ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ - ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ

ΑΚΟΥΣΤΕ...



ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ (1851-1911)

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ

Κάτω από τον γκρεμό που βρέχουν τα κύματα, που κατεβαίνει το μονοπάτι, που αρχίζει από τον ανεμόμυλο του Μαμογιάννη που αντικρίζει τα Μνημούρια[1], και δυτικά, δίπλα στη χαμηλή προεξοχή του γιαλού, την οποία τα μαγκόπαιδα του χωριού, που δεν παύουν από το πρωί μέχρι το απόγευμα όλο το καλοκαίρι να κολυμπούν εκεί τριγύρω, ονομάζουν το Κοχύλι – φαίνεται να έχει τέτοιο σχήμα – κατέβαινε το βράδυ βράδυ η γριά Λούκαινα, μια χαροκαμένη φτωχή γριά, κρατώντας κάτω από τη μασχάλη της ένα μπόγο, για να πλύνει τα μάλλινα σεντόνια της στο κύμα το αλμυρό και μετά να τα ξεγλυκάνει[2] στη μικρή βρύση, το Γλυφονέρι, που δακρύζει από τον βράχο του σχιστόλιθου και χύνεται ήρεμα στα κύματα. Κατέβαινε σιγά σιγά το κατηφορικό μονοπάτι και με ψιθυριστή φωνή τραγουδούσε ένα πένθιμο βαθύ μοιρολόι, φέρνοντας ταυτόχρονα την παλάμη της στο μέτωπο για να σκεπάσει τα μάτια της από το εκθαμβωτικό φως του ήλιου, που βασίλευε στο αντικρινό βουνό και οι ακτίνες του χάιδευαν γλυκά τον μικρό φράχτη απέναντί της και τα μνήματα των νεκρών, ολόλευκα, ασβεστωμένα, πάμφωτα[3] στις τελευταίες του ηλιαχτίδες.
Θυμόταν τα πέντε παιδιά της που είχε θάψει σ’ εκείνο το αλώνι του χάρου, σ’ εκείνο την κήπο της φθοράς, το ένα μετά το άλλο, χρόνια πολλά πριν, όταν ήταν ακόμα νέα. Δυο κορίτσια και τρία αγόρια, όλα σε μικρή ηλικία, της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταγος.
Τελευταίο πήρε και τον άντρα της και της είχαν μείνει μόνο δυο ξενιτεμένοι γιοι˙ της είπαν πως ο ένας είχε πάει στην Αυστραλία, είχε να της στείλει γράμμα εδώ και τρία χρόνια, δεν ήξερε τι είχε απογίνει˙ ο άλλος, ο μικρότερος, ταξίδευε με τα καράβια στη Μεσόγειο και κάπου κάπου τη θυμόταν. Της είχε μείνει και μια κόρη, παντρεμένη πια με μισή δωδεκάδα παιδιά.
Κοντά σ’ αυτήν περνούσε τώρα η γριά Λούκαινα τα γεράματά της και γι’ αυτήν τραβούσε το κατηφορικό μονοπάτι, για να της πλύνει τα στρωσίδια και τα ρούχα στο κύμα το αλμυρό και να τα ξεγλυκάνει στο Γλυφονέρι.
Έσκυψε η γριά στην άκρη ενός χαμηλού θαλασσοφαγωμένου βράχου και άρχισε να πλένει τα ρούχα. Δεξιά της κατέβαινε, λιγότερο απότομη, η πλαγιά του χωμάτινου λόφου, που πάνω του βρισκόταν το Κοιμητήριο[4] κι από κει αδιάκοπα κυλούσαν στην παμφάγο[5] θάλασσα κομμάτια σαπισμένα ξύλα από ξεχώματα[6], δηλαδή υπολείμματα ανθρώπινων σκελετών από εκταφές, λείψανα από χρυσές γόβες ή χρυσοκέντητα πουκάμισα νέων γυναικών που κάποτε θάφτηκαν μαζί τους, τρίχες από ξανθά μαλλιά και άλλα λάφυρα θανάτου. Πάνω απ’ το κεφάλι της, λιγάκι δεξιά, μέσα σε μικρή κρύπτη δίπλα στο Κοιμητήριο, είχε καθίσει ένας νεαρός βοσκός επιστρέφοντας με το μικρό κοπάδι του από τους αγρούς, που δίχως να συλλογιστεί τον πένθιμο τόπο, είχε βγάλει τη φλογέρα απ’ το ταγάρι[7] του και σφύριζε ένα χαρωπό τσοπάνικο σκοπό. Το μοιρολόγι της γριάς σκεπάστηκε απ’ τον ήχο της φλογέρας και οι ξωμάχοι[8] που επέστρεφαν απ’ τα χωράφια τους την ώρα εκείνη – είχε δύσει στο μεταξύ ο ήλιος – άκουγαν μόνο τη φλογέρα και κοίταζαν να δουν που ήταν ο βοσκός, που δε φαινόταν, κρυμμένος ανάμεσα στους θάμνους μέσα στο βαθύ κοίλωμα του γκρεμού.
Μια γολέτα[9] είχε ανοίξει πανιά κι έκανε βόλτες μέσα στο λιμάνι. Αλλά δε φούσκωναν τα πανιά της και δεν έστριβε από τον κάβο στα δυτικά. Μια φώκια που έτρωγε εκεί κοντά, στα βαθιά νερά, μάλλον άκουσε το σιγανό μοιρολόγι της γριάς, παρασύρθηκε από τη γλυκόλαλη φλογέρα του μικρού βοσκού και ήρθε παραέξω, στα ρηχά, και χόρευε πάνω στα κύματα. Ένα μικρό κορίτσι, η μεγαλύτερη εγγονή της γριάς, η εννιάχρονη Ακριβούλα, που την είχε στείλει η μάνα της ή μάλλον είχε ξεφύγει από την άγρυπνη επιτήρησή της και είχε μάθει πως η γιαγιά της βρισκόταν στο Κοχύλι και έπλενε στον γιαλό, ήρθε να τη βρει και να παίξει λιγάκι με τα κύματα. Δεν ήξερε όμως από πού άρχιζε το μονοπάτι, από του Μαμογιάννη το μύλο απέναντι στα Μνημούρια, κι όταν άκουσε τη φλογέρα, πήγε προς τα κει και ανακάλυψε τον κρυμμένο βοσκό και αφού χόρτασε να ακούει το όργανό του και να τον καμαρώνει, είδε μέσα στο μούχρωμα[10] ένα μικρό απότομο κατηφορικό μονοπάτι και νόμισε πως από κει είχε κατεβεί η γριά˙ και πήρε το μονοπάτι για να κατεβεί στον γιαλό να την ανταμώσει. Και είχε ήδη νυχτώσει.
Η μικρή έκαμε μερικά ακόμη βήματα και είδε ότι ο δρόμος γινόταν πιο απότομος. Έβαλε μια φωνή και προσπάθησε ν’ ανεβεί, να γυρίσει πίσω. Βρισκόταν πάνω στο φρύδι ενός βράχου που προεξείχε, ίσαμε δυο μπόγια[11] πάνω από τη θάλασσα. Ο ουρανός σκοτείνιαζε, τα σύννεφα έκρυβαν τ’ αστέρια και το φεγγάρι ήταν στη χάση του. Προσπάθησε, μα δεν έβρισκε πια το δρόμο απ’ όπου είχε κατεβεί. Γύρισε πάλι προς τα κάτω και δοκίμασε να κατεβεί. Γλίστρησε κι έπεσε, μπλούμ!, στο κύμα. Ήταν τόσο βαθιά η θάλασσα, όσο ψηλός ήταν κι ο βράχος˙ ίσαμε δυο οργιές[12]. Το τραγούδι της φλογέρας έκανε να μην ακουστεί η κραυγή. Ο βοσκός άκουσε ένα πλατάγισμα[13], αλλά εκεί που βρισκόταν δεν έβλεπε το κάτω μέρος του βράχου και την άκρη του γιαλού. Άλλωστε, δεν είχε προσέξει το μικρό κορίτσι ούτε και είχε νιώσει την παρουσία της.
Καθώς είχε ήδη νυχτώσει, η γριά Λούκαινα πήρε το μπόγο της κι άρχισε ν’ ανηφορίζει το μονοπάτι για να επιστρέψει στο σπίτι της. Στη μέση του μικρού δρόμου άκουσε το πλατάγισμα, γύρισε και κοίταξε μέσα στο σκοτάδι προς το μέρος του βοσκού.
- Κείνος ο Σουραύλης[14] θα είναι, είπε, γιατί τον γνώριζε. Δεν του φτάνει που ξυπνά τους πεθαμένους με τη φλογέρα του, μόνο ρίχνει και βράχια στον γιαλό για να χαζεύει... Σημαδιακός[15] κι αταίριαστος είναι.
Και τράβηξε το δρόμο της.
Και η γολέτα συνέχιζε να κόβει βόλτες στο λιμάνι. Και ο μικρός βοσκός εξακολουθούσε να παίζει τη φλογέρα του στη σιγαλιά της νύχτας.
Κι η φώκια, που είχε βγει στα ρηχά, βρήκε το πνιγμένο σώμα της φτωχής Ακριβούλας κι άρχισε να το περιτριγυρίζει και να το μοιρολογά, πριν αρχίσει το δείπνο της.
Το μοιρολόγι της φώκιας, που μετέφρασε με ανθρώπινα λόγια ένας γέρος ψαράς, που γνώριζε καλά την άφωνη γλώσσα της φώκιας, έλεγε πάνω κάτω αυτά τα λόγια :

Αυτή ήταν η Ακριβούλα
η εγγονή της γριάς Λούκαινας.
Φύκια είναι τα στεφάνια της
κοχύλια τα προικιά της...
κι η γριά ακόμα μοιρολογά
τα γεννοβόλια[16] της τα παλιά.
Σαν να ‘χαν ποτέ τελειωμό
τα πάθη και οι καημοί του κόσμου.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1908)

Προσαρμογή κειμένου - Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, 2018


[1] τα Μνημούρια = τα μνήματα.
[2] ξεγλυκαίνω = αφαιρώ το αλάτι.
[3] πάμφωτος = λαμπερός.
[4] το Κοιμητήριο = το νεκροταφείο.
[5] παμφάγος= αυτός που τρώει, που καταπίνει τα πάντα.
[6] τα ξεχώματα = αυτά που ξεθάβονται από το χώμα.
[7] το ταγάρι = πολύχρωμος χοντρός μάλλινος σάκος για τον ώμο.
[8] οι ξωμάχοι = οι αγρότες, οι γεωργοί.
[9] η γολέτα (βενετικά goleta) = ιστιοφόρο σκάφος.
[10] το μούχρωμα = το δειλινό, το σούρουπο.
[11] το μπόι = η οργιά, μήκος ίσο με 1,8 μέτρα περίπου.
[12] η  οργιά = μονάδα μέτρησης του βάθους του νερού, ίση περίπου με 1,8 μέτρα.
[13] το πλατάγιασμα = ο ήχος που ακούγεται όταν ένα σώμα πέφτει στο νερό ή όταν ένα λεπτό σώμα (π.χ. μαστίγιο) σχίζει τον αέρα.
[14] ο Σουραύλης = παρατσούκλι για τον μουσικό, αυτόν που παίζει το σουραύλι. τη φλογέρα.
[15] σημαδιακός = ο άνθρωπος που έχει κάποιο ελάττωμα, φυσικό ή πνευματικό.
[16] τα γεννοβόλια = οι γέννες, τα παιδιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια: