ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ - Η ΧΡΥΣΑΥΓΗ

#διαβάζω_για_σένα


 


Η Χρυσαυγή

 

Το χωριό Σαμπάναγα[1] ήταν ανάστατο. Οι έντρομοι κάτοικοι βιάζονταν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, να φύγουν πριν έρθουν οι Λαλιώτες[2], που, κατά τις πληροφορίες κάποιου βοσκού, δε θ’ αργούσαν να φανούν.

- Φάνηκαν;

- Όχι ακόμη˙ μα όπου να ΄ναι θα πλακώσουν.

- Τους είδε καλά; Μήπως έκανε λάθος ο Δήμος.

- Βρε, όπως σε βλέπω και με βλέπεις, σου λέει! Πέρασαν απ’ τα ταμπούρια[3] των χριστιανών με το σπαθί στο χέρι… Μα τι παλικάρια, αδερφέ! Και μοιάζουν με το λύκο˙ δεν τους πειράζεις, δε σου μιλούν˙ τους πείραξες; μαύρο φίδι που σ’ έφαγε.

- Ωχ! Αλίμονο σε μας.

Γκρινιάζοντας και κλαίγοντας οι χωρικοί έτρεχαν με τις γυναίκες και τα παιδιά τους απ’ τα διάφορα μέρη του χωριού στην εκκλησία της μικρής πλατείας, για να σκεφτούν ποιο δρόμο πρέπει να τραβήξουν.

- Μη βιάζεστε, είπε ξαφνικά, καθώς φάνηκε ανάμεσά τους, η Χρυσαυγή. Θα φύγετε; Και πού θα πάτε; Οι Λαλιώτες πλάκωσαν. Σε λίγο θα περάσουν το ποτάμι και θα σας πετσοκόψουν. Δεν κάνετε κάτι άλλο καλύτερα;

- Σαν τι; ρώτησαν όλοι, κοιτάζοντάς τη με φόβο και κρυφή ελπίδα.

- Δυο τρεις από σας να πάνε να πιάσουν το ποτάμι, κάτω στη δημοσιά[4]. Δυο τρεις μπορούν να κρατήσουν ώρες τους Λαλιώτες κι οι άλλοι να βρουν καιρό να φύγουν.

Οι χωρικοί κοιτάχτηκαν με απορία. Τι ήταν αυτά που άκουγαν; Οι Λαλιώτες, άγρια και φιλοπόλεμη αλβανική φυλή, που εγκαταστάθηκε στο κέντρο της Πελοποννήσου σαν ελιά ανάμεσα σε σταφίδες, οι Λαλιώτες, ο φόβος και ο τρόμος των γύρω χριστιανών και Τούρκων, έκαναν επιδρομή˙ κι εκείνη η γυναίκα έλεγε ότι δυο τρεις έφταναν να τους αντιμετωπίσουν. Κάτι τέτοιο κανένας λογικός άνθρωπος δε θα μπορούσε να το σκεφτεί.

- Και ποιοι να πάνε; ρώτησε κάποιος απ’ τους χωρικούς κοροϊδευτικά.

- Ποιος; Να, εγώ πρώτη. Ποιος άλλος έρχεται μαζί; απάντησε αυτή χτυπώντας καταγής το καριοφίλι της και κοιτάζοντας με θάρρος τους συμπατριώτες της.

Οι χωρικοί κουνούσαν το κεφάλι με απελπισία. Προφανώς τα λόγια της Χρυσαυγής έβρισκαν κλειστά τ’ αυτιά τους. Κανένας δεν τολμούσε ν’ αντιμετωπίσει τους Λαλιώτες και ν’ ακούσει κοντά του να βροντά το περίφημο λαλιώτικο ντουφέκι.

- Ναι. Ποιος έρχεται; ξαναρώτησε η γυναίκα. Αν σκοτωθεί, θα σώσει με τη ζωή του τόσες ψυχές. Οι παπάδες θα  ευλογούν τ’ όνομά του στην εκκλησιά.

Αλλά ενώ ακόμα μιλούσε, στην αντίπερα όχθη του ποταμού φάνηκαν αμυδρά κάτω απ’ τις πρώτες ηλιαχτίδες τα γεροδεμένα κορμιά και τα μυτερά καπέλα των Λαλιωτών, που καβαλίκευαν ψηλά και ατίθασα άλογα. Οι χωρικοί, που η προσοχή τους ήταν στραμμένη πάντα εκεί, μόλις τους είδαν, σκορπίστηκαν έντρομοι, σαν βατράχια στη λίμνη που άκουσαν τα βήματα του διαβάτη, αφήνοντας μόνη σαν άγαλμα στη μέση της πλατείας τη γυναίκα.

- Ορέ, είστε λαγοί!, είπε με αγανάκτηση. Θέλετε να σωθείτε και θαρρείτε[5] πως θα το πετύχετε με το φευγιό!

Κοίταξε για λίγο με βλέμμα γεμάτο θλίψη τους συμπατριώτες της, κρέμασε στον ώμο το καριοφίλι και πήρε το δρόμο για το ποτάμι.

Το χωριό Σαμπάναγα, στην αριστερή όχθη του Πηνειού[6], είναι μικρό και φτωχικό. Τα λευκά σπιτάκια του, κρυμμένα στις φυλλωσιές των κυπαρισσιών και των συκομουριών, μοιάζουν με φωλιές πουλιών κάτω απ’ τη φυλλωσιά της αγριελιάς. Οι χωρικοί είναι όλοι γεωργοί˙ οι γυναίκες τους, γεροδεμένες και ζωηρές, βοηθάνε τους άντρες στις δουλειές τους.

Το ποτάμι σ’ εκείνα τα μέρη είναι βαθύ και πλατύ, συχνά πλημμυρίζει το χειμώνα, καταστρέφει τις φυτείες και τα σπαρτά των χωρικών και παρασύρει με την ορμή του πρόβατα, βόδια, ακόμα και σπιτάκια. Το πέρασμα από τη μια όχθη στην άλλη γίνεται με περαταριά, μια μεγάλη βάρκα που πηγαινοέρχεται με χοντρά σύρματα. Αλλά στα χρόνια της Επανάστασης, εκατό μέτρα απ’ το χωριό, το ποτάμι κοβόταν στα δυο και μετά πάλι ενωνόταν, αφήνοντας στη μέση ένα μικρό νησάκι κατάφυτο με ιτιές και βούρλα[7]. Εκεί οι χωρικοί έριχναν δυο απελέκητους κορμούς δέντρων κι επικοινωνούσαν με τα γύρω χωριά. Αυτή τη γέφυρα παρακινούσε η Χρυσαυγή τους συγχωριανούς της να πιάσουν, για να εμποδίσουν τους Λαλιώτες να φτάσουν στο χωριό, που αναγκασμένοι απ’ τους επαναστάτες να εγκαταλείψουν τις πλούσιες φυτείες τους στο οροπέδιο του Λάλα, μανιασμένοι, σαν τίγρεις διωγμένες απ’ τη φωλιά τους, περνούσαν καίγοντας κι ερημώνοντας τα χωριά μέχρι να φτάσουν στην Πάτρα.

 

***

 

Ο ήλιος είχε ήδη ανατείλει˙ το νερό του ποταμιού κατέβαινε θολό και φουσκωμένο απ’ τη βραδινή βροχή. Ένας ελαφρύς ζέφυρος[8] κουνούσε, σαν σε επιφάνεια λίμνης, τα στάχυα της πεδιάδας, που οι χωρικοί έσπειραν με κόπο και η φωτιά των επιδρομέων θα έκαιγε σε λίγο… Ο αμπελουργός κελαηδούσε αμέριμνος στ’ αμπέλια κι η σιταρήθρα φτερούγιζε στους αγρούς.

Η Χρυσαυγή, γονατιστή δίπλα στη γέφυρα, στήριζε το κεφάλι στο δεξί της χέρι, με το οποίο κρατούσε τολμηρά το καριοφίλι της, και περίμενε την εμφάνιση του εχθρού με συγκίνηση, όπως κάθε άνθρωπος έτοιμος να κάνει ένα σπουδαίο κατόρθωμα. Η Χρυσαυγή, γυναίκα είκοσι δύο χρόνων, ωραία, με καστανά μάτια, ξανθά μαλλιά, συνδύαζε το γεροδεμένο και υγιές σώμα με την αντρική ψυχή και το ασυναγώνιστο θάρρος. Κόρη γέροντα δάσκαλου, ανθρώπου που αγαπούσε την πατρίδα, από τους πρώτους που ασπάστηκαν τις ιδέες της Φιλικής Εταιρείας, κληρονόμησε τα αισθήματα και το χαρακτήρα του. Όποτε ήταν μόνη, πάντοτε έφερνε στο μυαλό της εκείνους τους άντρες που δεν ανέχονταν τη σκλαβιά, ζούσαν ελεύθεροι στα βουνά και που τόσες φορές είχε ακούσει τα κατορθώματά τους απ’ τον πατέρα της και τους άλλους χωρικούς. Τότε η καρδιά της χτυπούσε με ανακούφιση. Ένιωθε άπειρη αγάπη και αφοσίωση γι’ αυτούς, τους αγωνιστές της λευτεριάς, και λυπόταν που δεν ήταν κι αυτή άντρας, για να τους μιμηθεί.

Η Χρυσαυγή παρακολουθούσε με το βλέμμα τις κινήσεις του εχθρού. Αλλά ξαφνικά ο νους της, από το αίσθημα της φιλοπατρίας, φτερούγισε σε κάποιο άλλο τρυφερό κι ευγενικό αίσθημα. Θυμήθηκε τον Κωνσταντή, το σύζυγό της εδώ κι έξι μήνες.

Η Χρυσαυγή αγάπησε τον Κωνσταντή, γιατί λάτρευε τη λεβεντιά. Αλήθεια, ήταν λεβέντης ο Κωνσταντής, ψηλός, με πλάτες φαρδιές, με παχύ μαύρο μουστάκι, μακριά μαύρα μαλλιά, σαν σβησμένο κάρβουνο, και μεγάλα εκφραστικά μάτια. Φορούσε λεβέντικα το φέσι του, που το κατέβαζε μέχρι το δεξί του μάτι. Έζωνε με μεγάλη επιδεξιότητα τη λευκή φουστανέλα και πάνω απ’ αυτή το σελάχι[9]. Ήταν πρώτος στο χορό και πρώτος στο τραγούδι… Η Χρυσαυγή δεν είχε αποδείξεις, αλλά πίστευε ότι, όταν δινόταν η ευκαιρία, θα ήταν πρώτος και στ’ άρματα.

Η Χρυσαυγή, μέσα σ’ εκείνη τη μοναξιά, μπροστά στην όμορφη εικόνα της φύσης, ακούγοντας από μακριά τα βελάσματα των αρνιών, βλέποντας τα πουλιά ν’ ανταλλάσσουν τραγούδια αγάπης και έρωτα, βυθίστηκε για λίγο στο παρελθόν. Πόσο ευτυχισμένη ήταν με τον Κωνσταντή! Πάντοτε με χορούς, τραγούδια και φιλιά… Κάμποσο καιρό πριν άρχισε να καταλαβαίνει ότι σε λίγο θα γινόταν μητέρα και με συγκίνηση, όπως ο φυλακισμένος τη μέρα της αποφυλάκισης, περίμενε τη μέρα που θα έδειχνε στον Κωνσταντή ένα τρυφερό και γελαστό παιδάκι… Αλλά οι προσδοκίες της άρχισαν να διαψεύδονται, όπως οι ελπίδες του φτωχού που βλέπει το αρχοντικό του πλούσιου. Η επαναστατική θύελλα, που χτύπησε την πιο ακατάλληλη στιγμή τη νεόχτιστη φωλιά της Χρυσαυγής, τη σκόρπισε σε ερείπια… Αλήθεια, πόσο καταστροφικός ήταν ο πόλεμος, αλλά και πόσο ανυπόφορη η σκλαβιά.

Ο Κωνσταντής, όταν πέρασε απ’ το χωριό ο Ιόνιος Στρατός[10], δεν μπορούσε παρά να τον ακολουθήσει στην εκστρατεία κατά του Λάλα. Η θλιβερή είδηση είχε ήδη φτάσει˙ οι Λαλιώτες έκαναν επιδρομή στα πεδινά χωριά. Άρα έσφαξαν και σκόρπισαν τους επαναστάτες, κι ο Κωνσταντής, που η Χρυσαυγή πίστευε πως αυτός ποτέ δε θα υποχωρούσε απ’ τη θέση του στον εχθρό, θα σκοτώθηκε. Αλλά εκείνοι, οι επιδρομείς, ήταν οι φονιάδες του. Έπρεπε λοιπόν να εκδικηθεί, να πάρει το αίμα της πίσω.

Έτσι λοιπόν, εκτός απ’ την αγάπη για τους συγχωριανούς της, είχε κι άλλο σοβαρό λόγο να καταλάβει στη γέφυρα και ν’ αντιμετωπίσει τον εχθρό, που κατέστρεψε μονομιάς και την πατρίδα και το μέλλον της.

 

***

 

Οι Λαλιώτες είχαν ήδη ξεπεζέψει στη δεξιά όχθη του ποταμιού. Μερικοί πότιζαν τ’ άλογά τους, άλλοι είχαν ξαπλώσει στα χορτάρια, άλλοι πυροβολούσαν άσκοπα τα σπιτάκια του χωριού και άλλοι, σκορπισμένοι, αναζητούσαν το πέρασμα του ποταμιού.

Η Χρυσαυγή ήταν βυθισμένη στις μελαγχολικές σκέψεις της. Ξαφνικά άκουσε ποδοβολητό αλόγων και γυρίζοντας το κεφάλι με προφύλαξη, παρατήρησε ένα απόσπασμα Λαλιωτών που πήγαιναν προς το μέρος της. Μετά από λίγο διέκρινε ότι το απόσπασμα το οδηγούσε ένας χριστιανός, που είχε το σαρίκι[11] από το σβέρκο προς το στήθος σε ένδειξη υποταγής.

- Πού να τους πηγαίνει; συλλογίστηκε κι απόρησε η Χρυσαυγή.

Αλλά μετά από λίγο κατάλαβε πως τους έφερνε στη γέφυρα.

- Τον άτιμο!, ψιθύρισε με θυμό. Όχι, δεν είναι χριστιανός! Είναι χειρότερος από εχθρό αυτός!

Και σηκώνοντας το καριοφίλι, σημάδεψε… Αλλά το καριοφίλι της έπεσε αμέσως απ’ τα χέρια. Της ήρθε ζάλη, ένα ρίγος διαπέρασε το κορμί της, κοκκίνησαν τα μάγουλά της από ντροπή και οργή.

- Ο Κωνσταντής!, ψιθύρισε με τρεμάμενα χείλη.

Αλήθεια, ήταν ο σύζυγός της.

Η Χρυσαυγή είχε ξεγελαστεί. Δεν πρέπει να κρίνουμε έναν άθλιο από το παράστημα και την εξωτερική ομορφιά, για να καταλάβουμε την ψυχή και τα αισθήματά του. Ο Κωνσταντής, αν και ήταν λεβέντης στην όψη, ήταν δειλός, με ψυχή διεφθαρμένη. Ακολούθησε τον Ιόνιο Στρατό με δυο άλλους συντρόφους του στα αισθήματα και όχι από φιλοπατρία, αλλά για να ωφεληθεί απ’ την περίσταση και να μαζεύει τα πλιάτσικα[12] των σκοτωμένων. Και τώρα ερχόταν να κάνει κι άλλη, πιο άτιμη πράξη. Τον αιχμαλώτισαν οι Λαλιώτες και με απειλές και λίγο χρυσάφι τον έπεισαν να τους δείξει το πέρασμα για το χωριό. Κι ο τιποτένιος δεν προτίμησε να πεθάνει!...

Αλλά η Χρυσαυγή δεν ήθελε ακόμη να πιστέψει πως είχε ξεγελαστεί. Όχι, ο Κωνσταντής είναι σωστό παλικάρι˙ ίσως μάντεψε πως εκείνη φύλαγε τη γέφυρα κι έφερε επίτηδες τους Λαλιώτες, για να τους ρίξει στην παγίδα. Κι επειδή ήταν απόλυτα βέβαιη γι’ αυτό - επειδή η γυναίκα ποτέ δεν πιστεύει στον εξευτελισμό του αγαπημένου της - θέλησε να πληροφορήσει τον Κωνσταντή για την παρουσία της˙ έβαλε στο στόμα της τρία δάχτυλα και σφύριξε απαλά.

Ο Κωνσταντής στάθηκε ξαφνικά, αλλά, σαν να πήρε απόφαση, προχώρησε πάλι προς τη γέφυρα. Μετά από λίγο ακούστηκε και δεύτερο σφύριγμα, πιο δυνατό, παρατεταμένο, σαν σφύριγμα φιδιού που ζεσταίνεται απ’ τη φωτιά.

Οι Λαλιώτες στάθηκαν˙ ο Κωνσταντής συνέχισε το δρόμο του.

- Έλα, έλα, Κωνσταντή, εδώ είμαι, ψιθύρισε η γυναίκα συγκινημένη στην κρυψώνα της.

Αλλά ο Κωνσταντής, αντί να απαντήσει, όρμησε στη γυναίκα και άρπαξε την κάννη του όπλου της.

- Μέριασε[13], μωρή! Μέριασε από δω, είπε άγρια, τραβώντας της το καριοφίλι.

Η Χρυσαυγή έμεινε άφωνη από τη συμπεριφορά του άντρα της. Πόσο γελάστηκε! Πόσο εξαπατήθηκε από τα συναισθήματά της! Όχι, ο Κωνσταντής, κι αν είχε λεβεντιά, δεν είχε την παλικαριά που έπρεπε να έχει ως Έλληνας˙ η καρδιά του ήταν καρδιά πετεινού, η ψυχή του ήταν ψυχή ζητιάνου… Καταντροπιασμένη που αγάπησε ένα τέτοιο τιποτένιο πλάσμα, διαλυμένη από την ιδέα ότι αντί να τον έχει σύμμαχο και συνεργό στο σωτήριο έργο της, είχε αντίπαλο τον Κωνσταντή, η Χρυσαυγή έμενε εκεί ακίνητη, άφωνη, με σκυμμένο το κεφάλι και με τα μάτια γεμάτα δάκρυα… Καλώς ή κακώς η γυναίκα όφειλε να υπακούσει τον άντρα της, έπρεπε να κάνει στην άκρη και ν’ αφήσει ανοιχτό το δρόμο στους εχθρούς.

Αλλά ξαφνικά από τα δακρυσμένα μάτια της, σαν όραμα, πέρασαν σκηνές συμφοράς˙ τα πτώματα των συγχωριανών της κρέμονταν από τα δέντρα μελανιασμένα και αγριωπά, το χωριό της καιγόταν, φωνές απελπισίας ακούγονταν εδώ κι εκεί, γυναίκες έτρεχαν ψάχνοντας τα παιδιά τους και τα παιδιά φώναζαν τις μανάδες τους˙ αλλά ξαφνικά εμφανίζονταν οι άγριοι Λαλιώτες, σαν δαίμονες της κόλασης, τους έκοβαν το δρόμο και το νήμα της ζωής μαζί… Και για όλα αυτά ευθυνόταν η Χρυσαυγή… Όχι, δεν έπρεπε να υπακούσει τον άντρα της. Είχε καθήκον να διαλέξει τη σωτηρία των πολλών.

Και ξαφνικά, παίρνοντάς το απόφαση, στάθηκε άγρια και απειλητική, άρπαξε το καριοφίλι, που εκπυρσοκρότησε και τραυμάτισε τον Κωνσταντή στο μπράτσο. Αυτός άφησε το όπλο, έπιασε με το χέρι την πληγή του και οπισθοχώρησε με κραυγές πόνου, βλαστημώντας και κλαίγοντας σαν δαρμένο σκυλί.

Οι Λαλιώτες, που προειδοποιήθηκαν απ’ τον πυροβολισμό, ετοίμασαν τα όπλα για να τα αδειάσουν στην κρυψώνα της Χρυσαυγής, όταν άλλοι τέσσερις πυροβολισμοί τους ανάγκασαν να τραπούν σε φυγή, αφήνοντας τέσσερις συντρόφους τους νεκρούς. Η Χρυσαυγή γύρισε το κεφάλι και είδε από πάνω της τέσσερις γεροδεμένους χωρικούς, που ακολούθησαν το παράδειγμά της και γύρισαν απ’ τα μισά του δρόμου, για ν’ αντισταθούν μαζί της.

- Πάνε οι άλλοι; τους ρώτησε συγκινημένη.

- Ναι˙ λίγο ακόμη και φτάνουν στη Γαστούνη[14].

- Καλά. Πιάστε τα βούρλα και βαράτε.

Οι Λαλιώτες ξεκίνησαν την επιδρομή με πολεμικές κραυγές πάνω στη γέφυρα. Οι τουφεκιές έπεφταν πυκνές κι απ’ τα δυο μέρη.

 

***

 

Μια ώρα κράτησε η άνιση μάχη ανάμεσα στους επιδρομείς και σ’ εκείνους που κρατούσαν καρτερικά τη γέφυρα.

Ο αρχηγός των Λαλιωτών Χασάν Φιδάς, περήφανος και βίαιος άντρας, που δεν περίμενε τέτοια αντίσταση απ’ τους χωρικούς, κάλπαζε καταϊδρωμένος πάνω στο άλογό του, έβριζε και καταριόταν το γένος των γκιαούρηδων[15] και παρακινούσε τους συντρόφους του να τους εξοντώσουν. Αυτοί πάλι, που είχαν τον ίδιο χαρακτήρα με τον αρχηγό τους, ορμούσαν κατά κύματα στη γέφυρα. Κάποια στιγμή μάλιστα, που είδαν από μακριά στο λόφο τους χωρικούς να φεύγουν με όλα τα λάφυρα που λογάριαζαν ν’ αρπάξουν, επιτέθηκαν ακόμη πιο μανιασμένα. Αλλά τα βόλια των χωρικών τους αποδεκάτιζαν[16] και δεν τους άφηναν να κάνουν βήμα μπροστά.

Ο ήλιος μεσουρανούσε. Οι καυτές κάθετες ηλιαχτίδες ζεμάτιζαν τους πολεμιστές. Ο ιδρώτας κυλούσε σαν ποτάμι στο μέτωπό τους, ο καπνός της μάχης τους έπνιγε. Η πεδιάδα αντιλαλούσε απ’ τις φωνές, τις βλαστήμιες των εχθρών, τα βογκητά των πληγωμένων και τα κοροϊδευτικά σχόλια των χωρικών, που, μπρούμυτα μες στα βούρλα, γέμιζαν κι έριχναν αδιάκοπα με τα καριοφίλια τους.

Αλλά μετά από λίγο κι αυτοί άρχισαν ν’ ανησυχούν. Τα καριοφίλια τους άναψαν απ’ την ασταμάτητη χρήση. Ένα απ’ αυτά έσκασε μόλις του έβαλαν το μπαρούτι. Ταυτόχρονα η Χρυσαυγή παρατήρησε ότι οι εχθροί είχαν αραιώσει πολύ. Άλλος ένας λόγος ανησυχίας. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι όσοι έλειπαν, είχαν σκοτωθεί στη μάχη. Κάποια παγίδα πρέπει να ετοίμαζαν.

Η Χρυσαυγή σκέφτηκε να προειδοποιήσει τους συμπατριώτες της, για να είναι έτοιμοι απέναντι σε κάθε κίνδυνο, όταν ένας απ’ τους χωρικούς φώναξε απ’ το ταμπούρι του δυνατά :

- Βρε παιδιά, οι Λαλιώτες περνάνε το ποτάμι!...

Πράγματι, ο Χασάν Φιδάς, απελπισμένος απ’ το πέρασμα της γέφυρας, διέταξε κάποιους απ’ τους συντρόφους του να ριχτούν στο ποτάμι. Οι περισσότεροι πνίγηκαν ή παρασύρθηκαν απ’ το ορμητικό ρεύμα, κάποιοι όμως βρέθηκαν στην αντίπερα όχθη, αρκετοί για να υποτάξουν τους εξαντλημένους αγωνιστές.

- Θα μας πάρουν τις πλάτες, επανέλαβε ο χωρικός.

- Τι θέλετε να κάνουμε; είπε η Χρυσαυγή. Εκείνοι γλίτωσαν. Πάμε να φύγουμε κι εμείς;

- Πάμε!

Με τα όπλα σηκωμένα οι χωρικοί άρχισαν να υποχωρούν ήσυχα προς το χωριό. Αλλά οι Λαλιώτες που είχαν ήδη περάσει τη γέφυρα, όρμησαν πάνω τους ασυγκράτητοι. Οι χωρικοί, που δεν μπορούσαν να βρουν αλλού σωτηρία, μπήκαν στο πρώτο σπιτάκι του χωριού.

- Εμπρός! Στην πόρτα, ούρλιαξε ο Φιδάς στους συμπολεμιστές του. Είναι ντροπή να μας παίζουν αυτοί!

Αλλά κανένας δεν τόλμησε να προχωρήσει προς την πόρτα, ούτε και να πλησιάσει στο σπίτι. Από διάφορες μικρές τρύπες είχαν προβάλει απειλητικά τα όπλα των χωρικών, έτοιμα να ξεράσουν και πάλι το θανατηφόρο μολύβι[17] τους.

- Φωτιά!, φώναξε λυσσασμένα ο Φιδάς. Φωτιά στο σπίτι!

- Φωτιά!, επανέλαβαν οργισμένοι οι επιδρομείς και άρχισαν να κάνουν πράξη τη διαταγή του αρχηγού τους.

Αλλά την ίδια στιγμή, ανάμεσα στους αλαλαγμούς και το θόρυβο των εχθρών, ακούστηκε η ατρόμητη και ζωηρή φωνή της Χρυσαυγής :

- Δε θα ‘χεις μολύβι! Πάρε, Χασάνη, δανεικό!

Και ταυτόχρονα ένα βόλι απ’ το σπιτάκι καρφώθηκε στα στήθη του αρχηγού των Λαλιωτών.

 

***

 

Μια μεγάλη φωτιά έκαιγε μπροστά στο σπιτάκι. Οι Λαλιώτες, εξαγριωμένοι από το σκοτωμό του αρχηγού τους, έτρεχαν, ξεκάρφωναν σανίδια από τα γύρω σπίτια, τα έριχναν στη φωτιά και μετά τα εκσφενδόνιζαν αναμμένα στο σπιτάκι.

Η Χρυσαυγή άφησε τη θέση της, ακούμπησε το όπλο της σε μια γωνιά, στράφηκε στους χωρικούς και τους είπε :

- Βλέπετε˙ δεν υπάρχει ελπίδα να σωθούμε. Όποιος φοβάται το θάνατο, ας παραδοθεί. Εγώ θα μείνω!

- Κι εμείς θα μείνουμε, είπαν αποφασιστικά οι χωρικοί.

Και κρατώντας ο ένας τον άλλο γονάτισαν σε μια γωνιά του μικρού σπιτικού, όπου έκαιγε ακόμη ένα καντηλάκι μπροστά σ’ ένα εικόνισμα της Παναγίας.

Μετά από λίγο άρπαξαν φωτιά τα παράθυρα και η πόρτα του σπιτιού. Την έφερνε ο άνεμος, χόρευε, έγερνε, σηκωνόταν, σκαρφάλωνε στα δοκάρια της πόρτας, στο μικρό εξώστη[18] και πάνω στη στέγη…

Οι Λαλιώτες, μεθυσμένοι από την επιτυχία τους, μαγνητισμένοι από το πάθος της εκδίκησης, πηδούσαν, χειροκροτούσαν, ούρλιαζαν σαν δαίμονες κι έριχναν αναμμένα δαδιά…

Μέσα στο μικρό σπίτι όμως επικρατούσε σιγή και κατάνυξη[19]. Οι πέντε εκείνοι άνθρωποι, ωχροί και άφωνοι, με το βλέμμα καρφωμένο στην Παναγία, φαίνονταν σαν να μην έχουν καμιά σχέση με τον κόσμο γύρω τους…

Η φωτιά έτρωγε τα σανίδια και προχωρούσε σφυρίζοντας σαν ορμητικό ρεύμα ποταμιού. Η μισή στέγη είχε πέσει, το πάτωμα είχε πάρει φωτιά και μόνο γύρω από τους ανθρώπους που προσεύχονταν είχε μείνει ένας μικρός κύκλος άθικτος απ’ τη φωτιά, σαν να ήθελε κι αυτή να τους αφήσει ν’ αποτελειώσουν την προσευχή τους.

Πέρασαν μόνο λίγα λεπτά. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος. Μαύρος καπνός τινάχτηκε στον αέρα και το σπίτι κρύφτηκε μέσα στις φλόγες σαν λαμπερό πυροτέχνημα. Μέσα στους κρότους της φωτιάς και στο τρίξιμο των ξύλων κατάπληκτοι άκουσαν οι Λαλιώτες τη Χρυσαυγή να τραγουδά με ενθουσιασμό :

Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή

παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή…

 

***

 

Όταν μετά απ’ όλα αυτά οι χωρικοί επέστρεψαν στα ερημωμένα σπίτια τους, έψαξαν και βρήκαν μέσα στις στάχτες του σπιτιού τα παραμορφωμένα πτώματα της Χρυσαυγής και των άλλων χωρικών. Τα τοποθέτησαν ευλαβικά σε κοινό τάφο, έριξαν χώμα, έμπηξαν έναν απλό σταυρό και στη θέση του σπιτιού έχτισαν ένα εκκλησάκι της Παναγίας.

Ακόμη και σήμερα ένα ευλαβικό χέρι ανάβει κάθε μέρα το καντήλι που είναι κρεμασμένο απ’ το κλαδί του γέρικου κυπαρισσιού, που έχει τα σημάδια της επιδρομής των εχθρών της πατρίδας μας. Και ο γεωργός και ο βοσκός που περνούν από κει, ξεσκουφώνονται και υποκλίνονται με σεβασμό, κάνουν το σταυρό τους και φιλούν με τρεμάμενα χείλη την ταφόπλακα.

Οι κάτοικοι του χωριού Σαμπάναγα διηγούνται στους ξένους με περηφάνια όσα συνέβησαν τότε και δείχνουν το σωρό του χώματος, που από κάτω αναπαύονται οι μάρτυρες της ελευθερίας και του καθήκοντος.

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1886)

 

Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές



[1] Σαμπάναγα = χωριό του νομού Ηλείας στην Πελοπόννησο στη νότια όχθη του Πηνειού ποταμού, που μετονομάστηκε το 1906 σε Πέτρα και το 1926 σε Αγία Μαύρα.

[2] οι Λαλιώτες = οι κάτοικοι του χωριού Λάλας, στο νομό Ηλείας στην Πελοπόννησο.

[3] το ταμπούρι (τουρκικά tabur) = το οχύρωμα.

[4] η δημοσιά = ο δημόσιος επαρχιακός δρόμος.

[5] θαρρώ = νομίζω.

[6] Πηνειός (ηλειακός) = ποταμός της Πελοποννήσου με πηγές στον Ερύμανθο, που εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος από τη Γαστούνη.

[7] τα βούρλα = φυτά που αναπτύσσονται στους βάλτους.

[8] ο ζέφυρος = ο δυτικός άνεμος.

[9] το σελάχι (τουρκικά silâh) = δερμάτινη ζώνη που φοριόταν πάνω από τη φουστανέλα, με θήκη για τα όπλα.

[10] Ιόνιος Στρατός = ο στρατός που συγκροτήθηκε στα νησιά του Ιονίου πελάγους όταν αυτά βρίσκονταν υπό την αγγλική κυριαρχία.

[11] το σαρίκι = το λευκό λεπτό ύφασμα που τυλίγουν οι μουσουλμάνοι γύρω από το φέσι.

[12] το πλιάτσικο (αλβανικά plaçkë < σλαβικά pljatška) = η λεηλασία του πλούτου του εχθρού σε καιρό πολέμου.

[13] μεριάζω = παραμερίζω, κάνω στην άκρη.

[14] Γαστούνη = μικρή πόλη του νομού Ηλείας στην Πελοπόννησο.

[15] ο γκιαούρης (τουρκικά gavur) = ο άπιστος˙ υβριστικός χαρακτηρισμός για τους χριστιανούς.

[16] αποδεκατίζω = προκαλώ καταστροφή.

[17] το μολύβι = η σφαίρα.

[18] ο εξώστης = το μπαλκόνι.

[19] η κατάνυξη = η συγκίνηση μπροστά στη θεϊκή δύναμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια: