ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Σάββατο 11 Απριλίου 2020

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ - Η ΘΥΣΙΑ


Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888-1944)

Η θυσία

Μια φορά κι ένα καιρό – πάνε τώρα χρόνια – μια σκοτεινή κι αλλόκοτη βραδιά, ο Χριστός κατέβηκε στον κόσμο.
Πρώτη φορά κατέβαινε στη γη και μοναχός Του βάδιζε στην τύχη ήταν ένα βράδυ ζεστό και τρυφερό, ένα δρομάκι ήσυχο φαινόταν μπροστά Του, ο ήλιος μόλις είχε βασιλέψει. Και καθώς πήρε το δρομάκι εκείνο, βγήκε προς τη μεριά της Ιουδαίας[1].
Φορούσε ρούχα ταπεινά κι απλά κι ακουμπούσε μαλακά  σ’ ένα κλαρί, που μόλις το ‘χε κόψει μες στο δάσος∙ δε μπορούσε κανείς να Τον γνωρίσει, κανείς να Τον γνωρίσει κι από τίποτα – εξόν απ’ τα μεγάλα Του τα μάτια, που φέγγανε γλυκά μες στο σκοτάδι, σαν δυο μεγάλα σιωπηλά φεγγάρια∙ έμοιαζε τώρα σαν προσκυνητής, από κείνους που ξεκινάν για τόπους μακρινούς και ζούνε διακονεύοντας[2] στο δρόμο το ψωμί τους.
Τα ρόδα τ’ ανοιξιάτικα μοσχοβολούσαν τώρα. Γύρω ήταν απλωμένη ησυχία∙ τ’ άστρα φεγγοβολούσανε ψηλά με τα γλυκά τρεμουλιαστά τους φώτα.
Κι έτσι που περπατούσε αφηρημένος, βυθισμένος πάντα μες στις σκέψεις Του, είδε έξαφνα, στο στρίψιμο του δρόμου, ένα πλήθος άλλα φώτα που βαδίζανε και φτάσανε τώρα, όλα μαζί, σαν ένας μεγάλος αστερισμός∙ τράβηξε τότε προς αυτά τα φώτα, μαντεύοντας πως σίμωνε[3] σε κάποια πολιτεία. Κι αληθινά, εκεί, σ’ αυτό το μέρος, ήτανε μια μεγάλη πολιτεία, που, καθώς πλησίαζε, μεγάλωνε κι άρχιζε πια να ξεχωρίζει και τα σπίτια της : ήταν όλα γύρω φωτισμένα – κι ήταν παντού η ίδια φωταψία σάμπως να γινόταν πανηγύρι∙ ερχόταν, όσο σίμωνε, στ’ αυτιά Του, το βουητό και των ανθρώπων οι φωνές. Κι όταν έφτασε ακόμα πιο σιμά, είδε να προβάλλουν από πέρα ένα πλήθος άνθρωποι που φώναζαν και βαστούσαν πέτρες και κοντάρια κι αναμμένους κόκκινους δαυλούς[4]∙ ήταν άντρες, γυναίκες και παιδιά, και φώναζαν μαζί και βλαστημούσαν και χτυπούσαν τον αέρα με τις βέργες, σκούζοντας ώρες ώρες σαν τρελοί.
Κι όταν άρχισε να βλέπει πιο καλά, είδε μπροστά να περπατάνε στρατιώτες, με λόγχες, με λοφία[5] και με κράνη∙ κι είχανε στη μέση κάποιον άνθρωπο∙ κι ο άνθρωπος αυτός ήταν ξυπόλητος, όλο κουρέλια γύρω κι ελεεινός, στα μαλλιά του είχανε βάλει ένα στεφάνι αγκάθια και τσουκνίδες και κουβαλούσε μ’ αγωνία κάποιο ξύλο.
Τα μάγουλα του ήταν γδαρμένα κι όλο αίματα, γεμάτα χώματα, φτυσιές κι ακαθαρσίες. Και το πλήθος γύρω του βοούσε, σαν θάλασσα φρικτή κι ανταριασμένη. Και των πυρσών[6] οι κόκκινες ανταύγειες φωτίζανε παράξενα τα σπίτια κι έκαναν να χορεύουν οι σκιές, μεγαλωμένες των ανθρώπων οι σκιές, στους φωτισμένους τοίχους γύρω γύρω. Τότε ο Χριστός, σπρωγμένος απ’ το πλήθος, πήγε σ’ έναν άνθρωπο σιμά, που πήγαινε κι αυτός μαζί, τραβώντας τα μαλλιά του, και γύρεψε να μάθει τι συμβαίνει.
Κι αυτός Του είπε σκύβοντας στ’ αυτί του:
- Είν’ ένας προφήτης, δεν τον ξέρεις; Είν’ ένας προφήτης ξακουστός. Ήρθε στον κόσμο για να φέρει την αγάπη· μ’ αυτοί δεν τον κατάλαβαν διόλου, γιατί μιλούσε λόγια των αγγέλων. Κι οι βασιλιάδες οι τρανοί[7] τον φοβηθήκανε και δώσαν προσταγή να τον κρεμάσουν· και τώρα πάνε για να τον κρεμάσουν…
Και καθώς μιλούσε φοβισμένα, τα δάκρυά του τρέχανε ποτάμι.
Κι ο Χριστός μπήκε τότε μες στο πλήθος και θέλησε να δει στο πρόσωπό του· και καθώς πήγαινε να στρίψει στη γωνία, μπόρεσε μια στιγμή και τον αντίκρισε. Και κείνος τότε σήκωσε τα μάτια και Τον κοίταξε.
Κι όλος ο κόσμος έσβησε τριγύρω. Κι ο Χριστός, τίποτ’ άλλο πια δεν έβλεπε, παρά τα φοβερά εκείνα μάτια. Και μοιάζανε σαν δυο λυγμοί χαράς. Και λέγανε τα μάτια εκείνα τώρα: «Είμαστε το τραγούδι της Αγάπης, και το τραγούδι της Αθανασίας· και δεν υπάρχει τίποτε στον κόσμο – τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη· τίποτ’ άλλο, παρά Καλοσύνη!» Κι αυτά τα μάτια δεν έκλειναν ποτέ κι έλαμπαν απ’ το φως του μαρτυρίου…
Κι ο προφήτης σκόνταψε και τρέκλισε, γιατί και κείνος γνώρισε τα μάτια του Χριστού, κι έπεσε χάμω, με τα μούτρα μες στο χώμα.
Και καθώς τον έσπρωχναν οι άλλοι και τον τραβούσαν για να σηκωθεί – μες στις φωνές και μες στη φασαρία – βρήκε την ευκαιρία ο Χριστός και, παίρνοντας στην πλάτη του το ξύλο, μπήκε Αυτός στη θέση του προφήτη. Κι επειδή κανένας δεν τον ήξερε, εμψυχωμένος απ’ τη μέθη της Θυσίας, τράβηξε ίσια για να σταυρωθεί…
Και κατόπιν απ’ την Ταφή κι απ’ την Ανάσταση – καθώς τη διατήρησε η παράδοση κι οι μαρτυρίες των τεσσάρων Αποστόλων – ο Χριστός, τυλιγμένος σ’ ένα σύννεφο, γύρισε ξανά στον ουρανό, πήγε κατευθείαν στον Πατέρα Του και τον βρήκε που μιλούσε μ’ έναν άγγελο.
- Γιατί το έκανες αυτό; του λέει τότε εκείνος αυστηρά.
- Δεν ξέρω, αποκρίθηκε θλιμμένα και δειλά.
Και δυο μεγάλα δάκρυα λαμπρά ήταν έτοιμα να στάξουν απ’ τα μάτια Του.
- Θα μου κάνεις άλλοτε τη χάρη να μην ανακατώνεσαι διόλου στις μικροϋποθέσεις των ανθρώπων, του ξαναείπε πάλι ο Θεός. Αυτές οι καλοσύνες να σου λείπουν…
Και γύρισε ξανά κι εξακολούθησε την κουβέντα που είχε με τον άγγελο.

Ναπολέων Λαπαθιώτης



Προσαρμογή κειμένου - Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, © 2020


[1] η Ιουδαία = αρχαία ονομασία της Παλαιστίνης.
[2] διακονεύω = ζητιανεύω.
[3] σιμώνω = πλησιάζω.
[4] ο δαυλός = κομμάτι ξύλου που καίγεται.
[5] το λοφίο = η φούντα από φτερά στο στρατιωτικό πηλήκιο.
[6] ο πυρσός = ο δαυλός.
[7] τρανός = σημαντικός, σπουδαίος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: