ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2019

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ



Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΣ

Του Δημήτρη του Μπέρδε το μαγαζί έμοιαζε εκείνο το βράδυ με βάρκα φουρτουνιασμένη, που έπλεε χτυπημένη από τα κύματα απ’ τη μια πλευρά, με το νερό να πηδάει από την κουπαστή[1] και να καταβρέχει τους δύστυχους επιβάτες, όπου ο κυβερνήτης και ο ναύτης του γεμάτοι φροντίδα να δίνουν και να παίρνουν προστάγματα σε ακατανόητη γλώσσα, ο μεν κατευθύνοντας με δυσκολία το τιμόνι, ο δε λύνοντας και δένοντας τα πανιά, βοηθώντας με το κουπί απ’ το μέρος που δεν χτυπά ο άνεμος, τρέχοντας και οι δυο από την πρύμνη[2] στην πλώρη[3], καθησυχάζοντας τους πιο άπειρους απ’ τους επιβάτες, τους λουσμένους απ’ το αφρισμένο κύμα, που οσφραίνονται από κοντά και γεύονται την αρμύρα. Ξημέρωναν Χριστούγεννα και καθένας απ’ τους πελάτες ήθελε να κάνει τα ψώνια του. Ο κυρ Δημήτρης ο Μπέρδες έτρεχε μπροστά, πίσω, κερνούσε νοθευμένα ποτά τους πελάτες, πουλούσε ξίκικα[4] στους αγοραστές, με την τρικυμία σκορπισμένη στην όψη και τη γαλήνη αποθηκευμένη στην καρδιά, γοητευμένος από τις φωνές των θαμώνων, ενθουσιασμένος από τον κρότο των κερμάτων που έπεφταν από την τρύπα, σαν τα σπουργίτια στην παγίδα, στο καλοκλειδωμένο συρτάρι του. Το παιδί, ο δεκαπεντάχρονος Χρήστος, ανιψιός του, γιος της αδελφής του, δεν πρόφταινε να γεμίζει μπουκάλες απ’ το βαρέλι, να κακοζυγίζει βούτυρο απ’ το πιθάρι, να βγάζει μέλι απ’ τον ασκό, με την ποδιά δεμένη ψηλά στο στήθος, και να ξελαρυγγιάζεται φωνάζοντας «αμέσως!» σε οκτώ διαφορετικούς τόνους και ύψη λέξη που με τον καιρό είχε κατορθώσει να κολοβώσει[5] σε «αμές!», μετά να τη συντομεύσει σε «’μες!» και τελικά να απλοποιήσει σε «ες!».
Σε μια γωνιά του μαγαζιού μια ομάδα πέντε αντρών κάθονταν κι έπιναν τη μαστίχα τους, πριν χωρίσουν και πάνε στα σπίτια τους για το δείπνο. Ήταν όλοι εμποροπλοίαρχοι του τόπου, που περίμεναν το ρίξιμο του Σταυρού[6] στη θάλασσα για να ταξιδέψουν κι έκαναν το τραπέζι σ’ ένα συνάδελφό τους που είχε φτάσει σώος με τη σκούνα[7] του, τον καπετάν Γιάννη τον Ιμβριώτη έκαναν όλοι με τη σειρά τα μουσαφιρλίκια[8] και μετά ο καπετάν Γιάννης θέλησε κι αυτός να τους κάνει τα σαλαμετλίκια[9]. Μετά καθένας από τους φίλους προθυμοποιήθηκε να κάνει για δεύτερη φορά τα μουσαφιρλίκια και πάλι ο καπετάν Ιμβριώτης ξανάκανε τα σαλαμετλίκια. Ως εδώ βρίσκονταν και συζητούσαν ζωηρά για θέματα του επαγγέλματός τους, για ναύλους[10], για κεσάτια[11], για σταλίες[12], για φορτώματα και ξεφορτώματα, για ναυάγια και αβαρίες[13]. Ο καπετάν Γιάννης διηγιόταν με λεπτομέρειες τα γεγονότα του τελευταίου ταξιδιού του και είπε ότι, άθελά του, από δυστροπία των τουρκικών αρχών, αναγκάστηκε να παραμείνει δυο μέρες στον Βόλο[14], όπου είχε δέσει για να ξεφορτώσει μέρος τους φορτίου του.
- Α! δε σας είπα και ένα γιουλτζή[15] που πήρα απ’ τον Βόλο, είπε.
- Πήρες κανέναν επιβάτη απ’ τον Βόλο; ρώτησε ένας απ’ τους φίλους του.
- Δε θέλησε να ξεμπαρκάρει, έμεινε μες στη σκούνα. Του είπα να τον πάω μουσαφίρη[16] στο σπίτι και δεν θέλησε.  
- Και για πού πάει;
- Ως εδώ, προς το παρόν. Τον ρώτησα, δεν θέλησε να μου πει.
- Και τι δουλειά έχει εδώ;
- Τι άνθρωπος είναι;
- Πώς σου φάνηκε; διασταυρώνονταν οι ερωτήσεις των πλοιάρχων.
- Είναι άνθρωπος που έχει ξυρισμένο το μουστάκι και τα γένια κι έχει αφημένες μόνο τρίχες κάτω απ’ το σαγόνι και στο λαιμό. Μου φάνηκε σαν Εγγλέζος, σαν Αμερικάνος, μα όχι πάλι σωστός Εγγλέζος ούτε σωστός Αμερικάνος∙ τα λίγα λόγια που μου είπε ρωμαίικα, τα είπε μ’ ένα τρόπο δύσκολο και συλλογισμένο, όχι και πολύ ξενικό, σαν να ήξερε μια φορά ρωμαίικα και τα ξέχασε. Τις περισσότερες φορές συνεννοηθήκαμε με κάτι λίγα ιταλικά που ξέρω κι εγώ.
- Σου είπε τ’ όνομά του;
- Στα χαρτιά τον πέρασα ως Τζον Στόθισον, με αμερικάνικο πασαπόρτι[17].
Τη στιγμή εκείνη, ο καπετάν Γιάννης, που καθόταν με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο, βλέποντας προς την πόρτα, άθελά του φώναξε :
- Α! να τος!
Όλοι στράφηκαν προς την πόρτα.
Είχε μπει ένας άνθρωπος ψηλός, καλοντυμένος, ως σαράντα πέντε χρονών, ωραίος, ανοιχτοπρόσωπος, με ξυρισμένο μουστάκι και γένια, εκτός από λίγες τρίχες στο σαγόνι και στο λαιμό, με παχιά χρυσή αλυσίδα στο στήθος, απ’ όπου κρεμόταν μικρό φυλαχτό και μερικοί βόλοι χρυσού. Ποιας φυλής, από ποιο μέρος της γης ήταν, δύσκολα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Φαινόταν να έχει αποκτήσει με κάποιο τρόπο επίχρισμα[18] στο πρόσωπό του, σαν προσωπείο κάποιου άλλου κλίματος, καλοπέρασης και πολιτισμού, που κάτω απ’ αυτό κρυβόταν η αληθινή καταγωγή του. Βάδιζε με βήμα αβέβαιο, ρίχνοντας ένα ακόμη πιο αβέβαιο βλέμμα στα πρόσωπα και στα πράγματα γύρω του, σαν να προσπαθούσε να κατατοπιστεί πού ήταν.
Ενώ πριν από τη δύση του ήλιου αρνήθηκε, όπως έλεγε ο καπετάν Ιμβριώτης, ν’ αποβιβαστεί στη μικρή πόλη, όταν νύχτωσε, παρακάλεσε το ναύτη που έμεινε στο πλοίο, που, επειδή δεν ήταν ντόπιος, δεν είχε πού να πάει κι έμεινε φύλακας στη σκούνα, να τον αποβιβάσει στην ξηρά. Ο ναύτης υπάκουσε. Ο ξένος άφησε τις αποσκευές του, τρεις πολύ μεγάλες κασέλες, στο θάλαμο της πλώρης και βγήκε. Όταν αποβιβάστηκε, βρέθηκε στην παραθαλάσσια αγορά και κοίταξε δεξιά αριστερά, σαν να μην ήξερε πού βρισκόταν. Έξω στο ύπαιθρο άνθρωποι δεν υπήρχαν, γιατί το κρύο ήταν τσουχτερό τα βουνά χιονισμένα ολόγυρα. Ήταν 24 Δεκεμβρίου 187… Κοίταξε μέσα σε δυο ή τρία καπηλειά[19] και καφενεία, μετά σε δυο εμπορικά – παντοπωλεία, δυο επιχειρήσεις σε μία, όπως συμβαίνει στα χωριά.  Αλλά δεν φάνηκε ευχαριστημένος, σαν να μην τα αναγνώρισε, και τράβηξε το δρόμο του. Ανέβηκε στη μικρή πλατεία, μπροστά από την εκκλησία των Τριών Ιεραρχών. Εκεί φάνηκε ότι αναγνώρισε το μέρος. Και δεν έκανε το σταυρό του όταν είδε την εκκλησία, αλλά στο σκοτάδι έβγαλε το καπέλο του και πάλι το φόρεσε, σαν να συνάντησε παλιό φίλο και τον χαιρετούσε. Μετά κοίταξε αριστερά, είδε το μικρό οινοπαντοπωλείο[20] του Μπέρδε και πλησίασε. Στάθηκε λίγο και κοίταξε μέσα. Στο τέλος μπήκε. Είναι αλήθεια ότι δεν είχε δει τον καπετάν Ιμβριώτη, που αν και έβλεπε προς την πόρτα, κρυβόταν λίγο από τους συναδέλφους του, που τα έπιναν παρέα έχοντας την πλάτη στραμμένη στην πόρτα, και από μια ομάδα που τα έπιναν όρθιοι δίπλα στο λογιστήριο, που μπροστά του βρίσκονταν τα μπουκάλια με τα ποτά. Αν τον είχε δει, ίσως να μην έμπαινε.
- Να ο Αμερικάνος, επανέλαβε ο καπετάν Ιμβριώτης δείχνοντας τον άνθρωπο που μπήκε στους συναδέλφους του.
Οι τέσσερις εμποροπλοίαρχοι έστρεψαν το βλέμμα τους στον άνθρωπο που μόλις είχε μπει και τον κοίταξαν αχόρταγα.
- Μπόνο πράτιγο, σινιόρε[21], φώναξε ο Ιμβριώτης αποφάσισες, βλέπω, και βγήκες.
Ο ξένος έκανε ένα σημάδι χαιρετισμού με το χέρι.
- Πλήιζ κάπταιν (ορίστε, καπετάνιε), είπε ένας από τους εμποροπλοιάρχους, ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος, ιδιοκτήτης μεγάλου μπρικιού[22], που είχε κάνει δυο ταξίδια στον ωκεανό, μέχρι το Λονδίνο, και είχε μάθει οχτώ ή δέκα αγγλικές φράσεις.
- Θένκ-ιου, σερ (ευχαριστώ κύριε), απάντησε ευγενικά ο ξένος.
Κι έριξε μια δεκάρα στο λογιστήριο, λέγοντας στο παιδί μόνο τη λέξη αυτή : «ρουμ![23]». Παίρνοντας στο χέρι το ποτήρι του, για να μη δείξει ότι απέφευγε συστηματικά τους ανθρώπους, πλησίασε την παρέα και είπε ελληνικά με κάποια δυσκολία στην προφορά.
- Ευχαριστώ, κύριοι δεν είμαι να καθίσω να κάνω τοκ[24], και δύσκολο σε μένα να κάνω τοκ ρωμαίικα.
- Τι λέει; είπε κατσουφιάζοντας ο καπετάν Θύμιος ο Κουρασάνος δε θέλει να κάνει τόκα[25] μαζί μας;
Ο ξένος άκουσε και βιάστηκε να διορθώσει την παρανόηση.
- Με το συμπάθειο[26], κύριε είπα, να κάνω τοκ, να κάνω κονβερσατσιόνε[27], πώς το λένε;
- Θέλει να πει, δυσκολεύεται να κάνει κουβέντα στη γλώσσα μας, είπε καταλαβαίνοντας ο καπετάν Ιμβριώτης.
- Α! ναι, κουβέντα, είπε ο ξένος ξέχασα τα λόγια ρωμαίικα.
- Αντ χουέρ γιου κομ; είπε ο Κουρασάνος, λέγοντας με κουτσουρεμένα αγγλικά το «από πού έρχεσαι;».
- Για την ώρα, ήρθα εδώ, απάντησε ο Αμερικάνος ύστερα δεν ξέρω, κι άλλα ταξίδια θα κάνω.
Ο καπετάν Κουρασάνος τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει τίποτε.
- Δεν κάθεσαι, σινιόρε; είπε ο Ιμβριώτης που θα βρεις καλύτερα;
- Δεν κάθομαι, πάνω να κάνω γουόκ[28], να φέρω γύρο, πώς το λέτε;
- Να κάνεις σπάτσιο[29];
- Α, ναι, σπάτσιο, είπε ο ξένος ναι, βλέπω, αν δεν πει ένας λόγια ιταλικά, δεν καταλαβαίνει άλλος ρωμαίικα.
Έκανε νεύμα αποχαιρετισμού και στράφηκε προς την πόρτα. Οι πέντε πλοίαρχοι έμειναν να πλέουν, μετά απ’ αυτή τη συζήτηση, σε μεγαλύτερο πέλαγος άγνοιας απ’ αυτό που είχαν βρεθεί με τις εξηγήσεις του συναδέλφου τους Ιμβριώτη.
Βγαίνοντας από το καπηλειό, ο ξένος κατευθύνθηκε στην κολόνα που στεκόταν απέναντι απ’ τους Τρεις Ιεράρχες, απ’ την οποία έδεναν παλιά τα σκοινιά της πρύμνης των πλοίων που ξεχειμώνιαζαν στο λιμάνι. Έστρεφε το βλέμμα δεξιά κι αριστερά και στο τέλος το προσήλωσε επίμονα σε κάποιο μικρό σπιτάκι, που το κοίταζε για ώρα, σαν να προσπαθούσε να θυμηθεί και ν’ αναγνωρίσει κάτι.
Στο τέλος μπήκε σ’ ένα στενό δρομάκι που διέσχιζε τη γειτονιά κι έγινε άφαντος.
Αν όμως κάποιος τον παρακολουθούσε, θα έβλεπε ότι αφού προχώρησε λίγα βήματα, στράφηκε ψηλότερα και ανέβηκε τέσσερα σπίτια πιο πάνω απ’ το μικρό σπιτάκι, που κοίταζε επίμονα πριν, όπου ανάμεσα σε δυο σπίτια σχηματιζόταν κάποιο κενό, που ένα μέρος του ήταν σκεπασμένο απ’ τα απομεινάρι δυο τοίχων.
Φαινόταν ότι ήταν χάλασμα, ερείπιο σπιτιού που είχε από καιρό κατεδαφιστεί. Ο ξένος, αφού κοίταξε τριγύρω να δει μήπως τον παρακολουθούσε κανείς, μπήκε δειλά σ’ εκείνο το χάλασμα, που στη γωνιά των δυο τοίχων φαινόταν μια κόγχη[30] μαυρισμένη, σαν να υπήρχε τζάκι εκεί παλιά. Μπήκε με ακάλυπτο κεφάλι, κρατώντας το καπέλο στα χέρια, γονάτισε κι ακούμπησε το μέτωπό του πάνω στα κρύα λιθάρια εκείνης της γωνιάς∙ κι αφού έμεινε για τρία λεπτά γονατιστός, σηκώθηκε, σκούπισε τα μάτια του και απομακρύνθηκε αργά.
Επιστρέφοντας πάλι προς τα κάτω, στάθηκε στη μέση του δρομάκου, όχι μακριά απ’ το σπίτι, που φαινόταν πριν πως κοίταζε. Στάθηκε κι αφού έριξε μια ματιά ολόγυρα, για να δει μήπως τον παρακολουθεί κανείς, έστησε αυτί. Τι άκουγε άραγε; Ίσως άκουγε τα διασταυρούμενα τραγούδια των παιδιών που έφευγαν προς διάφορες κατευθύνσεις σαν λαλιές χειμωνιάτικων σπουργιτιών, που πήγαιναν στα σπίτια και έψελναν τα Χριστούγεννα. Εδώ ακούγονταν οι στίχοι :
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή του χρόνου,
εβγάτε, ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται.
εκεί αντηχούσε :
Κυρά μ’, τη θυγατέρα σου, κυρά μ’, την ακριβή σου.
κι αλλού :
Ν’ ασπρίσεις σαν τον Όλυμπο, σαν τ’ άσπρο περιστέρι.
φωνές αθώες, άχρωμες, χαρωπές, φωνές παιδικής χαράς και ευθυμίας.
Ξαφνικά ο ξένος αναγκάστηκε να παραμερίσει, γιατί ένα ζευγάρι παιδιών, που το ένα κρατούσε και φανάρι, μόλις είχαν κατεβεί από μια σκάλα κι έρχονταν προς τα δω. Έκανε μερικά βήματα πίσω, προς το μέρος απ’ όπου είχε έρθει. Τα παιδιά ήρθαν κοντά, αλλά ούτε που τον είδαν. Ανέβηκαν τη σκάλα εκείνου ακριβώς του σπιτιού, που για ώρα πολλή είχε κοιτάξει ο ξένος. Βλέποντας τα, γύρισε πάλι πίσω με ζωηρό ενδιαφέρον. Στάθηκε κι έστησε αυτί.
Τα παιδιά χτύπησαν την πόρτα.
- Να ‘ρθούμε να τραγουδήσουμε, θεια;
Μετά από μια στιγμή ακούστηκαν βήματα από μέσα, άνοιξε η πόρτα και μια γριά με μαύρη μαντήλα που φάνηκε, είπε με θλιβερή φωνή :
- Όχι παιδάκια μ’, τι να τραγουδήστε από μας; Έχουμ’ εμείς κανένα; Καλή χρονίτσα να ‘χετε και σύρτε αλλού να τραγουδήστε.
Τους έβαλε μια πεντάρα στο χέρι και τα παιδιά έφυγαν ευχαριστημένα, γιατί, χωρίς άλλο κόπο απ’ το ανέβασμα και το κατέβασμα της σκάλας, κέρδισαν μια πεντάρα.
Ο ξένος, αόρατος στη γωνιά του, είδε τη ρυτιδιασμένη εκείνη μορφή και άκουσε εκείνη την πικραμένη φωνή. Είναι περίεργο που έβγαλε αναστεναγμό ανακούφισης, φάνηκε σαν να χάρηκε.
Του ήρθε μια ιδέα, που, χωρίς να συλλογιστεί πολύ, έβαλε σε ενέργεια. Αφού έκλεισε η πόρτα και η γριά έγινε άφαντη, τα παιδιά κατέβηκαν τη σκάλα ανταλλάσσοντας μερικές λέξεις.
- Τώρα έχουμε, βρε Γρηγόρη, μία κι εξήντα πέντε.
- Κι από πόσα κάνει να πάρουμε; είπε ο άλλος, που ήταν κάσα[31]. Από ογδόντα λεπτά.
- Δε θα μοιραστούμε και την πεντάρα αυτηνής της γριάς;
- Ναι, θα τη μοιραστούμε, βρε Θανάση ογδόντα ο ένας κι ογδόντα ο άλλος.
- Την παίρνουμε, βρε Γρηγόρη, καρύδια και τα μοιραζόμαστε.
- Κι αν μας δώσουνε πέντε καρύδια, από πόσα θα πάρουμε;
Ξαφνικά ο ξένος παρουσιάστηκε μπροστά στα παιδιά, απλώνοντας το χέρι του και δείχνοντάς τους ένα τάλιρο.
Τα παιδιά, που δεν είχαν δει άλλοτε άνθρωπο με ξυρισμένα γένια και μουστάκια, εξαφανίστηκαν, και το ένα, που κρατούσε το φανάρι, έβγαλε μια κραυγή, ενώ το άλλο, που η τσέπη βροντούσε, τράπηκε σε φυγή. Τότε ο Θανάσης, με την υποψία ότι αν έφευγε ο Γρηγόρης, ίσως την επόμενη μέρα θα κρυβόταν και δεν θα του ‘δινε λογαριασμό, άφησε το φανάρι καταγής και ήταν έτοιμος να τρέξει, να τον κυνηγήσει. Με ετοιμότητα τότε ο Αμερικάνος πρόφτασε να δείξει στο φως του φεγγαριού το τάλιρο που είχε στα χέρια και να πει :
- Στάσου πάρε αυτό το ντόλλαρ[32].
Αναποφάσιστο ανάμεσα σε δυο φόβους και δυο επιθυμίες, το παιδί στάθηκε απορώντας τι να κάνει τα γόνατά του έτρεμαν και η όψη του φαινόταν φοβισμένη.
- Δυο λόγια να που πεις θέλω, είπε ο ξένος αυτό σπίτι, πήγατε πάνω, ποιος ζει;
Το παιδί δεν κατάλαβε καλά.
- Τι λες, μπάρμπα; είπε παίρνοντας θάρρος.
Ο ξένος έβαλε στο χέρι του το τάλιρο και προσπάθησε να εξηγηθεί πιο καθαρά.
- Πήγατε τώρα πάνω σπίτι η γριά στην πόρτα ήρθε, ποιος άλλος μαζί της ζει αυτό σπίτι;
Το παιδί δυσκολευόταν να καταλάβει. Όμως, αφού πήρε το τάλιρο, του πέρασε κάθε φόβος.
- Εδώ πάνω, είπε, είναι η θεια-Κυρατσού μας έδωσε και μια πεντάρα. Είναι κι άλλη μια, δεν ξέρω τι την έχει.
- Θυγατέρα της πάνω μαζί της είναι;
- Θυγατέρα της πρέπει να ‘ναι, ναι.
- Είναι παντρεμένη θυγατέρα της;
- Δεν ξέρω αν είναι παντρεμένη μα δε φαίνεται να ‘χει άντρα.
- Και πόσα χρόνια είναι θυγατέρα της;
- Δεν ξέρω πόσα χρόνια είναι μα πρέπει να ‘ναι από τότε που γεννήθηκε ως τώρα.
Και το παιδί, σηκώνοντας το φανάρι του, έφυγε τρέχοντας, σφίγγοντας στην παλάμη του το τάλιρο, που δεν εμπιστευόταν να το βάλει στην τσέπη έτρεχε να βρει τον Γρηγόρη, να του ζητήσει το μερίδιό του. Ο ξένος δε δοκίμασε να το εμποδίσει.

***

Μετά απ’ αυτά ο Αμερικάνος απομακρύνθηκε, κατέβηκε στην παραθαλάσσια αγορά, όπου δυο ή τρία καφενεία είχαν φως, κοίταξε σε ποιο απ’ αυτά ήταν λιγότεροι θαμώνες και μπήκε σ’ ένα, που ένα μόνο άνθρωπο είδε, τον καφετζή. Ο γέρος, που μόλις είχε ξυριστεί, με το μουστάκι στριμμένο, με τη βράκα κοντή, με ψηλά παπούτσια, με την ποδιά καθαρή, ετοιμαζόταν, φαίνεται, να κλείσει, αλλά μόλις είδε τον Αμερικάνο να μπαίνει, τον κοίταξε με περιέργεια. Αυτός παράγγειλε να του δώσει ρούμι, ρίχνοντας μια δεκάρα στο λογιστήριο. Βλέποντας ο μπαρμπ’-Αναγνώστης τη δεκάρα, θέλησε να του επιστρέψει την πεντάρα, αλλά ο άνθρωπος είπε : «Νόου! νόου!» (όχι), και τότε ο καφετζής του έβαλε κι άλλο ρούμι, για να κλείσει την πεντάρα, όπως νόμιζε αλλά ο ξένος έριξε στο τραπέζι κι άλλη δεκάρα. «Δε θα ξέρει ρωμαίικα, φαίνεται», και για να δοκιμάσει, του απεύθυνε το λόγο :
- Τώρα, νεοφερμένος είστε;
- Εγώ σήμερα έφτασα, με καπετάν Γιάννη γολέτα[33].
- Του καπετάν Γιάννη του Ιμβριώτη;
- Ναι, μπορείς ελόγου σου να κάνεις ποντς[34];
- Μετά χαράς, είπε ο μπαρμπ’-Αναγνώστης.
Και προσπαθώντας να θυμηθεί τις αρχαίες γνώσεις του, δοκίμασε να φτιάξει πόντσι, αλλά το ρούμι δεν άναβε, κι έτσι το πρόσφερε στον ξένο όπως όπως. Αυτός δεν έκανε παρατήρηση κι έριξε ένα ασημένιο σελίνι[35] στο τραπέζι.
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης το πήρε.
- Πόσο πάει αυτό;
- Δεν ξέρω εγώ μονέδα[36] του τόπου, είπε ο άγνωστος.
Ο γέρος άνοιξε το συρτάρι του κι έψαχνε αν είχε αρκετά κέρματα για να δώσει τα ρέστα, αλλά δεν έβρισκε περισσότερα από ογδόντα λεπτά σε δεκάρες, πεντάρες και δίλεπτα. Όμως δεν του πήγαινε η συνείδηση να κοροϊδέψει τον πελάτη και είπε :
- Σφάντζικο[37] δε σας βρίσκεται, κύριε;
- Δεν έχω εγώ μονέδα άλλη από Αγγλία και Αμέρικα, είπε ο ξένος.
- Δε βγαίνουν τα ρέστα, κύριε. Πάρτε το ασημένιο σας. Αυτό θα πάει, πιστεύω, ως μία και τριάντα πέντε, μία και σαράντα. Αύριο μου δίνετε είκοσι λεπτά.
- Κράτησε το σίλιν[38], δε θέλω ρέστα.
Ο μπαρμπ’-Αναγνώστης έμεινε με το στόμα ανοιχτό, κοιτάζοντας με απορία τον ξένο. Αλλά τη στιγμή εκείνη μπήκε μια παρέα τριών ανθρώπων, που στάθηκαν μπροστά στο λογιστήριο και παράγγειλαν να τους δώσει από ένα ποτό. Ο ένας απ’ τους τρεις, μεθύστακας, τραγουδούσε φάλτσα :
Ντερμπεντέρισσα[39] Βασίλω,
στρώσ’ το μπράτσο σου να γείρω…
Ο δεύτερος, με γυμνό στήθος και ξυπόλητος, με τέτοιο κρύο, άρχισε να κοιτάζει επίμονα τον ξένο.
- Κάπου τον είδα εγώ αυτόν, μουρμούρισε μασημένα.
Αυτοί ήταν οι αχθοφόροι[40] της πόλης, ήταν και διαλαλητές[41], τριμελής γελοία συντεχνία[42], που περνούσαν τον καιρό του πίνοντας το βράδυ ό,τι κέρδιζαν τη μέρα. Ο τραγουδιστής, αλλάζοντας ξαφνικά το ρυθμό και τον ήχο, επανέλαβε :
Έβγα να δεις, έβγα να δεις
σκύλα, κορμί που τυραννείς.
- Εβίβα, παιδιά! και τσούγκρισαν τα ποτήρια τους με θόρυβο. Κι ο άλλος, ο γυμνόστηθος και ξυπόλητος, δεν έπαυε να κοιτάζει επίμονα τον άγνωστο. Κι ο πρώτος συνέχιζε να τραγουδάει :
Βασίλω μ’, τα κουμπούρια[43] σου
με τι τα ‘χεις γεμάτα;
βαριά, π’ ανάθεμά τα!
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε βαρύ βήμα από μέσα, από την ξύλινη σκάλα που οδηγούσε στο πάνω μέρος του σπιτιού, που φραγμένη με σανίδια έκοβε μια απ’ τις γωνίες του καφενείου. Και στο πάνω μέρος των σανιδιών κάτω από το πάτωμα άνοιξε ένας φεγγίτης κι ένα κεφάλι με άσπρο σκούφο, με λευκό μουστάκι και με χοντρά χαρακτηριστικά πρόβαλε από κει.
- Μα πόσες φορές στο είπα, Αναγνώστη, βγήκε απ’ το φεγγίτη απ’ το κεφάλι που εμφανίστηκε μια χοντρή φωνή, που συμπλήρωνε τα χοντρά χαρακτηριστικά δε θα βάλεις μυαλό; Χαλάς την ησυχία των νοικοκυραίων! Τι μέρα ξημερώνει αύριο κι έχουμε τραγούδια και φωνές πάλι; Και τι ώρα είναι τώρα;
Ήταν οχτώ και μισή. Ο τραγουδιστής της τριανδρίας των αχθοφόρων, παίρνοντας το λόγο, με κωμική σοβαρότητα, είπε :
- Τώρα θα φύγουμε, καπετάν Αναστάση, θα κλείσει. Δεν το καταδεχόμαστε εμείς να σας χαλάσουμε την ησυχία σας.
- Σώπα εσύ, ζώο! φώναξε ο Αναστάσης.
- Τώρα αμέσως, καπετάν Αναστάση, θα κλείσω. Δε μπορώ, βλέπεις, να διώξω τους ανθρώπους, φώναξε ο καφετζής.
- Τέτοια τίμια μούτρα! κάγχασε[44] απ’ το φεγγίτη ο καπετάν Αναστάσης. Χρειάζονται μεγάλες τσιριμόνιες[45] μαζί τους.
- Α! εμείς δεν σας προσβάλαμε, καπετάν Αναστάση η αφεντιά σου, βλέπω, μας προσβάλλεις, είπε ο αχθοφόρος.
Και χαμηλόφωνα μουρμούρισε :
- Το νοίκι το θέλεις σωστό και ξέρεις να το γυρεύεις και μπροστά μα σαν δε βγάλει κι αυτός ο φτωχός μια πεντάρα, πώς θα στο πληρώσει;
- Σωπάστε, τώρα έχει δίκιο, γιατί ξημερώνουν Χριστούγεννα, είπε ο ευσυνείδητος καφετζής άλλες φορές φαίνεται σκληρός, ο ευλογημένος.
Στο μεταξύ, το κεφάλι με τον άσπρο σκούφο είχε γίνει άφαντο απ’ το φεγγίτη κι ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ετοιμάστηκε να κλείσει. Οι τρεις αχθοφόροι βγήκαν πιασμένοι απ’ τα χέρια και τραγουδώντας. Ο ξένος έκανε ένα νεύμα αποχαιρετισμού με το κεφάλι και είχε βγει πριν απ’ αυτούς, αλλά ο καφετζής τον φώναξε πίσω και του είπε :
- Και πού θα κοιμηθείτε απόψε; Έχετε μέρος να μείνετε; Πού είστε, κύριε; Εγώ εδώ θα πλαγιάσω. Αν πάτε μες στη σκούνα, καλά, ειδεμή, αν αγαπάτε, μείνετε εδώ, έχει ζέστη.
- Δεν έχω ύπνο, είπε ο ξένος εγώ θα φέρω γύρο και ύστερα βλέπουμε.
- Όποτε αγαπάτε, χτυπήστε μου την πόρτα, να σηκωθώ να σας ανοίξω. Έχω και ρούχα να σας δώσω.

***

Αυτή τη φορά ο Αμερικάνος, παίρνοντας το δρόμο για τη γειτονιά εκείνη από άλλο μικρότερο δρομάκι, έβλεπε εκείνο το σπίτι, που ήταν το αντικείμενο της σκέψης του, από την άλλη πλευρά, τη νοτιοδυτική. Απέναντι απ’ το μικρό σπιτάκι, δίπλα σε μια γωνιά γειτονικού σπιτιού, υπήρχε ένας σωρός από ξύλα και πέτρες, παρατημένος εκεί ποιος ξέρει πριν από πόσα χρόνια σαν από κατεδαφισμένο σπίτι ή από ερείπιο που κατέρρευσε. Στην προς τα εκεί πρόσοψη του σπιτιού έφεγγε μικρό παράθυρο με το ένα φύλλο κλειστό, με το άλλο ανοιχτό, και μέσ’ απ’ το τζάμι μπορούσε να δει κανείς το εσωτερικό, ανεβαίνοντας σε κάποιο ύψωμα. Βλέποντας ο ξένος πως ο δρόμος ήταν έρημος κι ούτε σκιά διαβάτη φαινόταν, ανέβηκε στο ύψωμα εκείνου του σωρού και με καρδιοχτύπι κατασκόπευε το εσωτερικό του μικρού σπιτιού. Απέναντι απ’ το τζάμι του μικρού παράθυρου, που είχε το ένα παραθυρόφυλλο ανοιχτό, ήταν το τζάκι, που έκαιγε μια χαμηλή φωτιά, μ’ ένα δαυλί που πέταγε σπίθες, με το καντήλι αναμμένο ψηλά μπροστά στα εικονίσματα. Δίπλα στο τζάκι καθόταν μια γυναίκα, νέα ακόμη, όπως φαινόταν, στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι, συλλογισμένη, θλιμμένη. Κουνούσε τα χείλια της και η φωνή της ψιθύριζε κάτι, κι ο ψίθυρος ήταν ελαφρύ κλάμα τραγουδιού με σιγανή φωνή, καθαρή και παρθενική, αλλά μαραμένη και στ’ αυτιά του ξένου έφτασαν ξεκάθαρα αυτοί οι δυο στίχοι :
Αλίμονο κι αλί – καημός!
του γεμιτζή[46] ξενιτεμός…
Ο ξένος ένιωσε πόνο στην καρδιά και δάκρυ στο βλέφαρο. Του ήρθε τότε απότομα να κατεβεί απ’ το σωρό, να τρέξει ν’ ανεβεί στο σπίτι για να κάνει τι; Για λίγο κρατήθηκε. Την ίδια στιγμή ακούστηκε ελαφρύς κρότος στο πάτωμα, τρίξιμο, σαν ν’ ανέβαινε κάποιος εσωτερική σκάλα, σαν να ‘κλεινε κάποια γκλαβανή[47]. Δεύτερη γυναίκα, καμπουριασμένη, γερόντισσα, ήρθε κοντά στο τζάκι και, γονατίζοντας μπροστά του, έριχνε ξυλαράκια στη φωτιά. Ήταν εκείνη που έδωσε την πεντάρα στα δυο παιδιά και τα έδιωξε.
- Δε μαζώχνεις το νου σου, θα πω, θυγατέρα; Όλο θα κλαις, πια; Τι λες; Σαν σ’ ακούω, θυγατέρα!... Ξεχωρίσαμε απ’ τον κόσμο πια… Τι, μονάχη σου είσαι;… Όταν σε γυρεύανε, τότε που ήτανε συνέχεια, που πήγε στην Αμερική ο προκομμένος, γιατί δεν θέλησες κανένα; Δε στα ‘λεγα εγώ; Γιατί δεν ακούς τη μάνα; Στα ‘λεγα τόσο καιρό. Τώρα, σαν μεγάλωσες, ποιος φταίει; Και μονάχη σου τάχα είσαι; Είναι άλλες μεγαλύτερες. Το Μυγδαλιώ της Μάχως και το Κρουσταλλιώ της Γιώργαινας τι δουλειά έχεις εσύ μ’ αυτές;
Ο ξένος ήταν όλος αυτιά και φαινόταν, παραδόξως, να καταλαβαίνει τι έλεγε η γριά, περισσότερο από έμπνευση παρά από συνείδηση, ή απ’ τα λίγα ελληνικά που φαινόταν να ξέρει.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα και ομιλίες στην άκρη του δρόμου. Δυο άνθρωποι έρχονταν προς τα δω. Ο ωτακουστής[48] βιάστηκε να κατεβεί απ’ τη σκοπιά του και ν’ απομακρυνθεί. Έφτασε στο τέλος του μικρού δρόμου και, στρίβοντας δεξιά, βρέθηκε πάλι στη μικρή πλατεία μπροστά στην εκκλησία των Τριών Ιεραρχών.

***

Το μικρό καπηλειό, απ’ όπου άρχισε η διήγησή μας, ήταν ανοιχτό ακόμη. Ο Δημήτρης ο Μπέρδες δεν περιφρονούσε και τα μικρά κέρδη, δεν απαξίωνε καμιά πεντάρα ούτε δίλεπτο. Αυτά τα έλεγε «μικρά δολώματα». Τα άλλα, τα βραδινά, τα έλεγε «παραγαδίσια[49]». Ό,τι βγάλει κανείς, έλεγε, ή με συρτή[50] ή με πεζόβολο[51], καλό είναι. Περιποιόταν τον κλητήρα και τους χωροφύλακες, κερνούσε νερωμένο κρασί την περίπολο ή την πολιτοφυλακή[52] της νύχτας, και του επέτρεπαν να έχει ανοιχτά ως τις έντεκα, βρίσκοντας περισσότερη ζέστη να κάθονται εκεί, παρά να φέρνουν βόλτα τη μικρή πόλη και να κρυώνουν.
Εκείνη την ώρα ο ταβερνιάρης στεκόταν στο λογιστήριό του και μετρούσε δεκάρες, εικοσιπενταράκια του Όθωνα[53] και σφάντζικα. Το παιδί ο Χρήστος, με την ποδιά δεμένη σχεδόν κάτω απ’ τις μασχάλες, κοιμόταν όρθιο, κουνώντας το κεφάλι σαν μικρή φελούκα[54] με δυο κουπιά, που τη φυσά ελαφρύς νοτιάς στα πλευρά της αγκυροβολημένης μπρατσέρας[55]. Κάποιες φορές τον ξυπνούσε απότομα το χτύπημα του ποδιού του ταβερνιάρη, που επαναλάμβανε με πιο δυνατή φωνή τις παραγγελίες των πελατών για τα κεράσματα. Και τότε, σαν υπνοβάτης, σηκωνόταν, κερνούσε, έπαιρνε τις δεκάρες, τις έριχνε μηχανικά στο λογιστήριο και επιστρέφοντας συνέχιζε τον ύπνο του.
Με θόρυβο ορχήστρας, με φωνές και αλαλαγμούς, μπήκε στο καπηλειό η εύθυμη συντροφιά των τριών αχθοφόρων της πόλης μετά το διώξιμό της από το καφενείο του μπαρμπ’-Αναγνώστη. Ο ένας απ’ τους τρεις, ο Στογιάννης ο Ντόμπρος, σλαβομακεδόνας[56] στην καταγωγή, υποκρινόταν την αρκούδα και χόρευε, ο δεύτερος, εκείνος που πριν έλεγε τα τραγούδια, ο Παύλος ο Χαλκιάς, είχε μουντζουρωθεί κι έκανε τον αρκουδιάρη. Αποκριά δεν ήταν ακόμη, αλλά αφού αύριο ξημέρωναν Χριστούγεννα «Αϊ-Βασίλης έρχεται», μετά τον Αϊ-Βασίλη Φώτα και μετά τα Φώτα μπαίνει το Τριώδιο. Ο τρίτος, ο πρόεδρος της συντροφιάς, ο Βαγγέλης ο Παχούμης, γυμνόστηθος, ξυπόλητος, με το παντελόνι συνήθως ανασηκωμένο λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο – ίσως από τη μόνιμη συνήθεια να μπαίνει στη θάλασσα για το ξεφόρτωμα των μικρών πλοίων – δεν έπαυε να σκέφτεται τον Αμερικάνο. «Μες στο νου μου γυρίζει», έλεγε.
Αλλά να που μπήκε μετά από λίγο κι εκείνος που ήταν το αντικείμενο της σκέψης του. Κατευθύνθηκε προς το λογιστήριο, παράγγειλε ρούμι κι έριξε ένα ασημένιο σελίνι στον κασσίτερο[57] του λογιστηρίου. Ο Μπέρδες το πήρε.
- Πόσο πάει αυτό;
Ο Αμερικάνος έκανε μια χειρονομία αδιαφορίας και είπε :
- Δεν γνωρίζω του τόπου μονέδα εγώ.
- Αυτό δεν είναι σύμφωνο με τη μονέδα μας και δεν περνάει, είπε ο ταβερνιάρης αν θέλετε να σας το πάρω για δραχμή.
- Άι ντον΄τ κέαρ, μουρμούρισε ο Αμερικάνος. Και μετά είπε ελληνικά ¨
- Δε με μέλλει εμένα αυτό.
Ο Μπέρδες του επέστρεψε ενενήντα πέντε λεπτά.
Όμως ο Βαγγέλης ο Παχούμης δεν έπαψε να κοιτάζει τον άγνωστο. Εκείνη τη στιγμή γύρισε στους πελάτες του καπηλειού και είπε μεγαλόφωνα :
- Βρε παιδιά, θυμάστε κανένας από σας τον Γιάννη του μπαρμπα-Στάθη του Μοθωνιού, που λείπει στην Αμέρικα εδώ και είκοσι χρόνια;

***
Ακούγοντας το όνομα αυτό ο ξένος σκίρτησε και γύρισε άθελά του σ’ αυτόν που μίλησε. Όμως κρατήθηκε, προσπάθησε να δείξει αδιαφορία, συνήλθε και κάθισε σε μια γωνιά του καπηλειού. Άναψε πούρο και κάπνιζε.
Κανένας δεν απάντησε στην ερώτηση του αχθοφόρου, γιατί κανένας δεν κατάλαβε το νόημά της. Ο Βαγγέλης συνέχισε :
- Πού να θυμάστε εσείς. Είστε όλοι μικρότεροί μου, εξόν απ’ τον μπαρμπα-Τριαντάφυλλο, που δεν είναι ντόπιος, κι εγώ κοντεύω τώρα να σαρανταρίσω. Ήμουν ως δεκαοχτώ χρονών όταν ξενιτεύτηκε ο γιος του Μοθωνιού κι εκείνος θα ήταν ως είκοσι πέντε. Μα μου φαίνεται, να τον έβλεπα τώρα δα, θα τον γνώριζα. Πέθαναν με τον καημό του Γιάννη τους κι ο καημένος ο μπαρμπα-Στάθης κι η γυναίκα του, Θεός σχωρέσ’ τους! Και το σπιτάκι τους απόμεινε ερείπιο και χάλασμα με δυο μισούς τοίχους εδώ παραπάνω, στης εκκλησιάς τη γειτονιά, μ’ ένα μαύρο βαθούλωμα στη γωνιά, που ήταν ένα καιρό το τζάκι τους. Κι ο γιος τους έριξε μαύρη πέτρα πίσω του. Μα πόσος κόσμος χάνεται, ωστόσο, και στην Αμέρικα! Ξέρετε που ήταν κι αρραβωνιασμένος;
- Και ποια είχε; ρώτησε αδιάφορα ο κλητήρας της δημαρχίας, αρχηγός της πολιτοφυλακής της νύχτας.
Ο ξένος άκουγε με απόλυτη προσοχή, αλλά φυλαγόταν να μη ρίξει το βλέμμα του σ’ αυτόν που μιλούσε.
Είχε το Μελαχρώ της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας. Και σαν έφυγε και πέρασαν δυο τρία χρόνια, τη γύρεψαν πολλοί, γιατί το κορίτσι είχε χάρες κι ομορφιές, και τιμημένη ήταν και προκομμένη, η μόνη κεντήστρα του χωριού μας, και προίκα είχε καλή. Μα το Μελαχρώ δε θέλησε κανένα, όσο που πέρασαν τα χρόνια κι έγινε κι αυτή γεροντοκόρη. Και με το αχ και με το βαχ, αδυνάτισε τώρα και χλώμιασε, μα ωστόσο, όταν η γυναίκα έχει καλό σκαρί[58], δύσκολα γερνά. Ακόμα το λέει, βρε παιδιά, θα είναι παραπάνω από τριάντα πέντε, και φαίνεται να είναι ως είκοσι πέντε έτυχε μια μέρα να τη δω, που τους κουβάλησα ένα σακί αλεύρι όσο την κοιτάζεις, τόσο νοστιμίζει!
- Έλα, άστα αυτά, Βαγγέλη, είπε αυστηρά ο κλητήρας της δημαρχίας δεν πάει στα μαγαζιά μέσα να λέμε για φαμίλιες και για κορίτσια.
- Έχεις δίκιο, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο αχθοφόρος μα δεν το είπα για κακό.
Η όψη του Αμερικάνου έγινε χαρούμενη και μια αχτίδα ευτυχίας, διαπερνώντας το επίχρισμα και τη μάσκα – πράγματα που είπαμε στην αρχή – φώτισε το πρόσωπό του.
Ο μπαρμπα-Τριαντάφυλλος με το χωροφύλακα και τους δυο πολιτοφύλακες, με τα τουφέκια τους, σηκώθηκε και είπε μιλώντας στον ταβερνιάρη :
- Έλα, κάνε γρήγορα Δημήτρη, καθίστε φρόνιμα, αφήστε τους χορούς και τα τραγούδια, παιδιά, δεν είναι Αποκριές. Τι μέρα ξημερώνει αύριο; Κλείσε γρήγορα Δημήτρη, να κοιμηθούν ο κόσμος, θα σηκωθούν στις δυο τα μεσάνυχτα να πάνε στην εκκλησιά. Και ο κύριος έχει μέρος να κοιμηθεί τάχα; ρώτησε δείχνοντας τον Αμερικάνο.
- Έννοια σου, μπαρμπα-Τριαντάφυλλε, είπε ο Βαγγέλης του είπε ο μπαρμπ’-Αναγνώστης ο καφετζής να πάει στον καφενέ του να πλαγιάσει. Μη σε μέλλει ωστόσο για τον κύριο, πρόσθεσε κλείνοντας το μάτι στον κλητήρα αν θέλει μέρος να κοιμηθεί, έχει και παραέχει.
- Τι τρέχει; ρώτησε παραξενεμένος ο κλητήρας.
- Είναι από δω, ντόπιος, του είπε στ’ αυτί ο Παχούμης.
- Και πώς το ξέρεις;
- Είχα δεν είχα, τον γνώρισα.
- Και ποιος είναι;
- Εκείνος που σας έλεγα πριν, ο Γιάννης του μπαρμπα-Στάθη του Μοθωνιού. Όταν ήρθες κι αποκαταστάθηκες εδώ του λόγου σου, ήταν φευγάτος, και γι’ αυτό δεν τον θυμάμαι. Μα τον πατέρα του, τον μπαρμπα-Στάθη, τον έφτασες, θαρρώ.
- Τον έφτασα. Κάνε γρήγορα, Δημήτρη, ξαναείπε φωναχτά ο κλητήρας και βγήκε.
Οι δυο αχθοφόροι, οι συνάδελφοι του Βαγγέλη, είχαν σταματήσει τα τραγούδια και τις μουσικές κι ετοιμάζονταν να φύγουν. Αλλά ξαφνικά ο Βαγγέλης, πλησιάζοντας τον Αμερικάνο, του λέει χαμηλόφωνα :
- Τι μου δίνεις, αφεντικό, να πάω να πάρω τα συχαρίκια[59];

***

Ο ξένος δεν έβαλε το χέρι στην τσέπη. Αλλά ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού βρέθηκε να κρατά μια αγγλική λίρα. Την έριξε αμέσως στη χούφτα του Βαγγέλη με τόση προθυμία και χαρά, σαν να ήταν αυτός που παίρνει κι όχι αυτός που δίνει.

***

Όταν οι γείτονες της θεια-Κυρατσώς της Μιχάλαινας ξύπνησαν μετά τα μεσάνυχτα για να πάνε στην εκκλησιά, που οι καμπάνες της χτυπούσαν με θόρυβο, πόση έκπληξη ένιωσαν βλέποντας το σπίτι της φτωχής χήρας – εκεί που δεν δέχονταν τα παιδιά να τραγουδήσουν τα κάλαντα, αλλά τα έδιωχναν λέγοντας «δεν έχουμε κανένα» και «τι θα τραγουδήσετε από μας;», κατάφωτο, με όλα τα παραθυρόφυλλα ανοιχτά, με τα τζάμια αστραφτερά, με την πόρτα συχνά ν’ ανοιγοκλείνει, με δυο φανάρια κρεμασμένα στον εξώστη, με περαστικές σκιές, με χαρούμενες φωνές και θορύβους. Τι τρέχει; Τι συμβαίνει; Δεν άργησαν να μάθουν. Όσοι δεν το έμαθαν στη γειτονιά, το έμαθαν στην εκκλησιά. Κι όσοι δεν πήγαν στην εκκλησιά, το έμαθαν απ’ αυτούς που γύρισαν στο σπίτι τους την αυγή, μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας.
Ο ξενιτεμένος γαμπρός, αυτός που έλειπε εδώ και είκοσι χρόνια, αυτός που είχε δέκα χρόνια να στείλει γράμμα, αυτός που δέκα χρόνια είχαν χαθεί τα ίχνη του, που δεν συνάντησαν κάπου κάποιο πατριώτη, που είχε να μιλήσει ελληνικά εδώ και δεκαπέντε χρόνια, είχε γυρίσει πολλά μέρη στον Νέο Κόσμο[60], είχε δουλέψει εργολάβος σε μεταλλεία και επιστάτης σε φυτείες και γύρισε με κάμποσες χιλιάδες τάλιρα στον τόπο που γεννήθηκε, που ξαναβρήκε ηλικιωμένη, αλλά ακόμη ακμαία, την πιστή του αρραβωνιαστικιά.
Ένα μόνο είχε μάθει πριν από δεκαπέντε χρόνια το θάνατο των γονιών του. Για την αρραβωνιαστικιά του ήταν σχεδόν βέβαιος πως θα είχε παντρευτεί προ πολλού όμως διατηρούσε κάποια αμυδρή ελπίδα. Από ανεξήγητο φόβο, όσο πλησίαζε στην πατρίδα του, τόσο δίσταζε να ρωτήσει απευθείας για την αρραβωνιαστικιά του, χωρίς να λέει ποιος είναι σε κανένα απ’ τους συμπατριώτες του, όσους έτυχε να συναντήσει όταν έφτασε στην Ελλάδα. Προτιμούσε να μην ξέρει τι έγινε η αρραβωνιαστικιά του μέχρι την τελευταία στιγμή, που θ’ αποβιβαζόταν στον τόπο  που γεννήθηκε και θα πήγαινε να προσκυνήσει ευλαβικά το ερείπιο, που ήταν άλλοτε το πατρικό του σπίτι.

***

Μετά από τρεις μέρες, την Κυριακή μετά τη γέννηση του Χριστού, γινόταν, με χαρά και σεμνότητα, ο γάμος του Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού με τη Μελαχροινή Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θεια-Κυρατσώ, μετά από τόσα χρόνια, φόρεσε για λίγο χρωματιστή πολίτικη μαντίλα, για ν’ ασπαστεί τα στέφανα. Και την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, το βράδυ, στεκόταν στον εξώστη κι ακούστηκε να φωνάζει στις παρέες των παιδιών που περνούσαν :
- Ελάτε, παιδιά, να τραγουδήσετε!

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)
Το διήγημα γράφτηκε το 1891


Μεταγραφή πρωτότυπου κειμένου – Επιμέλεια σχολίων
© Δημήτρης Φιλελές, 2019



[1] η κουπαστή = το ανώτατο σημείο του τοιχώματος των πλοίων.
[2] η πρύμνη = το πίσω μέρος του πλοίου όπου βρίσκεται και το τιμόνι.
[3] η πλώρη = το μπροστινό μέρος του πλοίου.
[4] ξίκικος (τουρκικά eksik) = ο λιποβαρής, αυτός που δεν έχει το σωστό βάρος.
[5] κολοβώνω = ακρωτηριάζω, κόβω την ουρά.
[6] του Σταυρού = χριστιανική γιορτή αγιασμού των υδάτων, στις 14 Σεπτεμβρίου
[7] η σκούνα = ιστιοφόρο πλοίο.
[8] τα μουσαφιρλίκια (τουρκικά misafirlik) = τα κεράσματα για το καλωσόρισμα του επισκέπτη.
[9] τα σαλαμετλίκια (τουρκικά) = η ανταπόδοση των κερασμάτων από τον φιλοξενούμενο.
[10] ο ναύλος = το αντίτιμο για τη μεταφορά φορτίου ή ανθρώπων.
[11] τα κεσάτια (τουρκικά kesat) = η αναδουλειά.
[12] η σταλία = ναυτικός όρος (lay days ή lay-time) για την αναμονή του πλοίου μέχρι το φόρτωμα ή το ξεφόρτωμα του εμπορεύματος.
[13] η αβαρία (ιταλικά avaria) = η ζημιά.
[14] ο Βόλος = η πρωτεύουσα του νομού Μαγνησίας, στη Θεσσαλία.
[15] ο γιουλτζής ή γιολτζής (από το τουρκικό yol = δρόμος) = οδοιπόρος, επιβάτης πλοίου.
[16] ο μουσαφίρης (τουρκικά misafir) = ο φιλοξενούμενος, ο επισκέπτης.
[17] το πασαπόρτι (ιταλικά passaporto) = το διαβατήριο.
[18] το επίχρισμα = η ρευστή ουσία που χρησιμοποιούμε για να αλείψουμε μια επιφάνεια.
[19] το καπηλειό = το οινομαγειρείο, η ταβέρνα.
[20] το οινοπαντοπωλείο = μπακάλικο που πουλάει και κρασί.
[21] μπόνο πράτιγο, σινιόρε (ιταλικά buono pratigo, signore) = καλή αντάμωση (επικοινωνία) με τους ντόπιους, κύριε.
[22] το μπρίκι (αγγλικά brick) = εμπορικό δικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο.
[23] το ρούμι (αγγλικά rhum) = οινοπνευματώδες ποτό από χυμούς ζαχαροκάλαμου.
[24] τοκ (αγγλικά talk) = η κουβέντα.
[25] τόκα = επιφώνημα που λέγεται πριν τσουγκρίσουμε τα ποτήρια για να πιούμε.
[26] με το συμπάθειο = με συγχωρείτε.
[27] κονβερσατσιόνε (ιταλικά conversazione) = η κουβέντα.
[28] γουόκ (αγγλικά walk) = ο περίπατος.
[29] σπάτσιο (ιταλικά spazio) = ο ελεύθερος χώρος.
[30] η κόγχη = η εσοχή, το κοίλωμα στον τοίχο.
[31] η κάσα (ιταλικά cassa < λατινικά capsa) = το ταμείο.
[32] ντόλλαρ (αγγλικά dollar) = το δολάριο, το νόμισμα των Η.Π.Α.
[33] η γολέτα (βενετικά goleta) = δικάταρτο ιστιοφόρο πλοίο.
[34] ποντς (αγγλικά punch) = ποτό που φτιάχνεται με ζεσταμένο ρούμι και μέλι.
[35] το σελίνι (αγγλικά schilling) = ονομασία νομίσματος διαφόρων χωρών (π.χ. Αυστρία) και υποδιαίρεση της αγγλικής λίρας (1 λίρα = 20 σελίνια).
[36] η μονέδα (βενετικά moneda) = το νόμισμα μιας χώρας.
[37] το σφάντζικο (γερμανικά zwanzig) = αυστριακό νόμισμα των 20 κρόιτσερ, πολύ χαμηλής αξίας.
[38] το σίλιν (αγγλικά shilling) = το σελίνι, νόμισμα ίσο με το ένα τέταρτο της στερλίνας, της αγγλικής λίρας (250 πένες).
[39] η ντερμπεντέρισσα (τουρκικά derbeder) = η λεβέντισσα.
[40] ο αχθοφόρος = ο χαμάλης, ο μεταφορέας.
[41] ο διαλαλητής = ο τελάλης, αυτός που διαλαλεί τα νέα με εντολή των αρχών ή τα νέα προϊόντα των εμπόρων, επάγγελμα του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα. 
[42] η συντεχνία = το σινάφι, η παλιοπαρέα.
[43] τα κουμπούρια = τα γυναικεία στήθη.
[44] καγχάζω = γελώ περιφρονητικά.
[45] η τσιριμόνια (ιταλικά cerimonia) = η επιδεικτική περιποίηση.
[46] ο γεμιτζής (τουρκικά yemeçi) = ο έμπειρος ναυτικός.
[47] η γκλαβανή (σλαβικά glavanija) = η καταπακτή της εσωτερικής σκάλας του σπιτιού που το άνοιγμά της οδηγεί από τον ένα όροφο στον άλλο.
[48] ο ωτακουστής = αυτός που κρυφακούει.
[49] παραγαδίσια = ό,τι ψάρια πιάνονται με το παραγάδι, την πετονιά με τα πολλά αγκίστρια ανά διαστήματα.
[50] η συρτή = μακριά πετονιά που καταλήγει σε διπλά αγκίστρια και σέρνεται από βάρκα σε κίνηση για ψάρεμα στον αφρό ή σε μικρό βάθος.
[51] ο πεζόβολος = κωνικό δίχτυ με βαρίδια που χρησιμοποιείται ως παγίδα για ψάρεμα την εποχή της αναπαραγωγής των ψαριών, καθώς ένα θηλυκό γίνεται το δόλωμα που ακολουθούν τα αρσενικά μέχρι τα ρηχά, όπου ο ψαράς τα παγιδεύει με ευκολία καλύπτοντάς τα με τον πεζόβολο.
[52] η πολιτοφυλακή = σώμα ένοπλων πολιτών.
[53] Όθωνας (1815-1867) = ο πρώτος βασιλιάς της Ελλάδας, με καταγωγή από τη Βαυαρία της Γερμανίας, που βασίλεψε από το 1832 μέχρι το 1862.
[54] η φελούκα = μικρή βάρκα με κουπιά ή πανιά.
[55] η μπρατσέρα (βενετικά brazzera) = ιστιοφόρο πλοίο.
[56] ο σλαβομακεδόνας = ο κάτοικος της Μακεδονίας με σλαβική καταγωγή.
[57] ο κασσίτερος = αργυρόλευκο και γυαλιστερό μέταλλο.
[58] το σκαρί = η διάπλαση του σώματος.
[59] τα συχαρίκια = το φιλοδώρημα που δίνεται σ’ εκείνον που αναγγέλλει πρώτος τα ευχάριστα νέα.
[60] ο Νέος Κόσμος = η ήπειρος της Αμερικής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: