Στέλλα Βερτινάκη
«Το κρυμμένο
θαύμα»
Ποιητική
συλλογή, Εκδόσεις Αγγελάκη, 2023
Κριτική
προσέγγιση του Δημήτρη Φιλελέ
Το βιβλίο είναι προϊόν πολιτισμού. Και ως τέτοιο
οφείλει να διακρίνεται για την καλαισθησία του με συνευθύνη του εκδότη και του
λογοτέχνη. Όταν τοποθετείται στην προθήκη ενός βιβλιοπωλείου, η πρώτη ματιά του
δυνητικού αναγνώστη επικεντρώνεται στον τίτλο και στην εικόνα του εξωφύλλου,
τους δύο πρώτους πόλους έλξης για την ενδεχόμενη απόκτησή του. Στο Κρυμμένο θαύμα της Στέλλας Βερτινάκη ο
τίτλος είναι ήδη ελκυστικός, αφού μαντεύουμε ότι μέσα από τις σελίδες του
βιβλίου θα γίνουμε μάρτυρες μιας ποιητικής αποκάλυψης. Ακόμη πιο ελκυστική και
πιο τολμηρή, όμως, είναι η απόφαση της ποιήτριας να φωτογραφηθεί για το εξώφυλλο,
εκθέτοντας έτσι τον εαυτό της στο κοινό πριν καν έρθει σε επαφή με τον ποιητικό
της λόγο. Εμπιστεύεται την έμπειρη καλλιτεχνική ματιά του Κώστα Ηλιάκη,
παραδίνεται στον φωτογραφικό του φακό και η επιλογή της δικαιώνεται απόλυτα.
Σημαντική είναι επιπλέον η επιλογή της ένθεσης φωτογραφιών του Ηλιάκη, που
κοσμούν το εσωτερικό του βιβλίου και εφάπτονται νοηματικά με το ποίημα που
βρίσκεται απέναντί τους. Λόγος και εικόνα συνυπάρχουν και συμβιώνουν αρμονικά.
Η ποιήτρια πλάθει την εικόνα με λέξεις και ο φωτογράφος αποτυπώνει την
ανεπανάληπτη στιγμή.
Ας περάσουμε τώρα στο αμιγώς ποιητικό μέρος.
Καθώς ο χρόνος τρέχει, έχει τη δύναμη και τη διάθεση
να μας παρασύρει στον ρυθμό του. Κάπως έτσι προσπερνάμε βιαστικά και άκριτα
εικόνες, τοπία, αλλά και ανθρώπους. Και το πιο πολύ, τον ίδιο μας τον εαυτό.
Ίσως αυτό το τελευταίο, η άρνηση να σκύψουμε μέσα μας. προέρχεται από τον
ανεξήγητο φόβο του τι θα αντικρίσουμε – κάποτε το κενό, άλλοτε τις αδυναμίες
μας και άλλοτε τις αναπάντεχες απώλειες.
Αν, όμως, τολμήσουμε, όπως αποφασίζει η Στέλλα
Βερτινάκη με την ποιητική της συλλογή Το
κρυμμένο θαύμα, αν θελήσουμε να εγκαταλείψουμε την επιφάνεια και να
καταδυθούμε αυτοβούλως στο βάθος, αν επιλέξουμε την ενδοσκόπηση, είναι βέβαιο
ότι θα αναδυθούμε και πάλι, αλλά αυτή τη φορά έχοντας επίγνωση του ξεχωριστού
θαύματος που είναι κάθε άνθρωποςˑ καθένας από μας.
Και προκύπτει το ερώτημα: Γιατί να το κάνουμε; Γιατί
να απαρνηθούμε το φως της επιφάνειας και να βυθιστούμε στα άδυτα της ψυχής μας;
Απάντηση: Επειδή μόνο εκεί μπορούμε να βιώσουμε την
αλήθεια, να ανακαλύψουμε το αληθινό φως και να επιστρέψουμε, για να το
σκορπίσουμε απλόχερα, να γίνουμε αυτόφωτοι με οδηγό τη δύναμη της αγάπης.
Θα μπορούσε γι’ αυτό ο τίτλος της ποιητικής συλλογής
να είναι Τοπίο αγάπης. Επειδή η
Στέλλα Βερτινάκη κάνει αυτό το επίπονο ταξίδι, διανύει διαδρομές εσωτερικών και
εξωτερικών τοπίων και μας απευθύνεται μέσα από τις αξίες της ζωής.
Με άριστο χειρισμό του γραπτού λόγου και εκφραστική
λιτότητα, με στίχο άλλοτε ομοιοκατάληκτο και άλλοτε ελεύθερο, μάς αγγίζει από
το πρώτο κιόλας ποίημα, μιλώντας για τη ζωή:
Άπλωσε το χέρι!
/ Φεύγει! / Φεύγει, σου λέω![1]
Μα πώς να πιάσεις τη ζωή, αν δεν τη ζήσεις, αν δεν
την ορίζεις, αν δεν την κυβερνήσεις εσύ ο ίδιος;
Για να γίνει όμως αυτό, χρειάζεται να βρούμε τη δύναμη
να δούμε την πραγματικότητα και του εαυτού μας και των ανθρώπων που κάποτε
επιλέξαμε να είμαστε μαζί. Είναι βέβαιο ότι οι διαπιστώσεις θα είναι πικρές
αλλά και εξίσου απαραίτητες για να κάνουμε το επόμενο βήμα στη ζωή. Και η
ποιήτρια τις αποτυπώνει χωρίς φόβο, αλλά με πολύ πάθος:
Πήρες το φιλί
μου, μα Πρίγκιπας δεν έγινες! / Ένας βατραχάκος, πίσω μου παρέμεινες...[2]
Βράχια και χώμα,
καρφιά στο σώμα / χωρίς όρια αγάπη, τα δικά μου τα λάθη...[3]
Κι έτσι έρχεται η ώρα των δύσκολων, αλλά και
αναπότρεπτων αποφάσεων:
Για το χατίρι
κανενός / καινούργιος χρόνος και παλιός / δεν θα αλλάξω όσα είμαι και πιστεύω! [4]
Άραγε χωρίς συνέπειες, χωρίς πόνο; Ασφαλώς όχι!
Απόψε έβαλα
φωτιά στο χθες και στο «για πάντα» / και θα χορέψω μέσα της, με της ψυχής τη
μπάντα.[5]
Όσες είναι οι πτώσεις, τόσες και μία παραπάνω είναι
οι φορές που υπάρχει λόγος να σταθούμε πάλι στα πόδια μας:
Ψυχή μου, στάσου
μια στιγμή να ξαποστάσεις λίγο, πάλι εγώ θα φύγω...[6]
Αναζήτηση η ζωή μας όλη, μέσα από διαδρομές
δαιδαλώδεις και συχνά παρελκυστικές. Και όταν έχει «πληρώσει» όλα τα χρέη της, η
ποιήτρια βάζει τον στόχο της:
Αγοράζω μια
αλήθεια όσο όσο / κι ας με πάρει μια ζωή να ξεχρεώσω.[7]
Και ποιος είναι ο τελικός προορισμός αυτής της
διαδρομής;
Θα ανεβαίνω ψηλά
στον Θεό κι ας ματώνω / καλοκαίρια θα βρω φωτεινά κι ας παγώνω.[8]
Κι αν οι θνητοί δεν μπορούν να φτάσουν στον Θεό,
μπορούν να βρουν τον τρόπο να ανακαλύψουν το πολυτιμότερο αγαθό, την αγάπηˑ
αρκεί να μην υποταχτούν στη μοίρα, δηλαδή σε ό,τι χαρακτηρίζουν ως αδύνατο ή
γραφτό τους, επειδή δεν διαθέτουν αρκετή δύναμη για να το προσπαθήσουν.
Μες στη νύχτα
γράφω, σκίζω / και η μοίρα ξενυχτά / μα δεν την υπολογίζω / της το λέω δυνατά.[9]
Γιατί η αγάπη, όπως η ποιήτρια την ορίζει, έχει τη
μοναδική δύναμη της αγαθότητας, που θεωρεί πως είναι αυτή που καταργεί όλα τα
εμπόδια.
Κι αν πάλι η
θάλασσα δεν θέλει να περάσω / θα φτιάξω δρόμο απ’ αγάπη να σε φτάσω.[10]
Έτσι θα χτίσουμε μια νέα ζωή, φωτεινή, ηλιόλουστη,
ώστε να μπορούμε να πούμε με αισιοδοξία:
Σύρε να φέρεις
το σκοινί. / Θα κρεμάσω τα μωρουδιακά της νέας μου ζωής.[11]
Επιπλέον, η αγάπη σε συνδυασμό με την επίγνωση πως ο
χρόνος μας σ’ αυτή τη διάσταση είναι πεπερασμένος και πως όταν η άμμος στην
κλεψύδρα τελειώνει, η αναχώρησή μας δεν συνοδεύεται από γενική μετακόμιση.
Γι’ αυτό η ποιήτρια μάς προτρέπει:
Ζήσε την κάθε σου στιγμή σα να ’ναι η τελευταία / κι όσα δεν αγοράζονται, είναι τα πιο σπουδαία...[12]
Και αν είναι κάτι που δεν αγοράζεται –αλλά και δεν
πωλείται– και είναι απαραίτητο για να λέμε ότι ζούμε, είναι η αίσθηση της
ολοκλήρωσης, η αίσθηση της πληρότητας που μας προσφέρει η συνύπαρξη, η αίσθηση
του «ετέρου ημίσεος» καθώς εφάπτεται πάνω μας και βιώνουμε την αρμονία:
Έπρεπε να ζήσω /
και σε ζωγράφισα / σε μια ρωγμή / του καθρέφτη. / Μισός χώρεσες. / Και ξέρεις /
ποτέ δεν τα πήγαινα καλά / με το λίγο.[13]
Όμως, η Στέλλα Βερτινάκη δεν παραλείπει να μας
υπενθυμίσει ότι η ζωή είναι δώρο για το οποίο, όσο το απολαμβάνουμε ή όσο
φροντίζουμε να το απολαμβάνουμε, οφείλουμε να είμαστε κάθε στιγμή ευγνώμονες:
Φωνάζω
«ευχαριστώ» για ό,τι βλέπω / για ό,τι νιώθω, για ό,τι είμαι, για ό,τι έχω.[14]
Τέλος, ευτυχή σύμπτωση αποτελεί η μελοποίηση
ποιημάτων που περιλαμβάνονται στη συλλογή. Επειδή ο εσωτερικός ρυθμός και η
μουσικότητα ενυπάρχει στον ποιητικό λόγο της Βερτινάκη –συντελεί, άλλωστε, σ’
αυτό η κρητική καταγωγή της ως εξ αίματος κληροδότημα–, το μουσικό αυτί την
αφουγκράζεται και μας την μεταφέρει μέσα από τις ευαίσθητες εύηχες χορδές του,
χτίζοντας έτσι μελωδικά γεφύρια με τις λέξεις.
Τα εβδομήντα δύο ποιήματα που απαρτίζουν Το κρυμμένο θαύμα είναι ένα κράμα
ευαισθησίας, αυτογνωσίας και γενναιοδωρίας. Η ποιήτρια, με εμπειρία ζωής, με
συνειδητότητα επιλογών, με δυναμισμό, μας προτείνει να πορευτούμε σ’ έναν κόσμο
διαφορετικό, χτισμένο με τα πιο στέρεα υλικά: αξιοπρέπεια, υπευθυνότητα και
αγάπη.
Δημήτρης Φιλελές
Τετάρτη, 22 Νοεμβρίου 2023
[1] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Ζωή (σελ. 15).
[2] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Ο βατραχάκος (σελ. 22).
[3] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Ο λαθόκηπος (σελ. 61).
[4] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Για το χατίρι κανενός (σελ. 50).
[5] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Φωτιά (σελ. 25).
[6] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Πάλι εγώ θα φύγω (σελ. 20).
[7] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Δεν χρωστάς (σελ. 57)
[8] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Χαμηλά δεν μπορώ να πετάω (σελ. 23).
[9] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Τίποτα για πάντα (σελ. 35).
[10] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Αυτό το λίγο (σελ. 75).
[11] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Το σκοινί (σελ. 53).
[12] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Η στιγμούλα (σελ. 85).
[13] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Λίγο (σελ. 28).
[14] Στέλλα Βερτινάκη - Το κρυμμένο θαύμα, Το κρυμμένο θαύμα (σελ. 92).
Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Κράμα ευαισθησίας, αυτογνωσίας και γενναιοδωρίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου