#διαβάζω_για_σένα
Θα
τα ξαναπούμε
Κοντός, γεροδεμένος, μελαψός, φαινόταν
άλλης ράτσας άνθρωπος, γύρω στα πενήντα. Γιος καραβομαραγκού, ο Παναγής Χαρέμης.
Τα καλοκαίρια δούλευε σε ξενοδοχείο, το χειμώνα γραφόταν στο ταμείο ανεργίας.
Πιάνανε τα χέρια του, έκανε αρκετά μεροκάματα σε βαψίματα, μαραγκοδουλειές,
καθαρισμούς κήπων, κλαδέματα. Συμπλήρωνε καλά λεφτά και τον χειμώνα, για να
κουμαντάρει την οικογένεια.
Αποτελούμενη από τον ίδιο, τη Στάσα τη γυναίκα του, τα δυο παιδιά
τους. Η Στάσα βοηθούσε στα οικονομικά της οικογένειας, καθαρίστρια σε
ξενοδοχείο το καλοκαίρι, γραφόταν στο ταμείο ανεργίας και αυτή τον χειμώνα.
Του
μεγάλου δεν του άρεσαν τα γράμματα, παράτησε το σχολείο σαν έμεινε στην
πρώτη τάξη στο γυμνάσιο. Τώρα στα δεκαοχτώ καραβομαραγκός, κληρονόμος στην
επιχείρηση και στο όνομα του παππού, Νικόλας Χαρέμης. Ο μικρός Βαγγέλης, με το
όνομα του άλλου παππού, μέτριος στα γράμματα, μαθητής στην τρίτη τάξη του
γυμνασίου, τζαναμπέτης, μηχανόβιος.
Ο Παναγής, σαν χόμπι στην αρχή, σαν
επάγγελμα κατόπιν, κυνηγούσε, έδερνε ξενόφερτους, με το αζημίωτο. Γράφτηκε στη
μεγάλη οργάνωση, από εκεί τα κανόνιζαν όλα. Σε κάθε του επιχείρηση, μόνος ή με
άλλους, εκτός από την αμοιβή που έπαιρνε,
ανέβαζε το γόητρό του στην οργάνωση, ανέβαινε τα σκαλοπάτια της
ιεραρχίας.
Απόψε νύχτωσε νωρίς, πέντε η ώρα που
βραδιάζει, τέλη Νοέμβρη. Έστησε καρτέρι σε έναν κακοτράχαλο, απόμερο, αδιάβατο
κατσικόδρομο, σκοτεινό, απόκοσμο, ίδιο με την ψυχή του. Τι να πω; Σαν είδε
κάποιον να έρχεται από μακριά, βγήκε στο δρόμο, περίμενε με το τσιγάρο στο
στόμα, για να έχει τα χέρια του ελεύθερα, ζήτησε με νόημα φωτιά. Ο νέος, ψηλός,
γεροδεμένος, γύρω στα τριάντα, άπλωσε τον αναπτήρα. Ο Παναγής έτεινε το μαχαίρι
προς την καρδιά του ξένου. Πρόλαβε ο άλλος, κατέβασε το χέρι του, δέχτηκε τη
μαχαιριά πάνω στη λεκάνη.
Ταυτόχρονα κουδούνισε το κινητό τηλέφωνο
του Παναγή. Εκείνος τα έχασε προς στιγμή, αποσυντονίστηκε. Τράβηξε με δυσκολία
το μαχαίρι, τραυματίζοντας το αριστερό του χέρι. Πάγωσε, το είχε για κακό, είχε
ακούσει από τον πατέρα του, και εκείνος από τους παλαιότερους, πως αν το αίμα
σου αναμειχθεί με το αίμα του εχθρού σου, μεγάλο κακό θα σε βρει. «Α στο
διάολο» είπε, χωρίς να διευκρινίσει για ποιον το είπε. Για τον ξένο, για τη
γυναίκα του τη Στάσα που τον καλούσε στο τηλέφωνο ή για το ατύχημα της
ανάμειξης του αίματός του με το αίμα του ξένου; Τραβήχτηκε δυο μέτρα πιο πίσω,
άνοιξε τη συσκευή:
«Έλα Στάσα, δεν σου είπα να με παίρνεις
μόνο σε επείγον πράγματα;»
«Ποιο επείγον πράγματα δεν γίνεται, ο
Βαγγέλης καρφώθηκε με τη μηχανή σε μια κολόνα, χτύπησε βαριά στο κεφάλι. Το κράνος το είχε περασμένο στο δεξί
του χέρι. Γύρισε να δει μια πιτσιρίκα και έγινε το κακό. Έτσι λένε. Περιμένουμε
το ασθενοφόρο».
Συνομιλούσε με τη γυναίκα του όταν είδε
τον τραυματία να κρατάει με το αριστερό χέρι την πληγή του, να σηκώνεται και να
κατευθύνεται κουτσαίνοντας προς αυτόν.
«Φτηνά τη γλίτωσες, φίδι κολοβό. Εμένα
τώρα με ζώνουν άλλα φίδια. Θα τα ξαναπούμε», του είπε και απομακρύνθηκε. Το
ασθενοφόρο παρέλαβε τον τραυματία μισή ώρα αργότερα.
Έτρεξε, έτρεξε, έτρεξε, κάπου δυο
χιλιόμετρα. Κάτωχρος, κατάκοπος, λαχανιασμένος έφτασε στην πύλη του
νοσοκομείου. Ο στριγγλός ήχος του ασθενοφόρου σίγησε καθώς εισερχόταν την πύλη
και αυτό.
«Αγόρι μου, παλληκάρι μου» είπε με δάκρια
στα μάτια και άνοιξε την πόρτα του ασθενοφόρου. Έκπληκτοι τον κοίταζαν οι
τραυματιοφορείς.
«Αυτός είναι», είπε ο τραυματίας και
έδειξε τον Παναγή. Οι νοσοκόμοι είδαν τα αίματα στο αριστερό του χέρι,
πείσθηκαν. Τον παρέδωσαν στους αστυνομικούς που είχαν φτάσει για λήψη στοιχείων
του τροχαίου ατυχήματος και πιθανή ανάκριση. Καθώς του περνούσαν τις
χειροπέδες, είδε να πλησιάζει η Στάσα. Παρακάλεσε να τον λύσουν, υποσχόμενος
πως δεν θα δραπετεύσει. Ζήτησε να δει, να συνομιλήσει με τη γυναίκα του, να
μάθει για τον γιο του. Δεν του έβγαλα τις χειροπέδες, αλλά του επέτρεψαν να
απομακρυνθεί, κοντά δέκα μέτρα, για να συνομιλήσει με τη γυναίκα του.
«Καλά
λέγανε οι παλιοί πως άμα μπερδευτεί το αίμα σου με το αίμα του εχθρού σου,
μεγάλο κακό θα σε βρει. Τι κακό, πολλά κακά και όλα μαζεμένα. Τι κάνει ο
μικρός, πώς είναι;» είπε απευθυνόμενος
στη γυναίκα του.
«Δίνει τη μάχη του, μαζί με τους
γιατρούς», του απάντησε.
«Η ώρα η κακιά», είπε προσπαθώντας να
δικαιολογηθεί.
«Ποια ώρα μου λες; Εκείνη που έσφαζες τον
άνθρωπο, αντί να είσαι κοντά στο παιδί μας, να το επιβλέπεις; Εσένα σε τρέμει,
εμένα ούτε που με λογαριάζει», είπε η Στάσα, ενώ τον κοίταζε αγριεμένη.
«Από
την οργάνωση δεν θα φανεί κανείς. Προσωπική αντιδικία θα πουν, εμείς δεν έχουμε
καμία ανάμειξη. Θα βγάλουν έξω την ουρά τους, όπως κάνουν πάντα και όλα μια
χαρά και δυο τρομάρες. Αλλά να, εδώ έχω τα διακόσια ευρώ που μου δώσανε για τη
δουλειά. Τι λες, να τα πω στην αστυνομία; Αλλά άσε, καλύτερα να κάνω την πάπια,
δεν συμφέρει. Θα τους πω και εγώ το ίδιο παραμύθι, με έβρισε, τσακωθήκαμε και
έγινε το κακό. Ούτε χρήματα, ούτε προμελέτη, καλύτερα έτσι. Να, πάρε αυτά τα
λεφτά, εκεί που θα πάω δεν τα χρειάζομαι», της είπε τελειώνοντας.
Έξαλλη η Στάσα, τον έφτυσε κατάμουτρα.
«Ματωμένα χρήματα δεν κρατάω στα χέρια
μου. Πληρώθηκες, είναι δικά σου, τα δικαιούσαι, κράτησέ τα, θα σου χρειαστούν».
Ένας
νοσοκόμος πλησίασε τη Στάσα.
«Είναι καλά, συνέρχεται, ευτυχώς», είπε
και απομακρύνθηκε.
Μισό χαμόγελο έσκασε στα χείλη του
Παναγή. Τα μάτια του καρφώθηκαν στο πρόσωπο της Στάσας, προσπαθώντας εναγώνια
να αρμέξουν κάποια συγκατάβαση. Ανακουφισμένη εκείνη, του έριξε το τελευταίο
για απόψε χαστούκι.
«Α, ναι, δεν σου είπα το τελευταίο.
Χωρίζουμε. Δηλαδή, σε χωρίζω».
Κεραυνόπληκτος, ετοιμόρροπος, ακούμπησε
την πλάτη του στον τοίχο, να μην καταρρεύσει. Οι αστυνομικοί τον οδήγησαν στο
περιπολικό.
Κοσμάς Ηλιάδης
“Στα
παλιά λημέρια”, διηγήματα
Εκδόσεις
Αποστακτήριο, Οκτώβριος 2022
Το διήγημα δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν και δεν χρησιμοποιείται για εμπορικό όφελος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου