ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Γιάννης Ρίτσος - Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (απόσπασμα)

 #διαβάζω_για_σένα


ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΝΟΥ ΜΕΣΗΜΕΡΙΟΥ

(Απόσπασμα)


Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού (απόσπασμα)


ΣΗΜΕΡΑ μια μικρή κοπέλα, με θαλασσιά κορδέλα στα μαλλιά,

στάθηκε στην κορφή της λεύκας και κελαϊδάει.

 Απ’ το τραγούδι της πετούν μικρά πουλιά που γεμίζουν τις αυλές και

τις στέγες.

 Τα πουλιά κάθουνται στους ώμους των παιδιών.

 Οι άνθρωποι μπλέκονται στα δίχτυα των αχτίνων και τρεκλίζουν σαν

πρωτόβγαλτα πουλιά.

 Τα τριαντάφυλλα τρελάθηκαν και κάνουν τούμπες μέσα στο νερό.


 Θέ μου, το μεθυσμένο φως θα σπάσει τα τζάμια, θα πλημμυρίσει τις

κάμαρες και δε θ’ αφήσει μήτε έναν ίσκιο για να σκεπάσει η μάνα μου

τα μάτια της.

 Τότε θα τινάξει στον αέρα το μαντήλι της και θα χορέψει κείνο το

νησιώτικο χορό που χόρευε στα νιάτα της μαζί με τον πατέρα – ένα

χορό που μυρίζει θάλασσα και βάρκες φορτωμένες πορτοκάλια.

 Ο πατέρας θα κάνει πως ξέχασε τον χορό και θα χαμογελάει καθώς

θα κρούει τη φτέρνα στον αέρα.

 Κι εμείς ξοπίσω τους, παιδιά, πουλιά, λουλούδια και λιθάρια, θα

χορεύουμε στ’ αλώνι του ήλιου τραγουδώντας τις μέρες που δε

χάνουνται μες στο σκοτάδι, όταν οι μεγάλοι χορεύουν μαζί με τα παιδιά

τον ίδιο χορό της κάθε άνοιξης. 

………………..

ΕΝΑ ψηλό παράθυρο είναι το τραγούδι. Βλέπει στο δρόμο, βλέπει

και στον ουρανό.

 Απ’ αυτό το παράθυρο κοιτάμε τον κόσμο.

 Τα βράδια ανάβουν στις βουνοκορφές αγροτικές φωτιές σαν ανοιχτά

φωτισμένα παράθυρα στη μακρινή πολιτεία της γαλήνης.

 Εκεί κάθουνται οι άγγελοι μαζί με τους τσοπάνους και τα πρόβατα,

και ξαναλέν χαρούμενοι τα παραμύθια του περασμένου χειμώνα.

 Εμείς κουβαλήσαμε δω πέρα το χαμένο καλοκαίρι – κείνο το βράδυ

που όλοι κλαίγαν μες στον άνεμο και κρυώναν.

 Κι ο Θεός δεν είναι πια θυμωμένος με τους άγγελους που κλέψανε τα

μήλα, μήτ’ έχει μια μεγάλη χαρακιά ανάμεσα στα φρύδια σαν τον

άλλον, που κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι

της εκκλησιάς και γίνηκε γκρινιάρης γιατί ποτέ δεν πήρε το σκαμνί του

να βγει να κάτσει στη λιακάδα της αυλής, να ξεμουδιάσουν τα ποδάρια

του που μούχλιασαν απ’ το λιβάνι κι απ’ την υγρασία.

 Ο δικός μας Θεός γίνηκε πάλι ένα τζιτζίκι, και τραγουδάει μες στην

καρδιά μας την ώρα που κλαδεύουμε τα δέντρα του παράδεισου και

φυτεύουμε γεράνια και γαρίφαλα γύρω τριγύρω σ’ όλες τις αυλές και τα

περβόλια. 

Γιάννης Ρίτσος


Δεν υπάρχουν σχόλια: