ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2022

Γεώργιος Δροσίνης - Ο βιολιστής

#διαβάζω_για_σένα



Γεώργιος Δροσίνης - Ο βιολιστής

Ακούστε με ένα κλικ...


Ο ΒΙΟΛΙΣΤΗΣ 

Ήταν ένας βιολιστής με παρδαλά[1] ρούχα και ψηλό σκούφο. Στο λαιμό του κρατούσε σφιγμένο το βιολί του και με τ’ άλλο το χέρι το δοξάρι. Κουρδιζόταν κι έπαιζε σαν αληθινός βιολιστής.

Κι όμως δεν ήταν αληθινός. Ήταν από ξύλο. Από ένα πολύ σπάνιο όμως ξύλο το ξύλο της Αγάπης. Τι είναι αυτό το ξύλο και από τι δέντρο κόβεται δεν ξέρω. Ξέρω μόνο πως το καθετί το καμωμένο από τέτοιο ξύλο μπορεί ν’ αγαπήσει σαν ζωντανός άνθρωπος.

Ο βιολιστής, όταν ήρθε στον κόσμο, τυλίχτηκε μέσα σε χαρτί, κλείστηκε σε χοντρό κουτί και στάλθηκε σ’ ένα εμπορικό για να πουληθεί σαν να ήταν σκλάβος ο κακόμοιρος.

Ο έμπορος τον έβαλε στη βιτρίνα. Εκεί τον έβλεπαν οι διαβάτες και έβλεπε κι αυτός, χωρίς να καταλαβαίνουν εκείνοι ότι ήταν κρυμμένη ζωή στο άψυχο ξύλο. Ο έμπορος κάποτε τον κούρντιζε και τότε πια μαζευόταν κόσμος πολύς, προ πάντων παιδιά, κι άκουγαν με θαυμασμό τη γλυκιά φωνή του βιολιού του. Κι αυτή η φωνή είχε κάτι ξεχωριστό, κάτι που έφτανε ως την καρδιά.

Όλοι νόμιζαν πως ο τεχνίτης είχε πετύχει τη μηχανή του. Δεν ήξεραν πως μέσα στο άψυχο ξύλο ήταν κρυμμένη ζωή. Δεν φαντάζονταν πως μόλις κουρντιζόταν η μηχανή, ο βιολιστής έπαιζε το βιολί του μόνος με τη δύναμη της αγάπης που είχε μέσα του.

Αλλά δεν έπαιζε για κείνους που μαζεύονταν κι έχασκαν[2] έξω από τη βιτρίνα. Ούτε τους λογάριαζε ούτε τον έμελλε. Έπαιζε μονάχα για την αγάπη του. Κι η αγάπη του ήταν μια ωραία κούκλα, ψηλότερη απ’ όλες τις άλλες, λυγερή, ξεχωριστή στη χάρη, με κατακόκκινο φόρεμα, στηλωμένη αντίκρυ του στην ίδια βιτρίνα του εμπορικού.

Ο βιολιστής αυτή αντίκρισε πρώτη όταν βγήκε στο φως της μέρας από το χοντρό κουτί του και σ’ αυτή χάρισε όλη την αγάπη που είχε μέσα του. Άλλος κόσμος δεν υπήρχε εκτός της κούκλας. Ζούσε πια γι’ αυτή. Αλλά κι εκείνη βέβαια τον αγαπούσε. Αν δεν τον αγαπούσε, τότε γιατί δεν ξεκολλούσε τα μάτια της από πάνω του, τα φωτερά της εκείνα μάτια που τον έκαιγαν; Αν δεν τον αγαπούσε, γιατί δε γύριζε καν να δει ένα ξανθό αξιωματικό που πάνω στο ξύλινο άλογό του καθισμένος είχε γυρισμένο το κεφάλι προς το μέρος της από την ώρα που την έβαλε εκεί ο έμπορος; Αν δεν τον αγαπούσε, γιατί χαμογελούσε από ευχαρίστηση όταν έπαιζε το βιολί του, σαν να καταλάβαινε πως μόνο γι’ αυτή έπαιζε;

Τον αγαπούσε, τον αγαπούσε. Όλα αυτά ήταν φανερά σημάδια. Ο βιολιστής ένα φόβο είχε μέσα στην ευτυχία της αγάπης του μήπως τους χωρίσουν. Πώς ήταν δυνατό να ζήσει χωρίς αυτή; Και τι την ήθελε τη ζωή;

Μα η τύχη που προστατεύει όλους τους ερωτευμένους δεν άφησε απροστάτευτο και τον ξύλινο βιολιστή. Μια μέρα, ενώ έπαιζε με όρεξη το βιολί του, περνούσαν απ’ έξω ένας ηλικιωμένος κύριος και μια μεσόκοπη κυρία.

- Τι ωραία που παίζει αυτός! είπε ο κύριος. Μου ‘ρχεται να τον αγοράσω του ανιψιού μου.

Την ίδια στιγμή η κυρία κοίταξε την κούκλα.

- Και τι ωραία που είναι κι αυτή! Θα την πάρω κι εγώ της ανιψιάς μου.

Για μια στιγμή, ο βιολιστής νόμισε πως θα χωριζόταν πια από την αγάπη του και του ‘ρχόταν να σκάσει από το κακό του. Ενώ όμως τον τύλιγε ο έμπορος στο χαρτί, κατάλαβε από την ομιλία της κυρίας ότι ο ανιψιός και η ανιψιά ήταν αδέλφια και ότι ύστερα από λίγες μέρες θα βρισκόταν πάλι κοντά στην αγαπημένη του κούκλα.

Έκανε υπομονή, μα και οι δυο μέρες που έμεινε φυλακισμένος μέσα σ’ ένα σκοτεινό ντουλάπι, του φάνηκαν  χρόνοι ατέλειωτοι. Συλλογιζόταν τι θα γινόταν μόνη η αγαπημένη του, πως θα τον αναζητούσε, πως θα νόμιζε ότι δεν θα τον ξανάβλεπε πια και θα σπαραζόταν από απελπισία.

Και ο καημένος ο βιολιστής δάκρυζε τόσο πολύ και τόσο συχνά, ώστε όταν τον ξετύλιξαν από το χαρτί την Πρωτοχρονιά, από τα δάκρυα είχαν ξεβάψει τα μάτια του.

Βρέθηκε μέσα σε μια σάλα φωτισμένη και γεμάτη κόσμο. Τι τον έμελλε για τον κόσμο; Αυτός κοίταζε μόνο να δει πού είναι η αγάπη του. Κι όταν τον κούρντισαν, έπαιξε μ’ όλη του τη δύναμη, για να τον ακούσει αυτή και να χαρεί. Του κάκου όμως, του κάκου! Η ώρα περνούσε κι εκείνη δε φαινόταν πουθενά. Ήταν άλλες κούκλες εκεί καθισμένες γύρω στις μεγάλες πολυθρόνες, αλλά καμιά δεν είχε τη χάρη της αγαπημένης του. Ο βιολιστής άρχισε ν’ απελπίζεται όταν, ξαφνικά, πέρα εκεί, πίσω από μια πόρτα, του φάνηκε πως είδε την άκρη ενός φορέματος και το φόρεμα αυτό έμοιαζε πολύ μ’ εκείνο το κόκκινο που φορούσε η αγάπη του. Πώς, ήταν λοιπόν εκεί και δε γύριζε να τον δει; Τι έκανε πίσω από την πόρτα; Μήπως τον περίμενε επίτηδες εκεί, μακριά από τον κόσμο; Πλησίασε σιγά σιγά με λαχτάρα, με καρδιοχτύπι. Και τι είδε; Την αγαπημένη του μαζί με τον ξανθό εκείνο αξιωματικό, που δε γύριζε η άπιστη να δει όταν ήταν στη βιτρίνα του εμπορικού. Και τώρα θα κρυφομιλούσαν βέβαια οι δυο γλυκά γλυκά, εκείνος από το άλογό του κι αυτή στηλωμένη ορθή στον τοίχο.

Ο βιολιστής άναψε από το θυμό. Χωρίς να συλλογιστεί τι κάνει, άρπαξε το ξύλινο σπαθί από τη μέση του αξιωματικού και πέρασε τα άπιστα στήθη της κούκλας.

Αλλά από την ανοιχτή πληγή χύθηκε ξαφνικά κάτι που δεν έμοιαζε καθόλου με αίμα. Ο βιολιστής με τ’ αγριεμένα μάτια του το είδε και τινάχτηκε πίσω…

- Τι! φώναξε με βραχνή φωνή. Και την είχα αγαπήσει τόσο και νόμιζα ότι μ’ αγαπούσε κι αυτή, ενώ δεν είχε μέσα στα στήθη της τίποτε άλλο από πίτουρα… πίτουρα!

Το πρωί βρήκαν πίσω από την πόρτα την όμορφη κούκλα με τρυπημένα τα στήθη και χυμένα τα πίτουρα πάνω στο κόκκινο φόρεμα και το σπαθί του αξιωματικού πεσμένο κάτω στο πάτωμα. Κι όταν πήραν να κουρντίσουν το βιολιστή, είδαν πως το ξύλο του ήταν σπασμένο σε δυο κομμάτια. Έραψαν την πληγή της κούκλας, κόλλησαν το σπαθί του αξιωματικού και πέταξαν στο κάρο των σκουπιδιών τον άχρηστο βιολιστή…

Γεώργιος Δροσίνης


Το διήγημα "Ο βιολιστή" δημοσιεύθηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό "Τύπος" και εντοπίστηκε στο αρχείο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Μιχάλη Χανούση.


Μεταγραφή, σχολιασμός και ανάγνωση κειμένου © Δημήτρης Φιλελές



[1] παρδαλός = πολύχρωμος.

[2] χάσκω = κοιτάζω με ανοιχτό στόμα.


Δεν υπάρχουν σχόλια: