ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2024

Καλαβρύτων Σταύρωση και Ανάσταση

 


Καλαβρύτων Σταύρωση και Ανάσταση

 

13 Δεκέμβρη του ’43

φθονερός χειμώνας ζώνει τις αδούλωτες καρδιές

φάλαγγες μαύρες μπότες αντηχούν στα λιθόστρωτα

καρφιά πληγιάζουν την αγιασμένη γη των Καλαβρύτων

 

τέρατα ανθρωπόμορφα ξεχύνονται απ' τα καμιόνια

στον νου τους φωλιάζει των αθώων ο φόνος

στο αγριωπό τους βλέμμα ζωγραφισμένη η δίψα για αίμα

το πρόστυχο στόμα τους μια μαύρη τρύπα έτοιμη να ρουφήξει ζωές

τα ανόσια χέρια τους οπλισμένα με τα σύνεργα της σφαγής

τα πόδια τους οπλές σατανικές ξεχώνουν τα λιθάρια και ανοίγουν τάφους

 

από τις χαραμάδες στις σφαλιστές πόρτες και τα μανταλωμένα παράθυρα

τρυπώνει αόρατος ο φόβος και του θανάτου η καπνιά

σκυφτές και βουρκωμένες μοιρολογούν οι ανταρτοφωλιές του Χελμού

μαργωμένοι οι αϊτοί μαδούν τα φτερά τους

δακρυσμένος ο ήλιος κρύβεται πίσω από σύννεφα μαβιά

ανήμπορος να κόψει της καταιγίδας την ορμή

 

ολοένα ζυγώνει το θεριό και της μυλόπετρας τα δόντια ακονίζει

τους άντρες από τις γυναίκες ξεχωρίζει

τους αδερφούς από τις αδερφάδες

και τους αμούστακους τους γιους απ’ τις μανάδες

κι όλους στη ράχη του Καππή τους φράζει

ανάμεσα σε δυο φωτιές

από τη μια το βιος τους στις φλόγες παραδομένο

κι από την άλλη τα πολυβόλα να ξερνούν τον θάνατο

ώσπου με το δρεπάνι του όλα τα στάχυα να θερίσει

 

ποτάμι κόκκινο πηχτό κατηφορίζει την πλαγιά

ποτίζει το χώμα κι όθε περνά ανθίζουν παπαρούνες

που τη μαυρίλα διώχνουν και λευτεριάς αρώματα σκορπίζουν στον αγέρα

Παρασκευή Μεγάλη αν δεν ζήσουμε

Ανάστασης χαρμόσυνη καμπάνα δεν σημαίνει

 

απομεινάρια του χαλασμού

τα ρημαγμένα φτωχόσπιτα, καπνισμένα κι ολοχάσκωτα

σαν άσαρκα κρανία

να θρηνούν του κύρη τον χαμό

 

κι οι χαροκαμένες γυναίκες με τα μαύρα τσεμπέρια

που ξαπλώνουν τα βράδια το κούφιο τους κορμί σε παγερά σεντόνια

χρόνια ολάκερα άκαρπες, νεκροζώντανες,

στερημένες από τη σερνική σπορά στα σπλάχνα τους

μπήγουν τα νύχια βαθιά στα αδειανά προσκέφαλα

αχάραγα ξυπνούν από του ύπνου τους τον τάραχο

με τη γεύση του βραδινού ιδρώτα στα ξεραμένα χείλη

το καντήλι ανάβουν κάτω απ' το εικονοστάσι

τους αγίους προσκυνούν μαζί με των παππούδων τ’ άρματα

ζυμώνουν πρόσφορα και βράζουν στάρι

και μνημονεύουν τα Ψυχοσάββατα στην εκκλησιά τα ονόματα των νεομαρτύρων

 

πάντα βαρύ της λευτεριάς το τίμημα

για ν’ αντικρίζουν οι ζωντανοί τ’ ουρανού και της θάλασσας το γαλάζιο

 

Κι εσύ, μισάνθρωπε Χανς,

άνομε τρυγητή της ανθισμένης νιότης,

φονιά αρρωστημένε, σοφέ και πολυδιαβασμένε,

δεν έτυχε ποτέ σου του μπαρμπα-Γιάννη τ’ αντρειωμένα λόγια

στο διάβα σου να απαντήσεις;

 

«Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα,

όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.

Τρώνε από μας και μένει και μαγιά».

 

© Δημήτρης Φιλελές


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΥΠΟΒΛΗΤΙΚΟ!

ΝΤΟΜΕΝΙΚΑ ΡΕΓΚΟΥ είπε...

Ποιητή μας, τι εικόνες μας προσφέρεις! Δυστυχία, θλίψη, φόβο, κατάρα μα πόσο ποιητικά και ευπρόσδεκτα απ' τη γραφή σου! Αφού η ζωή είναι πόνος. Κι όταν ο πόνος γίνεται ποίηση μαλακώνει τις καρδιές!