#διαβάζω_για_σένα
Έγκλημα
Ο Νίκος Μαγλούπας οδηγεί το αυτοκίνητό
του στην περιφερειακή οδό, συνοδηγός του είναι το κορίτσι του η Ρία Ματζίκη.
Στο πορτ-μπαγκάζ υπάρχει ένα παράξενο φορτίο, ένας νεκρός. Από το ραδιόφωνο
ακούει το τραγούδι Κι αν χιονίζει και αν
βρέχει, το αγριολούλουδο αντέχει.
«Για μένα το λέει. Α ρε Νεόφυτε Μουχλιάρη,
πότε θα σε δαγκώσω, κάθαρμα», λέει, έτοιμος να βάλει τα κλάματα. «Ρε φίλε
Γιώργο, τι σου κάνανε, πώς σε φάγανε έτσι;» Ο φίλος ο Γιώργος Λαοκράτης,
κοντοχωριανός του, γνωστός σε όλη την περιφέρεια του Κιλκίς, παλιά καραβάνα στο
ΚΚΕ, πότε στα μπουντρούμια, άλλοτε στη Μακρόνησο, περνούσε τον καιρό του
κολλημένος στις ιδέες του και ανυποχώρητος.
Η φίλη του προσπαθεί να τον συγκρατήσει,
να του δώσει κουράγιο:
«Μην το βάζεις κάτω, Νίκο, στο τέλος θα
λάμψει η αλήθεια».
Προορισμός του είναι μια απόμερη
παραλιακή γωνιά, όπου θα ρίξει το πτώμα στη θάλασσα, ώστε να φανεί πνιγμός τού πριν
ώρες πεθαμένου. Λέει στη σύντροφό του, χαϊδεύοντας το γόνατό της:
«Όλα θα πάνε καλά», με αδιευκρίνιστο σκοπό. Να δώσει ή να πάρει κουράγιο; Πριν
ξεκινήσει τη μακάβρια πορεία του, τηλεφώνησε στον φίλο του δημοσιογράφο Γιάννη
Βλασιάδη, ειδικευόμενο στο αστυνομικό ρεπορτάζ, να μη φύγει από την εφημερίδα,
έχει κάτι συνταρακτικό να του ανακοινώσει, σε κάνα δυο ώρες. Την πορεία του διακόπτει το σκάσιμο του πίσω
δεξιά λάστιχου. Στρίβει το όχημα στη λωρίδα κινδύνου, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ,
για να πάρει γρύλλο και ρεζέρβα. Βλέπει έναν περίεργο να πλησιάζει, κλείνει
απότομα το πορτ-μπαγκάζ, λέει στον άγνωστο πως δεν έχει ρεζέρβα, μήτε γρύλλο. Ο
άγνωστος, χωρίς να πει κουβέντα,
απομακρύνεται. Ανοίγει πάλι με προφύλαξη το πορτ-μπαγκάζ, παίρνει τα
χρειαζούμενα και το κλείνει. Το χαλασμένο λάστιχο το βάζει στο πίσω κάθισμα.
Κατηφορίζοντας δίπλα από το
Καυταντζόγλειο, βλέπει τον δρόμο προς Τούμπα κλειστό από κάποιο τρακάρισμα ή
άλλο τυχαίο συμβάν, παρόμοιο με το δικό του.
«Σώθηκα, σήμερα Μέρφι είσαι μαζί μου, όχι
με τους δολοφόνους», μονολογεί, στρίβει στην οδό Αγίου Δημητρίου, συνεχίζει την
πορεία του προς τον Εύοσμο.
Νύχτωσε για τα καλά. Ξεφορτώνει τον νεκρό
στην πρασιά πολυκατοικίας που απέχει γύρω στα πενήντα μέτρα από το αστυνομικό
τμήμα της περιοχής. Από ένα κάπως απόμακρο περίπτερο τηλεφωνεί πάλι στον
δημοσιογράφο:
«Έλα στην οδό Χρυσανθέμων αριθμός 35, το
λαβράκι τσίμπησε. Μη ζητάς πολλά, υπάρχει πτώμα, πάρε κανένα συνάδελφο μαζί
σου».
Σε είκοσι λεπτά φτάνει ο δημοσιογράφος με
έναν ιδιωτικό αστυνομικό. Του εξηγεί πώς του φόρτωσε τον νεκρό ο διοικητής του
αστυνομικού τμήματος, μη γίνει σκάνδαλο και χάσει την προαγωγή του. Τον είχε
«γλιτώσει» από δυο τρεις στημένες παραβάσεις και τον εκβίαζε. Ο Νίκος
Μαγλούπας, μικροβιοτέχνης, προσπαθούσε να τα έχει καλά με την αστυνομία, αλλά
δεν του βγήκε σε καλό.
Ο διοικητής περίμενε σήμα για την
προαγωγή του. Αντί αυτής, εμφανίστηκαν μπροστά του την επομένη μέρα, πριν
προλάβει να πιει τον καφέ του, το δίδυμο δημοσιογράφου και ντεντέκτιβ. Η
πλεκτάνη που σχεδίασε σε βάρος του νεκρού και του βιοτέχνη, αντιστράφηκε
εναντίον του απειλητική. Δεν πέρασαν ούτε οι απειλές του, ούτε τα παρακάλια
του.
«Δεν θα έχετε από εδώ και πέρα καμία
είδηση, για μένα είστε ανεπιθύμητοι σε αυτό το τμήμα». Αλλάζει ύφος˙ «Γι’ αυτό
το παλιοκομμούνι να χάσω τη θέση μου, δεν θα είναι κρίμα κι άδικο;»
Τελείωσε το λογύδριο του χωρίς
αποτέλεσμα. Μόλις έφυγε το ενοχλητικό δίδυμο από εκεί, έβαλε τον καφέ στην
άκρη, άρχισε να πίνει με το αριστερό του χέρι, το δεξί ήταν πάντα για
σπουδαιότερες δουλειές, και να τραγουδάει Έχε
γεια, καημένε κόσμε. Ο σκοπός υπηρεσίας που τον παραμόνευε, μπήκε στο
γραφείο του, προσπάθησε να αρπάξει το πιστόλι από τα χέρια του, το πέτυχε
μερικώς. Η σφαίρα πέρασε από την άκρη του δεξιού αυτιού, έξυσε τον κρόταφο και καρφώθηκε στην κάσα την
πόρτας του γραφείου του.
Η απόπειρα τον ωφέλησε, φόρτωσαν τα
βασανιστήρια και τον θάνατο που επακολούθησε, σε δυο κατώτερους αστυνομικούς.
Όλα γίνανε, λένε, παρά τις αντίθετες
διαταγές του κυρίου διοικητή και εν αγνοία του. Τους τιμώρησαν με μετάθεση στη
Μακρόνησο, εκεί θα είχαν πλήθος κομμουνιστών.
Ο Νίκος Μαγλούπας, που δεν άντεχε πλέον
αυτή την πνιγηρή κατάσταση, παραχώρησε τη βιοτεχνία στον συνεταίρο αδελφό του,
κλέφτηκαν με την Ρία Ματζίκη και φύγανε από τη χώρα. Κάποιοι λένε πως έφυγαν,
πως βρίσκονται στη Δυτική Γερμανία, άλλοι λένε πως πήγαν στην Αγγλία, στον θείο
του αδελφό της μητέρας του, άλλοι πως βρίσκονται στη Σουηδία ασφαλείς και
τακτοποιημένοι από δουλειά, όπου ζήτησαν και πήραν πολιτικό άσυλο.
Ασήμαντες λεπτομέρειες, που τις παρουσιάζει
ως αξιοσημείωτες εσκεμμένα ο γραφιάς, προκειμένου να φουσκώσει κάπως το ισχνό
γραπτό του. Έγραψε, χωρίς να το διασταυρώσει από κάποια βαρύνουσα πηγή, πως ο
διοικητής του τμήματος, μοίραρχος Νεόφυτος Μουχλιάρης, είναι ετεροθαλής αδελφός
του Αντώνη Ματζίκη, απλού χωροφύλακα στο ίδιο αστυνομικό τμήμα. Ο Ματζίκης δεν
συναίνεσε στον γάμο της κόρης του με τον βιοτέχνη, αλλά έκανε τα στραβά μάτια στην αναχώρησή της, σε
άγνωστη χώρα, με τον αγαπημένο της.
Κοσμάς
Ηλιάδης
“Στα
παλιά λημέρια”, διηγήματα
Εκδόσεις
Αποστακτήριο, Οκτώβριος 2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου