ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 24 Μαΐου 2022

Τάσος Λειβαδίτης - Καντάτα (αποσπάσματα)

 #διαβάζω_για_σένα



Ο ποιητής Τάσος Λειβαδίτης (1922-1988)





ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ - ΚΑΝΤΑΤΑ (1960)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ

Σκηνικό: Συνοικιακός δρόμος σύγχρονης πόλης. Αρχίζει να βραδιάζει. Πρόσωπα: Ποιητής. Ο άνθρωπος με το κασκέτο. Διάφοροι περαστικοί. Χορός από γυναίκες και άνδρες (οι γυναίκες μαζεμένες σε μια εξώπορτα· οι άντρες αριστερά, πλάι στη σκαλωσιά μιας οικοδομής). 

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ: Και το όνομά του ήταν μεγάλο, σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα.

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΚΑΣΚΕΤΟ (που κανείς δεν ξέρει από πού έρχεται και πού πάει, κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι κι αρχίζει κάθε φορά κι απ’ ένα παραμύθι… Σήμερα θα διηγηθεί στα παιδιά μια ιστορία παλιά όσο κι ο κόσμος):   

1. Και τις ημέρες εκείνες οι άντρες με τις καπαρντίνες και τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες πήραν το έγγραφο της διαταγής
2. Και πήγαν να τον συλλάβουν.
3. Ήταν δε αυτός ο άνθρωπος φτωχός, επιγραφοποιός το επάγγελμα.
4. Κι είχεν απαρνηθεί τη μητέρα του και τα εργαλεία του,
5. κι ό,τι πιο άγιο και βαθύ έχει ο άνθρωπος σε τούτον τον κόσμο.
6. Και μάζευε, έλεγε η διαταγή, κρυφά τους μεροκαματιάρηδες και τους χερομάχους,
7. και τους μιλούσε για την ελπίδα και το μέλλον – κι άλλες τέτοιες βλασφημίες.
8. κι οι ταπεινοί χαμογέλαγαν κι οι τυφλοί σκιρτούσαν κι οι φτωχοί πλούτιζαν από φιλία.
9. Οι διψασμένοι βρίσκαν ένα αυλάκι νερό. Κι οι κυνηγημένοι μια πόρτα.
10. Κι οι απελπισμένοι γύριζαν τώρα τραγουδώντας σιγά μέσα στη νύχτα
11. έναν παράξενο σκοπό.
12. Που ενώ μιλούσε για βάσανα, ξαλάφρωνε όλο της ψυχής σου το βάρος. 
13. Και την άλλη μέρα, ώρα λύχνου, οι άνδρες με τις χαμηλωμένες ρεπούμπλικες (για να μη φαίνονται τα τυφλά τους τα μάτια), χτύπησαν τη μικρή ξύλινη πόρτα, δυτικά της πόλης, κοντά στα παλιά βυρσοδεψεία.
14. Κι αυτός άνοιξε. Και τον ερώτησαν: Πώς λέγεσαι;
Κι εκείνος απάντησε
(Μικρή παύση)
15. Και τ’ όνομά του ήταν μεγάλο σαν οποιοδήποτε ανθρώπινο όνομα
16. Και την πρώτη νύχτα μπήκε μες στο κελί ένας άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπο του, κι ακούμπησε το φανάρι που κρατούσε κάτω στο πάτωμα.
17. Κι ο ίσκιος του μεγάλωσε πάνω στον τοίχο.
18. Και τον ερώτησε: πού έχεις κρυμμένα τα όπλα;
19. Κι εκείνος, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν' απαντήσει,
20. έβαλε το χέρι πάνω στην καρδιά του.
21. Και τότε τον χτύπησε. Ύστερα μπήκε άλλος άνθρωπος που 'χε χάσει το πρόσωπό του και τον χτύπησε κι αυτός.
22. Κι οι άνθρωποι που 'χαν χάσει το πρόσωπό τους, ήσαν πολλοί.
23. Και ξημέρωσε. Και βράδιασε.
24. Ημέρες σαράντα.
25. Κι ήρθαν στιγμές που φοβήθηκε πως θα χάσει το λογικό του.
26. Και τον έσωσε μια μικρή αράχνη στη γωνιά, που την έβλεπε ακούραστη κι υπομονετική να υφαίνει τον ιστό της.
27. Και κάθε μέρα τής τον χάλαγαν με τις μπότες τους μπαίνοντας.
28. Κι εκείνη τον ξανάρχιζε κάθε μέρα. Και της τον χάλαγαν πάλι. Και τ' άρχιζε ξανά.
29. Εις τους αιώνας των αιώνων.

30. Και κάθε μέρα διάφορα πρόσωπα άνοιγαν το μικρό παράθυρο του κελιού και κοίταζαν μέσα.
31. Και τα μάτια τους ήταν πέτρινα.
32. Μα ήρθαν στιγμές που και αυτά τα πέτρινα μάτια τους παρηγόρησαν τη μεγάλη ανθρώπινη μοναξιά του.
33. Και κάθε νύχτα έμπαιναν κι ακουμπούσαν το φανάρι κάτω στο πάτωμα.
34. Και τον χτυπούσαν.
35. Κι ο ίσκιος τους πάλευε πάνω στο ταβάνι, σαν ένας νικημένος που χτυπιέται και κλαίει.
36. Και τον άφηναν ύστερα μονάχο, με τη σιωπή και το αίμα του που έτρεχε.
37. Και μακριά ακουγόντουσαν να σφυρίζουν τα τρένα, μ’ αυτόν τον απέραντο ήχο που προσκαλεί στη ζωή.
38. Ίσως και να ’χασε το θάρρος του τότε. Ίσως και να ’κλαψε. Ίσως και να ’πεσε σε ακόμα πιο μεγάλο αμάρτημα
39. Και να υπερηφανεύτηκε
40.  Και τη δέκατη τρίτη νύχτα άκουσε κάποιον να βογκάει στο γειτονικό κελί.
41. Κι ένιωσε θλίψη ανείπωτη, ότι δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.
42. Άρχισε λοιπόν, να σέρνεται σιγά- σιγά προς το μέρος του τοίχου.
43. Και πολλές φορές, στο μεγάλο αυτό δρόμο της γης, λιποθύμησε.
44. Κι όταν έφτασε, τέλος, σήκωσε το ανήμπορο χέρι κι άρχισε να χτυπάει τον τοίχο.
45. Όπως, αιώνες, τώρα, συνηθούν μέσα στην ερημιά τους οι τρελοί κι οι φυλακισμένοι.
46. Και μονομιάς το βογκητό έπαψε. Κι ένα σπασμένο χτύπημα ακούστηκε στον τοίχο του άλλου κελιού.
47. Προς δόξαν του ανθρώπου.

48.  Και με συνοδεία μεγάλης φρουράς τον οδήγησαν στο δικαστήριο.
49.  Ήταν δε η φρουρά αμούστακα, φτωχά παιδιά που αισχρολογούσαν και βρίζανε
50. Για να ξεχάσουν πως κάποτε τα φώναζαν: της πλύστρας ο γιος.
51.  Κι εκείνα κρυβόντουσαν πίσω απ’ τα ξεζεμένα κάρα, ή μες στις γκρεμισμένες αποθήκες και κλαίγαν ώρα πολλή.
52.  Κι ήταν στιγμές που μισούσαν τη μάνα τους.
53.  Κι ήταν πάλι στιγμές που πέφταν με δάκρυα στα χέρια της μάνας τους που μύριζαν σαπούνι και ξερό ψωμί
54.  Τα μεγάλα φθαρμένα τους χέρια σα μικρές εκκλησίες που ερειπώθηκαν.
55.  Κι ούτε παπάς πια τώρα τις λειτουργεί, κι ούτε πιστός με βάγια πηγαίνει.
56.  Και κατεβαίνει ο ίδιος ο Θεός και κλαίει
57.  Μέσα στα χέρια τους. 
                                           (Παύση)

58.  Κι οι δικαστές, μόλις εκείνος μπήκε, σκύψαν και κάτι μίλησαν μεταξύ τους
59.  Και τον ερώτησαν: είσαστε πολλοί;
60.  Κι αυτός, κανείς δεν ξέρει αν από σύμπτωση, ή ίσως για ν’ απαντήσει, έδειξε έξω από το παράθυρο,
61.  το πλήθος.
62.  Κι οι δικαστές φώναξαν: τι χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων;
63.  Και θυμήθηκαν, τότε, πως τούτος ο λόγος είχε, κάποτε, πριν πολλά χρόνια, ξανά ειπωθεί.
64.  Και τους πήρε φόβος μεγάλος.

65.  Κι οι μέρες πέρασαν γρήγορα Κι ήρθε το τελευταίο απόγεμα που ο φτωχός επιγραφοποιός θα ζούσε πάνω στη γη.
66.  Κι ακούμπησε στο μικρό, καγκελόφραχτο παράθυρο του κελιού και κοίταξε κάτω την πολιτεία.
67.  Κι ύστερα κοίταξε ψηλά, που άρχιζαν ν’ ανάβουν τ’ άστρα ένα-ένα.
68.  Και τότε μια απέραντη γαλήνη τον έλουσε, σα να ’σβησαν όλες μεμιάς οι αγωνίες, που χρόνια τώρα τον βασάνιζαν.
69.  Κι ένιωσε μέσα του τον ίδιο γλυκό λυγμό, όπως όταν ήταν παιδί, και κάποιος του άπλωνε εγκάρδια το χέρι του ή του ’λεγε μια παρήγορη λέξη.
70.  Και ψιθύρισε σιγανά: σύντροφοι…

***

άντρες
α΄ ημιχόριο
Καθώς, λοιπόν, ξεφύγαμε από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη, και βγήκαμε στ’ ανοιχτά
γνωρίσαμε άλλους πιο τρομερούς κινδύνους: των συντρόφων τη ξαφνική λιγοψυχιά,
του κουπολάτη την τυφλή υπακοή, ή την κρυφή φιλοδοξία του άλλου,
την εύκολη αναγνώριση, τον έπαινο του ταπεινού και την αδιαφορία του μεγάλου,
τη ζήλεια, την αμφιβολία, τη χίμαιρα, την πανουργία που χαμογελά και την υστεροβουλία που δίνει,
κι απ’ όλα πιο χειρότερο, όταν όχι η ελπίδα πια, μα κι αυτός ο ίδιος ο πόνος σου σ’ αφήνει.

β΄ ημιχόριο
Α, οι ηλίθιοι, που πήγαμε και χαθήκαμε στην ξενιτιά, κάτω απ’ τα τείχη της Ιερουσαλήμ, ή στην παλιά πολυτραγουδημένη Τροία
χωρίς κανένας Όμηρος να πει κάτι για μας. Μα να, που όπως ύστερ’ από καιρό μπαίνει κανείς στο σπίτι που του λήστεψαν, ανοίγουμε δακρύζοντας και μπαίνουμε
στην Ιστορία.

[...]
ποιητής
Τίποτα. Κανείς. Η πόλη κουλουριασμένη σαν ένα μυστηριακό ζώο
με το σκοτεινό του τρίχωμα διάστιχτο απ’ τα φανάρια των δρόμων.
Ένα ζευγάρι βγαίνει αγκαλιασμένο από κάποιο κέντρο,
τα φώτα των αυτοκινήτων τούς δίνουν μια στιγμή
το σπασμένο, ωχρό προσωπείο της Ηλέκτρας και του Ορέστη, λίγο πριν απ’ την αναπότρεπτη πράξη,
ενώ, πελώριες κι αόρατες, σαν Ερινύες, τους παραμονεύουν στο βάθος του δρόμου
η κούραση, η μοιχεία — κι η συνήθεια.

Ποιος είναι, λοιπόν, αυτός που μένει στο ίδιο σπίτι με σένα,
που τρώει στο ίδιο τραπέζι με σένα, που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι με σένα; Δεν τον γνώρισες ποτέ.
Κι αυτός εκεί, το πρόσωπο τυλιγμένο με σκοτάδι, που ορθώνεται αντιμέτωπος
σ’ ό,τι πας να λησμονήσεις — ποιος είναι; Κανείς.
Μόνο τα χέρια του τυφλού Οιδίποδα ανοιγμένα να του δείχνουνε το δρόμο, σ’ αγγίζουν καμιά φορά
μες στο συνωστισμό. Στο γειτονικό κακόφημο ξενοδοχείο «Βυζάντιον» μπαινοβγαίνουν οι μαστρωποί κι οι αρσενοκοίτες,
στην πόρτα ο μονόφθαλμος θυρωρός, κατευθείαν απόγονος των Παλαιολόγων, γεμάτος σπυριά, αλκοολικά όνειρα και βαριές κληρονομιές —
με συγχωρείτε, αυτός ο δρόμος πού βγάζει; Όχι, όχι αυτόν, ούτ’ εκείνον,
μη, μη... έτσι να στρίψεις τη γωνιά
γκρεμίζεσαι στο χάος...


***

…Φτωχές γυναίκες, μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες, 
τίμιες ή σπιτωμένες, 
ακόμα κι άλλες εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού, 
γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού, 
νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά πίσω από την αγνότητα, 
την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία πίσω απ’ την υπακοή. 

Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία 
που κρύβεται πίσω απ’ την κακία. 
Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε 
πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι, 
οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε, 
μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον, 
γιατί τα χρόνια περνάνε… 
 Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, 
όταν μένουμε μονάχες 
και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, 
και κρεμάμε στην κρεμάστρα το πανωφόρι 
κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα 
που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες για να τους αρέσουμε –
αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο. 

 Αχ, γυναίκες έρημες, κανείς δεν έμαθε ποτέ 
πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’ τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας. 
Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο…. 
Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες, 
τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε; 
Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες, 
πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους… 
λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; 
Τι ψάχνουμε παλεύοντας αιώνια 
με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία; 

Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, 
απ’ το αίμα και την επανάληψη. 
Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή- 
κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία. 

Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε, 
κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά, 
ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες, 
κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας. 
Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει γρήγορα η ζωή, 
ούτε το καταλαβαίνεις. 

Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, 
δε μας ξέρουν παρά μονάχα σα μητέρες, 
δεν μπόρεσαν να μας δουν ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους- 
με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους. 

Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες 
μέσα στο εσωτερικό μας πάθος, 
αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα της μητρότητάς μας…

***

Ένα περίεργο επεισόδιο διαβάζαμε τελευταία στις εφημερίδες,
ένας άντρας πήγε σ’ ένα απ’ αυτά τα «σπίτια»,
πήρε μια γυναίκα,
μα μόλις μπαίνουν στο δωμάτιο,
αντί να γδυθεί και να επαναλάβει την αιώνια κίνηση,
γονάτισε μπροστά της, λέει, και της ζητούσε να τον αφήσει
να κλάψει στα πόδια της. Εκείνη βάζει τις φωνές,
«εδώ έρχονται για άλλα πράγματα»,
οι άλλοι απ’ έξω δώσ’ του χτυπήματα στην πόρτα.
Με τα πολλά άνοιξαν και τον διώξανε με τις κλωτσιές
— ακούς εκεί διαστροφή να θέλει, να κλάψει μπρος σε μια γυναίκα.
Εκείνος έστριψε τη γωνία και χάθηκε καταντροπιασμένος.
Κανείς δεν τον ξανάδε πια.
Και μόνο εκείνη η γυναίκα,
θα ‘ρθει η αναπότρεπτη ώρα μια νύχτα, που θα νοιώσει τον τρόμο ξαφνικά,
πως στέρησε τον εαυτό της απ’ την πιο βαθιά,
την πιο μεγάλη ερωτική πράξη
μην αφήνοντας έναν άντρα να κλάψει στα πόδια της.

***

..Σχέδια που εγκαταλείπουμε. Αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε.
Προσδοκίες των άλλων από εμάς που τις τροφοδοτήσαμε κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν.
Δικές μας απαιτήσεις απ’ τους άλλους, ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα και τη δική μας υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.
Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή.
Έρχονται όλα κάποτε μαζεμένα.
Μέσα σε μια στιγμή…εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως.
Μονάχος σε ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα φώτα.
Πού να πας τότε; Πού να κρυφτείς; Τι την έκανες την ανεπανάληπτη ζωή σου;…

***

Ω αρετή της συγνώμης, αρετή της υπομονής, αρετή
της αυταπάρνησης,
μα πάνω απ’ όλα, υπέρτατη αρετή, σαν τους απλούς ανθρώπους,
να δέχεσαι υπάκουα, κατανυχτικά το πέρασμα του χρόνου,
κατανοώντας αόριστα το βαθύ μυστήριο της αιώνιας κίνησης
κι αλλαγής
και σχεδόν συγκατανεύοντας – σα να ‘σαι λίγο κι εσύ
ο δημιουργός του.
Κι α, ποια άλλη, αλήθεια, πιο απροσμέτρητη λεηλασία
υπάρχει της απρόσιτης αιωνιότητας,
απ’ το τραγούδι.

Το ποιητικό έργο "Καντάτα" του Τάσου Λειβαδίτη κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις Εκδόσεις "Κέδρος" το 1960.
Επίσης βρίσκεται και στον συγκεντρωτικό τόμο των ποιημάτων του "Ποιήματα 1 (1950-1966)" που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις "Μετρονόμος" το 2015. 






Δεν υπάρχουν σχόλια: