ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Δευτέρα 16 Μαΐου 2022

Ρίτα Μπούμη-Παπά - Αφιέρωμα

 

#διαβάζω_για_σένα


Αφιέρωμα στην ποιήτρια


Ρίτα Μπούμη-Παπά



Διακόσοι


Η πρώτη αυγή του φετινού Μαγιού

κρέμασε μεγάλες νεκρικές κουρτίνες

που μαύρισαν τον ήλιο

και σώπασαν το φλώρι στη ροδιά

καθώς ήρθαν του χάρου τα καμιόνια

με βουλιαγμένες τις παχιές τους ρόδες

στ’ αχτινοβόλα χαμομήλια και τα χόρτα

γεμάτα αγαπημένα κι άγνωστα παιδιά

που ζητωκραύγαζαν ορθά και τραγουδούσαν


Ο σημερινός ήλιος δε μαλάκωσε τη χτεσινή απόφαση

αξίνα η πένα π’ άνοιξε στο χαρτί διακόσια μνήματα

γι’ αγόρια πιο νέα κι απ’ το Χριστό

που δεν τραφήκανε με γάλα, μέλι και ψωμί

παρά το Μέγα Όνειρο

θρέψαν με τ’ ασήμι τους το μεδούλι

με μια ερωμένη στα μάτια του φτιαγμένη από αέρα

αέρα πλατύ γαλάζιο αέρα


Τα σημερινά πουλιά δε στόλισαν τα μαλλιά σας

απ’ το στερνό θυμό σας ηλεχτρισμένα

περάσατε μέσα απ’ τις παπαρούνες

και τα ψηλά στάχια

κι ήταν σαν τότε

που κυνηγούσατε κοτσύφια με το λάστιχο

στα γλυκά ξένα χωράφια,

παιδιά που ήρθατε και φύγατε

κολυμπώντας στο αίμα

όταν εμείς το σφουγγαράκι μιας φωλίτσας επροσέχαμε

μη και χαλάσουν τα παιδιά τ’ αυγά της σφήκας


Παραταχτήκατε κάτω απ’ τη δόξα του ήλιου

με της μητέρας σας τ’ ασύχαστο φακιόλι

χαμένο πίσω απ’ τα δενδροπερίβολα

σα φάκελο που τ’ άρπαξε ο άνεμος αφίλητο,

τα δάκρυά της γίνανε ρυάκι

στων ξένων γυναικών τα τσίνορα

τ’ αδέρφια σας συνάχτηκαν στην πράσινη πλαγιά

να δέσουν το στεφάνι της πρωτομαγιά σας

καθώς σα μαθητές το Μάιο τραγουδώντας

βγήκατε όλοι μαζί στην εξοχή σήμερα για να προαπαντήσετε το θάνατό σας!


Το βουνήσιο σήμαντρο λύθηκε ξαφνικά

κι απ’ το μοναστήρι με τους μαύρους τρούλους

χύθηκε αργά ένα σμάρι από παράπονα

να μετρήσει τις ώρες της μεγάλης παρασκευής σας

κι ήταν σα να σας αποχαιρέταγε για μας

που δεν μπορούσαμε να σας φωνάξουμε αντίο

όπως τόκαναν τ’ αρνάκια βελάζοντας,

είμαστε από το πρωί φρουρημένοι απ’ τις περίπολες

φοβάται ο εχτρός τη δόξα του θανάτου σας

δε θέλει ν’ ακούσομε την τελευταία σας λέξη

με το σάλιο σας να δούμε πως τον νικάτε

γι’ αυτό μας ζώσανε σιδερόφραχτοι στρατιώτες του

γι’ αυτό μπήκαν στα πρωινά περβόλια μας

γεμάτα πεταλούδες και κεχριμπαρένιες μαργαρίτες.


Τι κάνατε λοιπόν για να θεριστείτε γυμνοί

πίσω απ’ τον οχυρωμένο μαντρότοιχο;

η πατρίδα το ξέρει και κλαίει

κοπήκατε σαν τα υγρά τριαντάφυλλα

που φύλαγαν τα κορίτσια προτού σας χάσουν

για να δοξάσουν το μπούστο που σας περίμενε


Σεις γίνατε στεφάνι από πυρακάνθι

Χαλκάς ζεματιστός στο λαιμό της ανθρωπότητας

αγαπημένα παιδιά του μαρτυρίου

που βάψατε μαύρους τους τοίχους της συνοικίας

και μας φορέσατε το πένθος της μνήμης σας

σκληρής βαριάς σαν πετροκάρβουνο


Οι κρότοι που σας στέρησαν τη θέα του κόσμου

γαζώνουν την καρδιά μας

κόβουν τα γόνατά μας οι ριπές σας

αχ τότε που γατζωθήκατε με τα μάτια μεγάλα

και σπαρταρήσατε στο μεταξένιο αιθέρα

κεντημένο απ’ τις πρωτάνθιστες ροδακινίτσες

για να γενείτε αητοί με βασιλικές φτερούγες

να πιείτε όλο τον ήλιο που διψάσατε

κι ας περιμέναν όξω τα καμιόνια

να πάρουν την κόκκινη λάσπη σας.


 Βάψτε τους δρόμους με τις καρδιές σας·

ήρθε το περιστέρι απ’ το χωριό,

βάφτισε τα ξανθά του πόδια

στο χαντάκι που στράγγισαν τα νιάτα σας,

κόκκινο θα γυρίσει πριν απ’ τον ταχυδρόμο

χάθηκε κι η γριούλα που κίνησε νύχτα

να ψηλαφίσει τα σύνορα της Αθήνας

να βρει ένα κομμάτι ρούχο σας στη λεωφόρο

σκισμένο με τα δόντια σας και πεταμένο για σημάδι

πίσω απ’ τα βουνά έχασε τις παντόφλες της

την ώρα που τα κάρα κουβαλούσαν τα σφάγια σας

ανάμεσα σε δυο σειρές κεριών

π’ ανάψαμε με το νου μας

εκεί στις κόχες του τελευταίου σας δρόμου

απ’ όπου της χλόης ο θυμός

χίμηξε να πνίξει τις πέτρες


Σεις έχετε κιόλας σμίξει με τ’ αδέρφια σας

τις ανθισμένες ιτιές και τα σιντριβάνια

τ’ άλογα καβαλικέψατε του ρήγα ήλιου

πάνω απ’ τη θάλασσα των παραμυθιών

με ασημένιο αμάξι

κι εμείς ζηλεύουμε τη δόξα σας

παιδιά με τ’ ανοιχτόστοιθα πουκάμισα

αυριανά μας αγάλματα


Πέτρινες εντολές τ’ άτριχα στήθια σας

μέσα απ’ το δάσος που περπατήσατε

μ’ όρθια πόδια

καθώς δίχως ελπίδα μπλεχτήκατε την πιο ένδοξη στιγμή 

με τα χελιδόνια του στρόβιλου

και τα σγουρά θυμάρια.


Τι γλυκά που ησυχάσατε μάρτυρες

μαζί με το χαλάζι των πολυβόλων

κάτω απ’ τις κυψέλες του Υμηττού…

Βιτσιά στον ύπνο μας το χαριστικό βόλι σας

βιτσιά στο αίμα μας

βιτσιά στα όνειρά μας

πόσα μαρμαρένια παιδιά θα στήσομε αύριο

δω μέσα που πνίγηκαν στο αίμα τα μερμήγκια!


Πόση σιωπή θέλει το ρόδι για να δέσει

πόση οργή για να σκάσει και να χυθεί

είσαστε οι διακόσιοι της Πρωτομαγιάς

εκατό λιγότεροι από τους συντρόφους του Λεωνίδα

που σας αποχαιρέτησαν τα τρυφερά κλίματα

κι ο τσομπάνος πούκλαιγε δαγκάνοντας το δάχτυλο

κι οι ανθισμένες λεμονιές των επιτάφιων όλων

και τα κορίτσια που δεν φιλήσατε

καθώς η φοβερή απουσία της μάνας σας

άχνιζε πελώρια στον αιθέρα

σαν τα θεσσαλικά ποτάμια το χειμώνα.


Ούτε λουλούδια να σας φέρουμε δεν μας άφηκαν

να κοινωνήσομε απ’ το γαρούφαλο της πληγής σας

να σφουγγίσουμε με τα μαλλιά μας

τον ακριβό ιδρώτα της αγωνίας σας

ορφανές γυναίκες αφημένες πίσω με μαδημένα μάγουλα

και τη ζουγραφιά σας στα μάτια μας

κάτω απ’ τη μολυβένια βροχή που σας θέρισε

πριν από τα στάχυα

για να ζεστάνετε με τ’ άστρα σας

τη γριά κορώνα του κόσμου.


Αντίο παιδιά

δε θα ξεχάσουμε το τίμιο μέτωπό σας

με τη λάμπα του θα φωτίσουμε την υπόλοιπη ζωή μας

με την πίκρα σας θα γεμίσουμε τα βιβλία μας

και με το ρουμπινί αίμα σας

θα βάψουμε τις σημαίες της οικουμένης


Ρίτα Μπούμη - Παπά


Το ποίημα δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά ολόκληρο στο διαδίκτυο στη σελίδα «Ατέχνως» (atexnos.gr) 



Ειρήνη


Κλείσ’ το βιβλίο.

Την αυγή σφάξαν μια κόρη

αιματοπότες άνθρωποι. Κι όλη τη μέρα

κλαίγαν τα δέντρα που είδανε το φόνο

τέσσερα χιλιόμετρα έξω απ’ τα Γρεβενά.


Μπροστά στην πύλη της αυγής

ρόδινη απ’ την ανταύγεια προχωρούσε

με μαλλιά ξέπλεκα η Ρηνούλα

με το λευκό της φόρεμα της Κυριακής

με μόνο κόσμημα τα σμαραγδιά της μάτια.


Ανυποψίαστη, άπραγη, μικρή

τριγυρισμένη από τουφέκια γυμνασμένα

γαλήνια εβάδιζε κοιτώντας τα πλατάνια

αποχαιρέταε τα πουλιά δίχως παράπονο

τους λόφους πέρα και το δάσος.


Δεν ήταν μια πριγκίπισσα από τα παραμύθια

που βγήκε αυγή με τις θεραπαινίδες της

για να συνάξει ρόδα υγρά

σ’ ένα πανέρι από ακτίνες.

Μια δασκαλίτσα ήτανε αγροτικού σχολειού.


(Καλημέρα κίτρινο θερισμένο χόρτο

δεν ήρθα για περίπατο στις ασημένιες όχθες

ήρθα για να με σφάξουνε.

Όταν ο ήλιος υψωθεί σε λίγο

κι όπως κάθε πρωί μ’ αναζητήσει,

εσύ που γνώρισες του δρεπανιού την κόψη

και είσαι ο μόνος μάρτυρας εδώ

πες του πως με θερίσανε και μένα

ανήμερα Αγιάς Μαρίνας

πως άφησα έρημο το σπίτι μας

αράχνες να το κατοικήσουν.

Μόνο στα μαθητούδια μου μην κάνεις λόγο

αν έρθουν ως εδώ και ψάχνουν,

μην πεις πως βρίσκομαι κάτω απ’ τις πέτρες.

Κι αν δουν το αίμα μου και σε ρωτήσουν

πες τους αρνί πως σφάξαν οι βοσκοί).


Ο ποταμός πήρε το βόγγο της και τόνε τρέχει

στα δυο στηθάκια της σημάδεψαν οι στρατιώτες

με τα μεγάλα μάτια της πρώτη τους πυροβόλησε!

Σαν ν’ απαντούσε σ’ ένα προσκλητήριο

φώναζε τ’ όνομά της δυνατά

από τη λήθη να το σώσει.


Άνεμε, ξύπνα! Ούρλιαξε! μέσα απ’ τα φύλλα,

πλαδαρά πρόσωπα στα πουπουλένια μαξιλάρια

σηκωθείτε να δείτε το σφαγμένο κορίτσι

την άσπιλη καρδιά του να κρατά ψηλά

σαν αρτοφόρι για τους πεινασμένους

και να φωνάζει αυτό που μόλις ψιθυρίζουμε

φτασμένη όρθια στον ανοιγμένο τάφο

και μες στις αλυσίδες της

μια κορδελίτσα κόκκινη να λάμπει.


Ρίτα Μπούμη - Παπά


Το ποίημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Ειρήνης Γκίνη (Μίρκα Γκίνοβα), της πρώτης γυναίκας που εκτελέστηκε με απόφαση Έκτακτου Στρατοδικείου, στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου.

Από την ποιητική συλλογή Χίλια σκοτωμένα κορίτσια (Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις - 1964).



Η μοίρα μας 


Πόσοι μας αγνοούν, Θεέ μου,

Από τα μακρινά τʼ αστέρια σου

Μέχρι τον ένοικο του πλαϊνού σπιτιού…

Πόσοι δεν ξέρουν πως τους αγαπούμε

Πόσοι δεν ξέρουνε πως χτίζουμε γιʼ αυτούς

Για τα παιδιά τους

Για τα εγγόνια τους

Πόσοι δεν ξέρουνε την αυταπάρνηση μας

Τη μοναξιά μας

Πόσοι κοιμούνται δίχως να μας πουν καληνύχτα

Όταν γιʼ αυτούς ξενυχτούμε σʼ ένα τραπέζι με μια λάμπα

Πόσοι δεν νιώθουνε το χάδι μας σαν τους τυλίγει

Πόσοι θαρρούν πως είμαστε φαντάσματα, βρυκόλακες

Όταν μπροστά στη ρέμβη τους περνούμε ως ίσκιοι

Πόσοι δεν μας υποψιάζονται καθόλου

Πόσοι δεν μας προσέχουν

Πόσοι δεν μας ακούνε νʼ αλαλάζουμε στην έρημο

Πόσοι στο δρόμο μας προσπερνούν ανίδεοι

Μη ξέροντας πως είμαστε η ψίχα της καρδιάς τους

Πόσοι, Θεέ μας, μας περιγελούν

Που περπατούμε ανάλαφροι κι αφηρημένοι

Πόσοι ξαφνιάζονται

Πόσοι ακόμα και τρομάζουν

Γιατί περνώντας τους χαμογελούμε.


Ρίτα Μπούμη - Παπά



Ο θαλασσοπόρος


Έχω ένα καράβι, τόσο, με πανιά,

θάλασσες αφήνει, θάλασσες περνά.


Άφωνος στον κίνδυνο και θαλασσομάχος,

ταξιδεύω σχίζοντας πέλαγα μονάχος.


Στου περιβολιού μας τη δεξαμενή

τα νερά τους σμίγουν πέντε ωκεανοί!


Γύρω περιμένουν στις ακτές οι κάβοι

δίπλα τους νʼ αράξει τʼ άσπρο μου καράβι.


Στην Ινδία, στο Βόλγα, στο Μισισιπή

τρέχει το καράβι μου, πάει σαν αστραπή.


Το φεγγάρι μέσα απ’ το πυκνό πλατάνι

στα ταξίδια του όλα συντροφιά μού κάνει.


Προς τα πολυτρίχια, λίγο παρακεί,

το τιμόνι αν στρίψω, να κι η Αφρική.


Πίσω απ’ του κισσού μας τη χλωρή κουρτίνα,

έγια μόλα, βάζω πλώρη για την Κίνα.


Το Σουέζ, την Πόλη και τον Παναμά,

ως να με φωνάξει για φαΐ η μαμά.


Καθισμένος πλάι σε μια γλάστρα δυόσμο

δέκα χρόνων πλοίαρχος, γνώρισα τον κόσμο!


Ρίτα Μπούμη - Παπά



Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου


Πώς άνθισαν απόψε τα φιλιά μου

Κʼ έγιναν τα ξερά μου χείλια κήποι

Και στα νεκρά σκίρτησαν σωθικά μου

Παλιοί λησμονημένοι κάποιοι χτύποι;


Ανέστη, Θε μου, ο πόθος του έρωτα μου,

Που ο χωρισμός τον νέκρωσε κι η λύπη

Απόψε μες στην άρρωστη καρδιά μου

Που ο πόνος κι ο καημός δεν απολείπει!


Λουλούδια ευωδιαστά γίναν οι πόνοι

Και το σφιχτό μου στόμα αχνά γελάει

Θαρρώντας πως η αγάπη το σιμώνει….

Πιο γρήγορα το στήθος μου χτυπάει

Από μια σκέψη που έκανα και μόνη

Που πέρασε σα σύννεφο και πάει…


Ρίτα Μπούμη - Παπά



Υπόγειο


Τους ήλιους δεν εμέτρησες που σε ζητήσαν τόσα χρόνια

πού είσαι κόρη με τα γαλάζια τσίνορα;

Σ’ έκρυψε στο φουστάνι της η μαραμένη γυναίκα

πέντε χειμώνες σ’ έθαψαν με χιόνι λασπερό.

Βαθιά στη γη υποτάχτηκες όπως μια ρίζα

ψηλά τεντώνεσαι για να καλημερίσεις

ένα λουλούδι που βασιλεύει στον καιρό του

διψά η καρδιά σου για καινούργιο κάτοικο.

Μεγάλη νυχτερίδα από το φως σου θρέφεται

γι’ αυτό νωρίς βραδιάζει πριν χορτάσεις

στα ψηλά δώματα βόσκει το μεσημέρι

τους δρόμους καβαλίκεψε το ξανθό κύμα του.

Ύψος δεν έχει για τα δυο φτερά σου

να λιώσει η πάχνη να φωνάξει το αίμα σου,

ξέχασες την αφή που 'χει ο ουρανός στην άνθισή του

από μια τρύπα διακονεύεις την αγάπη του.

Πεθαίνεις με τους ποιητές κάθε ηλιοβασίλεμα

τα χέρια σου μυρίζουν από τα μαλλιά τους

χτυπά η καμπάνα που δεν πιστεύεις πια

σε ξένη αυλή το φεγγαράκι δοκιμάζεις.

Μαδάς του ημεροδείχτη το πιστό τριαντάφυλλο

σε τόσο βάθος τρων σκουλήκια τον πατέρα σου

όμοια κι εδώ ακέρια μέρα δε χωρεί

κ’ είναι το φιλικό το βήμα απ’ άλλο κόσμο.

Σου 'φερε ο Μιλόζ φέτος την άνοιξη

την πείνα σου ποιος άλλος να συλλογιστεί;

Φουρτούνιασε τη γειτονιά το φιλντισένιο αμάξι του

γίνου όμορφη στα περιβόλια θα σε δείξει!

Έχεις ένα χαμόγελο από μαργαριτάρια

ψαράδες Σικελοί το ταίριαξαν να το φοράς

ψάξε και βρες το πριν το κλειδώσει η νύχτα

σ’ ένα σεντούκι πιο βαθύ απ’ το δικό σου.


Ρίτα Μπούμη - Παπά

Από τη συλλογή Καινούργια χλόη (1952)

[πηγή: Ρίτα Μπούμη-Παπά, Άπαντα, τ. 3, Εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1981, σ. 141]



Φως ιλαρόν


Φως ιλαρόν

Είσαι το μόνο φως που ορίζω

Σε πύργο σε κρατώ στημένο

Στον άνεμο

Σʼ αβράδυαστη μέρα σʼ αιχμαλωτίζω

Μαργαριτάρια σου χαρίζω

Περίπατους γλυκούς

Σʼ ουρανούς δίχως σύνορα.

Πριν από σένα

Είχαν δει την καρδιά μου οι γλάροι

Να ναυαγεί

Σκεπασμένη με φύκια.

Τώρα χτυπάς εσύ το τζάμι μου

Κι οι γούνες της θάλασσας

Τυλίγουν το ρίγος μου

Νύχτες έναστρες ξεκολλούν

απʼ το χρόνο

φωτιές από ουράνια τόξα

καίνε στο τζάκι μου

ξημερώνει

και δεν διαλύονται τα φαντάσματα

που χτίζουν στον ύπνο μου

παλάτια στην άμμο.


Φως ιλαρόν

Όποια χώρα επισκεφθείς λέγεται

Ελπίδα

Όποια γη πατήσεις καλπάζει

Στη χαίτη του ιλίγγου

Στην έκσταση

Σ΄ όποιο προσκέφαλο κοιμηθείς

Με σπαθί λυγερό από μαρτιάτικο μίσχο

Το σφάζεις

Το γεμίζεις όνειρα.

Λαμπάδα από ανόθευτο κερί

Στα σκοτάδια

Φέξε απʼ τα ύψη τους νόμους

Μιας νέας θρησκείας

Αναίμακτης

Το υλικό

Για το μέγα ναό της ειρήνης

Που αιώνες ονειρεύονται

Τʼ ανθρώπινα ποίμνια.

Δείξε σʼ όσους δεν πίνουν

Άλλο κρασί απʼ το αίμα

Και το κίτρινο μέταλλο έχουν θεό

Τις διαστάσεις του χρόνου

Στο χώρο που εσύ μόνο βαδίζεις

Το μόριο της παρουσίας τους

Στο απέραντο σύμπαν

Το μαστό τον αστείρευτο

Της αγάπης το γάλα.

Εξήγησε τους πόσο απύθμενη είναι

Η άβυσσος

Πόσο έχουνε κιόλας

Στο χείλος της πλησιάσει

Με το πνεύμα δεμένο

Στων πολέμων τʼ αμάξια

Πόση οργή ηφαιστείων κλείνει

Η ξέχειλη καρδιά των ταπεινών

Που δεν είδαν ποτέ τους

Ψωμί και βιβλίο

Και γράψε στο μαύρο βελούδο

Του άπειρου

Με πύρινα γράμματα

Πως η νίκη θα ʽναι του Ανθρώπου.

Φως ιλαρόν

Εσύ, εγώ και το τραγούδι

Τρέχομε ακόμα μαζί

Διανύομε αποστάσεις μέσα σε στιγμές

Εισδύοντας σε κύκλους πύρινους

Για να καούμε

Μα, απʼ τη δοκιμασία

Βγαίνομε πιο άλκιμοι

Και πιο λαμπροί.

Δεν ξέρω αν ήταν εποχή που είμαστε

Άγνωστοι

Εσύ, εγώ και το τραγούδι

Τώρα αναζητιόμαστε κι οι τρεις

Απεγνωσμένα

Η επαφή μας κάνει τα δέντρα

Να τινάζονται

Δίχως πνοή ανέμου

Λέξεις βελούδινες ανθούν στʼ αυτιά

Με ματωμένους μίσχους

Κι ένας λαβύρινθος μας παρασύρει

Στα ενδότερα του.

Κι αυτόν όμως τον κίνδυνο τον αψηφούμε

-γιατί τώρα το νήμα δεν υπάρχει

κι η Αριάδνη ήταν μύθος-

πάνω στο άσπρο προσκέφαλο του δειλινού

κωφεύομε

στη μυστική επίκληση της φρόνησης

είμαστε έτοιμοι για το πήδημα

του θανάτου

για την πάλη της αγάπης

εναντίον όλων

για την ελπίδα που τρέμει

και ζητά να ζήσει

μες στα ερείπια και στις στάχτες

για την απόφαση

να συγκολλήσουμε τρίμμα με τρίμμα

όλα τα θρύψαλα

σʼ έναν καθρέφτη γαλανό

με χλοερές ανταύγειες

και δάφνες άκοπες στις όχθες

να ιδούμε ακόμα μια φορά

ολάνθιστο το πρόσωπο μας.


Ρίτα Μπούμη - Παπά


Δεν υπάρχουν σχόλια: