ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΑΡΚΑΒΙΤΣΑΣ - ΠΑΣΧΑ ΣΤΑ ΠΕΛΑΓΑ



Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922)

Πάσχα στα πέλαγα

Το πλοίο ολοσκότεινο έσκιζε τα νερά ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του. Δεν είχε άλλο φως παρά τα δυο χρωματιστά φανάρια ζερβόδεξα[1] της γέφυρας[2]· ένα άλλο φανάρι άσπρο, ακτινοβόλο, ψηλά στο πλωριό[3] κατάρτι και άλλο ένα μικρό πίσω στην πρύμνη[4] του. Τίποτε άλλο.
Οι επιβάτες όλοι ξαπλωμένοι στις καμπίνες τους, άλλοι παραδομένοι στον ύπνο και άλλοι στους συλλογισμούς. Οι ναύτες και οι θερμαστές[5], όσοι δεν είχαν υπηρεσία, κοιμόνταν βαριά στα κρεβάτια τους. Ο καπετάνιος με τον τιμονιέρη ορθοί στη γέφυρα, μαύροι ίσκιοι, σχεδόν ανάεροι[6], έλεγες ότι ήταν πνεύματα καλόγνωμα[7], που κυβερνούσαν στο χάος την τύχη του τυφλού σκάφους και των κοιμισμένων ανθρώπων.
Έξαφνα η καμπάνα της γέφυρας σήμανε μεσάνυχτα. Μεσάνυχτα σήμανε και η καμπάνα της πλώρης. Το καμπανοχτύπημα γοργό, χαρούμενο, επέμενε να ρίχνει τόνους μεταλλικούς περίγυρα, κάτω στη σκοτεινή θάλασσα και ψηλά στον αστροφώτιστο ουρανό, και να κράζει όλους στο κατάστρωμα. Και μεμιάς το σκοτεινό πλοίο πλημμύρισε από φως, θόρυβο, ζωή. Άφησε το πλήρωμα τα κρεβάτια του και οι επιβάτες τις καμπίνες τους.
Εμπρός στην πλώρη και στην πρύμνη πίσω, ανυπόμονα έφευγαν από τα χέρια του ναύκληρου[8] τα πυροτεχνήματα, έφταναν, λες, τ’ αστέρια, και έπειτα έσβηναν στην άβυσσο[9].
Τα ξάρτια[10], τα σχοινιά, οι κουπαστές[11] έλαμπαν σαν επιτάφιοι από τα κεριά. Και δεν ήταν εκείνη τη στιγμή το καράβι παρά ένα μεγάλο πολυκάντηλο που έφευγε πάνω στα νερά σαν πυροτέχνημα.
Η γέφυρα στρωμένη με μια μεγάλη σημαία έμοιαζε Άγια Τράπεζα. Ένα κανίστρι[12] με κόκκινα αυγά και ένα με λαμπροκούλουρα[13] επάνω. Ο πλοίαρχος σοβαρός με ένα κερί αναμμένο στο χέρι άρχισε να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη». Το πλήρωμα και οι επιβάτες γύρω του ξεσκούφωτοι και με τα κεριά στα χέρια ξανάλεγαν το τροπάρι[14] ρυθμικά και με κατάνυξη[15].
- Χρόνια πολλά, κύριοι!... Χρόνια πολλά, παιδιά μου!... ευχήθηκε, άμα τελείωσε τον ψαλμό, γυρίζοντας πρώτα στους επιβάτες και έπειτα στο πλήρωμα ο πλοίαρχος.
          - Χρόνια πολλά, καπετάνιε, χρόνια πολλά!... Απάντησαν εκείνοι ομόφωνα.
          - Και του χρόνου στα σπίτια σας, κύριοι! Και του χρόνου στα σπίτια μας, παιδιά, ξαναείπε ο πλοίαρχος, ενώ ένα μαργαριτάρι κύλησε στην άκρη των ματιών του.
          - Και του χρόνου στα σπίτια μας, καπετάνιε.
Έπειτα πέρασαν ένας ένας, πρώτα οι επιβάτες, έπειτα το πλήρωμα, πήραν από το χέρι του το κόκκινο αυγό και το λαμπροκούλουρο και άρχισαν πάλι οι ευχές και τα φιλήματα.
          - Χριστός Ανέστη!
          - Αληθινός ο Κύριος!
          - Και του χρόνου σπίτια μας!
Οι επιβάτες τράβηξαν στις θέσεις τους να φάνε τη μαγειρίτσα. Οι ναύτες ζευγαρωτά στους διαδρόμους τσούγκριζαν τ’ αυγά τους, γελούσαν, σπρώχνονταν μεταξύ τους, έτρωγαν λαίμαργα, καλοχρονίζονταν[16] σοβαρά και κοροϊδευτικά.
          Έπαψε το καμπανοχτύπημα· ένα ένα έσβησαν τα κεριά. Το καράβι βυθίστηκε πάλι στην ησυχία του. Ο καπετάνιος και ο τιμονιέρης καταμόναχοι πάνω στη γέφυρα, πνεύματα, θαρρείς, ανάερα, εξακολουθούσαν τη δουλειά τους σιωπηλοί και άγρυπνοι.
          - Γραμμή![17]
          - Γραμμή!
          Και το πλοίο, ολοσκότεινο πάλι, εξακολούθησε να σκίζει τα νερά, ζητώντας ανυπόμονα το λιμάνι του.

Ανδρέας Καρκαβίτσας


Προσαρμογή κειμένου - Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, © 2020




[1] ζερβόδεξα = αριστερά και δεξιά.
[2] η γέφυρα = το διαμέρισμα του καπετάνιου στο κατάστρωμα του πλοίου.
[3] πλωριός = αυτός που βρίσκεται στο μπροστινό μέρος του πλοίου, στην πλώρη.
[4] η πρύμνη = το πίσω μέρος του πλοίου.
[5] ο θερμαστής = ο εργάτης που συντηρεί τη φωτιά στον λέβητα του πλοίου.
[6] ανάερος = ο ελαφρύς σαν τον αέρα.
[7] καλόγνωμος = ο καλοσυνάτος.
[8] ο ναύκληρος = ο πρώτος, ο ανώτερος από τους ναύτες του πληρώματος, ο λοστρόμος.
[9] η άβυσσος = το πολύ βαθύ και σκοτεινό σημείο στη θάλασσα.
[10] τα ξάρτια = τα σκοινιά των καταρτιών.
[11] η κουπαστή = το πάνω μέρος στα εξωτερικά τοιχώματα του πλοίου.
[12] το κανίστρι ή κάνιστρο= καλάθι πλατύ και ρηχό.
[13] η λαμπροκουλούρα = το παραδοσιακό ψωμί της Λαμπρής που στολίζεται με ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο του.
[14] το τροπάρι ή τροπάριο = σύντομος εκκλησιαστικός ύμνος με επαναλαμβανόμενα λόγια.
[15] η κατάνυξη = η βαθιά συγκίνηση από την αίσθηση της θεϊκής παρουσίας.
[16] καλοχρονίζομαι = δίνω σε κάποιον ευχή για καλή χρονιά.
[17] η γραμμή = η κατεύθυνση, η πορεία που ακολουθεί το πλοίο.

Τρίτη 7 Απριλίου 2020

ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ - ΔΩΔΕΚΑΛΟΓΟΣ




Νίκος Καρούζος «Δωδεκάλογος»



στον Ηλία Πετρόπουλο



1. Να μην ειρηνεύεις ανώφελα.

2. Να μην πολεμάς επίσης ανώφελα.

3. Ν’ αγαπάς τον ήλιο, μα όχι σαν θεότητα.

4. Ν’ αποστρέφεσαι τη σελήνη σαν έδαφος.

5. Να πηγαίνεις καμιά φορά στην εκκλησία, δε χάνεις τίποτα.

6. Να θυμάσαι λιγάκι το θάνατο, μα όχι σαν θάνατο.

7. Να βλέπεις τη ματαιότητα και της ιδέας της ματαιότητας.

8. Να λες Έλληνας και να νιώθεις άλλην ομορφιά, να μη νιώθεις ελληνικότητα.

9. Να γράφεις αγαπώντας το άγραφο.

10. Να στοχάζεσαι πέρ’ απ’ τους στοχασμούς σου.

11. Να μην ξεχνάς την ύπαρξη του Ανύπαρχτου.

12. Να τα διαβάζεις κάθε μέρα τούτα.



ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ - Η ΔΙΠΛΗ ΓΙΟΡΤΗ


Δημήτριος Καμπούρογλου (1852-1942)

Η διπλή γιορτή

Την ίδια μέρα γιόρτασαν οι χριστιανοί τη Λαμπρή τους και οι Τούρκοι το μπαϊράμι[1] τους – έτσι έτυχε. Η γριά η εκκλησάρισσα[2] της Σωτήρας τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου, αφού έκαναν οι χριστιανοί Ανάσταση κι απόλυσε η εκκλησιά, κλείστηκε στο κελί της μέσα, διπλοαμπάρωσε την πορτίτσα της κι έβαλε για καλό και για κακό από πίσω και το φορτσέρι[3] της γεμάτο μ’ όλο της το νοικοκυριό, γιατί το τούρκικο ξεφάντωμα μπορούσε να ξεσπάσει πάνω της. Έξαφνα χτυπά τρεις φορές η πόρτα της, τακ, τακ, τακ… Άλλες τρεις φορές χτύπησε κι η καρδιά της εκκλησάρισσας.
- Αν είσαι χριστιανός, να σε πολυχρονάει ο μεγαλοδύναμος κι αν είσαι Τούρκος, πάλι καλωσόρισες.
- Άνοιξε γρήγορα, γειτόνισσα, και μη φοβάσαι, εγώ είμαι.
- Μπα! εσύ ‘σαι, γειτόνισσα; Και τι γυρεύεις τέτοια ώρα;…
Η πορτίτσα του κελιού ανοίγει. Το κατάλευκο χούφταλο[4], η εκκλησάρισσα, υποδέχεται το κατάμαυρο σκέλεθρο[5], μια γρια Αραπίνα φιλενάδα της, που καθόταν μέσα σ’ ένα χάλασμα της γειτονιάς. Η πορτίτσα ξανάκλεισε. Η Αραπίνα μιλά πρώτη :
- Τώρα που ησύχασε ο κόσμος όλος κι οι χαροκόποι[6] τραβήχτηκαν στα σπίτια τους, ήρθε κι εμένα η αράδα[7] μου να γιορτάσω το μπαϊράμι μου στο τρυπόσπιτό μου μέσα. Έκαμα ν’ απλώσω πάνω σε κάτι πέτρες τ’ αποφάγια των αγάδων[8] που ‘χα σ’ ένα χαρτί τυλιγμένα και τότε σε συλλογίστηκα, ζάβαλη[9] γειτόνισσα, κλεισμένη καταμόναχη στο κελί σου, ξημερώνοντας η Λαμπρή σας σε ψυχοπόνεσα, τύλιξα πάλι τ’ αποφάγια και είπα μέσα μου : «Κακόμοιροι χριστιανοί! Σκλάβοι κι εσείς, σκλάβοι κι εμείς. Πιο φτωχοί εμείς, μα πιο δυστυχισμένοι εσείς, γιατί γινήκατε δούλοι στον ίδιο τον τόπο, που μια φορά ήσαστε αφεντικά». Ας πάω λοιπόν, είπα, να γιορτάσουμε μαζί, αυτή τη Λαμπρή της κι εγώ το μπαϊράμι μου. Ξεκίνησα κι ήρθα. Κι ακούμπησε το μικρό της δέμα πάνω στο ξεχαρβαλωμένο τραπεζάκι του κελιού.
Σηκώνεται τότε η εκκλησάρισσα γελαστή και ψάχνει μέσα στην κασέλα της. Βγάζει ένα κόκκινο αυγό και το δίνει στην Αραπίνα. Το παίρνει εκείνη μ’ ευχαρίστηση μεγάλη, σηκώνει το χέρι της και το παρατηρεί γύρω γύρω στο φως του λυχναριού με χαρά μικρού παιδιού και το θαυμάζει σαν κανένα σπάνιο και περίφημο πράγμα. Η γριά εκκλησάρισσα έρχεται σιγά σιγά, κάθεται κοντά της και, έξαφνα, κάνει τσακ μία και της το σπάζει με το άλλο κόκκινο αυγό που είχε κρυμμένο στο άλλο της το χέρι, ξεκαρδισμένη στα γέλια για το κατόρθωμά της.
Το κελί είναι μισοσκότεινο. Το λυχνάρι μόλις και φέγγει. Ζυγώνουν κοντά κοντά, μάγουλο με μάγουλο, τα δυο γεροντικά κεφάλια, κάτασπρο το ένα, κατάμαυρο το άλλο, και φιλιούνται…

Δημήτριος Καμπούρογλου

Προσαρμογή κειμένου - Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, © 2020


[1] το μπαϊράμι (τουρκικά bayram) = μεγάλη μουσουλμανική γιορτή αντίστοιχη του χριστιανικού Πάσχα.
[2] η εκκλησάρισσα = η γυναίκα που φροντίζει για την καθαριότητα και τη φύλαξη της εκκλησίας.
[3] το φορτσέρι (ιταλικά forziere) = η κασέλα.
[4] το χούφταλο = ο πολύ γερασμένος άνθρωπος.
[5] το σκέλεθρο = ο πολύ αδύνατος άνθρωπος.
[6] ο χαροκόπος = αυτός που διασκεδάζει πολύ, ξεφαντώνει.
[7] η αράδα (βενετικά arada) = η σειρά.
[8] ο αγάς (τουρκικά aga) = Τούρκος αξιωματούχος.
[9] ζάβαλος = ταλαίπωρος, δυστυχισμένος.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ - ΚΑΡΠΟΣ ΕΛΑΙΟΥ


Ανδρέας Εμπειρίκος «Καρπός ελαίου»

Επάνω από τη δοσοληψία των μιασματικών υδάτων μιας νόσου που κατεδικάσθη οριστικώς
Η άχνα της υγείας μεσουρανεί και μέλπει
Η πίστις της περιπετείας δε χαλαρώθηκε.
Τα μάτια της είναι πράσινα και κατοπτρίζονται μες στα νερά της νεότητος
Ένας νέος συναντά μια νέα και τη φιλεί
Από τα χείλη της αναπηδούν οι λέξεις μεθυσμένες
Όλη η ζωή τους μοιάζει με λιβάδι
Επαύλεις εδώ κι εκεί κοσμούν την πρασιά του
Νεότης νεότης τι ωραία που είναι τα μαλλιά σου
Τα χαϊμαλιά σου τα στολίζουν άνθη μυγδαλιάς που ανθεί σε χώρα πεδινή
Οι θρίαμβοι των καισάρων περνούν καμιά φορά απ’ αυτή τη χώρα και παρασύρουν τα νερά των κήπων
Οι γυναίκες των κηπουρών γυμνώνουν τα στήθη τους και τους παρακαλούν
Μια σειρά μαργαριταριών στάζει σε μια χοάνη
Κάθε μαργαριτάρι είναι μια σταγών και κάθε σταγών είναι ένας δράκος
Το κάστρο του κατέρρευσε και τώρα παίζουν τα παιδάκια μες στους ίσκιους
Τα θρύψαλα του καθρέφτη της πυργοδέσποινας είναι κι αυτά πετράδια
Που ρίχνουν στον πετροπόλεμο τα παλικάρια.

[Ενδοχώρα, 1945]

ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ - ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΣΚΙΕΣ ΚΑΙ ΦΩΤΑ




Νικηφόρος Βρεττάκος «Κάτω από σκιές και φώτα»



Τον καιρό που γεννήθηκα -

κείνα τα χρόνια, μου ‘χε ο Θεός

φυλάξει τα δέντρα. Ήταν αστέρια στον ουρανό...

Μπροστά μου ὁ Ταΰγετος στεκόταν ανέπαφος...

Ήταν ὁ κόσμος τούτος τόσο όμορφος, που μπέρδευε εύκολα

κανείς τα φαινόμενα...

Τον καιρό που γεννήθηκα - κείνα τα χρόνια,

δεν πλανιότανε ούτε υποψία κακής φωτιάς στον ορίζοντα.


Κυριακή 5 Απριλίου 2020

ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ - ΘΑ 'ΡΘΕΙ ΜΙΑ ΜΕΡΑ




Μανόλης Αναγνωστάκης «Θα ‘ρθει μια μέρα»

Θα ‘ρθει μια μέρα που δε θα ‘χουμε πια τί να πούμε
Θα καθόμαστε απέναντι και θα κοιταζόμαστε στα μάτια
Η σιωπή μου θα λέει : Πόσο είσαι όμορφη, μα δε βρίσκω άλλο τρόπο να στο πω
Θα ταξιδέψουμε κάπου, έτσι από ανία ή για να πούμε πως κι εμείς ταξιδέψαμε.

Ο κόσμος ψάχνει σ’ όλη του τη ζωή να βρει τουλάχιστο τον έρωτα, μα δε βρίσκει τίποτα.
Σκέφτομαι συχνά πως η ζωή μας είναι τόσο μικρή που δεν αξίζει καν να την αρχίσει κανείς.
Απ’ την Αθήνα θα πάω στο Μοντεβίδεο ίσως και στη Σαγκάη·
είναι κάτι κι αυτό δεν μπορείς να το αμφισβητήσεις.

Καπνίσαμε - θυμήσου - ατέλειωτα τσιγάρα συζητώντας ένα βράδυ
- ξεχνώ πάνω σε τι - κι είναι κρίμα γιατί ήταν τόσο μα τόσο ενδιαφέρον.

Μια μέρα, ας ήτανε, να φύγω μακριά σου αλλά κι εκεί θα ‘ρθεις και θα με ζητήσεις
Δεν μπορεί, Θε μου, να φύγει κανείς ποτέ μοναχός του.


Σάββατο 4 Απριλίου 2020

ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ - ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ



Άρης Αλεξάνδρου «Το βιβλίο»

Είχανε ξεχάσει ποιο είταν το βιβλίο
συμφωνούσαν όμως όλοι πως το διάβαζε την ώρα που μπήκαν στην ακτίνα
μ’ έναν μακρύ κατάλογο.
Διάβαζε κι όταν έγινε σιωπή κ’ οι αρβύλες των φυλάκων
ηχούσαν στο προαύλιο σαν τα χώματα που πέφτουν πάνω στην νεκρόκασα.
Διάβαζε κι όταν πέρναγαν έναν-έναν τους θαλάμους κι ακουγόντουσαν ξερά επίθετα κι ονόματα
και το πατρώνυμο στο τέλος
χαριστική βολή.
Σε ποιο σπίτι σε τί δέντρα να τον είχε παρασύρει το βιβλίο
σε ποιο βράχο να ’χε κάτσει με τα γυμνά του πόδια μες στον αφρό της θάλασσας
δεν ήξερε κανένας να μου πει.
Μόνο πως όταν τον διακόψαν
το ’κλεισε με παράπονο κ’ είπε πως είταν όμορφο
κρίμα που δεν του ’μεινε καιρός να το τελειώσει.

Θα προσπαθήσω να το βρω εκείνο το βιβλίο.
Θα τ’ ανοίξω στην τσακισμένη του σελίδα
και
αν αξιωθώ
θα το διαβάσω ως το τέλος.


Από τη συλλογή Ευθύτης οδών (1959)

[πηγή: Άρης Αλεξάνδρου, Ποιήματα (1941-1971), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 21981, σ. 101]

Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

ΑΝΗΦΟΡΟΣ

Στη μνήμη του τελευταίου Έλληνα ήρωα...




Ανήφορος

Ανήφορος
η ανάσα γαντζώνεται
στις κοφτερές προεξοχές
μόνο μπροστά
η μέσα φωνή προτρέπει
πάντα πιο ψηλά
ως την απάτητη κορφή
εκεί η ελευθερία προσμένει
στέγη ο ουρανός
τα σύννεφα αδέλφια
οι ηλιαχτίδες κεντήστρες
της φωτεινής φορεσιάς    
δεν υπάρχει επιστροφή
στο μονόδρομο της ζωής
μάχη δίνουμε
με του ανέμου τα κύματα
και της βροχής τα ριπίσματα
και του χιονιού τις θύελλες
για να νιώσει η ψυχή ζωντανή
η θέληση να δυναμώσει
ένα να γίνει με το φως
ίχνη ανθρώπινα να αφήσουμε
στο σύντομο διάβα μας.

© Δημήτρης Φιλελές


Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

ΟΙ ΔΥΟ ΟΨΕΙΣ


21η Μαρτίου - Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης





Οι δυο όψεις



Πρώτη ταξιδεύει η αποκρουστική εικόνα

ακολουθεί η πληροφορία από χείλη επίσημα

η απόσταση απελευθερώνει την απαξίωση

η πραγματικότητα ανατρέπει την ισορροπία

ο αόρατος εχθρός είναι παρών

κινείται ελεύθερος στο ζωτικό μας χώρο

εκσφενδονίζεται από την εκπνοή του συνεπιβάτη

αποτυπώνεται στη χειραψία του επιστήθιου φίλου

διαχέεται με την άφθονη σιελόρροια της ηδυπάθειας

η ευδαιμονία κατακερματίζεται αιφνιδιαστικά

η υπεροψία του πολιτισμού ανασκάπτεται εκ βάθρων

το νεφέλωμα του επερχόμενου ολέθρου σπέρνει πανικό

οι νοσηροί εγκέφαλοι αλαλάζουν με ενθουσιασμό

το ζωώδες ένστικτο της αυτοσυντήρησης γιγαντώνεται

οι καρναβαλιστές των πολύχρωμων λεωφόρων

εκχωρούν τη θέση τους στους κανιβαλιστές των υπεραγορών

οι κατ' επάγγελμα επαναστάτες συνωμοτούν πλέον κατά μόνας

τα σώματα ασφαλείας επιδίδονται στην καταδίωξη

των ανεύθυνων παραβατικών συναθροίσεων

η εξ αποστάσεως επικοινωνία επιφέρει την εξ αποστάσεως εργασία

τα ικριώματα της εξ αποστάσεως ανεργίας

καραδοκούν σε δαιδαλώδεις υπόγειες διαδρομές οπτικών ινών

τα βραδινά μπαλκόνια φωταγωγούνται με φοβικές εκλάμψεις

τραγούδια εμψύχωσης και χειροκροτήματα ικεσίας

υμνούν το μοναχικό αγώνα της επιστήμης στις επάλξεις

υπό την απειλή των νεόκοπων ιεροεξεταστών

την ώρα που τα χρηματιστήρια κολυμπούν στο αίμα των κόκκινων δεικτών         

και οι κερδοσκόποι τρίβουν ηδονικά τα σηπτικά χέρια τους.



Στον παράλληλο κόσμο του αιματηρού πολέμου

το σπίτι είναι το πιο ευάλωτο καταφύγιο

γίνεται εύκολος στόχος των αμείλικτων βομβιστών

οι παράπλευρες απώλειες γίνονται κηλίδες κόκκινης σκόνης

τα ερείπια καταπλακώνουν τα οράματα του μέλλοντος

η οσμή του μετέωρου θανάτου σαβανώνει τις έρημες πόλεις

τα καραβάνια των προσφύγων παίρνουν το δρόμο του ξεριζωμού

οι ανοιχτές πληγές τους προσελκύουν τα όρνια

που περιμένουν καρτερικά τα ψοφίμια να υποκύψουν στη διαδρομή

μόνα και αβοήθητα από κείνους που πριν λίγο τους έσφιγγαν το χέρι

οι επιζώντες εμπιστεύονται τη σωτηρία τους στους δουλέμπορους

οι πνιχτές ανάσες τους στοιβάζονται σε κολαστήρια

μέχρι να γίνουν ευπώλητο εποχικό εμπορεύσιμο είδος

και κάπου εκεί κοντά

σε απόσταση τριών κλικ του μετρήσιμου ανθρώπινου χρόνου

ένα μικρό παιδί κλείνει τα μάτια και δεν ξυπνά ποτέ ξανά

παραδομένο στο αδηφάγο θηρίο της πείνας

θύμα της σταθεροποίησης των τιμών των αγαθών που ποτέ δε γεύτηκε

αμέτοχο εκ γενετής στην κατανομή του πλούτου

τρεις ακόμη ανεπαίσθητες κινήσεις στο δείκτη του ρολογιού

βάζουν τέλος στον τρόμο των ματιών ενός άλλου παιδιού

σημαίνουν το τέλος της σύντομης παρουσίας του

από μια αρρώστια χρόνια ξεχασμένη

γιατί τα πάμφθηνα εμβόλια κοστίζουν περισσότερο απ' τη ζωή του

όποιο από σύμπτωση σώζεται από τη μέγγενη του θανάτου

κάνει αμέτρητα ιδρωμένα χιλιόμετρα για ένα κουβά λασπωμένο νερό

κερδίζει κάθε στιγμή τη μάχη της ζωής με ένα πιάτο χυλό

βιώνει την απόλυτη ευτυχία με ένα τετράδιο και ένα μολύβι

αναζητά το φως και την ασφάλεια σ’ ένα υπαίθριο σχολείο.



Είμαστε οι δύο όψεις στο ίδιο ευτελές νόμισμα

η μια ποτέ δεν θα αντικρίσει την άλλη κατάματα

μας χωρίζει η ευρηματική κοινωνική απόσταση

η συνύπαρξή μας είναι ευκαιριακή ψευδεπίγραφη

ανήκουμε σε αντίπαλα στρατόπεδα με οριζόντια σύνορα

τοίχος ανάμεσά μας αδιαπέραστος, ταφόπετρα βαριά

πάνω της βαδίζει καμαρωτή και απόκοσμη η αναιδής στατιστική

μετατρέπει ατάραχη την αξία του ανθρώπου σε αριθμητικό στοιχείο

για να γνωρίζουμε το επόμενο πρωί τις τάσεις της παγκόσμιας αγοράς.



© Δημήτρης Φιλελές

Παρασκευή 13 Μαρτίου 2020

ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "Αντι...σώματα"

Τα "Αντι...σώματα", η νέα συλλογή ποιημάτων μου, μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις "Απόπειρα".
Θερμές ευχαριστίες στους εκδότες Σαράντη Κορωνάκο και Λεωνίδα Καραγκούνη για την προβολή του ποιητικού μου έργου και για το άρτιο, για τρίτη συνεχόμενη φορά, αισθητικό αποτέλεσμα της έκδοσης.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους φίλους καλλιτέχνες Νίκο Βρεττό και Φίλιππο Πλακιά, που με την ευαισθησία τους για μια ακόμη φορά μελοποίησαν ποιήματα της νέας συλλογής.
Ένα επιπλέον ευχαριστώ στον αγαπημένο μου Δάσκαλο, Χρίστο Γ. Ρώμα, που έγραψε το εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου, όπως επίσης και στις εκλεκτές φίλες Τέσυ Μπάιλα, Τζωρτζίνα Κώνστα και Βασιλική Νίκα.
Στους φίλους και τις φίλες που θα περιμένουν μέχρι το τέλος Μαΐου - ιού επιτρέποντος - την επίσημη πρώτη παρουσίαση της ποιητικής συλλογής στον Πολυχώρο "Αίτιον", αφιερώνω το ποίημα που ακολουθεί.
ΕΝΟΧΟΙ
Γεννηθήκαμε ένοχοι
φορτωμένοι υπερκόσμιες αμαρτίες
χωρίς δικαίωμα απολογίας
είμαστε ένοχοι επειδή υπάρχουμε
επειδή έχουμε άποψη
επειδή ζητάμε δικαιοσύνη
είμαστε ένοχοι επειδή αρνούμαστε την ενοχή
χωρίς συνήγορο υπεράσπισης
χωρίς δικαίωμα έφεσης της απόφασης
μα φαίνεται να είναι για όλους βολικό
να εκτίουμε ποινή για αδικήματα
που ουδέποτε διαπράξαμε
με την ελπίδα της απονομής χάριτος
παρά να τιμωρηθούμε παραδειγματικά
για αδικήματα
που κατά συρροή υποπίπτουμε
είμαστε ένοχοι
για όσες φορές δεν πολεμήσαμε για το δίκιο μας
για όσες φορές δεν υπερασπιστήκαμε το δίκιο των άλλων
για όσες φορές συμβιβαστήκαμε
με την μέση οδό του νόμου
για όσες φορές συναινέσαμε στην καταφυγή του εφικτού
για όσες φορές αρκεστήκαμε στο λίγο
για όσες φορές προσευχηθήκαμε για το μη χειρότερο
για όσες φορές δεν πιστέψαμε στη δύναμή μας
για όσες φορές συμμετείχαμε στο άβουλο πλήθος
και είναι τόσες πολλές αυτές οι φορές
τόσες πολλές αυτές οι φορές…
και ποιος να μας δικάσει δικαστής
αφού δικαιοσύνη δεν υπάρχει
κι έτσι μόνοι μας καταδικάσαμε
τη ζωή μας στο σκοτάδι.
© Δημήτρης Φιλελές