ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2023

Κοσμάς Ηλιάδης - Γερβάσιος Γρύπηλος

 #διαβάζω_για_σένα




Γερβάσιος Γρύπηλος

 

Γόνος φτωχής πολυμελούς οικογένειας ο Γερβάσιος Γρύπηλος, δευτερότοκος γιος του Ευσέβιου Γρύπηλου και της Ευμορφίας Παπαγιάννη. Ένας θεοσεβούμενος, ήρεμος, ήσυχος, αγράμματος ανθρωπάκος. Πολλοί του προσάπτουν και  άλλα προσωνύμια, αγαθός, χαζούλης ή χαζοχαρούμενος. Ας είναι, ο καθένας παίρνει ό,τι θέλει από την εικόνα, ανάλογα με την ωριμότητα ή με τις ιδιοτροπίες του. Αγράμματος και ήσυχος, δίχως να κατέχει από πολιτική ή να ανακατεύεται σε αυτήν, ο ίδιος ή κάποιο άλλο μέλος της οικογένειας του. Παρ’ όλα αυτά, τον κατέταξαν στο ελληνικό στράτευμα ημιονηγό, δηλαδή μουλαρά. Ειδικότητα ζηλευτή για γιατρούς, δικηγόρους, καθηγητές, δασκάλους και βάλε, αρκεί να ήσαν κομμουνιστές ή συνοδοιπόροι. 

  Αλλά τον Γερβάσιο Γρύπηλο; Γιατί; Σωστοί φιλήσυχοι νοικοκυραίοι οι γονείς του, το ίδιο κι αυτός. Λες να έγινε κάποιο λάθος; Μπορεί. Μπορεί επίσης λόγω της αγαθοσύνης του, χωριάτης και αγράμματος, μόνο μουλάρια να φροντίζει είναι άξιος, έτσι έκρινε το σύστημα. Έμπλεξε εκεί με ζώα, μουλάρια και ανθρώπους επιστήμονες. Ο καημένος ένοιωθε σαν ξυπόλητος, ανάμεσα σε τόσους σπουδαγμένους – τόσους επιστήμονες. Έτσι προθυμοποιούταν να τους  βοηθάει στα πράγματα που ήταν έξω από το μαθησιακό τους πεδίο, αυτούς τους αγράμματους και αμάθητους σε κτηνοτροφικές εργασίες. Ο ίδιος με τα ζωντανά τα πήγαινα καλά, πολύ καλά δηλαδή. Μάθαινε γρήγορα τα χούγια του κάθε ζώου και του φέρονταν ανάλογα, χαλαρά στα φιλικά ζώα, προσεκτικά και με πρόσθετα μέτρα προσοχής και επιφύλαξης στα άλλα. Δυο τρεις φορές κινδύνεψε, αλλά τον έσωσε την τελευταία στιγμή το χωριάτικο ένστικτο του, αυτό της συνάφειας που είχε στο χωριό του με τα ζώα.

  Στο μήνα επάνω τον κάλεσε ο λοχαγός του Α2, του δευτέρου γραφείου, του γραφείου πληροφοριών του συντάγματος. Εκεί, στην έδρα του συντάγματος συνυπήρχαν και πεζικάριοι. Μπήκε αμήχανος στο γραφείο, με φόβο έκδηλο στο πρόσωπο. Τον είδε ο λοχαγός να περιφέρεται σαν ζαλισμένο κοτόπουλο στους  διαδρόμους, τον κάλεσε να περάσει στο γραφείο του.

«Γερβάσιος Γρύπηλος λοιπόν, να εδώ τον έχω τον φάκελό σου, είναι πεντακάθαρος. Εντάξει, είσαι δικό μας  παιδί, αλλά αυτό δεν μου αρκεί, θέλω κάτι παραπάνω από εσένα».

«Προσπαθώ να κάνω σωστά τη δουλειά μου και με το παραπάνω. Βοηθάω τους ανήμπορους, τους ανήξερους από αυτά, τους καλαμαράδες, όπως τους φωνάζουμε οι άλλοι, σαν και εμένα αγράμματοι. Τα ζώα τα γνωρίζω καλά και εκείνα με γνωρίζουν, με καταλαβαίνουν από  μακριά, προτού να τα πλησιάσω».

«Γρύπηλος λοιπόν, πίλος ή πηλός;»

«Πού να ξέρω από αυτά, κυρ λοχαγέ. Γρί – πηλός, σωστά το είπες. Γρι δεν σκαμπάζω εγώ από αυτά».

«Καλά, καλά. Αλλά πρόσεχε, όχι κυρ Λοχαγέ, κύριε λοχαγέ και στον πληθυντικό θα μου μιλάς, όχι στον ενικό, τι το περάσαμε; Έτσι θα μου απευθύνεις τον λόγο σου».

«Μάλιστα, κύριε λοχαγέ».

«Είπαμε πως είσαι καλό παιδί, είσαι δικός μας. Ακόμα είπαμε πως αυτό δεν μας αρκεί. Μπορώ να σε φέρω εδώ μέσα, θα σου βρούμε μια θέση σε αυτό εδώ το γραφείο. Θα σε γλιτώσω από τις αγγαρείες και από τις βρωμιές».

«Αγράμματος είμαι, κύριε λοχαγέ, τι μπορώ να κάνω σε αυτό το γραφείο;»

«Όλο και κάτι θα βρούμε να κάνεις, θα σκουπίζεις τα γραφεία, θα καθαρίζεις, θα φτιάχνεις και κανένα καφέ. Αυτά τα πολύ βαριά καθήκοντα σκέφτομαι να σου αναθέσω».

«Δεν μπορώ να κάνω τίποτε στο γραφείο, δεν κάνω για γραφεία, κύριε λοχαγέ. Καλύτερα είναι για μένα, έτσι χωριάτης και αγράμματος που είμαι, τα ζώα με τις τρέλες τους, με τις ιδιοτροπίες τους και με τις  βρωμιές τους. Αυτά τα κατέχω καλά και από το χωριό μου, δεν δυσκολεύομαι ντιπ».

«Μπορείς, μπορείς. Άκου να σου πω, εκεί που είσαι στους στάβλους με τα ζώα, σε  περιτριγυρίζουν αρκετά κακοποιά στοιχεία. Είναι επικίνδυνοι άνθρωποι, τι να σου πω;»

«Αυτοί οι άνθρωποι είναι επικίνδυνοι, κύριε λοχαγέ; Αυτοί είναι  αρνάκια του Θεού. Πιο ήμερους ανθρώπους από αυτούς δεν συνάντησα, είναι ευγενικοί και καλομίλητοι, έχουν τρόπους, τι να σου λέω τώρα».

«Ε, Γρύπηλε, πληθυντικό είπαμε, πληθυντικό. Παρανόησες τι θέλω να σου πω. Δεν είναι δικοί μας, δεν είναι εθνικόφρονες, πώς να στο πω;»

«Είναι από καλά σπίτια και μορφωμένοι, νοικοκυραίοι και όχι κατσαπλιάδες, άλλος είναι παντρεμένος, άλλος αρραβωνιασμένος, επιστήμονες άνθρωποι».

«Ναι, αλλά βρίζουν τη μάνα μας».

«Δεν βρίζουν, ούτε τη μάνα μας, ούτε την αδελφή μας, μήτε το σόι μας ολόκληρο».

«Πώς δεν βρίζουν αφελέστατε, δεν βρίζουν τη μητέρα πατρίδα;» 

«Α, τη μητέρα πατρίδα; Ούτε αυτό το άκουσα».

«Ναι, αλλά κατηγορούν την Εθνική μας Κυβέρνηση».

«Δεν άκουσα καμιά κατηγορία, κύριε λοχαγέ. Αυτοί είναι μια χαρά παιδιά, με το χαμόγελό τους, με τα καλαμπούρια τους. Άλλος παίζει κιθάρα, άλλοι τραγουδάνε, μια χαρά περνάμε».

«Γερβάσιος Γρύπηλος, είπαμε. Πίλος ή πηλός;»

«Τι είναι το πίλος, κύριε λοχαγέ;»

«Ο πίλος, αγράμματε. Ο πίλος είναι το καπέλο».

«Άμα ήμουν γραμματιζούμενος, κύριε λοχαγέ, θα είχα μερικές σαρδέλες ή θα βολευόμαν κάπου αλλού. Τι σόι εθνικόφρονες είμαστε. Πάντως δεν θα ήμαν μουλαράς. Το άλλο που είπατε, το πηλός, τι είναι πάλι ετούτο;»

«Ο πηλός αστοιχείωτε, είναι η λάσπη, το βρεγμένο χώμα».

«Α, αυτού είμαι και εγώ. Δώσε μου χώμα, να σου κάνω λάσπη, δώσε μου λάσπη να γυαλίσω όλο τον στάβλο».

«Κοίταξε Γερβάσιε, από τη μια μεριά δεν με καταλαβαίνεις, από την άλλη το παρατραβάς το σχοινί. Για να τελειώνουμε, επειδή δεν μπορώ να ασχολούμαι άλλο μαζί σου, με περιμένει ο κύριος Διοικητής, για να τελειώνουμε, δέχεσαι να έρθεις εδώ κοντά μας, σε κάποιο γραφείο;»

«Όχι».

«Καλά, θα σου δείξω εγώ, χωριάταρε. Ξέρεις με τι κόπο πήρα αυτά τα τρία αστέρια, ξέρεις τι ανηφόρες έχω να ανέβω για ένα ακόμα γαλόνι; Δεν ξέρεις. Ε, λοιπόν, μάθε πώς πρέπει να φέρεσαι στον λοχαγό του Α2. Λοχία, κλείσε τον στο πειθαρχείο, δεν θα τον βγάλεις από εκεί, μέχρι να σου διατάξω εγώ».

«Μάλιστα, κύριε λοχαγέ».

«Και που είσαι, θα αφαιρέσεις όλα τα προσωπικά του αντικείμενα, θα τα περιλάβεις στην έκθεση που θα συντάξεις. Σαν λόγο θα αναφέρεις πως φέρθηκε απρεπώς στον Λοχαγό του Άλφα δυο και πως του αντιμίλησε. Την πρώτη μέρα θα του χορηγήσεις μόνο νερό, για αργότερα τα λέμε».

«Μάλιστα κύριε Λοχαγέ, όπως διατάξατε».

«Άκου, το τσογλάνι, να σου λέει πως είναι καλά παιδιά. Πως ο ένας  παίζει κιθάρα και οι άλλοι τραγουδάνε. Μια χαρά περνάνε τα κωλόπαιδα».

 

Κοσμάς Ηλιάδης

“Στα παλιά λημέρια”, διηγήματα

Εκδόσεις Αποστακτήριο, Οκτώβριος 2022


Το διήγημα δημοσιεύεται με τη συγκατάθεση του συγγραφέα. Δεν αποτελεί εμπορικό προϊόν και δεν χρησιμοποιείται για εμπορικό όφελος.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: