Τέχνη
Έζησα
τα πάθη σα μια φωτιά, τα ‘δα ύστερα να μαραίνονται
και
να σβήνουν,
και
μ' όλο που ξέφευγα από ‘να κίνδυνο, έκλαψα
γι'
αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα
ιδανικά,
μετά τ' απαρνήθηκα,
και
τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα
ντροπή
μπροστά στους καλοντυμένους,
και
θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους
φτωχούς,
είδα
τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια,
θέλησα
να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία,
συχώρεσα
εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που
έφτυσα,
έζησα
την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον
αργά,
ότι είσαι ένας άλλος
από
κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου
για
να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ―
κι
ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Τις νύχτες έκλαψα,
συνθηκολόγησα
τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον
δαίμονα
μέσα μου
που
τα ήθελε όλα, του ‘δωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις,
τα
πιο καθάρια μου όνειρα
και
πείναγε, του ‘δωσα αμαρτίες βαριές, τον πότισα αλκοόλ,
χρέη,
εξευτελισμούς,
και
πείναγε. Βούλιαξα σε μικροζητήματα
φιλονίκησα
για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα,
έκανα
το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή,
χωρίς
κανείς να μου το ζητήσει
έκοψα
μικρά μικρά κομμάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα
στα
σκυλιά.
Τώρα,
κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια
μπορώ
να γράψω
ένα
στίχο, αληθινό.
Τάσος Λειβαδίτης
Ποίηση. Τόμος Πρώτος 1950-1966, εκδόσεις
Κέδρος, Αθήνα 1985.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου