«Ευάλωτοι άτρωτοι»
Ποιητική συλλογή του Ηρακλή Παπαδόπουλου
Κριτική προσέγγιση από τον Δημήτρη Φιλελέ
«Ευάλωτοι άτρωτοι» τιτλοφορείται η νέα ποιητική
συλλογή του Μεσολογγίτη ποιητή Ηρακλή Παπαδόπουλου (εκδόσεις Τάδε Έφη, 2023).
Συμβολικός ο τίτλος, που μοιάζει προειδοποιητική λεκτική ριπή – όπως και
πράγματι είναι. Ο ποιητής δεν φείδεται και άλλων παρόμοιων νοηματικών ευρημάτων
και λογοπαιγνίων, τα οποία δίνουν και το στίγμα της πρωτοτυπίας στο έργο του.
Υπερρεαλιστικός ποιητικός λόγος και δυναμική
αυτόματη γραφή, που από την ανάγνωση του πρώτου ποιήματος παρακινεί σε απνευστί
κατάδυση μέχρι και το ακροτελεύτιο ποίημα. Όμως αυτό δεν μπορεί να συμβεί,
επειδή ύστερα από την ανάγνωση κάθε ποιήματος προκύπτουν προβληματισμοί που
ωθούν τόσο σε ενδοσκόπηση, όσο και σε θέαση όσων διαδραματίζονται πέριξ μας –ή
και εντός μας– υπό διαφορετική, πιο ευκρινή και έντιμη οπτική γωνία.
Από το προλογικό ήδη σημείωμα ο ποιητής αποδομεί το
«ευπρεπές» οικοδόμημα της προηγμένης και πολιτικά ορθής κοινωνίας, που με τους
μηχανισμούς της χειραγωγεί και πειθαναγκάζει ή περιθωριοποιεί το άτομο.
Τα πλάσματα της ατοπικής ποιητικής φαντασίας –ή
μήπως πραγματικότητας;– είναι υπαρκτά, αλλά δεν καθορίζονται ούτε από τον
χρόνο, ούτε από τον χώρο, ούτε από τους τυπικούς κανόνες συνύπαρξης σε
κοινωνικό πλαίσιο. Είναι αυθύπαρκτα, αυτοδύναμα, αυτόβουλα και κυρίως αυτόφωτα.
Κινούνται ανάμεσά μας χωρίς τάσεις διδακτισμού ή παραδειγματισμού προς μίμηση.
Δηλώνουν, όμως, μια πραγματικότητα από την οποία
άλλοτε αποστρέφουμε το βλέμμα και άλλοτε αρνούμαστε να αποδεχτούμε, επειδή μας
ξεβολεύει από τον μύθο – προσωπικό ή συλλογικό. Και μας αφήνουν να δώσει
καθένας μας τη δική του απάντηση σε όλα τα αναπάντητα «γιατί».
Με οξυδέρκεια και διεισδυτικότητα ο ποιητής επιλέγει
να διασχίσει μονοπάτια ακανθώδη, να βιώσει τον πόνο του τραύματος, με πένα
αιχμηρή να σκάψει μέσα του και μέσα μας, να αναζητήσει, να ανακαλύψει και να
φέρει στο φως την αγριότητα της αλήθειας όσων επιμελώς έχουν βυθιστεί στο
σκοτάδι, αρκεί να μην διασαλευθεί η τάξη και να μη διαρραγεί η ωραιοποιημένη
εικόνα του αληθοφανούς ψέματος.
Είναι και ο ίδιος ένας ευάλωτος άτρωτος κατ’
επιλογή, δεν μεμψιμοιρεί, αλλά με επίγνωση έχει χαράξει την πορεία του: «Τις νύχτες πέφτουμε εντελώς αβοήθητοι…/ Μα,
ευτυχώς απροσκύνητοι.» (από το ποίημα του τίτλου).
Από την περιήγηση στον ποιητικό κήπο των πέντε
ενοτήτων από τις οποίες αποτελείται η παρούσα συλλογή, σταχυολογούμε στιγμές
από τη σκέψη και τη γραφή του δημιουργού.
Σημειώνουμε στην πρώτη ενότητα την αντίσταση του
ποιητή στο ρεύμα που απειλεί να συμπαρασύρει στο πέρασμα του την ανθρώπινη
αξιοπρέπεια: Εκτίω την ποινή/ ισόβιας
άρνησης/ με την πυγμή που διέπει/ εσαεί/ τους αναλώσιμους. (Κατάθεση
πυγμής, σελ. 15). Βιώνουμε μαζί του την αίσθηση της μοναξιάς στην αρένα της
καθημερινότητας: Αλλά δεν εφησυχάζω καθόλου/ παλεύω να δω πίσω από τον τοίχο/ να βρω μια
στιβαρή προοπτική/ και παρά τις επευφημίες της αρένας/ συνεχίζω ακάθεκτος με τ’
αυτιά μου κλειστά/ και με τα μάτια μου καρφωμένα στο στόχο./ Διότι, ο μονομάχος
χάνει ανέκαθεν/ εκείνη τη στιγμή που χαλαρώνει. (Ο μονομάχος, σελ. 20).
Γνωρίζει ο ποιητής την επικινδυνότητα της επιλογής του: Δίπλα στις στοιχειωμένες γαλέρες της ουτοπίας/ ένας μονόφθαλμος φάρος
με μια ληγμένη ταυτότητα/ στα σάπια του δόντια/ φλερτάρει απόψε με τον θάνατο.
(Διπλοβάρδια, σελ. 23). Βλέπει με καθαρή ματιά όσα συμβαίνουν γύρω του,
καταγγέλλει και αντιστέκεται: Τώρα δεν
κάνουν έρωτα, μόνο κλικ./ Τώρα με like πολεμούν ο ένας
τον άλλον./ Μόνο την καύλα δεν εξημέρωσε ο άνθρωπος/ μόνο αυτήν…/ Τελεία και
τάβλα. (Ορμητικό, σελ. 27).
Και τελικά βρίσκει τον τρόπο να ισορροπεί: […]
κι εγώ προσμένω ευλαβικά/ μία επιβεβλημένη αργία/ μακριά από το μηχανοστάσιο/
να τρέξω στο μικρό πάρκο/ και μ’ ένα επιδέξιο κατακόρυφο/ ν’ αδειάσω όλο το
γράσο/ από τα μέσα μου. (Απλή καθημερινή, σελ. 31).
Στη δεύτερη ενότητα ο ποιητής δηλώνει τη θέση του με
σαφήνεια: Γράφω γι’ αυτούς που βρήκανε
τις πόρτες σφραγιστές/ τις αγκαλιές πιασμένες./ Φωνάζω για τα παιδιά με τα
δίκυκλα/ και τ’ αραχνιασμένα πτυχία. (Ατόφιο νισάφι, σελ. 35). Προσπαθεί με
κάθε τρόπο να παραμείνει ασυμβίβαστος: Πριν
αποκοιμηθώ/ τραβώ το πέπλο τους σκότους/ και σκεπάζω τα μάτια/ να μη δω/ τ’ ατίθασο
πνεύμα μου/ να συνθηκολογεί/ με τη δυναστεία του πρέποντος. (Υπνοβάτης,
σελ. 39). Και μας εκμυστηρεύεται τον πιο μεγάλο του φόβο: Ο ποιητής/ κρέμασε την πένα του./ Έγινε δημόσιος υπάλληλος.
(Σταδιοδρομίες, σελ. 40).
Επιλέγουμε δύο χαρακτηριστικά ποιήματα από την τρίτη
ενότηταˑ διαβάζουμε στίχους που προτρέπουν: Μην
εμπιστεύεσαι […] εκείνους με τα εύθραυστα μάτια/ και την άκαμπτη φιλοδοξία. […]
την «πρώτη φορά» του καπνιστή/ και την «τελευταία» του χαρτοπαίκτη […] εκείνους
που γράφουν/ ευρέως αποδεκτή ποίηση […] εκείνους που μαγειρεύουν παχιά λόγια/
για τις νηστικές σου ημέρες […] τους διάττοντες αγαθοεργούς […] τους άοκνους
υπηρέτες του νόμου […] και ιδιαιτέρως/ τους καταξιωμένους τεχνοκράτες. (Μην
εμπιστεύεσαι, σελ. 48-49), αλλά και στίχους που αποτρέπουν: Δεν είναι κέντρα διερχομένων οι ψυχές μας/
να εισέρχεστε και να εξέρχεστε/ όποτε σας κάνει κέφι/ ούτε και σφαιριστήρια/ να
κοπανάτε αβέρτα «γκάπα-γκούπα»/ και όπου κάτσει η μπίλια. […] Οι ψυχές μας δεν
είναι κέντρα διερχομένων./ Οι ψυχές μας είναι κέντρα ερημωμένων! (Κέντρα
ερημωμένων, σελ. 54).
Στην τέταρτη ενότητα ο ποιητής καταδικάζει τη
φρικαλεότητα του πολέμου θέτοντας ένα αμείλικτο ερώτημα: Δεν ήξερε ο δόλιος/ ποιος τίτλος προηγείται/ στην ιστορία ενός πολέμου/
και με κοιτούσε σαν να με ρωτούσε,/ του ήρωα, ή του φονιά; (Ο πόλεμος, σελ.
62), ενώ παράλληλα δίνει τη μάχη για να μην επιβεβαιωθεί ο χειρότερος φόβος
του: […] ακόμη να γκρεμίσουν οι βροντές
μου/ τις παράγκες των παραγοντίσκων/ ακόμη ν’ απελευθερωθώ/ από τους
τακτοποιημένους μου καταδότες/ ακόμη ο ανεπρόκοπος/ να γίνω σαν τα μούτρα τους!
(Επιγραμματικά, σελ. 71).
Στην τελευταία ενότητα ο Παπαδόπουλος νιώθει τη
συντριβή κάτω από το βάρος της ευθύνης απέναντι σε κάθε νέα γενιά: Θέλω να πάμε έναν περίπατο, πίσω, στα
περασμένα/ αλλά ντρέπομαι να δεις τι κοινωνία παρέλαβα/ και τι καταδίκη
παραδίδω στα χιονάτα σου χέρια […] Πόσο πιο ανώδυνη, Θεέ μου/ η επί τόπου
εκτέλεση/ μπρος στην ατέρμονη αναστολή… (Το ανασταλτικό απόσπασμα, σελ. 75).
Και ολοκληρώνει με την άποψή του για το χρέος του ποιητή μέχρι τελικής πτώσης: Ο ιατροδικαστής έπειτα από μία ενδελεχή/
ανάγνωση των στίχων του/ απεφάνθη:/ «Πέθανε από υπερβολική δόση/ συσσωρευμένου
κουράγιου». (Στον άγνωστο ποιητή, σελ. 85).
Μια γραφή με ρεαλιστικές απεικονίσεις της
πραγματικότητας, χωρίς εξωραϊσμούς ή ψευδαισθήσεις. Ένας ποιητής που βαδίζει
τον μοναχικό του δρόμο προς την ουτοπία. Και όμωςˑ αναπόφευκτα, η γυμνή αλήθεια
και η επιθυμία πάντα συναντιόνται και αναμετριούνται. Η έκβαση της σύγκρουσης
είναι η μαγεία της ζωής.
Δημήτρης Φιλελές
Πρώτη δημοσίευση: Συντριβή κάτω από το βάρος της ευθύνης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου