ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Κυριακή 15 Μαΐου 2022

Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου - Αφιέρωμα

#διαβάζω_για_σένα


Αφιέρωμα στην ποιήτρια


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου


Ακόμη


Με τα καλοκαιρινά μας τα φορέματα

μας πέτυχαν τα ρίγη του Σεπτέμβρη

εδώ στην αψηλή βουνοπλαγιά,

που ο θάνατος θε να `ρθει να μας εύρει.


Τρέμει η καρδιά μας, τρέμει από τον άνεμο

τον ψυχρό και τρέμει από τον χειμώνα

κι η ψυχή μας, γυμνή σε βροχή πρώιμη,

λαβωμένη, αλαφιάζεται, ως τρυγόνα.


Κι ακόμη, ακόμη, ακόμη δεν αρχίσανε

οι καταχνιές, τ’ αστροπελέκια, τα χαλάζια,

κι ακόμη, ακόμη, ακόμη καταπράσινα

τα δέντρα και τα ουράνια είναι γαλάζια.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Βουβοί δρόμοι


Στην πόλη εδώ δεν έχει μονοπάτια

να καρτεράς να `ρθούν οι αγαπημένοι,

να σου γεμίσουν φως τα δυο σου μάτια.


Μια λαχτάρα την ψυχή μου πλημμυράει γλυκιά ως το μέλι

πού ξάγναντο να πάω και ν’ αγναντέψω,

αν έρχεται ο καλός ο κύρης μου απ’ τ’ αμπέλι;


Πού ξάγναντο να πάω να περιμένω

να φανείτε, αδερφούλες μου, απ’ τη βρύση

με το κορμί στον πλατύ αιθέρα όλο γραμμένο;


Στην πόλη εδώ βουβοί, τυφλοί `ναι οι δρόμοι κι όλο λύπη,

στην πόλη εδώ δεν έχει μονοπάτια,

να καρτεράς τη μάνα σου, άμα λείπει.


Άγιε παππού μου, εσέ πού να καθίσω

να καρτερέψω αργά τον ερχομό σου

και μες στο μούχρωμα να σε μαντέψω απά στο ζό σου;


και τον καλό τον αδερφό απ’ τ’ αλώνι

κι απ’ το χωράφι, που εζευγάριζε όλη μέρα,

πού να πάμε να τον δούμε, άμα ζυγώνει;


Πού ν’ απλωθεί στα μάτια αντήλιο η παλάμη,

το σύντροφό σου ως πέρα να ζητήσεις

στο λόφο ή στη ραχούλα ή στο ποτάμι;


Και πού να δεις εδώ στα πέρα μονοπάτια

το γαλανό, το ηλιόχαρο παιδάκι, το ακριβό σου,

πού να το ιδείς να σου χαρούν τα μάτια;


Ποιο μονοπάτι εδώ την τρυφερή γιαγιά μπορεί να φέρει,

σκυφτή μέσα στο φως το αποσπερνό,

μ’ ένα κουκί βασιλικό για φύτεμα στο άσαρκο χέρι;


Στην πόλη εδώ βουβοί, τυφλοί `ναι οι δρόμοι.

Πού ξάγναντο να πάω και ν’ αγναντέψω

γιατί δεν ήρθαν οι καλοί μου ακόμη;


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Εστία


Είδα καπνό ν’ ανεβαίνει απ’ το φουγάρο

ενός αντικρινού παλιού σπιτιού

και μ’ επήρε ένας πόνος κι ένα κλάμα

κι εγέμισε η ψυχή μου από τα παλιά.


Υπάρχει, Θεέ μου, εδώ στην πολιτεία

την πολιτεία την κολασμένη τη στεγνή,

υπάρχει ένα φουγάρο, που ανεβάζει

απ’ την ψυχή του σπιτιού πνοή ζεστή;


Υπάρχει τάχα κάτω κάποια εστία,

που γύρω μαζεμένοι οι γέροι, οι νιοι

κουβεντιάζουν και δέονται ως θανάτου

με τη φλόγα του ξύλου τη ζεστή;


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Η αγέρινη κλωστή


Είν΄η ζωή μας μια μετάξινη κλωστή

που όλο και τρέμει

ίδιο στο χειμωνιάτικο βοριά

και στο καλοκαιριάτικο μελτέμι.


Είναι μια μετάξινη, αδύνατη κλωστή

έτοιμη να κοπεί την πάσαν ώρα

και να χαθεί στην πεινασμένη, άπονη γη

σαν την πεσμένη απ΄το δεντρί ώριμη ωπόρα.


Πέφτει στη γη η αέρινη κλωστή

κι όλοι μαζί της πέφτουνε καημοί και πόθοι

Ποιος να την κλώθει τη μετάξινη κλωστή;

Ποιος να την κλώθει;


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Η Νάξος


Φτάσαμε στο πολύχαρο, φωτόλουστο νησί μας.

Το περιγιάλι ολόστρωτη παρθενική καρδιά,

η Χώρα ολάσπρη, ταπεινή, σκαρφαλωτή αντικρύ μας,

και τα παιδάκια παίζουνε στην ήσυχη αμμουδιά.


Ζωσμένη από τη θάλασσα, δαρμένη απ’ το χειμώνα,

και μεθυσμένη απ’ τα μουγκά τραγούδια του νερού,

στέκει εκκλησούλα στο γιαλό, μοναχική ανεμώνα,

σύμβολο κάποιου μακρινού που επέρασε καιρού!


Πότε του Βάκχου το νησί δαρμένο απ’ την αντάρα, 

και πότε από τα κύματα σφιγμένο ηδονικά,

με την ιερή, επιβλητική των Παλατιών Πορτάρα,

θυμίζει μου κι αναζητώ μεθύσια βακχικά.


Και του Θησέα του ήρωα κάπου τη σκιά ξανοίγω.

την Αριάδνη που άφησε μονάχη στο γιαλό.

Στο ψυχικό μου πέλαγος τρανή φουρτούνα πνίγω,

και κλαίω, σαν η φτωχή ξυπνά ζητώντας τον καλό.


Μα ο Βάκχος, που όλη του η ζωή λαχταριστοί είναι πόθοι,

την Αριάδνη αγκάλιασε, ω, οι βακχικοί χοροί!

μαζί της άγρια ηδονικά φιλιά και χάδια νιώθει.

Να τον, στεφάνι από κισσό στην κεφαλή φορεί!


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Μας έφτασε ο βαρύς χειμώνας


Μας έφτασε ο βαρύς χειμώνας

χωρίς τραγούδια και πουλιά,

στα σύννεφα τρυπώνει ο ήλιος

και το φεγγάρι στην ομίχλη,

τα φύλλα τα χλωμά ένα ένα

ρίχνει στη γη η κληματαριά.


Μουχρώσαν τα βουνά και οι κάμποι,

τα στενορύμια και οι αυλές,

αμίλητα στοιχειά τα δέντρα

στέκουνε ολόρθα στη βροχή

στέκουνε ολόρθα στους ανέμους,

στοιχειώσανε τα μονοπάτια

κι ερήμαξαν οι ακρογιαλιές.


Φεύγουνε οι μέρες του χειμώνα,

σαν ταξιδιάρικα πουλιά,

θα βγει απ’ τα σύννεφα κι ο ήλιος

κι απ’ την ομίχλη το φεγγάρι,

πράσινα φύλλα θα βλαστήσουν

και πάλι στις κληματαριές,

τα μονοπάτια θα ξυπνήσουν,

θα ζωντανέψουν τ’ ακρογιάλια,

θα λουλουδίσουν τα μπαλκόνια,

θα λουλουδίσουν τα κλαδιά,

και θά `ρθουνε τα χελιδόνια.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Πέρασε κι έσβησε


Πέρασε κι έσβησε το χτες και πάει με τ’ άλλα τα σβηστά.

Kι εξέφτισε το σήμερα σα ρόδο απάνω στο κλωνί.

Tο αύριο, το μεθαύριο, μοιάζουνε βλέφαρα κλειστά

που των ματιών δεν ξέρουμε μαύρο το χρώμα για ουρανί.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Περιμένω


Έρμος και πάλι απόμεινεν ο δρόμος μου

κι ούτε πουλιά στα δέντρα ούτ’ ανθολόι.

Δειλά, σκληρά φυτρώνει στο κατώφλι μου

μοναχά η χλόη.


Ανοίγω τα φτωχά παραθυρόφυλλα

μα ούτε βοσκού φλογέρα, ούτ’ άλλος ήχος

κι απ’ την ψυχή μου αναβρύζει

όπως και άλλοτε πικρός ο στίχος.


Διπλώνω τα πλατιά φτερά και σέρνομαι

καθώς πουλί στο λόγγο λαβωμένο,

διπλώνω τα πλατιά φτερά και σέρνομαι

και περιμένω.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου



Τάγμα θανάτου


Νέοι τρακόσοι εσείς του Λεωνίδα,

που για την ίδια επέσατε πατρίδα

μέσα σε δοξασμένα κι άγια κάστρα

την ορμή πολεμώντας τη χαλάστρα

τ’ όνομά σας φτερουγάει πάνω απ’ τ’ άστρα.


Κλάματα δεν ταιριάζουνε στους νέους,

στο βωμό σαν προσφέρουνε του Χρέους,

από δική τους θέληση και τόλμη,

τη μεγάλη ψυχή τους και τη ρώμη,

προτού την πλατιά ζωή χαρούνε ακόμη.


Κι όμως σας κλαίω, αδέλφια ηρωικά μου,

ατσαλένια κορμιά στρωμένα χάμου,

κεφάλια νεανικά, που έχετε πάρει

με της δάφνης το αμάραντο κλωνάρι

πρωτοφανέρωτη λάμψη, θεϊκιά χάρη.


Τ’ αστραφτερό σας σβήστηκε το βλέμμα,

το δυνατό ζεστό σας χύθηκε αίμα

- αθάνατο νερό σ’ αέναη βρύση -

της Λευτεριάς το δέντρο να ποτίσει,

που ορμητικοί το ‘χουν άνεμοι λυγίσει.


Διαλεχτή Ζευγώλη-Γλέζου

Ιδιόχειρο σημείωμα της ποιήτριας που συνοδεύει το ποίημα :

Το ποίημα αυτό γράφτηκε τον Απρίλη του 1941 στη μνήμη των νέων που πέσανε πολεμώντας τους Γερμανούς στα οχυρά του Ρούπελ και στα άλλα βουνά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων. Δημοσιεύτηκε στη «Ν. Εστία» στα 1946.



Το γεροντοπαλίκαρο


Μόνος στο βουβό κι έρμο σπίτι…

Σύντροφο δεν έχω πια κανεί…

Η γλυκιά μανούλα μου από χρόνια

πήρε κάποια στράτα μακρινή.

Το στρατί που η μοίρα έτσι ορίζει,

να πηγαίνει δίχως να γυρίζει.


Στη βροχή, στον ήλιο, στον αγέρα,

κάτω απ’ του καμάτου το ζυγό,

σπέρνω και θερίζω κι αλωνέβγω

ξελακκίζω, σκάφτω και τρυγώ.

Μα όταν το πορτί το βράδυ ανοίγω,

όλη τη δροσιά στη μούχλα πνίγω.


Κι όταν το κλειδί απ’ την πόρτα βγάλω

με τη στημένη απάνω την ουρά

μια μικρή γατούλα με προσμένει

- του σπιτιού μου τάχατε η κερά… -

Νιαουρίζει και έρχεται κοντά μου

- ζεστασιά γλυκιά στην παγωνιά μου!...


Κι ήταν το σπιτάκι μας θυμάμαι ,

μια χελιδονιών φωλιά θερμή,

με τη μάνα πάνω μας σκυμμένη

πάντα με φροντίδα και στοργή…

Πάνε τ’ αδερφάκια μου… σκορπίσαν…

Πέθαναν… και τ’ άλλα εξετοπίσαν…


Μια; Είτε δύο φορές τάχα να τόπες;

«πρέπει να σκεφτείς και τα στερνά…

Σύντροφο, παιδί μου να διαλέξεις…

Άνοιξη δεν έρχεται ξανά…»

- Άσε με καλέ, να ζεις, μανούλα

Σ’ απαντούσα εγώ κάθε στιγμούλα.


«Σύντροφο πώς θέλεις να διαλέξω;

Τρώει ο τάφος κείνη που αγαπώ…

Έκλεισε η ψυχή μου κι είναι τώρα

Κάθε της πορτί πια σφαλιχτό.

Μα η καρδιά θ’ αργήσει να γεράσει

Κ’ ίσως κι άλλη αγάπη μου γελάσει».


Κι η ζωή κυλούσε – Θε μου – στείρα,

σε χορούς δεν πήγαινα ποτές.

Τραγουδώντας με άλλα παλικάρια

δε γυρνούσα εγώ στις γειτονιές…

- Κορασιές ωραίες και ξελογιάστρες

που λουλούδια ρίχνατε απ’ τις γλάστρες.


Κι είχατε πολλές στοιχηματίσει

να με ξελογιάσετε – ω καλές –

Μα έμενα ασυγκίνητος στις τόσες

τις βελούδινές σας τις ματιές .

Και φεύγαν απ’ το σπίτι οι προξενήτρες

θλιβερές σαν τις μοιρολογήτρες.


Θε μου ! σπιτάκι μου πώς μοιάζει

χέρσο ένα χωράφι, τάφος λες…

Που τον σκέπει η θλίψη, το μαράζι…

Ω ψυχή μου, εσύ γιατί να κλαις;...

Έλα εσύ γατούλα μου κοντά μου,

Σύντροφε γλυκέ στη μοναξιά μου…


Διαλεχτή Ζευγώλη Γλέζου

Απείρανθος Νάξου 1930


Το ποίημα είναι δημοσιευμένο στο περιοδικό ΚΥΚΛΑΔΕΣ του Ιουνίου 1930.


Δεν υπάρχουν σχόλια: