Αλέξανδρος
Μωραϊτίδης (1850-1929)
Άρατε Πύλας[1]
Ποτέ δεν θα το
λησμονήσω! Και μόνο η ανάμνησή του με γοητεύει και τώρα ακόμη. Τι όμορφο Πάσχα!
Νομίζω ότι από τότε δεν είδα πλέον τέτοιο φαιδρό[2],
τέτοιο μελωδικό και ευωδιαστό Πάσχα. Όλα γελούσαν σαν μικρά αθώα παιδιά, όλα
μοσχοβολούσαν σ’ εκείνο το μικρό νησί, όλα ήταν λαμπροφορεμένα∙ τα περισσότερα
παιδιά είχαν φορέσει καινούργια τριζάτα παπούτσια κι έκαναν κρότο πάνω στις
πλάκες της εκκλησίας. Τι όμορφο Πάσχα! Την ψαλμωδία του, μου φαίνεται, δεν την
άκουσα ξανά. Ίσως βοήθησε και η έκτακτη δροσερή άνοιξη εκείνης της αλησμόνητης
χρονιάς. Τα αηδόνια είχαν έρθει τόσο κοντά στην κωμόπολη, ώστε μερικά άφοβα
έμπαιναν και στο πυκνό κηπάκι της μικρής εκκλησίας και συνόδευαν κι εκείνα με
τη μαγευτική μελωδία τους το γλυκόλαλο «Χριστός Ανέστη». Υπάρχουν στιγμές που
νομίζω πως αισθάνομαι ακόμη το λιβάνι που καιγόταν σαν κάποια μυστική αυταπάτη.
Έλεγαν πως ήταν λιβάνι από την Αγία Άννα, μια σκήτη[3]
του Αγίου Όρους, γνωστή για την αρετή των ερημιτών της. Αλλά ίσως και τα
πάμπολλα τριαντάφυλλα του μικρού κήπου της εκκλησίας προσέφεραν και αυτά το
ανάλογο μεθυστικό τους άρωμα. Και ήταν τόσα πολλά εκείνη τη χρονιά! Θυμάμαι ότι
ο μπαρμπα-Κώστας ο Ολλανδέζος έκοβε και μοίραζε κάθε μέρα στα παιδιά της
γειτονιάς, για να μη φωνάζουν με τα τρελά παιχνίδια τους στη μικρή πλατεία της
εκκλησίας και διακόπτουν τον εσπερινό του γέροντα παπα-Οικονόμου. Ο λαμπρός
στολισμός που έκαναν οι νύφες εκείνου του Πάσχα παραμένει ακόμη ανεξίτηλος στη
μνήμη μου με τα ζωηρά χρώματά του και τη χρυσαφένια στιλπνότητά[4]
του, σαν να ζωγραφίστηκε από τότε στη φαντασία μου με όλη τη λάμψη
καλλιτεχνικής εικόνας αγιογράφου. Έτυχε εκείνη τη χρονιά να γίνουν πολλοί γάμοι
και, το σημαντικότερο, έτυχε εκείνη τη χρονιά να εργαστεί το ναυτικό όσο σπάνια
συμβαίνει και είχε συγκεντρωθεί στο μικρό νησί αρκετό χρήμα∙ και το
αναθεματισμένο, όπου υπάρχει, παρακολουθείται με χαρά και με λάμψη. Ω, τι Πάσχα
εκείνο!
Συμφωνούσε μαζί μου
και ο γέροντας Οικονόμος και μου έλεγε μετά απ’ όλα αυτά κι εκείνος :
- Τι Πάσχα εκείνο,
παιδί μου! Έχεις δίκιο.
Κι έλαμπαν από χαρά
γεμάτα τα μάτια του, όπως λάμπει καθαρό ποτήρι απέναντι στο φως. Να ήταν τάχα η
ηλικία! σκέφτομαι τώρα. Να ήταν η μαγική, η ανέμελη, η γοητευτική παιδική
ηλικία, που μου ζωγράφισε αυτή την αλησμόνητη, αυτή την ανεξάλειπτη[5]
εικόνα του μεγάλου εκείνου Πάσχα;
*********
Γλυκοχαράζει πλέον. Ροδίζει
όμορφα η αυγή προσπαθώντας να διασπάσει τη μαύρη καλύπτρα της νύχτας, που
απλώνεται ακόμη στο μικρό χωριό μου και στο όμορφο λιμάνι του, που τα νερά
ακίνητα ησυχάζουν στη σιωπηλή γαλήνη της νύχτας. Ούτε ο φλοίσβος[6]
ο μελωδικός ακούγεται στην άμμο κάτω. Τα άστρα τρέμουν παιχνιδίζοντας στο κυανό
στερέωμα, σαν να τα σηκώνουν τώρα δα από το βαθύ ύπνο οι πρώτες ακτίνες της
αυγής. Δυο γλυκόλαλα αηδόνια κελαηδούν παθιασμένα το πρωινό εγερτήριο στο
κηπάκι, απ’ όπου αναδίδεται μεθυστική ευωδιά αρωμάτων. Ο αναστάσιμος ύμνος ψάλλεται μέσα στην εκκλησία τόσο γλυκά και
τόσο γοητευτικά, ώστε και οι παραταγμένοι ναύτες στην πλατεία για να
πυροβολήσουν, λησμονούν το χαρμόσυνο έθιμο παρασυρμένοι από το γλυκό αντίλαλο
της ψαλμωδίας. Μέσα στους χορούς είχαν πιάσει τα στασίδια τους όλοι οι
προύχοντες[7]
από τη μια μεριά και από την άλλη φορώντας τα καλά τους, κρατώντας τις λαμπάδες
τους, σε μια σεμνή και απλή παράταξη. Πίσω, δεξιά κι αριστερά, οι νησιώτες
όλοι, ναυτικοί και γεωργοί ανάμεικτοι. Και μπροστά τους τα παιδιά, καθένα με το
κόκκινο αυγό στο χέρι, γεμάτα χαρά. Έληξε η λειτουργία της Ανάστασης και οι
πιστοί νησιώτες, κρατώντας αναμμένη τη λαμπάδα του Πάσχα, επιστρέφουν με
αγαλλίαση[8]
στα σπίτια τους για να φέρουν εκεί το φως, τη χαρά, την Ανάσταση. Και
ακούγονταν ζωηρά και χαρμόσυνα να διασταυρώνονται σαν τρελά πουλιά του λιβαδιού
κυνηγημένα από δω κι από κει.
- Χριστός Ανέστη!
Και οι απαντήσεις επαναλάμβαναν τη γλυκιά προσφώνηση απαντώντας :
- Αληθώς Ανέστη! με τη συνοδεία
γενναίων πυροβολισμών των ισχυρών ναυτικών όπλων, που ο βαρύς και βροντερός
αντίλαλος μεταφερόταν από τον ήρεμο γιαλό στα κατασκότεινα βουνά της μακρόστενης
Εύβοιας. Κατόπιν, όλο εκείνο το αναστάσιμο φως, όλη εκείνη η χαρά
διασκορπίστηκε μέσα στα σπιτάκια της μικρής πόλης, καθένα τους μεταμορφώθηκε σε
εκκλησία που γιόρταζε με το αχόρταστο πασχαλινό τραγούδι, που το έψαλλαν με το
περίτεχνο τσούγκρισμα των αυγών, την ανέκφραστη χαρά των παιδιών, που
ξαγρύπνησαν πρώτη φορά για την πιο γλυκιά απόλαυση, τη λαμπρή χαρά, σαν το
λαμπρό τσόφλι του πασχαλινού αυγού.
**********
Και μόνο ενός μικρού σπιτιού τη σκοτεινιά δεν φώτισε του Πάσχα η
λαμπάδα. Ούτε ακούστηκε σ’ αυτό η γλυκιά ψαλμωδία του «Χριστός Ανέστη», αν και
κάποιοι διαβάτες που περνούσαν και έβλεπαν εκεί τη μαύρη σκοτεινιά, σταματούσαν
ακούγοντας τον αμυδρό[9]
ήχο που έμοιαζε με άμορφο τραγούδι, με ήχο εκκλησιαστικό δυσδιάκριτο και
προσπερνούσαν ρωτώντας ο ένας τον άλλο :
- Πώς να ‘ναι τάχα ο μπαρμπα-Κώστας! Πώς τον λυπηθήκαμε τον καημένο
τον Ολλανδέζο. Τι καλός εκκλησάρης[10]!
Έβαλε τα παιδιά σε τάξη.
- Χτύπημα που έφαγε, παρατήρησε άλλος, πώς δε σκοτώθηκε!
Μέσα στο σπιτάκι εκείνο, ένα καλυβάκι προς τα Πηγάδια, χωρίς φως,
χωρίς καμιά ζωή, ήταν ξαπλωμένος σ’ ένα ψαθί ο μπαρμπα-Κώστας, με δεμένα τα
σαγόνια του, νιώθοντας δυνατό πόνο σαν να πονούσαν τα δόντια του. Τίποτε άλλο
δεν είχε. Και προσπάθησε πολλές φορές να βγει τη νύχτα και να πάει στην
Ανάσταση. Αλλά πάλι άλλαζε γνώμη. Πώς να βγει με δεμένα έτσι τα σαγόνια. Και
προσπάθησε πολλές φορές στη θλιβερή εκείνη απομόνωση να ψάλει το «Χριστός
Ανέστη», αλλά δε μπορούσε να προφέρει καθαρά τις συλλαβές. Του φαινόταν πως
άκουγε από μακριά τη χαρά, την ψαλμωδία, την αισθανόταν από τις σχισμές του
φωτός, σαν το φως της Ανάστασης, και τότε καταπνίγοντας τον πόνο προσπαθούσε να
ψάλει, μάταια, όταν τέλος ανοίγει η πόρτα και έξαλλος βλέπει ο μπαρμπα-Κώστας
το άγιο φως, τη λαμπάδα του Πάσχα. Ο γέροντας Οικονόμος μετά την απόλυση της
εκκλησίας, πριν πάει στο σπίτι του, θυμήθηκε τον μπαρμπα-Κώστα και ήρθε
φέρνοντάς του το φως του Πάσχα. «Δεύτε λάβετε φως» κραυγάζει με χαρά ο γέροντας
ιερέας καθώς μπαίνει. Ο ασθενής δεν ήξερε πώς να εκφράσει τη χαρά του και πώς
να ευχαριστήσει αυτή τη συγκατάβαση[11]
του αγίου Οικονόμου. Όλα αυτά τα εξέφρασε κάνοντας το σταυρό του με μια βαθιά
υπόκλιση.
- Χριστός Ανέστη! είπε με δυνατή φωνή ο ιερέας, υψώνοντας τη λαμπάδα
του μπροστά στα μάτια του μπαρμπα-Κώστα, που έλαμψε το φασκιωμένο πρόσωπό του
από χαρά μαγική.
- Αληθώθ ανέθτη! τραύλισε ο μπαρμπα-Κώστας.
- Πώς είσαι;
- Καά. Δόκθα θοι ο Θεόθ!
- Πονάς;
- Δόκθα θοι ο Θεόθ! επαναλάμβανε ο ασθενής. Δόκθα θοι ο Θεόθ!
Ο γέροντας Οικονόμος έλυσε τον επίδεσμο και παρατήρησε ότι έλειπαν όλα
τα μπροστινά δόντια του μπαρμπα-Κώστα και από τα δυο σαγόνια. Και καταπνίγοντας
κάποια ενδόμυχη θλίψη του :
- Δεν έχεις τίποτε, είπε. Μόνο πως θα σ’ έχουμε πλέον χωρίς δόντια.
- Δόκθα θοι ο Θεόθ! Δόκθα θοι ο Θεόθ!
- Αλλά μη λυπάσαι∙ τη θέση σου θα την έχεις πάντοτε στην εκκλησία και
στην καρδιά μου.
- Θα δέου πάδι το «τιθ εθτίν ούτοθ ο βαθιδεύθ τηθ δόκθηθ»;
Και αναστέναξε βαθιά.
Ο γέροντας Οικονόμος, παίρνοντας τούτο σαν παράπονο για το πάθημά του,
δε μίλησε. Άναψε το καντήλι του, του είπε ότι θα του στείλει ζωμό και γύρισε να
φύγει.
- Παπά! Παπά! φώναξε ο μπαρμπα-Κώστας.
- Θέλεις τίποτε; ρώτησε δυνατά ο ιερέας, όπως κάνουμε όταν μιλάμε σε
βαριά άρρωστο ή σε κουφό.
- Παπά, τη δαμπάδα μου!
Και έδωσε ο ασθενής μικρή λαμπάδα του Πάσχα, που την είχε φυλαγμένη
δίπλα στο προσκέφαλό του, παρακαλώντας τον ιερέα να την ανάψει, κάτι που αυτός
έκανε με ευχαρίστηση.
Κι έλαμψε τότε το σπιτάκι περισσότερο από τα διπλά φώτα. Ο
μπαρμπα-Κώστας μάλιστα, παίρνοντας μεγάλη χαρά, αναπήδησε ξαφνικά ζωηρός ζωηρός
και όπως ήταν με τα σαγόνια δεμένα στο μαντήλι, άρχισε να ψέλνει το «Χριστός
Ανέστη» βροντώντας ήρεμα τα δίχως δόντια σαγόνια του και λέγοντας αντί για
μελωδικές συλλαβές κάποιους ασθενικούς ήχους
σαν μουγκρίσματα βουβού ανθρώπου, με κάποιες σκόρπιες λέξεις εδώ κι
εκεί, που μπορούν να προφέρουν ακόμη και οι ξεδοντιασμένοι άνθρωποι.
- Δεν πταίειθ εθύ, άδιε Οικονόμε, είπε τέλος ο μπαρμπα-Κώστας με την
ελαττωματική πλέον προφορά του, δεν πταίειθ εθύ.
- Φταίω δεν φταίω, τώρα το κακό έγινε, απάντησε θλιμμένος ο ιερέας.
Αλλά μη λυπάσαι, τέκνο μου. Όπως σου είπα, θα έχεις πάντοτε τη θέση σου στην
εκκλησία και στην καρδιά μου.
**********
Ο μπαρμπα-Κώστας, γέροντας ως 68 χρονών, άγαμος στο παρελθόν και στο
μέλλον πλέον, είχε προσληφθεί από 15 χρονών ως υπηρέτης στην εκκλησία της
μικρής πόλης, ως εκκλησάρης κατά τη συνήθεια των πόλεων, ως καντηλανάφτης στη
γλώσσα του λαού. Ήξερε και λίγα γραμματάκια. Ήταν μέτριος στο ανάστημα. Αρχικά
είχε γίνει ναυτικός ακολουθώντας το γενικό ρεύμα των κατοίκων της
θαλασσινής πόλης. Με την εργατικότητά
του κατόρθωσε ν’ αποκτήσει και μικρή βάρκα, αγοράζοντας τη με εξευτελιστικό
ποσό, μισοτσακισμένη από το ναυάγιο κάποιου ολλανδικού ιστιοφόρου στη διάσωση
του οποίου είχε εργαστεί, ανακαλύπτοντας εκεί στον Ξάνεμο[12],
στις τρύπες και στις σχισμές της τρικυμισμένης ακτής και ένα κασκέτο[13]
ολλανδικό και μια πίπα∙ πληρώνοντας, λοιπόν, με τους λιγοστούς μισθούς του,
απόκτησε εκείνη τη χαλασμένη βάρκα, τη σκαμπαβία[14],
όπως την ονόμαζε. Επειδή όμως ήταν από τη φύση του, όπως λέει η παροιμία,
πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης, μόνος του – ήταν και λιγάκι μαραγκός – επιδιόρθωσε
τη βάρκα χαρίζοντας την πίπα στο δασοφύλακα, που τον άφησε να κόψει κρυφά δυο
πεύκα, κι αυτός κράτησε μόνο το κασκέτο που φορούσε πάντοτε, επονομαζόμενος γι’
αυτό «Ολλανδέζος». Αλλά δεν ήταν διόλου τυχερός ως κυβερνήτης. Περισσότερο
τυχερός ήταν όταν δεν είχε τίποτε. Πρέπει να ναυάγησε πέντε φορές με τη
σκαμπαβία εκείνη, πότε στις ακτές του νησιού μεταφέροντας θημωνιές[15]
σταριού από τον ένα όρμο στον άλλο, πότε στις ακτές της Εύβοιας τον Αύγουστο,
όταν συνήθιζε να μεταφέρει στη Λοκρίδα[16]
του μελισσουργούς του νησιού.
- Όλο μες στο καλοκαίρι πέφτεις έξω, καημένε Ολλανδέζο, παρατηρούσαν
οι πάντοτε πειραχτικοί κάτοικοι.
- Έλα ντε, απαντούσε ο θαλασσοπνιγμένος ναύτης, που μετά το ναυάγιο
έπαιρνε τον ανήφορο της αγοράς κρατώντας ψηλά το κεφάλι, σαν να υπερηφανευόταν,
γιατί κατόρθωνε να ναυαγεί και να σώζεται.
Τέλος, κάποια νύχτα του χειμώνα, μεταφέροντας ξύλα από την Κεχριά[17]
και συναντώντας τρικυμία στην επιστροφή του, μόλις έσωσε τη ζωή του και το
κασκέτο του το ολλανδικό, ριγμένος έξω στα βράχια του Μικρού Ασέληνου[18],
μιας απότομης ακτής χωρίς λιμάνι, όπου η σκαμπαβία του διαλύθηκε εντελώς. Και
τα μεν καρφιά βυθίστηκαν στο βαθύ πάτο, οι δε σανίδες διασκορπίστηκαν στο
πέλαγος και μεταμορφώθηκαν σε γιαλόξυλα[19].
Και τότε πια πήρε τον ανήφορο της αγοράς χωρίς να έχει ψηλά το κεφάλι
του ο αφελής ναυαγός. Είχε κατεβάσει το κασκέτο του μέχρι τ’ αυτιά και ανέβαινε
χωρίς να βλέπει σχεδόν, χτυπώντας στα λιθάρια και στα καλντερίμια[20].
Του φάνηκε ντροπή και από τότε δεν πάτησε στη θάλασσα, αλλά αφιερώθηκε στην
υπηρεσία της εκκλησίας αποκτώντας την αγάπη των εφημέριων[21],
των επιτρόπων[22]
και των ενοριτών. Ιδίως όμως τον αγάπησαν τα μικρά παιδιά, γιατί τόσο καλά και
με τόση τάξη τους μοίραζε τα κόλλυβα ο «Ολλανδέζος», ώστε έπαιρναν όλα με
ησυχία. Και γι’ αυτό τον σέβονταν διατηρώντας απόλυτη σιωπή μέσα στην εκκλησία.
Και τον έβλεπες εκεί τον μπαρμπα-Κώστα με το ολλανδικό του κασκέτο ανάμεσα στα
παιδιά σαν απόμαχο πλοίαρχο που βάζει σε τάξη τα πάντα. Και μήπως δεν ήταν
απόμαχος πλοίαρχος; Και μήπως δεν ήπιε τη θάλασσα με την κουτάλα, όπως λένε; Τι
τάχα να ταξιδεύει στους φοβερούς ωκεανούς ή στα κοιμισμένα παράλια του Μαλιακού[23];
Τι τάχα να ναυαγήσει στον Εύξεινο Πόντο ή στην ειρηνική ακτή του Παγασητικού[24];
Το ναυάγιο είναι πάντοτε ναυάγιο∙ και ο άνθρωπος πνίγεται όμοια είτε στο
πέλαγος είτε στο λιμάνι. Και σε μια φούχτα νερό ακόμη.
Ο μπαρμπα-Κώστας έγινε ειδικός όμως σε μια σπουδαία υπηρεσία της εκκλησίας,
για την οποία τον αγαπούσε ολόκληρη η μικρή πόλη. Υποκρινόταν περίφημα τον Άδη
το Μεγάλο Σάββατο όταν επέστρεφε ο Επιτάφιος.
Είναι συνήθεια
αρχαιότατη στο νησί, αφού η λιτανεία[25]
του Επιταφίου κάνει την περιφορά της σε πανοραμική θέα όλης της ενορίας, στην
επιστροφή να κλείνονται οι πόρτες της εκκλησίας και να μην επιτρέπεται η
είσοδος του Επιταφίου. Γίνεται με παράδοξο τρόπο η αναπαράσταση της σκηνής της
καθόδου του Σωτήρα στον Άδη, έτσι όπως αναφέρεται στην εκκλησιαστική μας
παράδοση. Τότε ο πρώτος από τους εφημέριους, πλησιάζει στις πόρτες και
προστάζει χτυπώντας τις και φωνάζοντας :
«Άρατε πύλας οι
άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της
δόξης!»[26].
Και εκείνος που βρίσκεται μέσα, πίσω από τις κλειστές πόρτες με τα κλειδιά και
υποκρίνεται τον Άδη ρωτάει με αυθάδεια : « Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της
δόξης;»[27]
Η επιτακτική
προσταγή όπως και η θρασύτατη ερώτηση επαναλαμβάνονται τρεις φορές. Και τότε,
την τρίτη φορά, ο ιερέας, σπρώχνοντας δυνατά με το πόδι και τα χέρια τις
πόρτες, φωνάζει με κυριαρχική δύναμη : «Κύριος των Δυνάμεων, αυτός έστιν ο
βασιλεύς της Δόξης!»[28]
Και ανοίγει αρχοντικά και αυταρχικά τις πόρτες και έτσι μπαίνει στην εκκλησία ο
Επιτάφιος.
Σ’ αυτή λοιπόν την
παράσταση έγινε ειδικός ο μπαρμπα-Κώστας. Υποκρινόταν με τόση επιτυχία το
πρόσωπο του αντάρτη Άδη, που δεν ήθελε ν’ αναγνωρίσει Δεσπότη και Κύριο ανώτερό
του, ώστε τρόμος έπιανε το πλήθος όταν άκουγε τις τρομερές εκείνες ερωτήσεις
του : «Τις έστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;»
Τόνιζε τις λέξεις
με τρόπο ιδιαίτερο, πολύ τρομακτικό. Κουνούσε το κεφάλι του προς τα έξω,
αγρίευε τα μάτια του, οι τρίχες των μαλλιών του σηκώνονταν – όπως τον
περιέγραφαν όσοι έμεναν μέσα για να θαυμάσουν την τέλεια υποκριτική του – και
όλο το σώμα του έτρεμε∙ παθιαζόταν σαν να ήταν αυτός στ’ αλήθεια ο Άδης με τη
σατανική του δύναμη στον κόσμο, που προαισθανόταν να πλησιάζει το τέλος του.
**********
Κι αυτή η χρονιά,
την αυγή του Μεγάλου Σαββάτου, ο μπαρμπα-Κώστας ήταν στη θέση του περήφανος για
το φοβερό πρόσωπο που θα υποκρινόταν. Καθισμένος μπροστά στις πόρτες της κενής
αλλά ολόφωτης εκκλησίας περίμενε την επιστροφή του Επιταφίου έχοντας επίσημο
ύφος κυρίαρχου. Δεν ήταν πια ο φτωχός καντηλανάφτης με το κεφάλι κάτω. Στεκόταν
ξεσκούφωτος πάνω στο μαρμάρινο κατώφλι σαν να έλεγε : - Εγώ είμαι! Δεν δέχομαι
κανένα μέσα∙ ούτε το βασιλιά.
Να! Ακούγονται από
μακριά ψαλμωδίες γλυκύτατες και τρυφερές σαν κλάματα, σαν θρήνοι : «Δος μοι
τούτον τον ξένον!»…[29]
ψέλνουν το τραγούδι της πομπής, «Τον ήλιον κρύψαντα»…, την εξόδιο[30]
μελωδία, το τρυφερό εκείνο τροπάριο που συγκινεί και τα άψυχα… «Δος μοι τούτον
τον ξένον!»…
Ο Ιωσήφ[31]
παρακαλεί τον Πιλάτο να του επιτρέψει να θάψει «τον ξένο και ντροπιασμένο
Ιησού»… Ψέλνουν οι γλυκόλαλοι ψάλτες ακολουθώντας τη λιτανεία του Επιταφίου και
συνοδεύει ο λαός σαν ένα στόμα.
- Δος μοι τούτον τον ξένον!...
Ω, πατρίδα μου
μικρή, πόσο μεγάλη είσαι στη θρησκεία σου! Η γλυκύτατη μελωδία ολοένα
πλησιάζει. Πίσω από τα σπίτια φωτεινά σύννεφα από τις αναμμένες λαμπάδες
ανεβαίνουν στο στερέωμα. Η ευωδιά του λιβανιού που καίγεται στο πέρασμα του
Επιταφίου απ’ όλα τα σπίτια φτάνει από μακριά σαν ανείπωτο άρωμα αυτής της
νύχτας.
- Δος μοι τούτον
τον ξένον!... Πρέπει να δείτε τη λιτανεία του Επιταφίου κατά την αυγή, όταν δεν
είναι ούτε μέρα ούτε νύχτα ή μάλλον με λίγη μέρα και πολλή νύχτα, με λίγο φως
και με πολλά άστρα, καμιά φορά με σελήνη στη χάση της, όταν το θέαμα γίνεται
κατανυκτικό, με λίγα αηδόνια και πολλά πρωινά χαιρετίσματα πουλιών, με λίγο
ευωδιαστό πρωινό αέρα και με πολύ λιβάνι∙ και κάτω το κύμα μελανό, που πάνω του
αντανακλώνται οι χρυσές λάμψεις των ιερών λαμπάδων.
Να! Η ιερή λιτανεία
πλησιάζει ήδη στην εκκλησία. Προηγούνται τα εξαπτέρυγα[32]
και ο μαύρος ξύλινος Άγιος Σταυρός. Μετά ο κλήρος με τα χρυσά βυζαντινά άμφια,
θαύμα εξαίσιο υφαντικής και διακοσμητικής, όχι άκομψα ρωσικά μονοκόμματα και
μονοκόκαλα σαν φορέματα χιονισμένων βουνών. Και μετά το ιερό κουβούκλιο![33]
Τι όμορφο λεπτούργημα![34]
Σαν να είναι ζωγραφισμένο. Τετράγωνο, ορθογώνιο, στηριγμένο σε τέσσερα πόδια,
που πάνω του τοποθετείται ο Επιτάφιος θρήνος, ραντισμένος με ροδοπέταλα,
βιολέτες και δεντρολίβανο. Και πάνω του με τέσσερις μικρούς κίονες στηρίζεται ο
μικρός θόλος του, θαύμα ξυλογλυπτικής σαν θόλος μικρής εκκλησίας, πανέμορφος,
με επίχρυσο ξύλινο στέμμα στην κορυφή που καταλήγει σε σταυρό, ενώ μέσα, πάνω
από τον Επιτάφιο θρήνο, κρέμεται σαν πολυέλαιος άλλο τεχνητό[35]
στέμμα από χρυσόχαρτο και τεχνητά λουλούδια λάμποντας ακτινωτά από το φως των
λαμπάδων. Μια σειρά μικρές λαμπάδες επιστρέφουν το θόλο του κουβουκλίου, ενώ
τέσσερα κομψά φαναράκια με χρωματιστά γυαλιά φέγγουν στις τέσσερις άκρες. Είναι
από σκαλιστό ξύλο καρυδιάς το ιερό κουβούκλιο, αλλά από τα λουλούδια δεν
φαίνεται σχεδόν το γυαλιστερό βαθυκόκκινο χρώμα του ωραίου ξύλου.
Βαστάζεται από
τέσσερις ναύτες με σεβασμό και κατάνυξη και περιστοιχίζεται από άλλους ναύτες,
έτοιμους εκεί κοντά ν’ αρπάξουν μετά τις λαμπάδες του, φυλαχτά στις τρικυμίες.
Κι ενώ βαδίζουν αυτοί που τον βαστάζουν, κουνιέται ελαφρά το κουβούκλιο,
κουνιέται και το κρεμασμένο στέμμα, το φτιαγμένο από χρυσόχαρτο και πολύχρωμα
τεχνητά λουλούδια, μαζί με τα υπόλοιπα στολίσματα, και έτσι δημιουργείται μια
ευχάριστη ακολουθία από χρυσές λάμψεις που λικνίζονται γλυκαίνοντας την όραση
και μαλακώνοντας σαν δροσιά σε καύσωνα την καρδιά, ενώ η ελαφριά πρωινή αύρα
που κινεί απαλά το φως των λαμπάδων το μετασχηματίζει επιδέξια σε ένα
μονοκόμματο φωτεινό στεφάνι γύρω γύρω από το κουβούκλιο φωτίζοντας γλυκά τα
μάτια. Πίσω ακολουθεί σε μια μακριά γραμμή το πλήθος με τις λαμπάδες, με
ευλάβεια και κατάνυξη, ένα φωτεινό ωραίο ρεύμα με κύματα που τρεμοπαίζουν.
Πόσες φορές
δακρύζοντας από άγνωστη χαρά δεν έμεινα κρυφά στη γωνιά εκεί κάτω ακίνητος, σαν
το φιλάργυρο που φοβάται μην του κλέψουν το θησαυρό∙ έμεινα να βλέπω κρυφά
κρυφά αυτή την πομπή του Επιταφίου να κατεβαίνει από τον ανήφορο, ανασαίνοντας
βαθιά σαν μέσα σε κήπο, σαν να ήθελα να ρουφήξω μεμιάς όλη εκείνη τη χαρά, σαν
να ήθελα να χορτάσω όλη εκείνη την αχόρταστη μαγεία!
**********
Ήδη ο μπαρμπα-Κώστας
έκλεισε της πόρτες της εκκλησίας. Η λιτανεία στάθηκε μπροστά της στη μικρή
πλατεία. Στάθηκε και ο Επιτάφιος, αλλά τον κρατούν επιδέξια πολύ ψηλά από το
έδαφος μη γίνει κάποια αρπαγή των λαμπάδων πριν την ώρα της. Πίσω, σε δυο
γραμμές, από τη μια και την άλλη μεριά, με τις λαμπάδες αναμμένες στέκονται
σιωπηλοί οι άντρες χωριστά και χωριστά οι γυναίκες. Η μελωδία έπαψε.
Ο γέρος Οικονόμος
τότε αργά αργά αλλά με δύναμη – τους είχε ζωηρέψει όλους τόσα χρόνια ο ζωηρός
τρόπος του μπαρμπα-Κώστα – διατάζει :
- Άρατε πύλας οι
Άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!
Και αμέσως
ακούγεται από μέσα φωνή τραχιά και δυνατή, όπως όταν φωνάζουν με το κοχύλι οι
ψαράδες, φωνή υπεροπτική, αυθάδης φωνή :
- Τις έστιν ούτος ο
βασιλεύς της δόξης;
Ήταν τόσο ζωηρή η
φωνή του όπως ποτέ δεν τον θυμόνταν οι άνθρωποι. Μερικοί μάλιστα ψιθύρισαν
δειλά : - Έχει όρεξη φέτος ο Ολλανδέζος.
Τότε κάποιοι, ιδίως
από τους ναύτες, νιώθοντας έκπληξη από το θράσος της πρόκλησης, άρχισαν να
ετοιμάζουν τα χοντρά ραβδιά τους από ελιά, νομίζοντας ότι θ’ αρχίσει αληθινή
πάλη για να εκβιαστεί η είσοδος. Και ο ιερέας, την τρίτη φορά, εμπνευσμένος και
αυτός από την έμπνευση του καντηλανάφτη κραύγασε πιο επιτακτικά το «Άρατε» σαν
να ήθελε να κατανικήσει και την τελευταία αντίσταση του ζωηρού κυρίαρχου του
Άδη∙ και συγχρόνως έσπρωξε με δύναμη ασυνήθιστη τις πόρτες με χέρια και πόδια
μέσα στις επιδοκιμασίες του πλήθους. Και αμέσως ανοίχτηκαν πέρα πέρα με πάταγο[36]
φοβερό οι πόρτες χωρίς να ακουστεί άλλος κρότος. Και έλαμψαν οι αναμμένοι
πολυέλαιοι της εκκλησίας. Ο ιερέας ετοιμαζόταν να μπει ψάλλοντας το «ο
Μονογενής Υιός…»[37],
όταν ξαφνικά ακούστηκαν ταυτόχρονες κραυγές, κραυγές σαν από δυστύχημα
απρόσμενο.
Ο μπαρμπα-Κώστας,
αφιερωμένος στην προσφιλή του μίμηση, λησμόνησε μετά την τρίτη ερώτηση να
παραμερίσει στα πλάγια και τα φύλλα της βαριάς πόρτας, καθώς άνοιξαν, τον
χτύπησαν στα σαγόνια, γιατί υποκρινόταν κοντά στην κλειδαρότρυπα, και τον
έριξαν κάτω στις πλάκες βροντώντας σαν κορμό βελανιδιάς που τον τσακίζει η καταιγίδα.
Ευτυχώς το ατύχημα δεν ήταν σοβαρό. Ο μπαρμπα-Κώστας ήταν γερό κόκαλο, πέντε
φορές θαλασσοπνιγμένος. Η ιερή τελετή συνεχίστηκε με τάξη και έληξε επίσης με
τάξη. Και η αρπαγή των λαμπάδων έγινε από τους ναύτες με τακτική αταξία. Τους
νησιώτες όμως τους λύπησε πολύ το απρόοπτο πάθημα του μπαρμπα-Κώστα, που αφού
τον περιποιήθηκαν εκεί και μετά στο σπιτάκι του, υπομένοντας τους αφόρητους
πόνους και έχοντας άμεση ιατρική περίθαλψη από τους επίτροπους, κειτόταν τη
μέρα της Ανάστασης πονώντας ακόμη, όπως είδαμε, και χωρίς δόντια πια. Με την
πτώση έχασε και τις δυο σειρές των δοντιών του. Και λυπόταν περισσότερο ο
φτωχός και πονούσε όχι τόσο για το χάσιμο των δοντιών του, όσο γιατί δεν θα
υποκρινόταν πια τον Άδη, γιατί η έλλειψη των δοντιών θα έκανε κωμικές τις
δυνατές τραγικές ερωτήσεις του.
- Κ' εδώ εναυάηθα!
έλεγε μετά ξεδοντιασμένος και με παράπονο για την τύχη του ο αγαθός
μπαρμπα-Κώστας ο Ολλανδέζος, απλός καντηλανάφτης πια της εκκλησίας με φανερά τα
διπλά σημάδια των διπλών ναυαγίων, το ολλανδικό του κασκέτο και τα χωρίς δόντια
σαγόνια του∙ αλλά αντί για το καλυβάκι του, ζούσε πια σ’ ένα όμορφο κελί που
του έχτισαν οι επίτροποι μέσα στο κηπάκι της εκκλησίας, όπου πέρασε τα γηρατειά
του με την αγάπη όλων.
Αλέξανδρος Μωραϊτίδης (1891)
Προσαρμογή κειμένου - Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, ©
2020
[1] άρατε
πύλας = ανοίξτε τις πόρτες. Τη Μεγάλη Παρασκευή, όταν επιστρέφει η πομπή
του Επιταφίου, μπροστά στην είσοδο της
εκκλησίας γίνεται η αναπαράσταση της σκηνής των "κεκλεισμένων θυρών".
Ο ιερέας παριστάνει το Χριστό μπροστά στις πύλες της κόλασης και ψέλνει τους
στίχους από τον 23ο Ψαλμό του Δαβίδ "Αρατε πύλας, οι άρχοντες
υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο Βασιλεύς της δόξας".
[2] φαιδρός
= πρόσχαρος.
[3] η σκήτη
= μικρό μοναστήρι που είναι παράρτημα μεγαλύτερου μοναστηριού ή ερημητήριο
μοναχού.
[4] η
στιλπνότητα = η λαμπρότητα.
[5]
ανεξάλειπτος = αυτός που δε μπορεί να σβηστεί.
[6] ο
φλοίσβος = ελαφρός ήχος κυμάτων που χτυπούν στην ακτή.
[7] ο
προύχοντας = ο τοπικός άρχοντας.
[8] η
αγαλλίαση = η ανακούφιση.
[9] αμυδρός
= αυτός που δεν ακούγεται ή δεν φαίνεται καλά, ο δυσδιάκριτος.
[10] ο
εκκλησάρης = ο άνθρωπος που φροντίζει την καθαριότητα και τη φύλαξη της
εκκλησίας.
[11] η
συγκατάβαση = η επιείκεια.
[12] Ξάνεμος
= οικισμός της Σκιάθου κοντά στην Χώρα του νησιού, με θέα προς τη Σκόπελο.
[13] το
κασκέτο (ιταλικά caschetto)
= καπέλο με γείσο που φορούν οι εργάτες και οι ναυτικοί.
[14] η
σκαμπαβία (ιταλικά scappavia)
= είδος μικρής βάρκας.
[15] η
θημωνιά = ο σωρός από τα δεμάτια των σταχιών.
[16] Λοκρίδα
= περιοχή του νομού Φθιώτιδας στη Στερεά Ελλάδα.
[17] Κεχριά
= παραλιακή περιοχή της Σκιάθου στα βόρεια του νησιού.
[18] Μικρός
Ασέληνος = παραλιακή περιοχή της Σκιάθου στα βόρεια του νησιού.
[19] τα
γιαλόξυλα = ξύλα που διαβρώνονται και λειαίνονται από τη θάλασσα και
ξεβράζονται στην ακτή.
[20] το
καλντερίμι (τουρκικά kaldirim)
= λιθόστρωτο δρομάκι με ανώμαλη επιφάνεια.
[21] ο
εφημέριος = ο παπάς της ενορίας.
[22] ο
επίτροπος = ο υπεύθυνος για τα οικονομικά της εκκλησίας.
[23]
Μαλιακός κόλπος = κόλπος στον νομό Φθιώτιδας στη Στερεά Ελλάδα.
[24]
Παγασητικός κόλπος = κόλπος του νομού Μαγνησίας στη Θεσσαλία.
[25] η
λιτανεία = θρησκευτική πομπή εικόνων ή ιερών λειψάνων.
[26]
Απόσπασμα από τον 23ο Ψαλμό του Δαβίδ.
[27] Απόσπασμα
από τον 23ο Ψαλμό του Δαβίδ.
[28] Απόσπασμα
από τον 23ο Ψαλμό του Δαβίδ.
[29] «Δος
μοι τούτον τον ξένον!» (ή «Τον ήλιον κρύψαντα», όπως είναι ο τίτλος») = Τροπάριο
της Μεγάλης Παρασκευής, που έχει ως θέμα την αποκαθήλωση και την ταφή του
σώματος του Ιησού από τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας. Η σύνθεσή του ανήκει στο λόγιο
Γεώργιο Ακροπολίτη (1217 ή 1220-1282), αλλά η φράση αναφέρεται σε ένα παλιότερο
κείμενο του Αγίου Επιφανίου, Αρχιεπισκόπου Κύπρου (310-403).
[30] εξόδιος
= αυτός που αναφέρεται στην κηδεία (εκφορά) του νεκρού.
[31] Ιωσήφ =
εννοείται ο Ιωσήφ από την Αριμαθαία, μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου της
Ιερουσαλήμ, πλούσιος και μυστικός μαθητής του Ιησού.
[32] τα
εξαπτέρυγα = λάβαρα με μεταλλικούς δίσκους που πάνω τους εικονίζονται τα
σεραφείμ.
[33] το
κουβούκλιο = μικρός θόλος που στηρίζεται σε λεπτές κολόνες.
[34] το
λεπτούργημα = ξύλινο αντικείμενο σκαλισμένο με πολλή τέχνη.
[35]
τεχνητός = αυτός που κατασκευάζεται ως απομίμηση κάποιου φυσικού στοιχείου.
[36] ο
πάταγος = ο δυνατός κρότος που προκαλεί η σύγκρουση των στερεών αντικειμένων.
[37] «Ο
Μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού…» = Τροπάριο που ψάλλεται σχεδόν στην αρχή
της Θείας Λειτουργίας. Η δημιουργία του αποδίδεται στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό
(482-565).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου