Το ποίημα που ακολουθεί, γράφτηκε για να τιμήσει και να θυμίσει τη θυσία των εκτελεσμένων κατοίκων των Καλαβρύτων που εκτελέστηκαν από τους Γερμανούς κατακτητές στις 13 Δεκέμβρη 1943.
Το ποίημα διαβάστηκε στα πλαίσια της διεθνούς ποιητικής εκδήλωσης "Poetry - The Lanuage Beyond Borders / Ποίηση - Η Γλώσσα Πέρα από Σύνορα", στις 26 Μαρτίου 2023 στο Σκεπαστό Καλαβρύτων.
Μετά το τέλος της εκδήλωσης, το ποίημα μού ζητήθηκε για να τοποθετηθεί στο Μουσείο του Ολοκαυτώματος των Καλαβρύτων. Είναι η πιο ισχυρή συγκίνηση και η ύψιστη τιμή που μπορεί να γνωρίσει το έργο μου.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους απογόνους των θυμάτων του ναζισμού που κρατούν ζωντανή την ιστορική μνήμη του τόπου μας.
Καλαβρύτων
Σταύρωση και Ανάσταση
13
Δεκέμβρη του ’43
φθονερός
χειμώνας ζώνει τις αδούλωτες καρδιές
φάλαγγες
μαύρες μπότες αντηχούν στα λιθόστρωτα
καρφιά
πληγιάζουν την αγιασμένη γη των Καλαβρύτων
τέρατα
ανθρωπόμορφα ξεχύνονται απ' τα καμιόνια
στον
νου τους φωλιάζει των αθώων ο φόνος
στο
αγριωπό τους βλέμμα ζωγραφισμένη η δίψα για αίμα
το
πρόστυχο στόμα τους μια μαύρη τρύπα έτοιμη να ρουφήξει ζωές
τα
ανόσια χέρια τους οπλισμένα με τα σύνεργα της σφαγής
τα
πόδια τους οπλές σατανικές ξεχώνουν τα λιθάρια και ανοίγουν τάφους
από
τις χαραμάδες στις σφαλιστές πόρτες και τα μανταλωμένα παράθυρα
τρυπώνει
αόρατος ο φόβος και του θανάτου η καπνιά
σκυφτές
και βουρκωμένες μοιρολογούν οι ανταρτοφωλιές του Χελμού
μαργωμένοι
οι αϊτοί μαδούν τα φτερά τους
δακρυσμένος
ο ήλιος κρύβεται πίσω από σύννεφα μαβιά
ανήμπορος
να κόψει της καταιγίδας την ορμή
ολοένα
ζυγώνει το θεριό και της μυλόπετρας τα δόντια ακονίζει
τους
άντρες από τις γυναίκες ξεχωρίζει
τους
αδερφούς από τις αδερφάδες
και
τους αμούστακους τους γιους απ’ τις μανάδες
κι
όλους στη ράχη του Καππή τους φράζει
ανάμεσα
σε δυο φωτιές
από
τη μια το βιος τους στις φλόγες παραδομένο
κι
από την άλλη τα πολυβόλα να ξερνούν τον θάνατο
ώσπου
με το δρεπάνι του όλα τα στάχυα να θερίσει
ποτάμι
κόκκινο πηχτό κατηφορίζει την πλαγιά
ποτίζει
το χώμα κι όθε περνά ανθίζουν παπαρούνες
που
τη μαυρίλα διώχνουν και λευτεριάς αρώματα σκορπίζουν στον αγέρα
Παρασκευή
Μεγάλη αν δεν ζήσουμε
Ανάστασης
χαρμόσυνη καμπάνα δεν σημαίνει
απομεινάρια
του χαλασμού
τα
ρημαγμένα φτωχόσπιτα, καπνισμένα κι ολοχάσκωτα
σαν
άσαρκα κρανία
να
θρηνούν του κύρη τον χαμό
κι
οι χαροκαμένες γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια
που
ξαπλώνουν τα βράδια το κούφιο τους κορμί σε παγερά σεντόνια
χρόνια
ολάκερα άκαρπες, νεκροζώντανες,
στερημένες
από τη σερνική σπορά στα σπλάχνα τους
μπήγουν
τα νύχια βαθιά στα αδειανά προσκέφαλα
αχάραγα
ξυπνούν από του ύπνου τους τον τάραχο
με
τη γεύση του βραδινού ιδρώτα στα ξεραμένα χείλη
το
καντήλι ανάβουν κάτω απ' το εικονοστάσι
τους
αγίους προσκυνούν μαζί με των παππούδων τ’ άρματα
ζυμώνουν
πρόσφορα και βράζουν στάρι
και
μνημονεύουν τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιά τα ονόματα των νεομαρτύρων
πάντα
βαρύ της λευτεριάς το τίμημα
για
ν’ αντικρίζουν οι ζωντανοί τ’ ουρανού και της θάλασσας το γαλάζιο
Κι
εσύ, μισάνθρωπε Χανς,
άνομε
τρυγητή της ανθισμένης νιότης,
φονιά
αρρωστημένε, σοφέ και πολυδιαβασμένε,
δεν
έτυχε ποτέ σου του μπαρμπα-Γιάννη τ’ αντρειωμένα λόγια
στο
διάβα σου να απαντήσεις;
«Ότι
αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα,
όλα
τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.
Τρώνε
από μας και μένει και μαγιά».
© Δημήτρης
Φιλελές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου