ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ - Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΣΑ ΜΠΟΤΣΑΡΗ

 #διαβάζω_για_σένα



Η Παναγιά του Τούσα Μπότσαρη[1]

 

Μέσα στο Μέγα Σπήλαιο[2], το άσπλαχνο μαχαίρι του εχθρού μάντρωσε χιλιάδες γυναικόπαιδα. Καπετάνισσες, αρχόντισσες, φτωχές και πλούσιες οικογένειες, από κάθε χωριό του Μοριά, εκεί στριμώχτηκαν όλοι μαζί. Στην εκκλησιά, στα κελιά γύρω, στα υπόγεια, στις αποθήκες και τα κελάρια[3], ακόμα και στην ξέσκεπη αυλή, κείτονται σωριασμένα γεράματα σεβαστά, ονόματα φημισμένα, κάλλη δροσερά, νιάτα χρυσά. Όλος ο ηθικός πλούτος του επαναστατημένου ραγιά[4] βρίσκεται εκεί μέσα. Κι απ’ έξω, στις βίγλες[5] και τις τάπιες[6], άγρυπνοι σαν το δράκο που φυλάει τον κήπο του παραμυθιού κάθονται και βιγλίζουν οι οπλοφόροι με τ’ άρματα ζωσμένα. Αρχηγός τους ο Τούσας Μπότσαρης.

Τώρα όμως ο άμοιρος Σουλιώτης δε φυλάει μόνο τα γυναικόπαιδα του ραγιά. Φυλάει και το αγνό βλαστάρι της καρδιάς του. Μια βδομάδα πριν μπήκε εκεί να προφυλαχτεί μια αρχοντική οικογένεια των Καλαβρύτων. Κι είχε μαζί της καύχημα και στολίδι την όμορφη δεκαπεντάχρονη κόρη, με μάτια μεγάλα, μέτωπο λαμπρό˙ χρυσαφένια τα μαλλιά στο κεφάλι, αμέτρητες οι χάρες του κορμιού. Την είδε ο Τούσας και ξαφνιάστηκε. Κάποια εικόνα σεβαστή, καλλιτέχνημα μεγάλου Ευαγγελιστή, ήρθε αμέσως στη φλογισμένη φαντασία του, συμπληρωμένη από το αίσθημα του ζωντανού και του υπεράνθρωπου. Την είδε κι απόμεινε εκεί, άτολμος και ονειροπόλος, σαν να είδε όραμα. Και τώρα βγαίνει στις βίγλες, ανεβαίνει στις τάπιες, μιλάει με τα παλικάρια, κοιτάζει τ’ άρματά του και ξεχνιέται αναποφάσιστος. Σαν λουλούδι μυστικό αρωματίζει η κόρη την τραχιά ύπαρξή του, αλλά δε φαίνεται πουθενά γύρω του. Το μοναστήρι μεγάλο, χιλιόχρονο, επιβλητικό, έκρυψε στην ανέγγιχτη αγκαλιά του το τρυφερό πλάσμα των Καλαβρύτων, όπως και το καλλιτέχνημα του Ευαγγελιστή[7]. Και στην ανοιχτή πύλη του στέκεται μερόνυχτα, φύλακας αυστηρός και ακέραιος, η τιμή.

Ο Σουλιώτης θα προτιμούσε να ήταν εκεί μπροστά πέντε, δέκα χιλιάδες Τούρκοι, να ξεχυθεί με το δαμασκί σπαθί[8] του πάνω τους, να κάψει και να θερίσει κορμιά, να διαβεί στο ποθητό του όνειρο. Πώς να πατήσει όμως τον αόρατο εκείνο φύλακα, που του έστησε ψηλό εκεί σαν τον Όλυμπο και δυνατό σαν δράκο η κοινωνική παράδοση; Δε γίνεται! Για μια στιγμή χάραξε η αυγή και πάλι σκοτείνιασε στην καρδιά του Μπότσαρη. Και ακόμα μελαγχολικός, άτολμος και ονειροπόλος, βλέπει τους αγέλαστους τοίχους με μισητό σεβασμό, βγαίνει στις βίγλες, ανεβαίνει στις τάπιες, μιλάει με τα παλικάρια, κοιτάζει τ’ άρματά του θλιμμένα. Τι τον ωφελούν κι αν είναι τόσο λαμπρά, τόσο κοφτερά, αφού δεν μπορούν να βοηθήσουν τον ακοίμητο πόθο της ψυχής του;

Τέλος, ένα σούρουπο, το σήμαντρο σημαίνει τον εσπερινό. Τον ακούει ο Τούσας σαν το σάλπισμα της Δευτέρας Παρουσίας και τρέχει στην εκκλησιά. Στην πύλη όμως προβάλλει ξαφνικά το μαύρο ράσο του ηγούμενου.

- Πώς από δω, καπετάνιε; Δεν μπαίνει άντρας εδώ, του λέει με αυστηρή φωνή.

Στάθηκε παγωμένο το παλικάρι.

- Συμπάθησέ με[9], γέροντα, του λέει φιλώντας το χέρι του. Συμπάθησέ με… Ήρθα να δω την Παναγιά.

Με σκυφτό κεφάλι γυρίζει πίσω στα χνάρια του, βγαίνει έξω απ’ το μοναστήρι. Κι ο ίδιος ακόμα δε γνωρίζει αν είχε Παναγιά την εικόνα του Ευαγγελιστή ή την αρχοντοπούλα κόρη των Καλαβρύτων.

 

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1912)


Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές



[1] Τούσας Μπότσαρης ((1792-1827) = Σουλιώτης οπλαρχηγός (γιος του Τούσια Μπότσαρη, ξάδελφος του Μάρκου Μπότσαρη), που έπεσε ηρωικά στη μάχη του Κερατσινίου (22 Απριλίου 1827)

[2] Μέγα Σπήλαιο = μοναστήρι στην περιοχή των Καλαβρύτων (νομός Αχαΐας) στην Πελοπόννησο.

[3] το κελάρι (λατινικά cellarium) = υπόγειος αποθηκευτικός χώρος τροφίμων και ποτών.

[4] ο ραγιάς (τουρκικά raya) = ο μη μουσουλμάνος υπήκοος του σουλτάνου κατά την τουρκοκρατία.

[5] η βίγλα (ρουμανικά viglã < λατινικά vigilare) = το παρατηρητήριο, η σκοπιά.

[6] η τάπια (τουρκικά tabya) = ο προμαχώνας, η οχυρή τοποθεσία.

[7] Η εικόνα της Παναγίας που φιλοτεχνήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά.

[8] το δαμασκί σπαθί = σπαθί με χαλύβδινη λάμα άριστης ποιότητας, που κατασκευάστηκε για πρώτη φορά στη Δαμασκό της Συρίας από ατσάλι προερχόμενο από την Ινδία.

[9] συμπάθησέ με = συγχώρησέ με.

Δεν υπάρχουν σχόλια: