέποντας πως αργοπορούν.
Το
υπόγειο είναι γεμάτο σούσουρο. Ένας άνθρωπος κλαίει νευρικά. Κάποιος άλλος
λέει: «γεια σας». Η ώρα περνά. Ο λοχίας διατάζει πιο άγρια:
-
Γρήγορα!
Στη
γωνιά που έχω λουφάξει, πλησιάζει ο βαρύς όγκος του καπετάνιου. Τον βλέπω να
έρχεται και με πιάνει φόβος. Σκύβει σιωπηλά. Κάνει να σκαλίσει εκεί στο
προσκέφαλό μας, σάματις να έχει κάτι να πάρει. Ύστερα πάλι σηκώνεται.
-
Δεν έχω τίποτα, μουρμουρίζει αφηρημένα, σαν να θυμάται, αλήθεια, πως δεν έχει
να πάρει τίποτα.
Κάνω
κουράγιο.
-
Να, Μανόλη, λέω. Πάρε τις δικές μου τις κουβέρτες.
Το
λέω έτσι ασυλλόγιστα, μια προσπάθεια να του φανώ την τελευταία στιγμή τόσο δα
χρήσιμος, μ’ όλο που είμαι σίγουρος πως τίποτα δεν του χρειάζεται πια.
-
Τι τις θέλω; αναρωτιέται κι αυτός σιγανά.
Ο
λοχίας βρίζει, τρίτη φορά τώρα :
-
Άϊντε, ουλάν[5]!
Είναι
φανερό πως όλοι προσπαθούν να μείνουν λίγο ακόμα, όσο είναι μπορετό, ν'
αργοπορήσουν.
Τέλος
ο Μανόλης κουμπώνεται απότομα, σαν να πήρε την απόφαση. Δυο-τρεις φθόγγοι
τρίζουν στα δόντια του. Μόλις κατορθώνουν ν' ανταμώσουν:
-
Ε... Γεια σας...
Βάζει
τα χέρια του στις τσέπες και χιμά στην πόρτα. Ο μεγάλος όγκος του διαλύεται μες
στο σκοτάδι.
Χαμένος,
παραλυμένος, ακούω ένα διάστημα τα βήματά τους όξω που φεύγουν.
Συμμαζεύομαι
πιο κοντά στον Πέπα. Τρέμει. «Κύριε, Κύριε...», μουρμουρίζει. Η καρδιά του
χτυπά, τικ-τακ.
-
Άραγες με τι τρόπο;... ρωτά σιγανά και στέκεται, σαν να φοβάται να προχωρήσει
τη σκέψη του.
Τα
μάτια μου πολεμούν, πολεμούν ν' αντισταθούν, δεν βαστούν πια, μούσκεψαν. Η
σκηνή έρχεται και ξανάρχεται εκεί, μες στο ύποπτο φως, στο θόλο του υπογείου -
ένα παραπάτημα, δυο πόντοι. Αισθάνομαι να με πλακώνει το φριχτό βάρος, πολεμώ
να παλέψω. Μα τι φταίω; Τι φταίω; Αύριο θα 'μαι εγώ, για μεθαύριο.
Ολοένα
γίνεται περισσότερη ησυχία στο υπόγειο. Τα σπαρματσέτα ένα-ένα σβήνουν. Ίσαμε
μια ώρα πέρασε. Ο Πέπας στριφογυρίζει, δεν μπορεί να ησυχάσει. Το άλογο, δίπλα
μας, μετακινιέται, φαίνεται πως θέλει κι αυτό να ξαπλώσει. Λίγο ακόμα να τον
πατήσει τον Πέπα.
-
Έχει τόπο παρακάτου; με ρωτά ανήσυχος.
Τραβιέμαι
όσο μπορώ προς το μέρος που άφησε ο Μανόλης.
-
Δεν έχει πια παρακάτου, λέω. Είναι άλλοι.
Ο
Πέπας σηκώνεται, λύνει το σκοινί που είναι δεμένο το ζώο απ' τον χαλκά και το
τραβά. Ξαναδένει ύστερα τον κόμπο πιο κοντά. Δεν έχει αφήσει παρά δυο πιθαμές
μονάχα σκοινί απ' το στόμα του ζώου.
Πάλι
έρχεται να ξαπλώσει.
-
Έτσι δεν θα μπορέσει να πέσει χάμου, λέει.
Μα
το άλογο χλιμιντρίζει. Αδιάκοπα. Είναι φανερό πως διαμαρτύρεται. Ο σκοπός όξω
ανησυχεί. Μπαίνει μέσα. Βλέπει το κοντό δέσμιο του ζώου κι ανάβει.
-
Γκιαούρ[6]!
βλαστημά και δίνει μια κλωτσιά στον Πέπα. Ύστερα αφήνει λάσκα το σκοινί, να
'χει άνεση το ζώο.
Θα
'χαν περάσει δυο ώρες. Ο Πέπας συμμαζώχτηκε, κάθεται γονατισμένος για να
ησυχάσει το ζώο. Δεν ακούγονται πια παρά ελάχιστοι θόρυβοι, σπασμωδικοί.
Χάνονται γρήγορα. Μα σιγά-σιγά το αυτί μου παίρνει, στο βάθος, πολλά βήματα.
Σιγά. Σιγά. Ολοένα πλησιάζουν, γίνονται πιο καθαρά. Έρχονται απ' τον δρόμο, απ'
το μέρος που φύγανε οι άλλοι πριν από δυο ώρες. Αφουγκράζομαι με ανοιχτά μάτια.
Τέλος σταματούν όξω απ' το σπίτι. Μιλούν συναμεταξύ τους τούρκικα, δεν
καταλαβαίνω.
-
Γύρισαν... μουρμουρίζει ο Πέπας.
-
Ναι. Γύρισαν...
Είναι
το απόσπασμα. Τελείωσε.
Μαζεύω
τα ποδάρια μου και κουκουλώνομαι όλος ως το κεφάλι. Έτσι που είμαι τραβηγμένος,
είναι ίσα-ίσα ο τόπος που καθόταν ο Μανόλης, εδώ και λίγες ώρες. Από κάτου απ'
το προσκέφαλο, στην άκρη, ένας μικρός βόλος, μποδίζει την ησυχία μου. Λέω, θα
'ναι τίποτα ψωμί. Πάω να το βγάλω. Βάζω το χέρι μου. Τραβώ. Είναι άλλο πράμα.
Το πασπατεύω : μια καπνοσακούλα. Χώνω τα δάχτυλά μου μέσα και πιάνω ένα σκληρό
μικρό πράμα. Ανάβω ένα σπίρτο, κοιτάζω, κοιτάζω, και πολεμώ να θυμηθώ. Είναι
ένα μικρό φελουκάκι[7],
ένα τόσο δα πράμα, μια μύτη μπροστά, μια γραμμή για καρένα αποκάτω. Ένα άτεχνο
φελουκάκι μια σταλιά, από πεύκο.
Ηλίας
Βενέζης, «Το Νούμερο 31328 - Το Βιβλίο της Σκλαβιάς», σ. 37-42,
Εκδόσεις Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»
[1] σπαρματσέτο = (ιταλικά spermaceti <
λατινικά sperma ceti) = κερί κατασκευασμένο από παχύρευστη λιπαρή ουσία, π.χ.
λίπος φώκιας.
[2] Μεγάλη Άρκτος = αστερισμός που
σημειώθηκε στην αρχαιότητα από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο (100 μ.Χ.-170 μ.Χ.) και
φαίνεται συνεχώς στον ουρανό της Ελλάδας. Κατά τη μυθολογία, η Νύμφη Καλλιστώ
αγαπήθηκε από τον Δία και μεταμορφώθηκε σε αρκούδα από τη ζηλιάρα Ήρα, οπότε ο
Δίας αναγκάστηκε να τη μεταφέρει στον ουρανό.
[3] Σείριος = είναι το λαμπερότερο αστέρι
στον νυχτερινό ουρανό, βρίσκεται στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός (που επίσης
σημειώθηκε από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο) και το όνομά του σημαίνει «φωτεινός».
[4] το τσεσίτι (τουρκικά çesit) = το είδος.
[5] ουλάν (από το τουρκικό oğlan) = αγόρι
(με κοροϊδευτική ή υβριστική διάθεση).
[6] γκιαούρ (τουρκικά gâvur) = υβριστικός
χαρακτηρισμός των άπιστων χριστιανών.
[7] η φελούκα (ιταλικά feluca <γαλλικά
felouque <αραβικά فلوكة) = μικρό ξύλινο πλοίο χωρίς κατάστρωμα
που κινείται με πανιά και κουπιά˙ το βρίσκουμε κυρίως στην ανατολική Μεσόγειο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου