ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ - ΤΟ ΚΛΕΦΤΟΠΟΥΛΟ

#διαβάζω_για_σένα 



Το κλεφτόπουλο

 

Η μέρα εκείνη ήταν πικρή κι οι κλέφτες που χαλάστηκαν[1] πάντα θα τη θυμούνται.

Στα χέρια οι κλέφτες σήκωσαν τον καπετάνιο, ασάλευτο, με τη σπαθιά κατεβαστή στο πρόσωπο, και πολεμώντας ανηφόρισαν! Κι έπιασαν το καταράχι[2] και σταμάτησαν.

Οι Αρβανίτες δεν τους πήραν από κοντά, γιατί τρανός ήταν κι ο θρήνος ο δικός τους. Και μονάχα του καπετάνιου των κλεφτών ο θάνατος, του ξακουστού αρματολού, θάνατος που χρόνια τον παρακαλούσαν, έκανε το κλάμα τους σε γέλιο να ξεσπάσει. Κι ο σάλαγός[3] του ν’ αντηχεί για νέο φοβέρισμα στους κλέφτες τους θλιμμένους.

Οι κλέφτες όμως σώπαιναν. Τα μάτια τους στεγνά τον καπετάνιο αντίκριζαν τον ξαπλωμένο, που δεν έδειχνε ζωής σημάδι.

Η μέρα εκείνη ήταν πικρή! Κι η μοίρα τους έτσι ήταν γραφτή.

Ο καπετάνιος είχε καλέσει τους Αρβανίτες σε πόλεμο για θάνατο και για ζωή. Και τώρα ο Αλιζόταγας, δερβέναγας[4] σκληρός, εχθρός του καπετάνιου, χαίρεται και καμαρώνει. Κάποτε ο πληγωμένος συνήλθε. Στο πρώτο άνοιγμα των ματιών του, άλλη τρομάρα ζωγραφίστηκε.

- Ο ψυχογιός[5] μου που είναι; είπε. Τ’ άρματά μου… Παν κι αυτά; Πόσοι απομείναμε;… Πεθαίνω.

- Καρδιά, πατέρα! Και θα ζήσεις!, είπε ένα απ’ τα παλικάρια. Όσοι χτυπήθηκαν, τους πήραμε (ήταν ψέμα θλιβερό).

- Κι ο ψυχογιός; Και τ’ άρματα;

- Μας λείπουν. Κι άλλοι δέκα αντάμα[6].

- …Όλοι στον τόπο;

- Μην το λες. Ξέκοψαν από μας εκεί που πάψαμε τον πόλεμο. Κανένας δεν τους είδε (ήταν αληθινό).

Τότε ακούστηκαν να τρέχουν από κοντά πόδια σιδερωμένα. Κι ο ψυχογιός σε λίγο, του καπετάνιου ο ακριβός, που ‘χε τη δόξα να φορά του καπετάνιου τ’ άρματα, ορθός στεκόταν στον καπετάνιο αντίκρυ, σαν Χάρος φοβερός και μαύρος.

- Γεια και χαρά σου, καπετάνιε!, φώναξε. Εξαγόρασα το αίμα σου.

- Ο Αλιζόταγας δε ζει! Τους βγήκα μπρος καρτέρι… Άμα σε πήραν οι σύντροφοι, δεν κρατήθηκα. Στο δρόμο τον πλατύ τους βγήκα και τους πέσαμε με το σπαθί. Κι οι Αρβανίτες σκόρπισαν. Κι ο Αλιζόταγας γυμνός στο χώμα κείτεται!

- Ορέ, σηκώστε με!, φωνάζει ο καπετάνιος. Τι λέει αυτός εκεί; Τρομερή ήταν η ματιά του, στον ψυχογιό ριχτή. Κι έτρεμε τώρα το κλεφτόπουλο μπροστά του.

- Ορέ, ποιος σου είπε να το κάνεις; φώναξε ο καπετάνιος. Αφού χαλάστηκα, πώς θέλησες εσύ να με ντροπιάσεις; Ο Αλιζόταγας έπρεπε να ζήσει ανίκητος!... Τι είναι που κρατάς;

- Είναι το καριοφίλι του και τ’ άρματά του… Σου τα ‘φερα.

- Πάρ’ τα! Πάρ’ τα, μήτε να τα δω! Τώρα, αφού έχεις άρματα, βγάλε τα δικά μου, που δε σου έπρεπαν… Τέτοια τιμή για σένα είναι μικρή… Άλλα άρματα προτίμησες…

- Συμπάθα με[7], καπετάνιο! Ξέρεις αν κράτησα την πίστη στ’ άρματά σου κι αν τα τίμησα.

- Κι ο Αρβανίτης, αν σε σκότωνε κι εσένα και μου τα έπαιρνε;

- Δεν τα κρατούσα για γαμπρός! Τ’ άρματα είναι για πόλεμο και τα δοκίμασα!... Μα εκείνα του Αρβανίτη τα είχα ζηλέψει από καιρό για σένα, όχι για μένα, καπετάνιο, και σου τα ‘φερα…

- Δικά σου! Δεν τα θέλω! Και βγάλε τα δικά μου!... Δεν ακούτε εσείς, ορέ;

Το κλεφτόπουλο, άγριο, έχει το χέρι στο σπαθί και βλέπει γύρω του.

- Όποιος απλώσει, κράζει, τον περιμένει θάνατος! Τ’ άρματα που φορώ, κανένας μην τ’ αγγίζει! Του καπετάνιου τ’ άρματα!

Όλοι πρόσεχαν τ’ αγριεμένο κλεφτόπουλο κι ο καπετάνιος είχε σηκωθεί ολόρθος άξαφνα, κανείς δεν είδε πώς, με τη σπαθιά μεσόφρυδα, μεγάλος και πνιγμένος στο αίμα, και φάνταζε σαν ν’ αναστήθηκε.

- Ορέ, είπε με μια φωνή που ράγιζε, τ’ άρματα τα δικά μου δεν τα καταφρονείς[8];… Θέλεις να τα φοράς ακόμα;

- Θέλω και θέλω! Είμαι ο ψυχογιός σου εγώ!

Άπλωσε το χέρι ο καπετάνιος κι έδειξε το κλεφτόπουλο κι έβγαλε ένα ροχαλητό[9].

- Προσκυνάτε, ορέ, τον καπετάνιο σας!

 

Γιάννης Βλαχογιάννης (1913)

 

Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές



[1] χαλώ = σκοτώνω.

[2] το καταράχι = η κορυφογραμμή.

[3] ο σάλαγος = η μεγάλη βοή από πλήθος ανθρώπων.

[4] ο δερβέναγας (τουρκικά dervent + aga) = Τούρκος αξιωματικός, αρχηγός των στρατιωτών που φρουρούν τα περάσματα των βουνών.

[5] ο ψυχογιός = ο θετός γιος.

[6] αντάμα = μαζί.

[7] συμπάθα με = συγχώρησέ με.

[8] καταφρονώ = περιφρονώ.

[9] το ροχαλητό = ο επιθανάτιος ρόγχος, η έντονη αναπνοή του ετοιμοθάνατου ανθρώπου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: