Ανδρέας Λασκαράτος (1811-1901)
Όνειρο
Ήτανε να ξημερώσει
Μεγάλο Σάββατο, που είδα στον ύπνο μου πως πέθανα!
Πέθανα και, μέχρι
να γυρίσω το βλέμμα μου, βρέθηκα στον άλλο κόσμο. Εκεί, σαν από ένστικτο,
έτρεξα ευθύς στον Παράδεισο, και είχα την τόσο καλή τύχη να φτάσω τη στιγμή που
ο Θεός έβγαινε να πάει περίπατο.
Μιλιούνι[1]
Άγιοι τον περιστοίχιζαν βαστώντας αγγελούδια σαν εκείνα των εκκλησιών κι εγώ
στοχάστηκα να ωφεληθώ από εκείνη την αναστάτωση, από εκείνη τη σκοτούρα[2],
για να μπω κάπως λαθραία στον Παράδεισο, αποφεύγοντας τις τελωνειακές έρευνες,
σάμπως κι εγώ είχα κάτι να κρύψω.
Έτρεχα λοιπόν
αντίθετα με το χείμαρρο των Αγίων ανοίγοντας το δρόμο μου με τα δυο χέρια όταν
ο Αϊ-Πέτρος, ο ακοίμητος εκείνος θυρωρός των Ουράνιων Ανακτόρων, με αρπάζει από
το λαιμοδέτη[3]
και
- Στάσου, λέει,
ανάξια κολασμένη ψυχή!
- Άγιε, του είπα
εγώ, γιατί με πιάνεις από το κολάρο σαν να ‘μουν κλέφτης;
- Σώπα, λέει, μπερ…
(μα δεν το τελείωσε), φεύγα από δω και πήγαινε στο πυρ το εξώτερο[4],
το ετοιμασμένο για όσους ξεσκεπάζετε τα… τα… τα των ευσεβών ιερέων μας.
Εγώ για μια στιγμή
τρόμαξα, γιατί τα μάτια του Αγίου ρίχνανε φωτιές από το θυμό του και τα γένια
του τρέμανε και πετούσε σπίθες σάλια από το στόμα του! Μα έπειτα, δίνοντας
δύναμη στον εαυτό μου, έτρεξα και σταμάτησα τον Θεό κι έπεσα στα πόδια του και
γονατιστός του είπα :
- Θεέ Πατέρα, δείξε
ευσπλαχνία για μένα και δώσε εντολή στον άγιο θυρωρό σου να με αφήσει να μπω
στην αιώνια χαρά και αγαλλίαση[5].
Μα τότε και ο
Αϊ-Πέτρος :
- Παναγιότατε Θεέ,
του λέει, τούτος είναι καταδικασμένος από τους αντιπροσώπους σου πληρεξούσιους
παπάδες στο πυρ το εξώτερο.
- Α! λέει ο Θεός,
τότε, παιδί μου, δε μπορώ να σου κάμω τίποτα!
- Μα, είπα πάλι
εγώ, Θεέ Πατέρα, δείξε έλεος!
Και ο καλός Θεός,
γυρνώντας τότε προς το μονογενή Του Γιο :
- Εσύ, του λέει,
που στάθηκες εκεί κάτω και γνωρίζεις τούτα καλύτερα από μένα, δες περί τίνος
πρόκειται.
Με τούτο τράβηξε το
δρόμο του. Έτσι ο Χριστός έμεινε με μένα και με τη συνηθισμένη του καλοσύνη με
χάιδεψε.
Μα τότε ο Αϊ-Πέτρος
έβγαλε μέσ’ απ’ τα ράσα του τον αφορισμό του 1856 και :
- Διάβασε, λέει του
Χριστού, διάβασε, Υπερένδοξε Διάδοχε, και πες αν ετούτος ο άνθρωπος μπορεί να
μπει στον Παράδεισό μας.
Ο Χριστός πήρε τον
αφορισμό, τον φυλλομέτρησε, διάβασε και γυρνώντας προς εμένα :
- Μα τι τους
έκαμες, μου είπε, που σε αφορίσανε;
- Ω, γλυκύτατέ μου
Ιησού! του είπα εγώ, με αφορίσανε, επειδή τους έλεγξα τις ανοσιουργίες[6]
τους. Πρέπει να ξέρεις, Ιησού μου, ότι η θρησκεία που δίδαξες στον κόσμο δεν
υπάρχει πλέον εκεί κάτω, επειδή από καιρό σε καιρό και από λίγο σε λίγο την
άλλαξαν όλη, ώστε τώρα δεν έμεινε παρά τ’ όνομά σου πάνω σε μια σωρεία
θρησκευτικών εθίμων, που τα λένε θρησκεία σου. Μια τέτοια θρησκοκιβδήλωση[7]
φυσικά, μακριά από το να κάνει ηθικό το άτομο, που είναι ο σκοπός της θρησκείας
σου, διαφθείρει και αποκτηνώνει τα πλήθη. Οι δε παπάδες, αδιαφορώντας για το
αποτέλεσμα αυτό, χρησιμοποιούν την παπαδοσύνη τους ως έργο για να ζήσουνε και
φυσικά εξαγριώνονται εναντίον όποιου προσπαθεί ν’ ανοίξει τα μάτια των οπαδών
τους. Έτσι η εξάλειψη της θρησκείας σου από τον κόσμο μας είναι, Ιησού μου,
τώρα πια fait accompli[8].
- Μου το ‘παν κι
άλλοι, λέει, μου το ‘παν κι άλλοι!...
- Έτσι, εγώ επανέλαβα
κάποιες από τις καταχρήσεις[9]
τους, τις στηλίτεψα[10]
σ’ ένα μου βιβλίο, που γι’ αυτό το ονόμασα «Μυστήρια της Κεφαλονιάς»[11].
Αλλά εκείνοι, σαν ειδώθηκαν εκφαυλισμένοι[12]
μπροστά στο ποίμνιό τους, λυσσάξανε, Χριστέ μου, παραφρόνησαν και με αφόρισαν
με όλη την πομπή και την παράταξη από την Εκκλησία τους.
Ο Χριστός δε θέλησε
ν’ ακούσει περισσότερο. Κούνησε το κεφάλι του και ξαναλέγοντας είπε :
- Μου το ‘παν κι
άλλοι, μου το ‘παν κι άλλοι!...
Στράφηκε προς τον
Αϊ-Πέτρο και :
- Ας’ τον, λέει, να
μπει και βάλ’ τον σε μια αγκωνή[13]
να μη φαίνεται.
- Αδύνατο, Χριστέ
μου, αδύνατο! είπε ο άγριος εκείνος Κέρβερος. Κλονίζεται η πίστη αν γίνει αυτό.
Θυμήσου ότι εσύ ο ίδιος έδωσες στους παπάδες την εξουσία να λύνουν και να
δένουν και υποσχέθηκες να εκτελείς στον Ουρανό ό,τι και όπως εκείνοι ορίσουν
στη Γη.
Corpo di Bacco![14]
είπε τότε ο Χριστός φράγκικα. Ας είναι. Στείλε τον, λοιπόν, στην κόλαση. Μα
δώσε του και δυο γραμμές, μια συστατική επιστολή για τον Εωσφόρο[15],
για να μην είναι σκληρός μαζί του.
Είπε κι έφυγε. Εγώ
έμεινα με τον Αϊ-Πέτρο, που έβγαλε κομμάτι χαρτί και ακουμπώντας πάνω στο
γόνατό του έγραψε συστατική επιστολή, μου την έδωσε και τότε μια ακαταμάχητη
αόρατη βία με έσπρωξε στην κόλαση.
Το εσωτερικό της
κόλασης ήταν φοβερό και επιβλητικό. Ο Μέγας Εωσφόρος, καθισμένος σ’ ένα
ξάγναντο με τους αξιωματικούς του αρχιδιαβόλους δεξιά κι αριστερά, υψωνόταν
ανάμεσά τους σαν βράχος. Μπροστά τους κυλιόνταν πλήθος διαβολάκια έτοιμα για
θελήματα.
Η αόρατη βία που με
έσπρωξε εκεί μέσα εξακολούθησε να με σπρώχνει και με έφερε στα πόδια του
μεγάλου εκείνου κυρίαρχου της κόλασης.
Όταν με είδε κοντά
του, ξερογλείφτηκε σαν λύκος που θέλει ν’ αρπάξει τ’ αρνάκι! Αλλά όταν του
παρουσίασα τη συστατική επιστολή του Αϊ-Πέτρου, έτριξε τα δόντια του από τη
λύσσα του!... Σείστηκε η κόλαση σ’ εκείνο το τρίξιμο και ο Αϊ-Πέτρος έκανε το
σταυρό του.
Μου έριξε μια
φρικιαστική στραβοματιά και
- Εχθρέ, λέει, του
Διαβόλου και της Κόλασης! εγώ περίμενα να σε γδάρω με στουρναρόπετρα[16],
όπως ο Νικολάκης ήθελε να γδάρει το φίλο του τον παπα-Μαντσαβίνο[17].
Και όμως υποχρεώνομαι να φιλοξενήσω και σένα, όπως κάνω και στους φίλους μου,
επειδή έτσι θέλει ο Αφέντης μου.
Έκανε νόημα έπειτα
σ’ ένα διαβολάκι κι εκείνο κυλισμένο μ’ έσυρε ενεργώντας πάνω μου με μια έλξη
σαν εκείνη του μαγνήτη, επιβλητική και αναπόφευκτη.
Έτσι, δεν αργήσαμε
να φτάσουμε σε μια μεγάλη πόρτα, που μας ανοίχτηκε αυτόματα μόλις φτάσαμε. Αλλά
πόση ήταν τότε η έκπληξή μου όταν βρέθηκα ανάμεσα σε ιερείς, αρχιερείς και
πατριάρχες!
- Μπα! Δέσποτά μου,
είπα του παπα-Μαντσαβίνου, που τον βρήκα αμέσως μπροστά μου, εγώ σε νόμιζα στον
Παράδεισο να ψάλλεις το «Ωσαννά εν τοις Υψίστοις». Και σε βλέπω στην κόλαση;
- Ε, λέει ο παπάς,
ως κι εδώ δεν κακοπερνάμε. Εμείς οι ρασοφόροι, σαν φίλοι που σταθήκαμε πάντα
του Κυρίου μας Εωσφόρου και κάναμε όλα τα συμφέροντά του στον πρώην κόσμο μας,
αποκτήσαμε δικαιώματα στην ευγνωμοσύνη του. Ούτε που είναι αχάριστος ο Κύριος
μας τούτος και να που τώρα, ευγνωμονώντας μας, μας φιλοξενεί μάλλον παρά μας
τιμωρεί. Ο Διάβολος δεν είναι και τόσο κακός όσο φαίνεται και τους φίλους του
τους προσέχει και ανταμείβει όσους με πόθο τον υπηρετήσανε. Έτσι και σ’ εμάς
τώρα παρέχει σχετικά καλή ζωή εδώ στην κόλαση. Ο Διάβολος, να ξέρεις, κάνει για
τους φίλους του εκείνο που ο Θεός δεν κάνει για τους δικούς του. Επειδή ο Θεός
τους λέει «κάνατε το χρέος σας υπακούοντάς με». Ενώ ο Διάβολος καταλαβαίνει ότι
παραβήκαμε το χρέος μας για να τον υπακούσουμε.
- Μα γιατί, λοιπόν,
δεν έκανε για σας τους φίλους του και το περισσότερο κάνοντάς σας να πηγαίνετε
στον Παράδεισο;
- Επειδή τότε,
λέει, η αμοιβαία φιλία μας δεν θα είχε σκοπό. Όταν δεν μας έβαζε σε πειρασμό,
όταν μας άφηνε να γινόμαστε άξιοι για τον Παράδεισο, τότε δεν θα ήμαστε
άνθρωποί του, δεν θα ήμαστε φίλοι του. Και πάλι, ο αφέντης μας δεν είναι
Κυρίαρχος του Ουρανού, για να κάνει ό,τι θέλει. Ο καημένος! Δεν είναι παρά ένας
δεσμοφύλακας στις διαταγές του Ύψιστου, ένα είδος Κασελά Ροσβάνη.
Και μόνο τη μπόρεση
έχει – όπως κάθε δεσμοφύλακας – να μεταχειρίζεται άλλους καλύτερα και άλλους
χειρότερα.
- Καταλαβαίνω
λοιπόν, είπα εγώ, ότι ο Διάβολος, αγαπώντας το κακό, γίνεται αυστηρότερος σ’
εκείνους που λιγότερο κακούργησαν και, αντίθετα, γίνεται ευνοϊκότερος σ’
εκείνους που περισσότερο κακούργησαν.
Και ο παπάς :
- Εσύ το είπες.
- Κι εσείς πώς
υποφέρετε, που όπως φαίνεται θα υποφέρω κι εγώ;
Ο παπάς τότε
χαμήλωσε τα μάτια του, στέναξε και σώπασε.
- Δέσποτα, του
είπα, δεν είναι από απλή περιέργεια που σε ρωτώ. Είναι για να ξέρω κι εγώ τι θα
υποφέρω.
- Εσύ, λέει τότε ο
παπάς, εσύ δεν θα υποφέρεις. Αλλά εμείς υποφέρουμε την έλλειψη της Θεότητας,
που η παρουσία της γεμίζει χαρά και αγαλλίαση τις ψυχές. Επειδή ο Πανταχού
Παρών τούτο μόνο αποστρέφεται[18]
και εγκαταλείπει : την κόλαση. Έχουμε και τους ελέγχους της συνείδησής μας και…
- Ω, δέσποτά μου,
τον έκοψα εγώ, όλοι έχουμε κάτι να ελέγξουμε στον εαυτό μας. Και μάλιστα εμείς οι γέροντες. Δεν
πιστεύω να είναι ένας από εμάς που να μην επιθυμούσε να γυρίσει πίσω για να
ξεκάνει τόσα που έκανε και να κάνει άλλα που δεν έκανε.
- Ναι, λέει
εκείνος, μα αυτές είναι στιγμές της περασμένης ύπαρξης που τιμωρούνται ως
τέτοιες. Εμείς όμως είχαμε κάνει έργο μας την απάτη, διδάσκοντας ψεύτικη
θεολογία στα πλήθη και χρησιμοποιώντας τη θεοκαπηλεία[19]
σαν αληθινοί θρησκέμποροι[20]
για να ζούμε. Έτσι έχουμε ολόκληρη την ύπαρξη βασισμένη στο κακούργημα. Εμείς
περνιόμαστε για ιερείς του Ύψιστου, ενώ ήμαστε ιερείς εναντίον του∙ ιερείς του
Διαβόλου, ιερείς του ψέματος και της απάτης! Εμείς…
- Παπά μου, τον
έκοψα πάλι εγώ, άσ’ τα τώρα αυτά και κάνε μου τη χάρη, παρουσίασέ με σε τούτους
τους τώρα-κάποτε αξιωματούχους της τώρα-κάποτε εκκλησίας μας, επειδή, αν
συγκατοικήσω μ’ αυτούς, είναι καλό να γνωριζόμαστε.
- Ω, λέει ο παπάς,
εσύ δεν θα μείνεις πολύ μαζί μας. Σε λίγο θ’ αναστηθεί ο Κύριος του Ουρανού. Θα
του ανοιχτούν οι Πύλες του Άδη, θα βγάλει από μέσα να πάρει μαζί τους όσους
άδικα μπήκαν μέσα κι εσύ θα είσαι ένας από κείνους.
Η χαρά μου εκείνη
τη στιγμή δε μ’ άφηνε να καταλάβω πως ο παπάς αναχρόνιζε[21]
τα πράγματα, αλλά και όταν ξύπνησα, σκέφτηκα πως τέτοιος είναι ο χαρακτήρας των
ονείρων : αναχρονισμοί, αντιφάσεις, παράλογα και άστατα κάθε είδους.
Σε λίγο με πήρε ο
παπάς από το χέρι, με πήγε και με παρουσίασε στον πρώην Δεσπότη μας.
- Πανιερότατε, του
είπα εγώ, σου φιλώ το χέρι. Μα βλέπω που οι αφορισμένοι και οι αφοριστές στην
ίδια τρύπα του Διαβόλου καταντάμε!
- Ω, παιδί μου,
φώναξε εκείνος, πώς εδώ; Κάτι λάθος…
- Όχι, Πανιερότατε,
είπα εγώ, δεν είναι λάθος, αλλά είναι ο αφορισμός του 1856 που με έφερε εδώ
μέσα.
- Ω, παιδί μου,
λέει πάλι, μου κακοφαίνεται, μα δε φταίω εγώ. Εγώ μάλιστα, όταν μου φέρανε και
υπόγραψα, είπα πως αν λείπανε δυο τρεις λέξεις μέσα από τα «Μυστήριά» σου, σου
έδινα την ευχή μου, επειδή είπες όλη την αλήθεια.
Μιλούσα έτσι με τον
πρώην Επίσκοπό μας, όταν αισθάνθηκα κάποιον να με τραβά πίσω μου. Γυρίζω και
βλέπω τον άλλοτε περιώνυμο[22]
παπα-Ζερβό! Διατηρούσε και μέσα στην κόλαση το Μεγαλόσχημο της Υποκρισίας για
την οποία διακρινόταν στον κόσμο!
Με πήρε κατά μέρος
και :
- Πες μου, λέει, οι
συγγενείς της κοπέλας εκείνης που εγώ… σε στιγμή εξομολόγησης… στο Μεσολόγγι…
Μήπως ήρθανε στην Κεφαλονιά γυρεύοντάς με να με σκοτώσουν;
- Δεν ξέρω, λέω,
Αρχιμανδρίτη μου.
- Ξέρεις, λέει,
μήπως αν οι Ηγούμενοι του Αγίου Όρους αναφέρθηκαν στον Εισαγγελέα μας για να με
συλλάβει και μήπως εκείνος έστειλε την υπόθεση στο Κακουργιοδικείο;
- Σου είπα, άγιε
μου Αρχιμανδρίτη, πως δεν ξέρω από τέτοια πράγματα.
- Καλά, λέει, βλέπω
πως δεν θέλεις να μου πεις κι έτσι δε σε ρωτάω για περισσότερα.
Μα τότε ένας
μεγάλος κρότος με ξύπνησε. Ήτανε το κανόνι του Μεγάλου Σαββάτου, που από το
Δράπανο[23]
ειδοποιούσε για την Ανάσταση. Έτσι, ο παπα-Μαντσαβίνος εννοούσε βέβαια αυτό,
όταν μου είπε πως η Ανάσταση του Χριστού θα με βγάλει από την κόλαση.
Ανδρέας Λασκαράτος
Προσαρμογή
κειμένου - Σχόλια : Δημήτρης Φιλελές, © 2020
[1] το
μιλιούνι (ιταλικά millione)
= το εκατομμύριο, το πολύ μεγάλο πλήθος.
[2] η
σκοτούρα = ζάλη
[3] ο
λαιμοδέτης = η γραβάτα.
[4] το πυρ
το εξώτερο = η κόλαση.
[5] η
αγαλλίαση = η ανακούφιση.
[6] η
ανοσιουργία = η ανίερη, η εγκληματική πράξη.
[7] η
θρησκοκιβδήλωση = η νοθεία της θρησκείας.
[9] η
κατάχρηση = η υπερβολική (κακή) χρήση της εξουσίας.
[10]
στηλιτεύω = κατακρίνω δημοσίως.
[11]
Μυστήρια της Κεφαλονιάς = το πιο γνωστό έργο του Ανδρέα Λασκαράτου, που γράφτηκε
το 1856 με υπότιτλο «ή σκέψεις απάνου στην οικογένεια, στη θρησκεία και στην
πολιτική εις την Κεφαλονιά» και προκάλεσε τον αφορισμό του συγγραφέα και του
βιβλίου του από το μητροπολίτη Κεφαλονιάς και από την Ιερά Σύνοδο, ενώ αργότερα
αφορίστηκε και από το μητροπολίτη Ζακύνθου, όπου είχε καταφύγει κυνηγημένος από
το νησί του.
[12]
εκφαυλισμένος = διεφθαρμένος, εξαχρειωμένος, ανήθικος.
[13] η
αγκωνή = ο εσωτερικός χώρος της γωνίας όπου κάποιος μπορεί να κρυφτεί.
[15] ο
Εωσφόρος = ο σατανάς.
[16] η
στουρναρόπετρα = η σκληρή και μυτερή πέτρα.
[17]
παπα-Μαντσαβίνος = ο παπάς που εξομολόγησε πριν τον απαγχονισμό του τον παπά
Νόδαρο Ζαπάντη (επαναστάτη του 1849) με εντολή του Δεσπότη Κεφαλονιάς και, μετά
την εκτέλεση, πήρε τη δερμάτινη ζώνη του, την έκοψε σε κομματάκια και την
πούλησε στους αφελείς πιστούς ως φυλακτό.
[18]
αποστρέφομαι = σιχαίνομαι.
[19] η
θεοκαπηλεία = το αισχροκερδές εμπόριο της διδασκαλίας του Θεού.
[20] ο
θρησκέμπορος = αυτός που μετατρέπει τη θρησκεία σε εμπόριο.
[21]
αναχρονίζω = τοποθετώ ένα γεγονός σε λάθος χρονική στιγμή.
[22]
περιώνυμος = ξακουστός.
[23] το
Δράπανο = Το Δράπανο Αργοστολίου είναι το χωριό που βρίσκεται στην μια άκρη της
πέτρινης Γέφυρας Δεβοσσέτου που ενώνει το Αργοστόλι, την πρωτεύουσα της
Κεφαλονιάς, με την απέναντι ακτή της Λιμνοθάλασσας του Κουτάβου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου