ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 20 Μαρτίου 2021

ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ - Ο ΒΥΡΩΝΑΣ ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗ ΑΘΗΝΑ

#διαβάζω_για_σένα


 


Ο Βύρωνας στη σκλαβωμένη Αθήνα

 

Στα 1810 η σκλαβωμένη Αθήνα φιλοξενεί το μεγάλο Άγγλο ποιητή και θερμό φιλέλληνα λόρδο Βύρωνα.

 

Λίγα κιτρινισμένα φύλλα απόμειναν πια στη μεγάλη κληματαριά που σκεπάζει όλο το παζάρι[1]. Γύρω στο σιντριβάνι είναι τοποθετημένοι μεγάλοι πάγκοι, για να χωρούν τους κατακτητές, πού κάθονται σταυροπόδι. Ο καφετζής πηγαινοέρχεται κι αυτοί καπνίζουν το τσιμπούκι τους ή ρουφούν το ναργιλέ τους, ευχαριστημένοι που έχουν σκλάβα μια τέτοια όμορφη χώρα.

Είδαν να διαβαίνει από κει και να τους περιεργάζεται[2] ο Βύρωνας. Του φώναξαν να πάρει καφέ κι αυτός δέχτηκε. Ήταν όλοι εύθυμοι και γελαστοί και ακόμη - σπάνιο πράμα για τους κατακτητές - ήταν ομιλητικοί.

Είπαν πολλά και διάφορα. Ανάμεσα στ’ άλλα, ένας είπε πως τη νύχτα βρέθηκε σκοτωμένος ένας επίσημος Αθηναίος και κανείς δεν έμαθε ποιος τον σκότωσε.

- Μη σκοτίζεστε[3] γι' αυτό, είπε ειρωνικά ένας άλλος, θα τον έφαγε η Λάμια[4]...

- Αυτό θα είναι, αυτό θα είναι!... είπαν κι οι άλλοι κι έβαλαν όλοι τα γέλια.

Ο Βύρωνας θύμωσε πολύ. Σηκώθηκε σε λίγο κι έφυγε, χωρίς καλά καλά να τους χαιρετήσει. Είχε πάρει όμως το μάτι του ένα χριστιανό, που κοντοστεκόταν και κρυφάκουγε την κουβέντα των Τούρκων. Ήταν ένα ωραίο και γεροδεμένο παλικάρι ο νέος αυτός. Πιο κάτω ο Βύρωνας του γνέφει να σταθεί.

- Είσαι Έλληνας; του λέει.

- Ναι, Μιλόρδε.

- Αθηναίος;

- Μάλιστα.

- Πώς σε λένε;

- Νικόλα Σαρρή.

- Άκουσες τί έλεγαν οι αγάδες[5] και γελούσαν;

- Το άκουσα.

- Και τραβάς το δρόμο σου; Στάσου!... Όχι έτσι ταπεινά. Στάσου ίσια! Δυστυχισμένοι, πώς καταντήσατε!

- Μας τσάκισε η σκλαβιά, Μιλόρδε, είπε ό νέος.

- Η σκλαβιά αυτή θηρίο είναι;

- Μεγάλο και φοβερό.

- Τότε, σκοτώστε το.

- Έχει ένα σωρό κεφάλια.

- Και σεις έχετε ένα σωρό χέρια.

- Τα χέρια τι ωφελούν σαν...

- Σαν δεν έχετε καρδιά;

- Σαν δεν έχουμε άρματα.

- Τα λιοντάρια έχουν άρματα;

Τότε ο Σαρρής ήσυχα ήσυχα και με κάποια αξιοπρέπεια του λέει :

- Άκουσε με, Μιλόρδε. Αν σηκώσει κανείς από μας χέρι πάνω σε κάποιο κατακτητή, δε θα χαθεί μονάχα αυτός. Θα πάθει όλο του το σόι. Θα πάθουν αθώοι άνθρωποι. Καμιά φορά κι όλη η χώρα.  Έπειτα, τι να κάνουν δυο και τρεις άνθρωποι;

- Φρόνιμα τα λες, δυστυχισμένε ραγιά[6]! Μα η φρονιμάδα δε χρησιμεύει πάντα. Φρονιμότερο απ' τη δειλία δεν υπάρχει στον κόσμο.  Πάντα έχει το δίκιο της. Μα όταν σας σκλάβωσαν οι κατακτητές, ήταν φρόνιμοι; Το αλυσοδεμένο χέρι πρέπει να προσπαθεί να σπάσει τις αλυσίδες του, όχι να ζητά βοήθεια απ’ τον ουρανό. Ένας αλυσοδεμένος σκλάβος σήκωσε μια φορά ψηλά το χέρι του και ζητούσε την προστασία του ουρανού - και ξέρεις τι έκανε τότε ο ουρανός;  Έριξε κεραυνό και το έκαψε...

Όταν ένας κάνει το χρέος του στην πατρίδα του, το κάνουν, χωρίς να το καταλάβουν, κι όλοι οι άλλοι μαζί. Φαίνεται πως η φωτιά σας έσβησε πια!

Όλο κυπαρίσσια είναι γεμάτη η  Αθήνα σας. Δεν είδα πουθενά μυρτιές!... Δε σας αξίζει πια ούτε αγάπη ούτε ελπίδα!

Ό   Σαρρής,   όσο μιλάει ο  Βύρωνας, αλλάζει ολοένα έκφραση στο πρόσωπό του. Και τώρα, σκεπάζει το πρόσωπό του με τα δυο του χέρια και κλαίει. Ο Βύρωνας αλλάζει αμέσως, μαλακώνει και τον πλησιάζει.

- Δυστυχισμένο παιδί!... Μην αλλάζεις το αίμα σου σε δάκρυα!  Από τη σκλαβιά ως την ελευθερία και τον τάφο, η εκλογή είναι εύκολη. Φτάνει πια. Αν η χώρα σας είναι σκλαβωμένη, τα βουνά σας κι η θάλασσα είναι ελεύθερα. Τι έχετε να φοβάστε εκεί;

Ό Σαρρής προχωρεί δυο τρία βήματα και γυρίζει πίσω. Είναι τώρα άλλος άνθρωπος.

- Μιλόρδε! Κάθε φορά που βρίσκεται σκοτωμένος κι από ένας χριστιανός - το ακούσατε - οι κατακτητές μας κοροϊδεύουν και μας λένε πως τον έφαγε η Λάμια...

- Λοιπόν;

- Σου ορκίζομαι, Μιλόρδε, πως η Λάμια θ' αρχίσει από τώρα να τρώει και κατακτητές!

Και φεύγει. Τα μάτια του πετούν φλόγες.

Κι ο Βύρωνας από τ' άλλο μέρος τραβά με βήμα γοργό.

Από  τότε, αλήθεια, βρίσκονταν συχνά σκοτωμένοι και κατακτητές. Τους σκότωνε ο Σαρρής, που είχε γίνει αντάρτης και με τα παλικάρια του είχε πάρει τα βουνά της Αττικής.

 

 Δημήτριος Καμπούρογλου

Ο Θησαυρός των Παιδιών, 1948


Μεταγραφή - σχολιασμός - ανάγνωση : © Δημήτρης Φιλελές



[1] το παζάρι (τουρκικά pazar) = η λαϊκή αγορά.

[2] περιεργάζομαι = παρατηρώ προσεκτικά.

[3] σκοτίζομαι = στενοχωρούμαι.

[4] η Λάμια = μυθολογικό θηρίο με μεγάλο λαιμό.

[5] ο αγάς (τουρκικά aga) = Τούρκος αξιωματούχος.  

[6] ο ραγιάς (τουρκικά raya) = ο χριστιανός υπήκοος του σουλτάνου στα χρόνια της τουρκοκρατίας.

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

Ποιες εικονες παρουσιαζονται στο κειμενο