ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 19 Ιουνίου 2022

Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου - Αφιέρωμα

 

#διαβάζω_για_σένα


Αφιέρωμα στην ποιήτρια

Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου

(1898-1977)



Βαρκαρόλα


Στρωτό μετάξι η θάλασσα μακριά φεύγει και πάει

σ΄ αγέρινα βουνά.

Σα συλλογή πανάλαφρη του φεγγαριού η χλωμάδα

ν΄ απλώνεται αρχινά.


Πάρε βαρκάρη τα κουπιά και πήγαινέ με κάπου

στεριά να μη θωρώ,

μόνο λίγα άστρα απάνωθες, ολόγυρα και κάτω

το διάφανο νερό.


Γι΄ άσ΄ τα βαρκάρη τα κουπιά κι ωσάν ισκιά απογύρε

βουβός στην κουπαστή

κ΄ εγώ όπως σκύβω στα νερά μες στη σιγή που λάμνει

ονείρατα μεστή,


Μαργαριτάρι αχνόφωτο ψαρεύω την ψυχή μου

κει που καλεί ο βυθός

κι ως άγιο δισκοπότηρο υψώνω την απάνω

στου φεγγαριού το φως!


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου

Ο Νουμάς, Τόμος 16, αρ. 647 (1919), σ. 577.



Ένας τάφος στο δάσος


Ανώνυμος σταυρός στο έρμο δάσος,

στο χώμα που το φούσκωσε ο θυμός

φλόγας θαμμένης νου, καρδιάς ανθρώπου

και του κόσμου του που ήταν τόξου φως!


Πουλιά στα πηχτά δέντρα δε λαλούνε

γιατ’ είναι σκοτεινές οι φυλλωσιές

και του διαβάτη η συλλογιά μπλεγμένη

στο πικρό τώρα του νεκρού, στο χτες…


Χρυσή ψυχή του ήλιου που πλανιέσαι;

Της κοινωνίας που είναι η ζεστασιά;

Μοναχικός ο τάφος τούτος μοιάζει

στη σκυθρωπή του δάσους ερημιά,


λίκνο μ’ ένα παιδί παρατημένο

που το πονώ ως να τόχω γεννημένο,-

Φύγε, μου λέει τ’ ολόγυρο μαράζι…

Μείνε! Ικετευτικά το μνήμα κράζει.


Στον τάφο τον ανώνυμον απάνω

χαϊδευτικά το χέρι μου ακουμπώ.

Ζεστό το χώμα σαν ψυχή, σαν σώμα,

κ’ η απαλάμη μου ακούει έναν παλμό…


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου



Καισαριανή 


Της Κατοχής η φυλακή γκρεμίστηκε!

στ’ ανάθεμα οι λαχτάρες της Σειρήνας!

Φλόγες ζωής στους δρόμους ξεχυθήκανε

οι νέοι κ’ οι κοπέλες της Αθήνας.


Στερνά από αγώνες και τρομάρες δίνονται

ξέγνοιαστοι στα σεργιάνια, στα όνειρά τους.

Είναι το κύμα που το φράγμα αντίσκοβε,

οι σκλάβοι είναι που σπάσαν τα δεσμά τους.


Την ώρα αυτή του δειλινού την ξέχωρη

που ο έρωτας σαν λούλουδο τη δρέπει,

απάνω από τους νιους πού σεργιανίζουνε

στο δάσος της Καισαριανής, δροσάτη η σκέπη.


Κι όπως διαβαίνουν μπρος στο Σκοπευτήριο

το θρυλικό,-η ώρα ανατριχιάζει-

ξάφνου λεβέντης απ’ το χώμα ορθώνεται,

βαθιά η καρδιά των νέων τρεμουλιάζει


Καθώς θωρούν το παλικάρι της Αντίστασης

μ’ ένα τριαντάφυλλο άλικο, βαλμένο

στο στήθος του που ο Γερμανός του κάρφωσε,

στο στήθος το ντουφεκισμένο…


Μπρος στο τρανό της Λεβεντιάς Θυσιαστήριο

το ματωμένο παλικάρι προβοδάει

με κοίταμα γαλήνιο και περήφανο,

τη Λευτεριά που με τους νιους περνάει.


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου



Λευκάδα


Φορές φορές που με πλανά ο νους μου και στα πίσω

με πάει να σταματήσω,

γλυκοπιθύμητο νησί, μια μια κάθε σου χάρη

αγνό μαργαριτάρι.


Περνώ ως αρμάθα στ’ αργυρό της θύμησης το νήμα,

απ’ το βουνό ως το κύμα,

τους βελουδένιους κάμπους σου, τη χώρα, τ’ ακρογιάλι,

με μπόρα ή μαϊστράλι,

το κάστρο το σπανιόλικο, τις βάρκες, τα καΐκια,

την αμμουδιά ως τα φύκια.


Κι ανιστορώ τις χρυσαυγές, των δειλινών τα θάμπη,

που απαλοσβεί ό,τι λάμπει,

σαν μες στης ώρας βουτηχτό τα μάγια τα μεγάλα

σκυθρώπιαζες μια στάλα,

πνιγμένα αντιβουίζοντας με τη στερνή καμπάνα

καημούς και γέλια πλάνα.


Την ώρα τούτη -ώ θύμηση!- όλα κρυφολαλούσαν

κι αχούς με πλημμυρούσαν.

Την ώρα τούτη ξέχωρα, Λευκάδα, ο νους μου βάνει

που ανέγραφο στεφάνι

στην αγκαλιά σου μ’ έσφιγγε, ψυχήν απ’ την ψυχή σου,

σβώλο θαμπό της γης σου.


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου



Μαρία Μαγδαληνή 


Χριστέ μου, απαρνήθηκα την πρωτινή ζωή μου.

Κι αν το φτωχό το Είναι μου ήτανε μια φορά

η τάβλα της τρελής γιορτής για γλέντι που καλούσε

κάθε διαβάτη όπου ποθεί την άσεμνη χαρά.


Ήμουν εγώ, η Μαγδαληνή, το ζωντανό μεθύσι,

ένας ωραίος δαίμονας μ’ αχόρταστη καρδιά.

Μα ήρθες ο ξέχωρος εσύ και δάκρυσ’ η καρδιά μου,

σαν κάποιας σφαλιστής πηγής να βρήκες τα κλειδιά.


Της αρετής σου οι οχτροί μυρωδικά μου φέραν

πανάκριβα΄ στα πόδια σου, Χριστέ μου, τα σκορπώ.

Συχώρα με, συχώρα με! τα περασμένα αφήνω

για νάρθω στο γλυκύτατο που τάζεις ουρανό…


….Νάρδου και μύρου αρώματα σκορπίστηκαν τριγύρω

στου ήλιου τα στερνόφωτα που χάϊδευαν δειλά,

του Ναζωραίου το μέτωπο το σκεπτικό κι ωραίο,

και της πικρής αμαρτωλής τα ξέπλεκα μαλλιά.


Στου δειλινού την ιερή τη σιγαλιά γρικιέται

το σχώριο, ουράνιο κάλεσμα μ’ απόκοσμες φωνές.

Ο ήλιος έφυγε, ξανά για νάρθει να φωτίσει

αμαρτωλής γονάτισμα κι αμαρτωλών χαρές…


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου



Παρακάλια


Τα γόνατά σου αγκάλιασα και σύρθηκα στο χώμα.

Κ ήμουν χλωμή κι ανάτρεμα σαν της ελιάς το φύλλο.

Πονούσα, μα τα χείλη μου ν΄ ανοίξω δεν μπορούσα,

μονάχα αναθωρώντας σε τα μάτια σου ζητούσα.


Τα μάτια σου, τα μάτια σου! αλί, βραχνά τρομάρα

πώς μ΄ έσφιγγε, πώς μ΄ έπνιγε. Τα γύριζες αλλού

κουφός, βουβός κι ασάλευτος κι εγώ σαν το καλάμι

τρεμούλιαζα όταν κοιτάει μέσ΄ το βαθύ ποτάμι.


Ρήγισσα εγώ περήφανη, μπροστά σου ήμουν σκλάβα

με ζητιανιά γυρεύοντας αγάπη απ΄ τη ματιά σου

του κάκου. Μακριά από μένα ως ήταν αραγμένη,

μ΄ αντίφεγγο οχτρικού ηλιού την είδα φλογισμένη!


Κι αμίλητη σωριάστηκα σαν το σπασμένο αστάχι

όταν βοριάς θεότυφλος σαρώνει ό,τι του λάχει.-


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου

Ο Νουμάς, Τόμος 16, αρ. 632 (1919), σ. 337.



Πώς ήθελα να πέθαινα


Πώς ήθελα να πέθαινα

έτσι απλά κι ωραία…

Νάναι το πάρκο σιωπηρό,

περίλυπη η αλέα,

και πέρα, προς το σβήσιμο

των δέντρων, καβαλάρη

να βλέπω να ‘ρχεται σ’ εμέ

το Χάρο να με πάρει.


Να ξεπεζεύει το κομψό

κορμί με σβελτοσύνη,

να μου προσφέρει τ’ άσαρκα

τα δάχτυλα βοήθεια,

κ’ εγώ να νιώθω πλάγι του

μια τέτοια εμπιστοσύνη!

Κ’ έτσι σαν κύμα ανάπαψης

στα πικραμένα στήθια.

-Πόσο καθάριο της ζωής

το νόημα μπροστά μου.-


Κ’ ενώ θα κάνει μου τιμές

εκείνος σαν ιππότης,

εγώ καθώς τριαντάφυλλο

να βγάλω την καρδιά μου,

 να του τη δώσω με ορμή

μιανής αγάπης πρώτης.


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου



Στον Ηνίοχο του Μουσείου των Δελφών


Ηνίοχε θριαμβευτή! χαρά μου το χυτό σπαθί

το χάλκινο κορμί σου.

Το χέρι σου το εφηβικό για κάθε αγώνα στιβαρό,

ξεφτέρι στην ορμή σου.


Το μάτι σου το λαμπερό που πάει ολόισια στο σκοπό,

αλύγιστο τρυπάνι,

σα σκλάβα σου με συγκρατεί για κάποια αγάπη να μου πει 

σ’ ώρα που θα σημάνει.


Με βλέπει η σάλα η αυστηρή. Μουσείου σάλα παγερή

στα πόδια σου ν’ απλώνω,       

ώρες και μέρες στη σειρά πότε θλιμμένη μια χαρά

πότε φωτιά να υψώνω!


Σα μιαν αβάσταγη κραυγή τότε μου σκίζει το κορμί

τα σπλάχνα μου θερίζει,

προς την αντρίκεια σου γητειά με πάει μ’ ολάνοιχτα πανιά,

- γολέτα που αρμενίζει.


Θαρρώ πως είσαι ο μοναχός άντρας που εστάθη αληθινός

γόης και δαμαστής μου.

Θαρρώ πως είσαι ο μοναχός που λύγισες το κρύφιο εντός

της ύπαρξής μου.


Κάθε μου σκέψη ή λαγγεμό κρεμώ στο αινιγματικό

το ηδονικό σου στόμα,

και λέω πως ίσως σ’ αγαπώ με τέτοιο αλλιώτικο καημό

γιατί είσαι ωραίος και γιατί

δε μίλησες ακόμα…


Κλεαρέτη Δίπλα Μαλάμου


Δεν υπάρχουν σχόλια: