Κωστής Παλαμάς (1859-1943)
Θάνατος παλικαριού
Κανείς δεν έπεσε να κοιμηθεί, όλοι αγρυπνούσαν.
Πού να κλείσουν μάτι τέτοια χρονιάρα νύχτα; Νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής. Ό,τι
πέρασαν τα μεσάνυχτα, βουβές οι καμπάνες και στις τρεις εκκλησούλες του Θαλασσοχωριού.
Σωπαίνουν κι οι καμπάνες για του Χριστού τα πάθη, σαν να 'χουν κι αυτές
ανθρώπινη ψυχή και δε μπορούν απ' το βαθύ καημό τους ούτε να ξεφωνίσουν. Μόνο
τα ξύλινα τριτσόνια[1]
ξεκουφαίνουν τον κόσμο στων παιδιών τα χέρια. Τρέχουν τα παιδιά, κι από
γειτονιά σε γειτονιά, κι από πόρτα σε πόρτα, και τα χτυπούνε με κακό και με
φωνές: «Ώρα για την εκκλησιά! Ώρα για την εκκλησιά!» Κι οι λιγοστοί που
απομένουν βάρυπνοι[2],
πετιούνται ξαφνιασμένοι και τρέχουν στο παράθυρο, θαρρώντας πως γλυκοχαράζει
και πως περνάει κάτω ο Επιτάφιος. Για την αγάπη του Χριστού, μια φορά το χρόνο,
τη Μεγάλη Παρασκευή, βουβαίνονται οι καμπάνες του Θαλασσοχωριού, εκείνες μόνο,
γιατί, απ' άκρη σ' άκρη, το Θαλασσοχώρι σηκώνεται στο πόδι, για την αγάπη πάλι
του Χριστού, μια φορά το χρόνο, τη νύχτα της Μεγάλης Παρασκευής.
Έτσι κι εκείνη τη νύχτα˙ γυναίκες κι άντρες,
άλλοι χώρια κι άλλοι μαζωχτοί, έβγαιναν απ' τα σπίτια, από τους καφενέδες, και
σκορπίζονταν εδώ κι εκεί κατά τις εκκλησιές. Οι περπατησιές βαρυχτυπούσαν στα
καλντερίμια[3]
κι ολοένα μάκραινε τους ήχους ο αντίλαλος της νύχτας. Κι η νύχτα, δροσοστάλαχτη
απριλιάτικη, μ' ένα φεγγάρι νυσταγμένο που πάει να βασιλέψει και χύνει αχνότερη
γι' αυτό τη λάμψη του στα μαύρα και ξασβέστωτα παλιόσπιτα και στα στραβά
σοκάκια, που λίγη, περισσή, ποτέ κι η λάσπη δεν τους λείπει. Οι εκκλησιές
ολόφωτες, με πόρτες ορθάνοιχτες. Κάπου κάπου ξεχύνονταν ως έξω η φωνή του
αναγνώστη[4]
πριν αρχίσουν οι θρήνοι. Αλλά το μεγάλο το πανηγύρι γίνεται απ' έξω απ' τις
εκκλησιές. Γύρω σε φωτιές μεγάλες θρεμμένες με ρετσίνα, με κληματόξυλα, με
σανίδια, με φρόκαλα[5],
με σκαφίδια και με κοφίνια της μπουγάδας, και κάπου κάπου μ' ολόκληρο
παραθυρόφυλλο, — αλίμονο στα χαμηλά σπιτάκια και στις ασυλλόγιστες νοικοκυρές
τη νύχτα εκείνη! — γύρω σε φωτιές, του κόσμου τα παιδιά και τα παιδόπουλα, και
μέσα στα παιδιά κι άντρες με μουστάκια, πηδούνε, τρέχουν, αλαλάζουν[6],
δαιμονίζονται κι αστραποβολούν στα σκότη και βροντοχτυπούν στην ησυχία οι
σαλιόρες[7]
και τα χοντρά χαλκούνια[8]
— Σώσον, Κύριε! — κι οι τρακατρούκες[9]
και τα χαϊμαλιά[10],
με τέχνη καμωμένα από καλάμια κι από χοντρόχαρτα και γεμισμένα με μπαρούτι, με
μπαρούτι ατέλειωτο. Δίσκος για το μπαρούτι γύριζε μέσα στις εκκλησιές. Άντρες
και παιδιά, φωτοκαίγονταν μ' εκείνα, της φωτιάς τα σύνεργα, για την καλή
χρονιά. Μπαρούτι μύριζε το Θαλασσοχώρι κι οι ενορίτες με τους ενορίτες
στέκονταν αμάν για πόλεμο.
Δεν ήταν μόνον οι εκκλησιές ανοιχτές την ώρα
εκείνη. Εδώ κι εκεί πρόβαλλε μισανοιγμένο κάνα μαγερειό, κανένας καφενές. Όσο
να ‘ρθει η ώρα που θα βγει ο Επιτάφιος, ως τις τρεις το πρωί, όλος ο κόσμος δε
μπορούσε να περνά την ώρα του ολόρθος μες στην εκκλησιά! Μ' ένα βαρύ γλυκό, με
ένα μεζέ και δυο ρουφηξιές πυργιώτικο κρασί, καταπιάνεται[11]
κανείς ύστερα από τη νηστεία και παίρνει δύναμη για να συντροφέψει τον
Επιτάφιο. Κι έτσι σιγά σιγά οι παρέες τραβιούνταν κατά τις εκκλησιές με
δροσισμένο στομάχι.
Τελευταία είχε ξεχαστεί στο κρασοπουλειό του
Ψημένου μια συντροφιά χαρούμενη˙ ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, ο Γιαννάκος ο
Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας και το παιδί της Χαρίταινας, που κανείς δεν το
'κραζε με τ' όνομά του, όσο που και το ίδιο το ξέχασε κι άκουγε μόνο σαν τον
φώναζαν η Ταρία Ταρέλα. Κι οι τέσσερις θαλασσινοί˙ ο πρώτος είχε ψαροκάικο, ο
δεύτερος δούλευε στο ψαροκάικο του πρώτου, ο τρίτος ταξίδευε με τις μαούνες,
και η Ταρία Ταρέλα ήταν ψαράς. Και οι τέσσερις εικοσιπέντε χρόνων κι
αδερφωμένοι από τα μικρά τους χρόνια. Το κρασί κι η κουβέντα τους άναψαν το
κεφάλι, κι αν δεν ήταν Μεγάλη Παρασκευή, θα το 'σκουζαν. Το τραγούδι μισαγαλινό[12],
απαλά απαλά κι αθέλητα, ξεφύτρωνε στα χείλη τους τέτοια νύχτα. Στα υστερνά
κατάλαβαν πως άργησαν. Στον Αϊ-Νικόλα, λίγα ποδάρια παρέκει από το
κρασοπουλειό, άρχισαν κι έψελναν «Αι γενεαί πάσαι». Ο Ψημένος έστεκε στο φτερό
για να κλείσει. Πετάχτηκαν στη στιγμή. Βρέθηκαν στο δρόμο.
- «Μωρέ ξέχασα τα βεγγαλικά!», φωνάζει ο
Κανίνιας.
Τα βεγγαλικά τα είχαν για να τ' ανάψουν στον
Επιτάφιο.
- «Στα πόδια του τραπεζιού τ' απίθωσα[13],
ζερβά[14]
στην αγκωνή[15]»,
λέει ο Μήτρος. «Στάσου και στα φέρνω».
Και βιαστικός έκαμε να γυρίσει στον καφενέ.
Μα γυρίζοντας γλιστράει στο πεζούλι απάνω, και
ξαπλώνεται μακρύς πλατύς, και γκοπ! ακούστηκε ένας ξερός κρότος.
Τρία ξεροσκαστά γέλια ξέφυγαν από τα στόματα του
Μάρκου, του Γιαννάκου και της Ταρίας, και μια φωνή, ένα «σκοτώθηκα», από το
στόμα του Μήτρου.
- «Καλά, αδερφέ, που σκοτώθηκες! Σήκω τώρα! Μήπως
χτύπησες;»
- «Μωρέ, σκοτώθηκα! Δε μπορώ να σηκωθώ! Δε με
πιστεύετε;»
Και μ' ένα βογγητό τελείωσε ο λόγος του, κι η
φωνή χύθηκε παραπονιάρα, ραγισμένη, σαν να 'χε πάθει από το πέσιμο κι αυτή. Κι
έφτασε στ' αυτιά τους η φωνή του τόσο λυπητερή, βαθιά βγαλμένη από τα
φυλλοκάρδια, τόσο έξαφνα αλλαγμένη απ' τον πόνο, ξεψυχισμένη, που τους περίχυσε
ίδρωτας και τους τρεις. Είδαν πως δεν ήταν χωρατά.
- «Μωρέ Μήτρο!» μπόρεσαν μόνο να ξεφωνίσουν, κι
έτρεξαν να τον πιάσουν, να του δώσουν χέρι για να σηκωθεί.
- «Έτσι για το τίποτε˙ παραπάτησα... γλίστρησα...
να, σε μια φλούδα απάνω˙ λεμονοκόμματο θα ήταν... να πάθω τέτοιο κακό... Αχ!
σκοτώθηκα!»
Και πιο σιγά και πιο παραπονετικά έλεγε ό,τι
έλεγε. Πάλεψε να σηκωθεί μόνος του, δε μπορούσε˙ τον ανασήκωσαν οι άλλοι.
- «Κουράγιο, Μήτρο!»
Ο Μήτρος δε μπορούσε να σταθεί στα πόδια του˙ το
'να του πόδι, το δεξί, δεν το 'νιωθε πια για πόδι, του φαινόταν σαν από σίδερο,
του στέκονταν ασάλευτο. Τον κρατούσαν από τις μασχάλες. Ο Ψημένος είχε κλείσει
το μαγαζί και στεκόταν κι αυτός για να βοηθήσει. Παραπέρα οι φωνές των παιδιών
απ' έξω από την εκκλησιά σκορπιούνται και βουΐζουν˙ ξεσπούν στον αέρα τα
χαλκούνια˙ κι η νύχτα αστράφτει, βροντάει και σφυρίζει, και ρίχνει βροχή από
σπίθες. Από τις πόρτες και τα παράθυρα του Αϊ-Νικόλα τ' αναμμένα κεριά κι οι
λαμπάδες του Επιταφίου φαντάζουν σαν αστέρια˙ δροσερά παιδιάτικα ψαλσίματα
ξεχύνονται : «Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, που έδει σου το κάλλος;»
- «Να τον πάμε στο σπίτι.»
- «Κράξε της μάνας μου, Κανίνια˙ είναι στην εκκλησιά».
- «Καλά
λες. Κανίνια, τράβα από την πίσω πορτούλα˙ μίλα της εκκλησάρισσας[16]
να της πει πως τη γυρεύουν˙ έτσι, με τρόπο. »
- «Μη την
τρομάζεις, βρε αδερφέ, τη γυναίκα, πες της πως τη γυρεύει ο Μήτρος».
Η χήρα η Δήμαινα, η μάνα του Μήτρου, ήτανε στην
εκκλησιά˙ βρίσκονταν αποβραδίς εκεί με τις άλλες τις γυναίκες˙ είχε ξενυχτίσει
τον Επιτάφιο. Έχασε τον άντρα της προτού να φτάσει στα μισοκοπίσματα[17].
Κι από τότε, αντίο χρυσό κοντογούνι[18]
και φέσι κατακόκκινο με το φουντωτό παπάζι[19]!
Μέσα στο σπίτι δεν κάθονταν παρά για να κοιτάζει το Μήτρο, το γιο της το
μονάκριβο, και δεν άφηνε το σπίτι παρά για να κοιτάξει τ' αμπελάκι που της
άφησε ο μακαρίτης. Για να πάει στο αμπελάκι, περνούσε από τα μνήματα και κάπου
κάπου άναβε ένα κερί κι έκαιγε λίγο λιβάνι στον τάφο του μακαρίτη. Κι ήταν
γυναίκα της δουλειάς, άξια γυναίκα. Κι όταν μεγάλωσε ο γιος της και ταξίδεψε με
τα καΐκια — την τέχνη του πατέρα — κι αγάλια αγάλια, με των γονέων την ευχή και
τη δική του προκοπή, απόχτησε δικό του καΐκάκι, τότε η χήρα η Δήμαινα σαν να το
συλλογίστηκε πιο πολύ πως ήταν χριστιανή — το ξεπεταρούδι της το νοιάστηκε,
έπρεπε να νοιαστεί και για την ψυχή της. Κι από τότε ζύγωνε συχνότερα στην
εκκλησιά˙ κι όσο που έφευγαν τα χρόνια — τα είχε πατήσει τα εξήντα — τόσο
θεοφοβούμενο ένιωθε τον εαυτό της. Όμως, να πούμε την αλήθεια, περισσότερο
έτρεμε τα μάγια και τα ξωτικά, χωρίς κι αυτή καλά να το καταλαβαίνει.
- «Κυρα-Δήμαινα, σε γυρεύουν έξω, το παιδί σου...»
τραβώντας την από το φόρεμα της ψιθύρισε στ’ αυτί η εκκλησάρισσα».
- «Το παιδί μου! Και τι να με θέλει;»
Δεν πρόφτασε να το συλλογιστεί, και να, μπροστά
της ο Μάρκος ο Κανίνιας, ξεσκούφωτος και λαχανιασμένος.
- «Τίποτε, κυρα-Δήμαινα, το πόδι του στραμπούλησε
ο Μήτρος».
Ξεπετάχτηκε η γριά, σούσουρο γίνηκε τριγύρω της,
άρχισαν οι γυναίκες τα ψιθυρίσματα. «Σιωπή, γυναίκες», έκραζαν με θυμό οι
επίτροποι. Αλλά πού να σωπάσουν; Κάτι έτρεξε˙ τι στραμπούληγμα ήταν αυτό;
Κάποιος θα κάηκε απ' τα χαλκούνια, κάποιος θα μαχαιρώθηκε. Στη στιγμή μαθεύτηκε
το πράμα˙ στη στιγμή η μισή εκκλησιά είχε αδειάσει! Πού να κρατηθεί ο κοσμάκης;
Την εκκλησιά του τη βρίσκει πάλι, μα τέτοια, Θεός να μας γλιτώνει, δε γίνονται
κάθε μέρα.
- «Μάτια μου, μάτια μου, o Χριστός! Ο Χριστός!»
φώναζε τρέχοντας η γριά. Κι απ' έξω απ' την εκκλησιά βλέπει εκεί μπροστά της το
παιδί, ορθό κι ακουμπιστό στον τοίχο. Τον παράστεκαν οι σύντροφοι, κι άλλοι
πέντ' έξι.
- «Δεν είναι τίποτε, μάνα, παραπάτησα, κι έπεσα
και χτύπησα λιγάκι στο γόνατο. Πάμε στο σπίτι να βάλω απάνω τίποτε». Μια μεγάλη
πέτρα ξεπλάκωσε τα στήθη της φτωχής. Έβανε με το νου της χειρότερα, και σαν τον
είδε μπροστά της έτσι ορθό, στο μισοσβησμένο φως του φεγγαριού, ξανάσανε.
«Ο Χριστός! Ο Χριστός! Κακή ώρα, παιδί μου!»
Και δεν ήξερε πως ο Μήτρος δε μπορούσε να
κρατηθεί στα πόδια του και πως ο ίδιος είχε πει στα παιδιά:
- «Βάλτε με ν' ακουμπήσω στον τοίχο, για να μη με
δει άξαφνα η μάνα μου και φοβηθεί».
Κι εκεί που το 'λεγε αυτό, μέσα στο νου του είπε
και κάτι άλλο που δε βγήκε από τα χείλη του : «Πώς θα με δει η Φροσύνη!»
Η Φροσύνη ήταν η αρραβωνιαστικιά του.
Κρατώντας και ξεσέρνοντας κι ανασηκώνοντας, τον
πήγανε στο σπίτι. Εκείνη τη χρονιά η χήρα η Δήμαινα, ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο
Γιαννάκος Ταρνάναμας κι η Ταρία Ταρέλα δε χάρηκαν Επιτάφιο. Ξημερώθηκαν στο
κρεβάτι του Μήτρου. Δεν έκλεισε μάτι, πονούσε, μούγγριζε σαν ταύρος. Το πόδι
του πρηζόταν, πρηζόταν, γίνηκε μια κολώνα!
Έφεραν τον καλύτερο γιατρό του Θαλασσοχωριού.
Σπουδασμένος γιατρός, με τ' όνομα. Πολλούς είχε γλιτώσει απ' τα χέρια του
Χάρου. Αλήθεια πως οι Θαλασσοχωρίτες τον έπαιρναν πάντα την τελευταία στιγμή,
αφού απελπίζονταν απ' τους κομπογιαννίτες[20]
κι απ' τις γιάτρισσες[21].
Γι' αυτό κι εκείνος δείχνονταν όλο θυμωμένος˙ όχι γιατί έχανε τίποτε που δεν
τον γύρευαν πρωτύτερα, καθώς έλεγε, αλλά γιατί κινδύνευαν χάρισμα τη ζωή τους
οι κουτεντέδες[22],
που πίστευαν τους τσαρλατάνους[23].
Έκανε όμως κι έτσι τη δουλειά του, και αφού τον γλίτωνε τον άρρωστο, ξεθύμαινε
στο βρισίδι, τον πλήρωνες δεν τον πλήρωνες. Τον φοβήθηκαν οι άνθρωποι, τους
έπαιρνε τον αέρα˙ στα στερνά τον συνήθισαν, και δε μπορούσαν να κάμουν χωρίς
αυτόν. Έδειχνε πιότερο σαν καπετάνιος, παρά σαν ντοτόρος[24].
Αυτή τη φορά ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κι η Ταρία Ταρέλα
φέρθηκαν φιλότιμα και φρόνιμα˙ στου γιατρού έτρεξαν αμέσως και δεν άκουσαν τη
Δήμαινα, που γύρευε να πάρουν την κοκόνα[25]
Μαριγή, την Πολίτισσα, που ξόρκιζε το μάτιασμα, πρόφταινε τη βεντερούγα[26],
ίσιαζε τα βγαλμένα κόκκαλα, κι ήταν καλή για κάθε τι.
Το είδε ο γιατρός το πόδι. Μωρέ, τι διαβολεμένο
χτύπημα απάνω στην κούπα, μες στη θηλιά του ποδαριού! Το κοίταξε καλά, κι
αμέσως το έδεσε σφιχτά μέσα στα καλάμια, το καλάμωσε, καθώς λεν, και του λέει:
«Μην το κουνήσεις˙ το πόδι σου θα γίνει
καλά, μα χρειάζεται καμπόσο καιρό και πολλή υπομονή. Με τον καιρό θα στρίψει το
νεύρο και θα γίνει καλά το πόδι σου. Μόνο, το καλό που σου θέλω, μην το
πειράζεις». Κι έλεγε και ξανάλεγε: «Μην το πειράζεις!» Γνώριζε τι κεφάλια
αγύριστα είναι οι Θαλασσοχωρίτες.
Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης είχε πλατιά καρδιά και
μεγάλη υπομονή. Αλλά το κακό που τον βρήκε ήταν κατάρα Θεού. Οι Θαλασσοχωρίτες
είχαν χίλιες γνώμες για το ίδιο πράμα˙ για το Μήτρο μια γνώμη είχαν˙ ο Μήτρος
είναι παλικάρι! Οι Θαλασσοχωρίτες τ' αναγελούσαν[27]
τα γράμματα˙ την παλικαριά την
προσκυνούσαν. Ο Μήτρος δεν πάτησε το πόδι στο σκολειό. Στον ήλιο, στον αέρα και
στα κύματα δασκάλεψε κι από μικρός μεγάλωσε. Συνηθισμένη είχε θωριά[28].
Τα στήθη του δεν ήταν χορταριασμένος πύργος, ουδέ σαν κάστρο η κεφαλή του. Ούτε
ψηλός, ούτε κοντός˙ λιγνός παρά παχύς, μελαχρινός μ' ένα λιανό[29]
μουστάκι και φουντωμένα σγουρόμαλλα∙ στραβά τη σκούφια του, κι ένα ζωνάρι
κόκκινο χιλιόδιπλο στη μέση του˙ μ' ένα φανελένιο πουκάμισο περνούσε τους
χειμώνες και τα καλοκαίρια του. Κι όμως κι από τη συνηθισμένη αυτή θωριά
ξεχυνόταν η λεβεντιά, στον αέρα που είχε, στην περπατησιά, σε κάθε του ματιά,
σε κάθε κούνημα. Και ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης με τα εικοσιπέντε χρόνια του, το
κορμί που δε φάνταζε, τη ντροπαλή απάνω κάτω όψη, κόσμο μπορούσε να χαλάσει και
κόσμο να χτίσει. Κανείς δεν του έβγαινε στο δρόμο˙ με τη γροθιά του έριχνε κάτω
βούβαλο. Κάρφωνε τα πόδια του στη γη, και κανείς δε μπορούσε να τον
ταρακουνήσει. Μια μέρα ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κι η Ταρία
Ταρέλα πολεμούσαν ώρα ολόκληρη να τον ξετοπίσουν[30]
κουλουριασμένοι στα πόδια του˙ τίποτε˙ βράχος άσειστος, όσο που στο τέλος απ'
τον ιδρώτα κι απ' τον αγώνα ζαλίστηκαν οι άνθρωποι και κόντεψε να τους έρθει
κόλπος[31].
Μα τα ποδάρια εκείνα τα σιδερένια, τ' αλύγιστα, πετούσαν, ξετιναζόταν και
στριφογύριζαν, σαν από φτερό κι από φλόγα κι από άνεμο πλασμένα, την ώρα που
έσερνε το χορό το παιδί της Δήμαινας. Κάθε χρονιά, στο πανηγύρι του Αϊ-Λια, στα
πλάγια του Ζυγού[32],
εκεί που τρέχει το κρύο το νερό και τα πλατάνια απλώνουν με τα φύλλα τους μια
σκέπη ξεκουραστική πλασμένη από δροσιές, ίσκιους και γλυκοψιθυρίσματα, εκεί στα
κλέφτικα λημέρια μια φορά, ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, φουστανελοφορεμένος, όπως
πήγαιναν κι άλλοι πανηγυριώτες, με τη χρυσή αρματωσιά του παππούλη του,
πρωτοπαλίκαρου του ξακουσμένου του Μακρή, πήγαινε και χόρευε˙ λες και το είχε τάμα. Κι οι πανηγυριώτες
άφηναν το δικό τους το γλέντι κι έκαναν κύκλο γύρω του κι αγνάντευαν και
ξεχνιούνταν. Κάθε του βήμα στο χορό, γοργό γοργό κι ανάλαφρο, έσταζε γλύκα και
σκορπούσε λεβεντιά. Σ' έφερνε σ' άλλο κόσμο˙
στον κόσμο των παραμυθιών και των αντρειωμένων που χόρευαν στον κάμπο με
τους νιους κι ύστερα παρατούσαν το χορό και πάλευαν στα μαρμαρένια αλώνια με το
Χάρο. Κι οι γυναίκες που τον έβλεπαν εκεί, μήνες ύστερα απ' το πανηγύρι τον
είχαν μες στο νου τους και τον καμάρωναν˙ κι έρχονταν συντροφιές απ' τα χωριά
τα πλαγινά, ακόμα κι απ' τις άλλες πολιτείες, κάθε χρονιά, στο πανηγύρι του
Αϊ-Λια, όχι τόσο για το πανηγύρι, όσο για το χορευτή.
Εκεί τον είδε η Φροσύνη του Σεβδά, πρώτη
νοικοκυροπούλα στο Μελίσσι, τρεις ώρες μακριά από το Θαλασσοχώρι. Τον είδε και
την είδε και τα ταίριαξαν. Κι ύστερα από μήνες, κατά τη άνοιξη, έστειλε ο
γερο-Σεβδάς προξενιά στη Δήμαινα, κι η προξενιά τελείωσε με το καλό κι έγιναν
και τ' αρραβωνιάσματα στο Μελίσσι. Στ' αρραβωνιάσματα πήγε ο Μήτρος με τη μάνα
του, με τον Γιαννάκο τον Ταρνάναμα, με τον Μάρκο τον Κανίνια και την Ταρία
Ταρέλα, τους αχώριστους, και μ' όλο το συγγενολόι. Κι ύστερα από λίγες μέρες
ξαναπήγε πάλι με τους ίδιους, για να δώσουν στην αρραβωνιαστικιά τα χαρίσματα,
κατά τη συνήθεια, πανιά εξήντα νούμερο και στόφες[33]
κι ένα βραχιόλι και μια ντουζίνα ζάρφια[34]
ασημένια. Και γλέντησαν δυο μέρες με τα βιολιά και το στεφάνωμα θα γίνονταν
απόλαμπρα[35]˙
μα πριν έρθει η Λαμπρή, τον βρήκε το μεγάλο το κακό. Δεν πρόφτασε να ξαναπάει
στο Μελίσσι.
Πολλές είχαν ζηλέψει την τύχη της Φροσύνης. Και
μια κόρη Θαλασσοχωρίτισσα, μια μικρή μελαχρινή ξεπεταχτή, γεμάτη γέλια και
καμώματα, η Μόρφω της Γαρουφαλιάς, η Τρελλομόρφω, όπως την έκραζε η γειτονιά,
κόντεψε να σκάσει απ' το κακό της σαν άκουσε τ' αρραβωνιάσματα˙ δεν ξαναφάνηκε
στο χαγιάτι[36]
για να ποτίσει τα μυριστικά της, ψιθυρίζοντας το «μαύρο γεμενί[37]»,
τ' αγαπημένου της χορού το τραγούδι, και ρίχνοντας τριγύρω της γλυκές ματιές,
κι όποιον λάχαιναν! Μόνο το βράδυ βράδυ κάποιες γειτόνισσες ανάμεσα απ' τα
σκούρα των παραθυριών τους την είδαν δύο τρεις φορές να περνάει από το σπίτι
του Μήτρου σκεπασμένη μ' ένα σάλι ως την κορφή, να κοντοστέκεται μπροστά στο
φωτισμένο παραθύρι του, να σηκώνει προς αυτό τα μάτια της, κι ύστερα να
κοιτάζει γύρω σαν φοβισμένη, κι έξαφνα να φεύγει γοργά σαν ξαφνισμένη λαφίνα.
Την είχε κάψει ο Μήτρος κι είχε μοσχαναθρέψει μέσα της την ελπίδα πως θα την
έπαιρνε μια μέρα για γυναίκα του.
Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης ήταν αληθινό παλικάρι κι
είχε όλα τα χαρίσματα του παλικαριού˙ τα λόγια, την ορμή, το φιλότιμο, την
ομορφιά και την περηφάνια, την αγάπη της ζωής και την καταφρόνια του θανάτου.
Πέρασε από θαλασσοδαρμούς, γλίτωσε από θαλασσοπνιξίματα. Μέσα στο πέλαγο,
αμέτρητο ήταν το κουράγιο του. Στα καλά καθούμενα δεν έδινε αφορμή σε κανένα.
Μα να μη τον πειράξεις, να μη τον αγγίξεις εκεί που δεν πρέπει, θα στο ρουφούσε
το αίμα με μαχαιριές˙ δεν ένιωθε κουμπουριές, δεν συλλογίζονταν. Μια φορά τα
'βαλε με δέκα ευζωνάκια, Ρουμελιώτες, ένας κι ένας, τους έφερε κυνηγώντας ως
την καζάρμα[38].
Ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κι
η Ταρία Ταρέλα, στοιχημάτιζαν με τ' άλλα τα παιδιά πως ήταν αντρειωμένος, πως
γεννήθηκε με ουρά, την είδαν, έλεγαν.
Αντρειωμένος ήταν˙ τον κίνδυνο δεν τον
συνερίζονταν[39],
την αρρώστια δεν τη λαχτάριζε, το Χάρο δεν τον έτρεμε. Ένας μόνο στοχασμός του
έκοβε τα ήπατα[40],
του πάγωνε το αίμα, τον μαρμάρωνε. Δεν ήθελε να μείνει σημαδεμένος[41].
Του ποδαριού του το χτύπημα του κόστιζε πιότερο από κάθε συμφορά. Κάλλιο να
'χανε βιος, κάλλιο να τον έβρισκαν χίλιων λογιών αρρώστιες, παρά ν' απομείνει
σημειωμένος. Καλύτερα ο θάνατος. Αν είναι να γιατρευτεί, να γιατρευτεί χωρίς να
τ' απομείνει σημάδι. Κι αν είναι να σηκωθεί από το κρεβάτι, να μη σηκωθεί
στραβοπόδης˙ όλα κι όλα! Ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης, χωρίς καλά καλά να το νιώθει,
μονάχα έναν Θεό λάτρευε: την Ομορφιά, την άγια την Ομορφιά της λεβεντιάς και της
υγείας, που 'χει εκκλησιά της το κορμί. Και ας τα 'βαναν με το κορμί του όλα
του κόσμου τα κακά˙ φτάνει να μη του άφηναν τα χνάρια τους σαν βρισιά και σαν
λέρα˙ κορμί σημαδιακό, κορμί ντροπιασμένο. Για παλικάρια σαν το παιδί της
Δήμαινας είν' ατιμία η ασχήμια.
Απ' τη νυχτιά που χτύπησε ως την ημέρα που
πρωτοκατέβηκε απ' το κρεβάτι για να περπατήσει, πέρασαν τρεις μήνες.
Υπομονετικά τους πέρασε τους τρεις μήνες. Ο γιατρός του είπε πως χωρίς άλλο θα
γιατρευόταν. Αλλ' αμέσως που είδε πως το πόδι του στράβωσε και δε λύγιζε κι
έστριψε το γόνατο το πονεμένο, και πως αυτός κούτσαινε περπατώντας,
απελπίστηκε˙ τον έπιασε ένα παράπονο και
τον έσφιξε ένας καημός που δε μπορούσε και γραμματικός να τον ιστορήσει.
Έστειλε στον άνεμο το γιατρό με τα γιατροσόφια[42]
του κι έπεσε βαριά για να πεθάνει. Του κάκου[43]
κοίταζε να τον παρηγορήσει η μαύρη μάνα του, που μέσα στους τρεις εκείνους
μήνες γέρασε για δέκα χρόνια.
«Άσε τα λόγια, μάνα! Θα σάξει το πόδι μου ή δεν
την θέλω τη ζωή. Σημειωμένο εμένα δε με κράζουνε».
Κι όταν μια μέρα κάποιος απ' τους δικούς του
θέλησε να πει : «Ε! δεν έχεις πια τίποτε! μην είσαι παράξενος˙ έλα να πάμε στο
Μελίσσι, το κορίτσι έκαμε μαύρα μάτια για να σε δει», σκύλιασε ο Μήτρος :
«Μωρέ, να μη σώσω να τη δω, αν είναι να τη δω σε τέτοια χάλια. Κάλλιο στα βουνά
καλόγερος κι ερημοσπίτης, παρά γαμπρός με στραβό πόδι!»
Κι έτσι της καλής του η ενθύμηση του ξάναψε τον
καημό. Πού να πάει στο Μελίσσι, και τι να τον κάμουν σαν πάει; Να τον βαλσαμώσουν και να τον καμαρώνουν; Να τον
κρεμάσουν στον τοίχο για εικόνισμα; Και φανταζόταν γαμπρό τον εαυτό του να τον
τριγυρίζουν την ώρα του Ησαΐα κουτσό με το ‘να πόδι, να μη μπορεί να καθίσει
σταυροπόδι στο φαΐ, να μη μπορεί να σύρει το χορό, να τρέξει, ν' αντρειευτεί,
να παλέψει, να χωρατέψει[44],
να γλεντήσει. Κι έβλεπε τον εαυτό του καραβοκύρη στο καϊκάκι του, να μη μπορεί
να βασταχτεί στα πόδια του, ν' ακουμπάει σε ραβδί, να κρατιέται από τα σκοινιά,
να καρτερεί από τους άλλους το καθετί. Της νύφης της έταξαν λεβέντη, και θα της
έδιναν τώρα σημειωμένο άνθρωπο! Δεν το καταδέχονταν κι ο ίδιος να τη σκλαβώσει˙
κι αν δεν το δείξει αυτή, κι αν κάνει την καλόκαρδη, μέσα της θα την τρώει
κρυφό μαράζι[45].
Έτσι είν' ο κόσμος˙ κι αυτός το ίδιο θα 'κανε˙ κάλλιο να φορτώνονταν την
πανούκλα, παρά σημαδιακή γυναίκα.
- «Θα το χάσω το παιδάκι μου, έλεγε παραπονετικά
η Δήμαινα˙ όχι από το πόδι του˙ απ' το ντέρτι[46]
που νιώθει για το πόδι του».
Κι έκλαιγε κι έκανε το σταυρό της. Κι οι τρεις οι
αχώριστοι δούλευαν και τον είχαν πάντα στο νου τους τον Αφεντομήτρο, κι άφηναν
τη δουλειά για να τρέξουν στο πλάι του, και τον συντρόφευαν και τον
παρηγορούσαν. Του κάκου˙ δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτε. Τρεις μήνες υπόμενε˙ δεν μπορούσε πια να το νιώθει τ' άτιμο,
ξεραμένο απάνω του, κορμί κι εκείνο απ' το κορμί του. Θ' άδραχνε[47]
το πριόνι και θα το πριόνιζε, θ' άρπαζε το τσεκούρι και θα το πελέκαγε[48]˙
δεν υπάρχει Θεός˙ τελείωσε!
Ήρθε ο Αύγουστος. Ο βαρεμένος μπορούσε να πάρει
το πόδι του, μα να τον πάρει ανθρώπου μάτι δεν ήθελε κι έμενε στο σπίτι του
κλεισμένος. Από το παραθύρι του κανείς αντίκριζε τον ήμερο γιαλό του
Θαλασσοχωριού ν' αλλάζει χίλια χρώματα, σαν χίλια όνειρα σε κάθε χρυσοφίλημα
του ήλιου απ' το πρωί ως το βράδυ˙ αντίκριζε κανείς το πέλαγος ροδογάλανο την
αυγή, το μεσημέρι ασημοχρυσωμένο, μαυροπράσινο σε λιγάκι, μενεξεδένιο μια
στιγμή στο βασίλεμα˙ και κάποτε τρεμούλιαζε μ' όλα μαζί τα χρώματα σαν κόσμος
ολόκληρος με κάθε λογής έγνοιες και πάθη. Κι οι άνεμοι τον έσπρωχναν τον ήμερο
γιαλό του Θαλασσοχωριού πότε βαθιά στο κανάλι, πότε τον ξέχυναν περίσσιο προς
τη στεριά˙ κι άλλη όψη του 'δινε ο βοριάς, άλλη γλυκάδα ο μαΐστρος[49],
άλλη μυρουδιά ο πουνέντες[50],
άλλα κύματα η νοτιά. Κι ο βαρεμένος απ' το παραθύρι του, κάλλιο απ' τα χρώματα
όλα κι απ' τα μουρμουρίσματα κι απ' τις πνοές κι απ' τα κάλλη όλα εκείνα,
ένιωθε τα μονόξυλα[51]
που έσχιζαν ανάλαφρα τα ήσυχα νερά, με το λευκό πανάκι, πρίμα, και δύσκολα τα
ξεχώριζες από τις μαύρες φαλαρίδες[52]
κι απ' τα γλαρόνια τα βαμβακόφτερα. Κι έβλεπε τα ψαροκάικα να πηγαινοέρχονται
φορτωμένα στο μόλο˙ παραπέρα οι μαούνες έπαιρναν τα πριμαρόλια[53]
της σταφίδας για τη μεγάλη χώρα. Κι από την πίσω μεριά του σπιτιού ξεχώριζε η
πράσινη γραμμή του κάμπου. Κεχριμπαρένια γυάλιζαν τα σταφύλια στα κλήματα κι οι
σταφίδες μαυρολογούσαν στ' αλώνια. Πώς μοσχοβολούσε ο κάμπος ο πολύκαρπος! Κάθε
νοικοκύρης, με το γλυκοχάραμα και με το σουρούπωμα, βρισκόταν σε σύρε κι έλα
αδιάκοπο. Κι η εργατιά, Κεφαλλονίτες με τσαπιά κι Αμπλιανίτισσες[54]
με καλάθια, περνολογούσαν από κάτω απ' το παραθύρι. Κι η θάλασσα του έστελνε
την άρμη της. Ο κάμπος τη μοσκοβολιά του. Κι όσο τον ένιωθε τον εαυτό του
σακατεμένο, τόσο του φαινόταν ο κόσμος ωραιότερος κι όσο τα 'βλεπε μαραζωμένα
τα νιάτα του, τόσο του φαινόταν ο κόσμος πως ξανάνιωσε. Πού θα βρισκόταν κι
αυτός τέτοια εποχή; Πού θ' αρμένιζε και πού θα δούλευε; Ζωή κι αυτή, να την
πούμε!
Οι σύντροφοι δεν τον στένευαν, κοίταζαν μόνο να
τον καλοκαρδίσουν, και όλο του 'λεγαν πως θα σιάξει το πόδι με τον καιρό, και
καθώς δεν ήθελε ν' ακούσει τίποτε για τους γιατρούς τους διαβασμένους που
'βγανε η Αθήνα, του μιλούσαν όλο για κομπογιαννίτες του χωριού, που γιάτρευαν
κάθε λογής αρρώστια με τα δικά τους γιατροσόφια. Και, καθώς τυχαίνει πάντα,
καθένας έβρισκε στα βάθη του μυαλού του μια ιστορία μ' έναν άρρωστο
αποφασισμένο απ' το γιατρό και γλιτωμένο απ' τον κομπογιαννίτη. Μα και νέοι και
γέροι, ψαράδες, καραβοκύρηδες, πραματευτάδες[55],
ξωμάχοι[56],
γραφιάδες, ο δάσκαλος, ο παπάς και ο δήμαρχος ακόμα, κι όλοι όσοι έρχονταν και
τον έβλεπαν, όλοι του 'διναν γνώμη να μη το βάλει κατάκαρδα, να κάνη υπομονή,
μα και να φεύγει μακριά από γιατρούς. Στο κάτω κάτω της γραφής, δε χάθηκαν οι
πρακτικοί˙ αυτοί κάνουν σωστή δουλειά.
Μια μέρα, το Δεκαπενταύγουστο, τρεχάτος ήρθε
αποβραδίς ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας. Έφτασε απ' το χωριό της Λυγαριάς ένας
περίφημος γιατρολόγος[57],
ο Κοπανίτσας˙ καλεσμένος απ' το σπίτι του Μελέτη, για να του γιατρέψει τη
φάγουσα[58].
Ήταν ακουσμένος σ' όλη τη Ρούμελη, και πέρα ακόμα, στο μισό Μωριά. Και καθώς
τον παίρνουν μυρουδιά στο Θαλασσοχώρι, κόσμος και κόσμος τρέχει να τον βρει.
Για κάθε αρρώστια ξέρει και όλες τις γιατρεύει˙ χειρουργός μοναδικός. Όσους κι
αν ρώτησε γι' αυτόν ο Γιαννάκος, του είπαν πως κάνει θαύματα. Γιατί να μην τον
φέρουν να δει τον Μήτρο; Τί θα 'χαναν;
Με τον καημό που τραβούσε ο Μήτρος, τους κατάφερε
αγάλια όλους εκείνους που τον αγαπούσαν, που τον συγύριζαν και τον
παραστέκονταν, τους κατάφερε και πίστευαν πως το χειρότερο κακό δεν ήταν πως
χτύπησε το πόδι του, άλλα πως θα 'μενε κουτσό το πόδι του. Να τα δοκιμάσουν
έπρεπε όλα, για να προλάβουν τέτοια συμφορά! Και να μην τα πολυλογώ, τον έφεραν
τον Κοπανίτσα. Τον ήθελε το παιδί, τον ήθελε η μάνα, τον ήθελαν οι τρεις τους
κι όλο το συγγενολόι. Και όσους ρώτησαν, τους είπαν: «Να τον πάρετε!»
Φουστανελάς, απάνω κάτω πενηντάρης, ψηλός,
ξερακιανός, μυταράς και σπανός και, μωρέ παιδιά, σημειωμένος. Σαν να του
ξινοφάνηκε του άρρωστου καθώς τον αντίκρισε˙ μα τι να κάμει πια; Στραβός μ' ένα
μάτι που έβλεπε για δυο αποκάτω απ' τη μαυρίλα των μαλλιαρών φρυδιών του˙ μα
μπήκε στο σπίτι μ' έναν αέρα, μ' έναν αέρα! Το κοίταξε το πόδι, το ζούληξε, το
γύρισε.
- «Θα στο γιατρέψω», είπε˙ «θα στο κάμω κατά πώς
ξέρω 'γω».
- «Απ' τον
Θεό και στα χέρια σου, γιατρέ».
- «Να
περάσουν πρώτα τρεις τέσσερες μέρες. Θα πάμε κατά το φως του φεγγαριού. Τώρα
είναι ημέρες αχαμνές[59]˙
θα βρούμε την καλή τη μέρα. Γιατί είναι ημέρες που και απλό αίμα να πάρεις απ'
τον άνθρωπο, μπορεί να του φέρεις μεγάλη αρρώστια, μπορεί να τον χαλάσεις.
Έχουμε τώρα δεκατρείς του μηνός, θα δούμε στις δεκάξι».
Και γύρισε στην Δήμαινα προστάζοντας γοργά:
- «Πέντε δράμια[60]
σιναμική[61],
δέκα δράμια μαστίχα, οχτώ δράμια ρεβέντι[62],
πέντε δράμια αρσενικό λιβάνι, δύο δράμια πιπερόριζα, δύο δράμια κανέλλα˙
κοπάνισέ τα. Πάρε μία οκά[63]
μέλι, βγάλε τον αφρό του, βράσε τα λιγάκι με το μέλι, ύστερα ανακάτωσέ τα καλά
και δίνε του να τρώει˙ αυτό είναι το πλέον δυναμωτικό μαντζούνι[64],
μ' αυτό μπορεί να βαστάει κάθε τι˙ έχει ανάγκη να δυναμώσει».
Κι όσο που να 'ρθούν οι δεκάξι, το 'στρωσε βαριά
στο σπίτι˙ μήτε από το σπίτι τον άφηναν να φύγει˙ έπρεπε να τον ευχαριστήσουν
με το παραπάνω το γιατρό˙ μήτε κι ο γιατρός είχε όρεξη να γυρνάει στα μαγειρειά
του Θαλασσοχωριού και να ξενυχτάει στα χάνια του. Κι ήταν όλο λόγια, κι όλο
ιστορούσε τα πράματα και τα θάματα της ιατροσύνης του. Κι ο Γιαννάκος ο
Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας και η Ταρία Ταρέλα δεν τον άφηναν απ' το πλάι
τους και τον άκουγαν με στόμα ολάνοιχτο.
Και ξημέρωσε η μέρα που την περίμεναν με
καρδιοχτύπι. Στις δεκάξι του Τρυγητή[65],
με τους μούστους και τα πρωτοβρόχια, με τα στερνά τα χελιδόνια και τα στερνά
σταφύλια, λέει ο Κοπανίτσας του Μήτρου:
- «Καρδιά κομμάτι˙ θα πονέσεις λιγάκι κι ύστερα
όλα θα περάσουν».
- «Από
πόνους βαστάω, γιατρέ˙ μόνο το πόδι μου...»
Ο Κοπανίτσας έκαμε νόημα στον Μάρκο τον Κανίνια
και στους άλλους δυο:
- «Να τον βαστάξετε καλά, μα καλά. Κυρά, το
'τοίμασες τ' ανακόλι[66];»
Στη μέση του οντά έστρωσαν χράμια[67]
και παπλώματα, κι απάνω εκεί τον ξάπλωσαν τον Μήτρο.
- «Έτοιμο το ρακί; - Έτοιμο. Πιες, Μήτρο!»
Κι ο Μήτρος το ρούφηξε, ως πενήντα δράμια.
- «Γεια σου, θεριό!»
Και πιάνει και τον βάνει ανάσκελα κι αρπάζει το
πόδι το δεξί, το πονεμένο, και το σταυρώνει απάνω στο ζερβό τον ώμο˙ κι
αδράχνει και το ζερβί και το σταυρώνει απάνω στο δεξί τον ώμο. Κι έπειτα δίνει
μια, και πατάει, ναι, πατάει απάνω στο χτυπημένο πόδι.
Ένα κρακ ακούστηκε, κι ένα μούγκρισμα, ένα
λιονταρίσιο μούγκρισμα του βασανισμένου. Το σπίτι σείστηκε κι οι τρεις δε
μπορούσαν να τον κρατήσουν, όπως ανατινάζονταν και σπαρτάριζε.
- «Βόηθα, Χριστέ και Παναγιά!» έκραξε η Δήμαινα.
- «Μωρέ,
μη λιγοψυχάς, Μήτρο!» έκαναν οι άλλοι.
- «Μ'
έφαγες, ωχ!» μούγκριζε ο Μήτρος.
— «Τώρα
είσαι σαΐνι[68]!
Σε δεκατέσσερις μέρες θα βγεις όξω!»
Είπε ο Κοπανίτσας και πάλι γύρισε στη Δήμαινα
προστάζοντας γοργά:
- «Μολύβι κοπανιστό, βάλε το στο ξίδι, να κάμει
δύο μέρες, έπειτα κάψε το καλά με το θειάφι, να γίνει στάχτη˙ κι αυτή τη στάχτη
ανακάτωσέ τη με χώμα κόκκινο, κερί, λιβάνι, μαστίχα κι αγουρόλαδο, και βάλε την
απάνω στο πόδι την αλοιφή πρωί βράδυ».
Κι άλλα λόγια δεν ξαναείπε, ούτε πρόσταξε. Έξω
στην πόρτα τον περίμενε το μουλάρι του.
Έχωσε στο σελάχι[69]
του τα δυο εικοσιπεντάρικα που πήρε κατά τη συμφωνία με τον άρρωστο και τους
γερούς, άφησε γεια, και κανείς δεν τον ξαναείδε.
Από τότε κι ο Μήτρος ο Ρουμελιώτης δεν ξαναείδε
προκοπή. Πέρασαν οι δεκατέσσερις μέρες κι αυτός δεν είχε σηκωθεί από το στρώμα
του, κι ούτε που ξανασηκώθηκε. Το πόδι πλήγιασε κι αφόρμισε[70]
˙ κι ο Μήτρος μες στο στρώμα σαν παράλυτος, έρεβε[71]
απ' την αρρώστια κι έλιωνε από τον πόνο. Και πέρασαν δυο μήνες. Μπήκε ο χειμώνας,
νοτιά, σαράντα μερονύχτια αδιάκοπη βροχή ˙ χορτάριασαν οι τοίχοι, κι ο
μολυβένιος ουρανός βάραινε την καρδιά, κι η νοτιά τρυπούσε τα κόκαλα˙ αλίμονο
στον άρρωστο!
Έτυχε το χειμώνα εκείνο να διαβεί από το
Θαλασσοχώρι κι άλλος γιατρολόγος. Αυτή τη φορά τα μαντάτα τα 'φερε ο Μάρκος ο
Κανίνιας. Έπεσαν μια φορά στα χέρια των γιατρολόγων˙ ήταν, φαίνεται, γραφτό να
μη γλιτώσουν απ' τα χέρια τους. Μέσα στη μαύρη στάχτη του καημού φτάνει μια
τιποτένια αφορμή, παραμικρό άκουσμα, μια ελαφριά πνοή, κι η σπίθα της ελπίδας
τινάζεται απ' τη στάχτη. Κι άλλος γιατρός ήρθε; Λαχτάρησε ολόκληρο το σπίτι
γύρω στον άρρωστο. Να τον πάρουμε κι αυτόν. Χειρουργός ήταν κι αυτός, Μωραΐτης,
Κουζουνόπουλος λεγόταν. Φάνηκε με φούμαρα[72].
Δική του υπόθεση τον έφερε στον τόπο εκεί˙
βιαστικός ήταν˙ δεν τον σύμφερε
να μείνει για έναν άρρωστο˙ μια φορά πάλι να τον δει, δε βγαίνει τίποτε. Έπρεπε
να το πάρει δουλειά ξεχωριστή, και να κάμει ταχτική κούρα[73]˙
μήνες χρειάζονται, καιρός, υπομονή. Έχουν παρά να του μετρήσουν; έτσι και καλά˙
ειδεμή, δεν έχει τίποτ' άλλο να τους πει. Κι η μάνα του Μήτρου και τ' αχώριστα
συντρόφια το πήραν απόφαση. Μάζωξαν ό,τι είχαν και δεν είχαν, ξεπουλήματα από
δω, δανεικά από κει, ανοίχτηκαν κομποδέματα[74],
βοήθειες δόθηκαν — γενναία φέρθηκαν κι οι θαλασσινοί για τον κατακαημένο τον
Μήτρο — κι έτσι του είπαν του Κουζουνόπουλου:
«Πεντακόσιες δραχμές θα σου δώσουμε, μα να τον
γιατρέψεις πρώτα. Τις βάζουμε σε δεύτερο χέρι. Θα τις πάρεις από τον
παπα-Θύμιο.»
— Ας είναι
κι έτσι, είπε αυτός, και θρονιάστηκε στο σπίτι του βαρεμένου.
Και δώσ'
του μαντζούνια στον άνθρωπο, δώσ' του βεντούζες στο πόδι και βιζιγάντια[75]
κι αλοιφές˙ και σήκωναν καντήλες οι αλοιφές˙ κι οι καντήλες έσπαγαν, κι έτρεχε
ύλη, κι άνοιξε πληγή το πόδι, κι έβαζε μέσα φιτίλι, και την άλλαζε κάθε μέρα,
και την άνοιγε κάθε αυγή, και την άρμεγε. Πενήντα μέρες το μεταχειρίστηκε με
τέτοιο τρόπο. Και τις πενήντα έτρωγε κι έπινε και κοιμόταν στο σπίτι σαν πασάς,
και ξόδευε η Δήμαινα. Και πάει καλύτερα, κι όλο και καλύτερα έλεγε σ' όσους τον
ρωτούσαν. Στα στερνά ζήτησε και καμιά πενηνταριά δραχμές. «Πάει καλύτερα, κι
όλο και καλύτερα!» Και τις πήρε κι ούτε που ξαναφάνηκε.
Κι ο βαρεμένος μέρα τη μέρα κι ώρα την ώρα
πήγαινε χειρότερα. Και ξαναφάνηκε στο σπίτι όχι πλέον ο γιατρολόγος της
Λυγαριάς, ούτε ο Μωραΐτης, αλλ' ο γιατρός του Θαλασσοχωριού, ο πρώτος που τον
είχε κοιτάξει. Πάλι στα πόδια του έπεσαν. Αλλά όταν τον ξαναείδε ο γιατρός τον
άρρωστο ύστερα από εφτά οχτώ μήνες που τον άφησε, τόσο τον λυπήθηκε, που ξέχασε
και να θυμώσει, ακόμα και να φωνάξει καθώς συνήθιζε˙ λιγάκι και θα 'κλαιγε˙ μα
δεν έβγαναν από τα μάτια του δάκρυα.
- «Ακόμα στο στρώμα είσαι; του είπε˙ κάτι θα
'καμες! Αμ, δε μ' ακούτε, δε μ' ακούτε, μωρέ σκυλιά! Δε σου είπα να μην το
κουνήσεις το πόδι;»
Το κοίταξε το πόδι, το ξανακοίταξε, και καθώς τον
είδε εκείνο έτσι αμίλητο και αποσωμένο[76].
- «Ε! δεν έχεις τίποτε», του ξαναλέει, «θα γίνεις
καλά».
Αλλά, κρυφά στη μάνα του, και στις άλλες που
παράστεκαν, είπε ξερά και παστρικά:
«Αδύνατο να γιατρευτεί. Οι τσαρλατάνοι που φέρατε
τον σκότωσαν τον άνθρωπο˙ κόπηκαν τα
νεύρα κι έμασαν˙ γάγγραινα[77]˙
δουλεύει βαθιά˙ δε γλιτώνει αν δεν του
κοπεί το πόδι. Κοιτάχτε το γρηγορότερο να τον πάτε στην Αθήνα, προφτάστε τον».
Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η χήρα η Δήμαινα, τα
δυο της τ' αδέρφια, ο γυρολόγος κι ο σιδεράς, ο Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος
ο Ταρνάναμας κι η Ταρία Ταρέλα, ο παπα-Θύμιος, ο δάσκαλος κι ο δήμαρχος
πολεμούσαν να τον καταφέρουν. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες όλα τ' άκουγε, κι
έδινε πάντα μια απόκριση, την ίδια κι απαράλλαχτη :
- «Κάλλιο θάνατος, παρά να περπατώ μ' ένα πόδι!»
Η αλήθεια είναι πως κι ο δήμαρχος κι ο δάσκαλος
κι η Ταρία Ταρέλα κι ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κι ο Μάρκος ο Κανίνιας κι ο
σιδεράς κι ο γυρολόγος κι η χήρα η Δήμαινα τον είχαν αποφασίσει˙ δεν πίστευαν σ' ανθρώπου τέχνη πια˙ γραφτό
του ήταν, έλεγαν, κι απ' του Θεού το θέλημα περίμεναν. Δεν ήθελαν να τον
στενοχωρήσουν και πολύ, κι ούτε να τον ξεγελάσουν, ούτε να τον πάνε στην Αθήνα
στανικά[78].
Στο κάτω κάτω, ας μην το κρύβουμε, όλοι τους ανατρίχιαζαν βαθύτερα από καθετί,
σαν φαντάζονταν τον Μήτρο μονοπόδαρο. Τι πεθαμένος, τι σακατεμένος! Καλά καλά
δε μπορούσαν να το ξεχωρίσουν το ‘να από τ' άλλο, τα δυο κακά. Όσο για τη χήρα
Δήμαινα, από μήνες τώρα είχε λίγα λόγια και πολλή συλλογή. Ένας στοχασμός λίγο
λίγο ανέβαινε κι απλωνόταν όσο που ξεχείλισε μέσα στο νου της. Το παιδί το
είχαν μαγεμένο! Η αρρώστια του δεν ήταν αρρώστια του Θεού, το κακό του ήταν
ανθρώπινο κακό˙ εδώ δεν παίζει τύχη, εδώ
είναι μάγια, του άλλου κόσμου σύνεργα.
Της Μόρφως η μητέρα, η Γαρουφαλιά με τ' όνομα,
που ρίχνει τα χαρτιά και ξορκίζει τ' αερικά[79],
μάτιασε το παιδί, βάλθηκε να το ξελογιάσει με την κόρη της. Κι αφού είδε πως
της ξέφυγε απ' τα χέρια, κι άλλης θυγατέρα θα το έπαιρνε, βάλθηκε να το
ξεπαστρέψει[80]˙
σωστά της είπε η Αργύρω. Μια βραδιά η Αργύρω, γυρνώντας από τη βρύση, με τη
βαρέλα της, είδε δυο γυναίκες μισοσκεπασμένες μπρος απ' το σπίτι της
Δήμαινας˙ κι είδε στο φως του φεγγαριού
την ψηλότερη να φοβερίζει με το χέρι της τεντωμένο προς το σπίτι και την άλλη,
την κοντούλα, να κράζει με στρίγκλικη φωνή: «Καλά σ' έχω!» Και τις γνώρισε η
Αργύρω, τη Γαρουφαλιά και τη Μόρφω! Καλά της τα 'χαν πει κι η Λάμπραινα κι η
Ντορογιάννενα κι η Καρασεβδού κι η Μαριγώ η ζωντοχήρα˙ βούιζε όλο το Θαλασσοχώρι˙ δεν ήταν πια
μυστικό˙ η Γαρουφαλιά βάλθηκε να τον ξεπαστρέψει με τα μάγια τον Μήτρο της, να
μη δει πια προκοπή. Τράβηξε κατά την Άρτα η Γαρουφαλιά και βρήκε τις
Τούρκισσες, τις μάγισσες, και τις πήρε σημάδια. Κι η Μόρφω η σκρόφα[81],
απ' την ημέρα που αρραβωνιάστηκε στο Μελίσσι ο Μήτρος, τον έγραψε με τους
πεθαμένους, και του έκανε συλλείτουργο[82],
κι έβαλε και τον μνημόνεψαν ζωντανό στις τρεις και στις εννιά, στις σαράντα, τα
τρίμηνα, τα εξάμηνα, το χρονιάτικο. Μάνας κόρη! Κι αυτά τα μάγια είν' αλάθευτα˙
σ' όποιον τα ρίξουν, ξεπατώνεται. Αχ! η σκύλα η Μόρφω! Είχε στείλει η μάνα της
προξενιά της Δήμαινας, προξενιά για τον Μήτρο. Κι η Δήμαινα είχε πει στην
προξενήτρα:
- «Εγώ τ' ανάθρεψα με την τσίτα της σαΐτας και
της χηρειάς τα πάθη, και το 'βγαλα παλικάρι είκοσι οχτώ χρονών˙ και τώρα π'
άρχισα να βλέπω το καλό του, θα το παντρέψω μικρό μικρό; Και ποια να πάρει; Τη
Μόρφω!»
Και πάλι έβαλε κι άλλη προξενήτρα κι αποκρίθηκε
και σ' αυτή:
- «Εγώ νίβομαι[83]
κι απονίβομαι˙ αν τη θέλει, ας την
πάρει. Μα στο σπίτι μου να μην τον ξαναδώ!»
Και σε λιγάκι ο Μήτρος άλλαξε δαχτυλίδια με τη
Φρόσω του Σεβδά.
Η χήρα η Δήμαινα άφησε κατά μέρος τους γιατρούς
με τα γιατροσόφια τους, κι αντί να πάρει το παιδί να τρέξει στην Αθήνα, τ'
άφησε ένα πρωί στο στρώμα και τράβηξε κατά την Πάτρα. Πήγε και βρήκε τη γριά τη
μάντισσα, που ζούσε εκεί ξακουσμένη σ' όλη τη Ρωμιοσύνη˙ που μάντευε για την
αγάπη και για την έχθρα, για τον απάνω και για τον κάτω κόσμο, για τη ζωή και
για το θάνατο˙ που γιάτρευε το μπόδεμα[84]
και το μάτιασμα, που είχε γνωριμία με τις νεράιδες κι έπιανε κουβέντες με τα ξωτικά. Τη βρήκε
στην απάνω χώρα, μέσα σ' ένα καλύβι, σκυμμένη απάνω σε χαλκωματένια πέταλα, σε
ντύματα φιδιού, σε λύκου δόντια, σε χαρτιά και σε κόκκαλα, σε βαλσαμωμένα
κοράκια, σε μαγικά βοτάνια, σε μύρια σύνεργα. Καθώς την είδε τη Δήμαινα,
κούνησε το κάτασπρο μαντηλωμένο κεφάλι της και είπε:
- «Ξέρω γιατί ήρθες, για το παιδί σου. Σημάδια
του έφερες;»
Κι η Δήμαινα, που ήταν ορμηνεμένη, της έδωσε
σημάδια από τα μαλλιά του.
- «Καλά˙ αύριο την αυγή να 'ρθεις να πάρεις
απόκριση».
Και γύρισε την αυγή κι άκουσε από το στόμα της
μάντισσας:
- «Αδύνατο να γιατρευτεί˙ του 'χουν κάμωμα φοβερό! Την ώρα που έπεσε
και χτύπησε — πριν πέσει — δώδεκα Αρμένισσες έτρωγαν και γλεντούσαν˙ πάτησε
πάνω στο τραπέζι τους. (Και της έδειξε μια φλούδα από λεμόνι.) Η μια, καθώς τον
είδε, τον ζηλοφθόνησε, τον έσπρωξε, τον έριξε, τον τσάκισε. Τον έχουνε στο μάτι
οι Αρμένισσες — Θεός φυλάξοι από τέτοια στοιχειά — γιατί ήταν από καιρό μαγεμένο το παιδί σου, και
ήταν γραμμένο με τους πεθαμένους!»
Και της έδωσε βοτάνια μαγικά, να του δίνει το
ζουμί τους, όταν τον θυμώνει ο πόνος, να του περνά. Κι ένιωσε η Δήμαινα πως για
παρηγοριά της τα 'δινε κι όχι για γιατρειά.
Και γύρισε στο Θαλασσοχώρι και στο γιο της έφερε
μόνο τα βότανα της μάντισσας, χωρίς να του φανερώσει και τα λόγια της. Και ο
γιος την περίμενε σαν το χελιδόνι του Μαρτιού. Δεν άκουγε από γιατρούς, αλλά τα
μάγια τα πίστευε. Για τούτο κι ύστερα από λίγο καιρό, σαν έφεραν από το Μελίσσι
για να τον δει μια μάγισσα, μια Οβριά, ο Μήτρος τη δέχτηκε εκεί στο στρώμα
καρφωμένος, όπως δεχόταν καπετάνιος το πρίμο τ' αεράκι στα ταξίδια του. Στ'
αχνό του πρόσωπο άστραψαν τα μάτια του, κι ένα χαμόγελο, σαν άστρο σε
φουρτουνιασμένο ουρανό, του γλύκανε τα χείλη. Μονάχα μια φορά τον είδε έτσι η
Φρόσω του, η αρραβωνιαστικιά του, κι όχι άλλος κανείς. Η Οβριά λίγες μέρες είχε
που φάνηκε στο Μελίσσι από τα Γιάννενα. Την είχε κλέψει ένας Γιαννιώτης και την
έφερε εκεί˙ βαφτίστηκε και στεφανώθηκε. Ερωτοχτυπημένη, νεοφώτιστη, νιόπαντρη,
και μάγισσα! Καθαρομελάχρινη, λυγερή, ομορφοκαμωμένη, και γλυκόλογη˙ τι χρειαζόταν η μαγική της μπρος στη ματιά
της! Έσκυψε και τον κοίταξε ήμερα και σπλαχνικά, κι ο Μήτρος φαντάστηκε πως
τελείωσαν τα βάσανά του, και δεν απόμενε άλλο, παρά να τον πάρει από το χέρι
και να του πει: «Σήκω και περπάτησε!» κι αυτός να σηκωθεί και να περπατήσει. Τα
πίστευε τα μάγια, τον μάγευε η ομορφιά.
Η Οβριά ζήτησε το δεξί του το πόδημα[85]˙
και το πήρε κι έριξε κάτι μέσα σ' αυτό, κάτι που έμοιαζε σαν διάργυρο[86],
και πρόσταξε να το βάλουν έξω, πάνω στα κεραμίδια να ξενυχτήσει.
- «Ό,τι κι αν ακούσετε τη νύχτα απόψε», τους
είπε, «να μη μιλήσετε». Και πάλι ξαναείπε στους άλλους του σπιτιού:
- «Για να δείτε πως κινδυνεύει το παιδί από
κάμωμα! Το τσάκισαν οι νεράιδες το παιδί.»
Και όρισε κι αυτή κάτι χόρτα, να τα πίνει
βρασμένα με κρασί.
Το βράδυ έπεσαν να κοιμηθούν. Χειμώνας ήταν
ακόμη, μα η νύχτα ήταν ανοιξιάτικη, κατάστερη. Η Δήμαινα μονάχη ξενυχτούσε τον
Μήτρο˙ στο πλάι του έστρωνε κι έπεφτε˙
πολλές φορές ξημερώνονταν στο πόδι. Τη νύχτα εκείνη, κι όλη του κόσμου
την υγεία και την ξεγνοιασιά να κρύβαν μέσα τους, πάλι δεν θα έκλειναν μάτι,
μάνα και παιδί. Θυμούνταν τα λόγια της Οβριάς: «Ό,τι κι αν ακούσετε απόψε, να
μη μιλήσετε!» Και τους δυο ένας φόβος τους τάραζε και μια ελπίδα τους ζέσταινε.
Στον πλατύ οντά το κρεμαστό καντήλι θαμποφωτά, κι άλλο δεν ξεχώριζαν μέσα εκεί
παρά το εικονοστάσι με τον μαυρισμένο τον Χριστό και τον ασημωμένο Αϊ-Νικόλα,
κι ένα τρομπόνι[87]
μ' ένα κουπί, και τα δυο αραρριχτά[88]
σε μια γωνιά του τοίχου. Κι ο Μήτρος κάρφωνε άγρυπνος το μάτι απ' το καντήλι
στα εικονίσματα, κι από κει στη γωνιά, σαν κάτι τι να καρτερούσε να βγει ακόμα
κι απ' αυτά, που ξάνοιγε μονάχα στο σκοτάδι εκεί, κάτι μυστικό κι ανέλπιστο˙
και μέσα στο σκοταδερό το φως, ο ίσκιος που 'ριχνε ο Χριστός και τ' ασημένιο
φέγγος του Αϊ-Νικόλα και του κουπιού το μάκρος και η θωριά του τρομπονιού
σμίγανε και φάνταζαν, και γίνονταν μαυράδια αλλόκοτα και σχήματα που σειούνταν,
σαν να κρυφομίλαγαν, και πλάσματα αλλόκοτα, που λίγο μόνο έλειπε για να
ξεσκεπαστούν και να φανερωθούνε ξωτικές και μοίρες και ψυχές... ποιος ξέρει τι θα φανερωνόταν; Κι είχε
χτυποκάρδι ο καημένος, κι ο νους του ήταν γεμάτος από ιστορίες άλλου κόσμου και
παραμύθια άλλου καιρού, και πρόσμενε σαν κατάδικος να δει : θα τον κόψουν ή θα
του δώσουν χάρη; Και σαν ήρθαν τα μεσάνυχτα, εκεί που η νύχτα ήταν ανοιξιάτικη,
κατάστερη, γεμάτη σιγαλιά, ψηλά στα κεραμίδια του σπιτιού ξεσπάει μεγάλη
ταραχή, χαλίκια πέφτουν, σαν να 'στησαν πετροπόλεμο του σπιτιού, χαλάζι λες και
ρίχνει ο ουρανός απάνω στη σκεπή˙ σφυρίγματα γρικιούνται[89],
μιλήματα ακούγονται. Ταράζεται το πάτωμα, βογκούν τα παράθυρα, τρίζουν οι
πόρτες, μπροστά στα μάτια του παιδιού χοροπηδούν παράξενα καντήλια και
εικονίσματα και φώτα και σκιές. Πιάνεται ο ανασασμός του˙ δε μπορεί, αλλά ούτε και που θέλει να
μιλήσει˙ θυμάται της Οβριάς τα λόγια, τρέμει μην του πάρουν νεράιδες τη μιλιά˙
με το μακρύ ραβδί, που κρατούσε στο πλευρό, κουνάει τη μάνα του μήπως κοιμάται
και δεν ένιωσε τι έτρεχε˙ κι η μάνα
δίχως να μιλήσει χτυπάει το πάτωμα, για να του πει πως ήταν ξύπνια και τα
κατάλαβε. Κι από την ώρα εκείνη μάνα και παιδί στέκονταν άσειστοι κι αμίλητοι
και καρτερούσαν, και κάθε κρότος είχε πάψει κι η σιγαλιά ξαναχύθηκε, κι οι δυο
τους άκουγαν, όλο κι άκουγαν σφυρίγματα, πετροβολιές, φωνές, ως τα ξημερώματα.
Και ξημερώνοντας, να κι η Οβριά! Της λεν τι
έτρεξε τη νύχτα˙ ζητάει το πόδημα που ξενύχτησε στα κεραμίδια, το κοιτάει καλά
καλά, λιγάκι συλλογίζεται, γλυκογελάει του Μήτρου και λέει χωριστά της
Δήμαινας:
- «Δε σας το είπα εγώ; Το παιδί είναι μαγεμένο˙
των αδυνάτων να γιατρευτεί. Αν πιανόταν απ’ την αρχή με τα μαντολόγια και δεν
έμπλεκε με γιατρούς, θα γλίτωνε˙ αυτό είν' η αλήθεια!»
Κι όσο τους απέλπιζαν κι οι μάντισσες, τόσο στα
μαντολόγια έριχναν τις ελπίδες τους. Κι η Δήμαινα με τ' αδέρφια της, το
γυρολόγο και το σιδερά, πήραν στερνή μεγάλη απόφαση. Στην Έπαχτο[90]
ζούσε ένας μάντης. Διάβαζε τη σολομωνική[91]˙
δεν ήταν παίξε γέλασε˙ μέσα σ' αυτή μάθαινε πως γιατρεύεται κι η πιο κακή
αρρώστια. Ξόρκιζε τα δαιμόνια, μέσα σε ασκιά τα ‘κλεινε και μέσα σε αγγειά τα
φυλάκωνε, γιατί είχε τη σφραγίδα του Σολομώντος και μ' αυτή τα σφράγιζε.
Γνώριζε πού φύτρωνε το τετράφυλλο τριφύλλι και μ' εκείνο έκανε υποταχτικούς του
τα ξωτικά. Και στείλανε στην Έπαχτο την Ταρία Ταρέλα με χρήματα, με γράμματα,
με σημάδια και με χίλια παρακάλια. Ο μάντης πια θα 'λεγε τον τελευταίο λόγο˙ το
πήραν απόφαση˙ δεν είχαν πλέον να ελπίσουν από πουθενά.
Και μ' ένα ψαροκάικο κίνησε η Ταρία Ταρέλα ίσα
κατά την Έπαχτο. Κι έφτασε αποβραδίς, και δίχως να ξανασάνει, να ξεκουραστεί,
δίχως να πει κανενός τίποτε, ρωτώντας και γυρεύοντας, τον βρήκε το μάντη το
ίδιο το βράδυ. Κι ο μάντης ήταν ένας παλιοντυμένος κιτρινιάρης, με κάτι μακριά
γένια ολόμαυρα˙ μιλούσε σιγαλά και ποτέ του δε γελούσε. Του έβαλε στο χέρι η Ταρία
Ταρέλα ένα δεκάρικο και του λέει :
- «Να κοιτάξεις έναν που δε μπορεί, και να τον
κάμεις καλά.»
Κι ο μάντης ζήτησε κι αυτός σημάδι, τρίχες από τα
μαλλιά του Μήτρου, κι αποκρίθηκε ευθύς :
- «Αύριο το πρωί, στις τέσσερις, με το σαλέπι[92],
να βρεθείς εδώ.»
Και το πρωί, στις τέσσερις, με το σαλέπι, ο
μάντης έλεγε στο σύντροφο του Μήτρου :
- «Μήτρο τον λένε το βαρεμένο, στο Θαλασσοχώρι
κάθεται, το σπίτι του είναι αντίκρυ από την εκκλησιά˙ χήρα η μάνα του, Δήμαινα
την κράζουν.»
Και τα 'χασε η Ταρία Ταρέλα, κι ανατρίχιασε˙ δεν
του είχε πει τίποτε, μήτε και με κανέναν άλλο είχε μιλήσει εκεί στην Έπαχτο.
Και να τώρα που τα 'ξερε όλα ο μάντης! Κι έκαμε το σταυρό του.
Και γλήγορα γλήγορα ο μάντης του είπε τότε :
- «Να μαυροφορέσετε από τώρα! Των αδυνάτων
αδύνατον να δει προκοπή. Όλα τα μάζωξα κι όλες τις πρόσταξα. Κι από παντού
αγροίκαγα : Ό,τι μέλλει δεν ξεμέλλει, κι ό,τι γράφει δεν ξεγράφει. Τα 'χει η
Μοίρα στο χαρτί, πελέκι δεν τα κόβει. Τον έφαγαν τα μάγια της αγάπης˙ κακά
στοιχειά τον χτύπησαν. Σύντεκνε[93],
πάρ' το απόφαση.»
Πέρασε κι ο χειμώνας. Έλιωσαν τα χιόνια του
Ζυγού, μόνο η κορφή του πρόβαλλε ακόμα τυλιγμένη σαν μέσα σε ψιλό κατάλευκο
γιασμάκι[94].
Στο Μισόκαμπο λουλούδιζαν οι μυγδαλιές και στα σπιτάκια του Θαλασσοχωριού, μέσ'
από κάθε χαγιάτι και κάθε λιακωτό[95],
μέσα σε λογής λογής γαστρούλες και κασελάκια, πρασίνιζε ο βασιλικός, ο δυόσμος,
το δεντρολίβανο, κι άνθιζαν τα ρόδα, τα γαρούφαλα, τα μανουσάκια και οι
βιολέτες. Και το πιο φτωχόσπιτο το έβλεπες πλούσιο σε μυριστικά, και τα
κορίτσια του Θαλασσοχωριού, με τις θρεμμένες πλεξίδες και τα βεργολυγερά
κορμάκια τους, το είχαν ξεχωριστή δουλειά την άνοιξη να τα ποτίζουν και να τα
ξεδιαλέγουν τα λουλούδια τους. Κι εκεί κάτω απ' τα χαγιάτια κι απ' τα λιακωτά,
σε πόρτες και σε παράθυρα κι ανάμεσα στις γάστρες έχτιζαν και τα χελιδόνια τις
φωλιές˙ τι εύκολα, που εύρισκαν τόπο για να χτίσουν τις φωλιές τους εκεί πέρα.
Όσο φτωχότερα ήταν χτισμένο το σπίτι, τόσο πλουσιότερα, τόσο αφοβότερα ζούσαν
τα χελιδόνια τα καημένα˙ και θαρρείς το γνώριζαν κι αυτά.
Στο σπιτικό του Μήτρου του Ρουμελιώτη κανένα
λουλούδι δεν είχε ανοίξει˙ δυο τρεις
γαστρούλες στέκονταν απάνω στο μπαλκόνι γυμνές, σαν να διάβηκε απάνω τους
αράπικο ποδάρι. Στο μυαλό της Δήμαινας φροντίδες για λουλούδια δε χωρούσαν. Τον
περασμένο χειμώνα έριξε τ' ανεμόβροχο τις γάστρες με τις τάβλες που τις
κρατούσαν και στόλιζαν τη μπροστινή την όψη του σπιτιού απ' άκρη σ' άκρη, και
μαζί μ' αυτά και τις φωλιές που καρτερούσανε τα χελιδόνια. Κανείς δε
συλλογίστηκε να τις ξαναστυλώσει. Και σαν ήρθε η άνοιξη και γύρισαν και τα πουλιά
της, δε στάθηκαν στο σπίτι κι έφυγαν το χαλασμό, ανήσυχα χτυπώντας τα φτερά.
Πέρασαν οι Αποκριές, κι η Μεγάλη Σαρακοστή, με το
καλό, ήταν στα τελευταία. Κι η εβδομάδα των Παθών ξαναγύρισε. Ο Απρίλης,
νιόφερτος, ξανάνιωσε τη ζωή και νέα δύναμη σκορπούσε για της ζωής τον αγώνα˙
νέες χαρές ένιωθε η ψυχή, νέες φροντίδες ξεφύτρωναν στο νου˙ σαν τ' άνθη
ξάνοιγαν οι αγάπες, οι εκκλησιές ανοιχτές μοσχοβολούσαν από λιβάνι, κι οι
καρδιές, ανοιχτότερες, μοσχοβολούσαν από ελπίδες. Τέτοια εποχή γλυκαίνεται κι ο
βασανισμένος˙ κι ο απελπισμένος παίρνει ορμή
κι αυτός που είν' έτοιμος να ξεψυχήσει, την αγκαλιάζει σφιχτότερα τη
ζωή, κοιτάει να την πουλήσει όσο μπορεί ακριβότερα.
Ο Μήτρος δεν είχε πλέον γλιτωμό. Μετρημένες ήταν
οι μέρες του. Πάνε κι οι γιατροί με τα γιατρικά, πάνε κι οι μάγισσες με τα
μαντολόγια. Γαγγραίνιασε το πόδι. Το φαρμάκι ανέβαινε ολοένα κι απλωνόταν στο
αίμα. Κι εκείνος αμίλητος, άσειστος, μόνο τα μάτια του μιλούσαν, γοργοκίνητα,
γυαλιστερά, λες και περίμενε το Χάρο, για να λογαριαστούν. Η δόλια η Δήμαινα
είχε καταντήσει αγνώριστη από την αγρύπνια κι από τη λύπη, σωστό σαράβαλο. Ο
Μάρκος ο Κανίνιας, ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας κι η Ταρία Ταρέλα ούτε μιλούσαν
ούτε το κουνούσαν απ' το πλευρό του. Τη Μεγάλη Πέμπτη έφεραν τον παπα-Θύμιο και
τον μετάλαβε.
Η Μεγάλη Παρασκευή ξημέρωσε όχι σαν τις άλλες
χρονιές, με μαύρο ουρανό. Ξημέρωσε καταγάλανη κι ολόξανθη. Με την πρώτη αχτίνα
του φωτός που γλίστρησε από τη χαραμάδα στο στρώμα του Μήτρου, ο Μήτρος
σπαρτάρησε κι έβγαλε φωνή τρανή κι έκραξε :
- «Μάνα, ήλιο θέλω, αέρα θέλω˙ άνοιξε το
παράθυρο!»
Κι ανοίγει το παράθυρο κι ο ήλιος πλημμυρίζει το
σκοταδιασμένο, το έρμο σπίτι. Σαν πανηγύρι χύνεται το φως του σε πάτωμα, σε
τοίχους, και σε καθετί. Τον περιχύνει τον άρρωστο, και θα 'λεγες πως ήταν αυτός
ο μόνος γιατρός κι ο μόνος μάγος. Τα μακριά κι αχτένιστα μαλλιά του τ'
αναταράζει το πρωινό τ' αγέρι που με βία χύθηκε απ' τ' ανοιχτό παράθυρο. Κι απ'
τ' ανοιχτό παράθυρο τα μάτια του τραβάνε ίσα ολόισα κι ανταμώνονται με τον
ήμερο γιαλό του Θαλασσοχωριού˙ τον ίδιο το γιαλό που αλλάζει χίλια χρώματα σαν
χίλια όνειρα σε κάθε χρυσοφίλημα του ήλιου απ' το πρωί ως το βράδυ. Μόνο πως ο
Αύγουστος δε μπορούσε τότε να του δώσει τη μυστική ομορφιά που σήμερα του δίνει
ο Απρίλης, πλασμένη απ' όλες τις πνοές κι απ' όλες τις λαχτάρες της ζωής. Και
σε μια άκρη του μόλου, τα μάτια του ξανοίγουν ένα καϊκάκι, το ίδιο το καϊκάκι
του, ξαρματωμένο εκεί, παραριγμένο. Και σαν να φώτισε ο ήλιος το λογισμό του
πιο βαθιά κι από το σπίτι του, κατάλαβε κι αυτός πως ήρθε η στερνή του η ώρα,
πως ο Χάρος πλάκωσε, και πως έπρεπε να παραδοθεί σαν άξιο παλικάρι, μα τον κυρ
Ήλιο που του φώτιζε τον υστερνό του δρόμο. Κι ο μάγος ο ήλιος τον μάγεψε˙ τον
μέθυσε με ένα παράξενο κι απάντεχο κρασί, καμωμένο από ζωή κι από θάνατο.
- «Ένα καθρέφτη, μάνα, ένα καθρέφτη!»
Του ξάναψε έξαφνα η έγνοια του στολιδιού˙ ήθελε
να συγυρίσει τη λεβεντιά του για το ταξίδι του κάτω κόσμου. Του φαινόταν πως
ετοιμαζόταν να πάει στο πανηγύρι του Αϊ-Λιά, στα πλάγια του Ζυγού. Κι η μάνα
που αλάλιασε[96]
απ' τη συμφορά, που αγροικούσε και δεν ένιωθε, που ένιωθε χωρίς να
συλλογίζεται, του φέρνει τον καθρέφτη.
Πήρε τον καθρέφτη κι άρχισε να κοιτάζεται μέσα σ'
αυτόν˙ όχι να κοιτάζεται, μα να κοιτάζει μέσα σ' αυτόν χίλιες θύμησες, χίλιες
εικόνες απ' τα μικρά του χρόνια ως τα τωρινά˙ εικόνες και θύμησες, θαφτές μέσα
στο νου του, που ξεθάβονταν για στερνή φορά κι ανασταίνονταν και σαν πουλάκια
γοργόφτερα τις έβλεπε με τα σβησμένα μάτια του να σπαρταρούνε μέσα στο γυαλί.
Κι έλεγε πως ήταν ο καθρέφτης σαν εκείνο το μαγικό, τον περίφημο, που μέσα του
ξάνοιγες όλα τα μακρινά τα περασμένα και όλα τα μακρινά τα μελλούμενα.
Κι ύστερα με μιας δεν αντίκρισε άλλο τίποτε μέσα
στον καθρέφτη παρά το κατάχλωμο πρόσωπό του και το σωμένο του κορμί. Και πάλι
ακούστηκε να λέει μ εκείνον τον αλάλητο καημό της λεβεντιάς:
- «Αχ! Ωραία νιάτα που θα φάει η γης!»
Και καθώς είπε «ωραία νιάτα», έτσι τον πήρε για
στερνή φορά κι η φροντίδα της νιότης, του στολισμού και της ομορφιάς, η
φροντίδα, που δεν τ' αφήνει τα παλικάρια και μέσα στην αγκαλιά του Χάρου. Κι
άρχισε να τα χτενίζει, να τα χτενίζει τα σγουρά μαλλιά, τα φουντωμένα κι
ολόμακρα, που είχαν ρουφήξει, θαρρούσες, όλη τη φρεσκάδα και τη δύναμη του
κορμιού, γι' αυτό φούντωσαν έτσι και μάκρυναν. Κι έστριβε το μουστάκι του σαν
να ήταν έτοιμος για δεύτερα αρραβωνιάσματα. Κι όταν απόκαμε πια, σαν να του
φώτισε άξαφνο φως το νου του, έτσι καθώς ήταν ακουμπιστός, είπε στη μάνα του:
- «Τώρα, δυστυχισμένη μάνα, τόσο καιρό έκανα
κουράγιο, έλεγα πως δε θα πεθάνω... Μια χάρη τώρα σου ζητάω. Κλάψε με να σ'
ακούσω.»
- «Μπα!
παιδί μου, τι λόγια είν' αυτά; Να σε κλάψω; Ίσα μ' αυτού ήρθες;» τραύλιζε
αλαλιασμένη η μάνα.
- «Αχ! Και
πάλι αχ! Κλάψε, μάνα, κλάψε! Τα νιάτα χώμα γίνονται κι η λεβεντιά χορτάρι, και
το σαΐνικο[97]
κορμί χώμα και το πατούνε! Όπου πας και σταθείς, μάνα, να το λες».
Σώπασε λιγάκι, κι έξαφνα τινάχτηκε απελπισμένα
και φώναξε:
- «Δε θέλω να πεθάνω μοναχικά˙ κόσμο θέλω.
Άνοιξε, μάνα, την πόρτα, να μπει κόσμος μέσα.»
Θα κόντευε το μεσημέρι. Γύριζαν οι Θαλασοχωρίτες
απ' την εκκλησιά. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κρατούσαν άνθη στο χέρι, τα άνθη
του Επιταφίου. Όταν άξαφνα φτάνει στ' αυτιά των ανθρώπων, όλων εκείνων, που
έβγαιναν απ' τον Αϊ-Νικόλα, κι όλων εκείνων που περνούσαν από κει, — κι ήταν
αδιάκοπο το διάβα κατά την ώρα εκείνη, — φτάνει ένας ήχος αργός, βραχνός,
λυπητερός που σήκωνε τις τρίχες και σε σπάραζε, ήχος βγαλμένος σαν από
ζωντόβολο, σαν από άνθρωπο˙ ήχος που κατέβαινε και υψωνόταν, και πνιγόταν, και
χύνονταν και δέρνονταν ήχος που ήταν και μίλημα, και ούρλιασμα, και θρήνος, και
παράπονο, και κλάψιμο, και γέλιο, και βρισιά, και τραγούδι˙ τραγούδι
τρομαγμένης, ξετρελαμένης, απελπισμένης ψυχής. Κι οι διαβάτες άκουγαν,
στέκονταν, ανατρίχιαζαν, αυτιάζονταν[98],
ένοιωθαν, κουνούσαν τα κεφάλια κι έλεγαν ο ένας του άλλου:
- «Μοιρολόι! Ποιος να πέθανε;»
Κάποιος έδειξε τότε το σπίτι της Δήμαινας κι
έκραξε.
- «Δεν το ξέρετε; Από το σπίτι της Δήμαινας
βγαίνει το μοιρολόι. Πέθανε ο Αφεντομήτρος!»
Πέθανε ο Μήτρος! Ο Μήτρος ο λεβέντης, που
βασανιζόταν ένα χρόνο στο στρώμα. Ο Μήτρος ο χτυπημένος, ο ζηλοφθονεμένος, ο
μαγεμένος, ο αδικοσκοτωμένος! Σαν χαλάζι έπεσε το μαντάτο στο Θαλασσοχώρι. Κι
όσοι τ' άκουγαν, αναστέναζαν, έσμιγαν με βία τις παλάμες, κι οι γυναίκες
τραβούσαν τα μάγουλα σαν να μην το περίμεναν από τόσους μήνες. Δε μπορούσαν να
το χωνέψουν. Όταν πεθαίνει παλικάρι σαν τον Μήτρο, πεθαίνει ολόκληρη ζωή,
σβήνεται ο ήλιος! Και τότε στάθηκε ένα πράμα, που δε θυμούνται οι γεροντότεροι
να ξαναστάθηκε κι άλλη φορά στο Θαλασσοχώρι. Καθένας που άκουγε το νέο, το
έλεγε του άλλου και αμέσως, όπως ήταν κι όπου βρίσκονταν, τραβούσε γοργά κατά
το σπίτι του Μήτρου. Πού μαζεύτηκε όλος εκείνος ο κόσμος; Γυναίκες
ομορφοσυγυρισμένες με τα μαύρα φακιόλια[99]˙
γυναίκες ανάλλαγες, όπως βρίσκονταν στα σπίτια τους˙ κάθε λογής άντρες,
νοικοκυραίοι, δουλευτάδες της θάλασσας και της στεριάς, παιδάκια που τα
κρατούσαν απ' το χέρι και παιδάκια στο βυζί της μάνας˙ όλοι από την εκκλησιά
τραβούσαν ίσια εκεί. Έλεγες πως μέσα στο σπίτι εκείνο γίνονταν τα Πάθη του
Χριστού κι έχει στηθεί ένας άλλος Επιτάφιος. Και πολλοί κρατούσαν ακόμα στα
χέρια τους άνθη, άνθη από τον Επιτάφιο, κι έλεγες πως πήγαιναν να τα ρίξουν
απάνω στο στρώμα του πεθαμένου, μ' αυτά να του ευωδιάσουν τον τελευταίο ύπνο,
να τον αγιάσουν το νεκρό.
Το σπίτι πρόβαλλε μ' ανοιχτά παραθύρια, με πόρτα
ολάνοιχτη. Το 'λουζε ο ήλιος του μεσημεριού. Να μην ήξερε κάνεις τίποτε, να μη
γροικούσε τον ήχο, θα στοχάζονταν, όχι πως διάβαινε ο Χάρος από κει, μα πως
είχε στηθεί μεγάλο πανηγύρι. Κανείς δεν τον κρατούσε τον κόσμο εκείνο. Όσοι έτρεξαν
πρώτοι, δρασκέλισαν το κατώφλι, ανέβηκαν, τράβηξαν ίσα μέσα, σκόρπισαν σ' όλα
του σπιτιού τα χωρίσματα. Οι άλλοι καρτερούσαν απ' όξω. Κι όλο έρχονταν. Κι όλο
κατέβαιναν, κι όλο άραζαν άνθρωποι μπροστά στο σπίτι. Κι έξαφνα πάλι όσοι
πρόφτασαν και πρωτανέβηκαν στο σπίτι, πρόβαλαν στα παράθυρα, κατέβηκαν πάλι,
λαχανιασμένοι, αποσωμένοι, κίτρινοι, και έφεραν νέο μαντάτο : «Δεν πέθανε
ακόμα, δεν πέθανε. Ψυχομαχάει˙ κι έβαλε να τον μοιρολογήσουν ζωντανό! Μωρέ,
ακούς; Δεν ξαναστάθηκε τέτοιο πράμα!»
Κι αλήθεια ήταν˙ όσοι έμπαιναν μέσα στο σπίτι,
μαρμάρωναν. Εκεί που περίμεναν να τον δουν πεθαμένο και να τον νεκροφιλήσουν,
τον αντίκριζαν ανακαθισμένο στο στρώμα πάνω, μ' οργισμένη όψη, με γουρλωμένα
μάτια, με τεντωμένα αυτιά, σαν άτι ανυπόμονο να τρέξει στον κάμπο, σαν παλικάρι
που καρτερούσε να του φορέσουν τ' άρματα για να χυθεί. Και σε μια γωνιά μαζωχτή
η γριά Δήμαινα και ασάλευτη, με λείψανο κορμιού μονάχα, με δίχως ψυχή, με δίχως
δάκρυα˙ όλη της η ζωή είχε γίνει φωνή, μα όχι φωνή γυναίκας, η φωνή της ίδιας
της απελπισιάς. Και τραγουδούσε σ' ένα σκοπό δικό της, που δεν ξανακούστηκε κι
έλεγε:
Ομορφονιός
ψυχομαχάει, ομορφονιός πεθαίνει,
ανάψτε
πράσινα κεριά και κίτρινες λαμπάδες,
να
φέξουνε τ' ομορφονιού να κατεβεί στον Άδη.
Σκαλί σκαλί κατέβαινε, σκαλί σκαλί ανεβαίνει.
Η Βασίλω η συμπεθέρα της, πού δε μπορούσε να
βαστάξει, κάτι θέλησε να της πει :
- «Καημένη Δήμαινα, δεν ξαναστάθηκε τέτοιο στην
οικουμένη, το παιδί σου να ζει και να το μοιρολογάς!»
Αλλ' αντί ν' αποκριθεί η μάνα, το παιδί
αποκρίθηκε:
- «Πήγαινε στη δουλειά σου˙ τώρα θέλω να με
κλάψει!»
Και γυρίζοντας προς τη μικροπαντρεμένη τη Λόλω,
στην ξαδερφούλα του, που έστεκε γονατιστή κι έκρυβε τα σιγαλά της δάκρυα μέσα
στο μαντίλι της, την αγριοκοίταξε και της λέει:
- «Μωρή Λόλω, γιατί δεν κλαις και συ;»
Κι ακολουθούσε το μοιρολόγι:
Κι ηύρε
τον ένας σκώληκας, μα και τον ερωτάει :
Πού πας,
ασήμι, να χαθείς, μάλαμα, να θολέψεις;
Πού πας,
αργυροκούδουνο, να χάσεις τη λαλιά σου;
Κι από τα χείλη της μάνας το μοιρολόι ξεφύτρωσε
στα χείλη των γυναικών των άλλων, καθώς τα δάκρυα φέρνουν δάκρυα και τα γέλια
γέλια, καθώς το κερί ανάφτει από άλλο κερί, καθώς απλώνονταν κάποτε κι η
πλημμύρα του γιαλού και σκέπαζε το Θαλασσοχώρι. Και μέσα στις γυναίκες που
μοιρολογούσαν, άλλες γυναίκες πρόβαλλαν μ' ανθοστέφανα και με χλωρά μπουκέτα,
κι άλλες παραπέρα, στ' άλλα χωρίσματα, κασέλες άνοιγαν κι ετοίμαζαν ρούχα για
το νεκρό που ακόμα ανάσαινε, κι ολοένα κόσμος, κόσμος ατέλειωτος ανέβαινε και
κατέβαινε. Και μέσα στον κόσμο ο Γιαννάκος ο Ταρνάναμας, ο Μάρκος ο Κανίνιας κι
η Ταρία Ταρέλα, αποσωμένοι απ' τις αγρύπνιες, κι από τον πόνο συντριμμένοι,
είχαν στυλώσει τα μάτια σαν τυφλοί και τίποτε λες δεν έβλεπαν, τίποτε δεν
έλεγαν. Αντίκρυ από το σπίτι ο μαραγκός κάρφωνε με δακρυσμένα μάτια τα ξύλα της
κάσας, κι απάνω η Βασίλω με τη Γυφτογιάνναινα ξεδίπλωναν το σάβανο˙ σ' ένα
τραπέζι έστεκε η κεντητή κι ολόχρυση σκούφια, στερνό χάρισμα της
αρραβωνιαστικιάς στον άκληρο που της έφυγε για πάντα˙ μ' εκείνη θα τον στόλιζαν
στο νεκροκρέβατο.
Από το μεσημέρι κι εκείθε άρχισε ο χαροπόλεμος. Το
ψυχομαχητό κράτησε όλο το δειλινό. Και το παλικάρι βογκούσε βαθιά κι
αναταραζόταν, σα χώρα που κάθε λίγο και λιγάκι την ανατίναζε από της γης τα
έγκατα σεισμός δαιμονισμένος. Και μέσα στο ψυχομαχητό, στερνά ξεσπιθίσματα του
καντηλιού της ζωής, τέτοια λόγια ξεπετιόνταν ανάρια ανάρια[100]:
«Αχ! μωρέ, τι έπαθα!... Φουστανέλα φορείς... Σιγά
σιγά... μην πατήσεις τα πόδια μου... Μπα! Μπα! τι κόσμος είναι τούτος;... Ορίστε! Ορίστε!... Μάνα... Μην πατήσεις
παραπάνω!... Τόπο! Τόπο! Αέρα θέλω!..
Γλυκιά ζωή... Μη μου κρύβεις τον ήλιο... Παραδόθηκα!»
Και με το «παραδόθηκα», παράδωσε στο Χάρο τη ζωή.
Ξεψύχησε μπροστά στα μάτια του κόσμου, μέσα στου Θαλασσοχωριού την αγκαλιά, σα
λεύκα που τη ρίχνει ο ξυλοκόπος, ύστερα από βαρύ αγώνα, στ' ανοιχτά, μπροστά
στην όψη ολόκληρου του λόγγου[101]
του ανήμπορου. Την ίδια ώρα ο ανθρώπινος εκείνος λόγγος που απλώνονταν απ' το
στρώμα του νεκρού ίσια στο δρόμο έξω σκόρπισε μια βοή, που την είχε γεννήσει
βαρύς καημός κι αλαφρό ξανάσασμα: «Κρίμα στο παλικάρι που πάει άδικα! Δόξα σοι,
Κύριε, που τον ανάπαψες!»
Την ίδια εκείνη ώρα, πέρα στης θάλασσας την άκρη,
ξανοίγονταν από το σπίτι του νεκρού κι ο ήλιος που βασίλευε ολοπύρινος. Το
ήμερο ακρογιάλι δε σούφρωνε πνοή. Τι γλύκα που είχε η φύση! Στεριά και πέλαγο
ησύχαζαν να μην ταράξουν τον πρόσκαιρο ύπνο του παντοτινού Θεού, τον ύπνο τον
αιώνιο του πρόσκαιρου τ' ανθρώπου.
Όμως την ίδια εκείνην ώρα, όσοι παράστεκαν, μέσα
στον πλατύ οντά, το νεκρό μ' ανοιγμένα μάτια ακόμα, είδαν κατιτί παράξενο.
Είδαν τη γριά τη Δήμαινα απ' το στρώμα του παιδιού της, που είχε καρφωθεί εκεί
ξεψυχισμένη, χωρίς αίσθηση και χωρίς δάκρυα, και πλέον και χωρίς φωνή, την
είδαν να ορμήσει αγριωπή, μέσα στον κόσμο, σαν αγριόγατα μ' ολόρριχτα μαλλιά,
με χέρια τεντωμένα, με δάχτυλα ολάνοιχτα, σαν κάποιον να 'θελε να πνίξει. Μέσα
στη μέση του σπιτιού αθώρητη[102]
σα φίδι είχε γλιστρήσει κι έστεκε ακίνητη, κι αμίλητη, κι έστεκε ολογάληνη, σα
μαρμαρωμένη, και κοίταζε προς το κρεβάτι του νεκρού, μια κόρη. Μια μυστική χαρά
λαμπύριζε στα μάτια της, και το κλεισμένο στόμα της δεν τ' άνοιγε, όμως το
χάραζε ελαφρότατα μια αδιόρατη γραμμή που έμοιαζε χαμόγελο. Τ' ανάστημά της δεν
ήταν ψηλό, αλλά υψώνονταν αλύγιστο, το πρόσωπό της φάνταζε ωραιότερο, καθώς
πρόβαλλε μονάχα εκείνο από το μαύρο σάλι που σκέπαζε όλο το κεφάλι της. Σ'
αυτήν απάνω όρμησε η γριά. Ψιθυρισμοί ακούστηκαν τριγύρω:
- «Μπα! την παλιοβρώμα! την αδιάντροπη!»
- «Μωρέ την είδατε την Τρελλομόρφω; »
Αλλά προτού προφτάσει η Δήμαινα να την αρπάξει,
εκείνη αφανίστηκε[103]
γοργά, σαν όνειρο κακό, σαν πειρασμός ολόγλυκος. Κι απόμεινε η γριά σπαράζοντας
και φοβερίζοντας με το χέρι τον αέρα, και πριν μακριά πλατιά ξαπλωθεί στο
πάτωμα, πρόφτασε και ξεφώνισε :
- «Αχ! μωρή στρίγκλα[104]!
Ως κι εδώ βγήκες, μπόισσα[105]!
Μου τον έφαγες! Αχ! Αν είχα κουμπούρι σε σκότωνα! Ας είναι! Δεν τον πήρες μια
φορά, κι ας τον πήρε ο Χάρος!»
Κωστής Παλαμάς (1901)
Προσαρμογή
κειμένου - Σχόλια : © Δημήτρης Φιλελές
[1] το τριτσόνι = ξύλινο παιχνίδι που παράγει
δυνατό ήχο, το ροκάνι.
[2] ο βάρυπνος = αυτός που κοιμάται βαριά.
[4] ο αναγνώστης = κατώτατος κληρικός, βοηθός
του παπά και του ψάλτη.
[5] το φρόκαλο = το σκουπίδι.
[6] αλαλάζω = φωνάζω με ενθουσιασμό.
[7] η σαλιόρα = είδος βεγγαλικού.
[8] το χαλκούνι = αυτοσχέδια εκρηκτική
κατασκευή σε κύλινδρο γεμάτο με μπαρούτι και φιτίλι στην άκρη.
[9] η τρακατρούκα = κροτίδα που παράγει
αλλεπάλληλες μικρές εκρήξεις.
[11] καταπιάνομαι = δυναμώνω.
[12] μισαγαλινός = ο σχεδόν ήρεμος.
[13] απιθώνω = ακουμπώ, τοποθετώ.
[14] ζερβά = αριστερά.
[15] η αγκωνή = η γωνία που εξέχει.
[16] η εκκλησάρισσα = η γυναίκα που φροντίζει
για τη φύλαξη και για την καθαριότητα της εκκλησίας.
[17] τα μισοκοπίσματα = η ηλικία που κάποιος
θεωρείται μεσήλικας.
[18] το κοντογούνι = κοντό γυναικείο παλτό από
προβιά.
[20] ο κομπογιαννίτης = άτομο που έχει λίγες
εμπειρικές γνώσεις και παριστάνει τον
γιατρό.
[21] η γιάτρισσα = γυναίκα που ισχυρίζεται ότι
θεραπεύει χρησιμοποιώντας βοτάνια και ξόρκια για τα μάγια.
[22] ο κουτεντές = ο κουτός.
[26] η βεντερούγα (άγνωστης ετυμολογίας – από
το vertebra, verte-ruga) = η ραχίτιδα, το καμπούριασμα.
[27] αναγελώ = περιφρονώ, κοροϊδεύω.
[28] η θωριά = η όψη.
[29] λιανός = λεπτός.
[30] ξετοπίζω = μετακινώ.
[31] μου έρχεται κόλπος = παθαίνω εγκεφαλικό
επεισόδιο.
[32] ο Ζυγός = βουνό της Πίνδου μεταξύ Ηπείρου
και Θεσσαλίας.
[35] απόλαμπρα = μετά τη Λαμπρή (Πάσχα).
[39] συνερίζομαι = υπολογίζω κάποιον.
[40] κόβω τα ήπατα = παραλύω.
[41] σημαδεμένος (ή σημειωμένος) = άνθρωπος με
εξωτερικό φυσικό ελάττωμα, ανάπηρος.
[42] τα γιατροσόφια = πρακτικά φάρμακα
φτιαγμένα από βότανα και άλλα υλικά της φύσης.
[43] του κάκου = μάταια.
[44] χωρατεύω = αστειεύομαι.
[47] αδράχνω = αρπάζω, πιάνω.
[48] πελεκώ = κόβω με το τσεκούρι.
[51] το μονόξυλο = μικρό σκάφος κατασκευασμένο
από το σκάψιμο ενός μόνο κορμού δέντρου.
[52] η φαλαρίδα = η μαυρόκοτα ή νερόκοτα.
[53] τα πριμαρόλια = τα φορτηγά πλοία που
μετέφεραν τα πρώτα φορτία της σταφίδας στα μεγάλα λιμάνια (Λίβερπουλ, Λονδίνο
κλπ.) και πετύχαιναν τις καλύτερες τιμές πώλησης.
[54] οι Αμπλιανίτισσες = γυναίκες που
κατάγονται από την Άμπλιανη της Ευρυτανίας.
[55] ο πραματευτής = ο πλανόδιος έμπορος, ο
γυρολόγος.
[56] ο ξωμάχος = ο αγρότης.
[57] ο γιατρολόγος = ο πρακτικός γιατρός που
προσπαθεί να θεραπεύσει με γιατροσόφια.
[58] η φάγουσα = αρρώστια που δημιουργεί
σαρκοφάγα έλκη στο δέρμα.
[59] αχαμνός = αδύναμος, καχεκτικός.
[60] το δράμι (αραβικά dirhem) = μονάδα μέτρησης του βάρους,
υποδιαίρεση της οκάς (1 δράμι = 3,2 γραμμάρια).
[61] η σιναμική = βότανο που δρα ως καθαρκτικό
και αντιπυρετικό.
[62] το ρεβέντι = βότανο με αντισηπτικές και
άλλες θεραπευτικές ιδιότητες.
[65] ο Τρυγητής = ο Σεπτέμβριος (λαϊκή
ονομασία).
[66] το ανακόλι = έμπλαστρο με φυσικά βότανα.
[68] το σαΐνι (τουρκικά sahin) = εξαιρετικά ευκίνητο είδος γερακιού,
ιδιότητα που χρησιμοποιείται μεταφορικά για τους πολύ ικανούς ανθρώπους.
[69] το σελάχι = δερμάτινη ζώνη που χρησίμευε
και ως θήκη για τα πιστόλια (κουμπούρια).
[70] αφορμίζω = ερεθίζομαι, μολύνομαι, γεμίζω
πύον
[71] ρέβω = εξαντλούμαι, καταβάλλομαι
σωματικά.
[74] το κομπόδεμα = οι οικονομίες.
[76] αποσωμένος = εξαντλημένος.
[77] η γάγγραινα = σήψη των ιστών μιας
περιοχής του σώματος.
[78] στανικά = με το ζόρι, χωρίς τη θέλησή
του.
[79] το αερικό = το στοιχειό, το ξωτικό, το
φάντασμα.
[80] ξεπαστρεύω = εξοντώνω, εξαφανίζω.
[82] το συλλείτουργο = το μνημόσυνο.
[83] νίβομαι = πλένομαι - απονίβομαι =
ξεπλένομαι.
[84] το μπόδεμα = μαγικό ξόρκι που γίνεται σε
νεόνυμφους άντρες, ώστε να μη μπορούν να έχουν ερωτική επαφή με τη σύζυγό τους.
[85] το πόδημα (υπόδημα) = το παπούτσι.
[86] το διάργυρο = ο υδράργυρος.
[87] το τρομπόνι (ιταλικά trombone) = μικρό τουφέκι μήκους περίπου μισού
μέτρου, που η κάνη του είναι ανοιχτή σε σχήμα χωνιού ή σάλπιγγας.
[88] αραρριχτά = ακουμπισμένα στο πλάι.
[89] γρικιέμαι = ακούγομαι.
[90] η Έπαχτος = η Ναύπακτος.
[91] η σολομωνική = απόκρυφο βιβλίο μαγείας
αφιερωμένο στο βασιλιά Σολομώντα.
[93] ο σύντεκνος = ο κουμπάρος.
[95] το λιακωτό = ο εξώστης.
[96] αλαλιάζω = παραλογίζομαι.
[98] αυτιάζομαι = ακούω προσεκτικά.
[100]
ανάρια = αραιά.
[101] ο λόγγος = ο πυκνός θαμνότοπος.
[102] αθώρητος = απαρατήρητος, αόρατος.
[103] αφανίζομαι = εξαφανίζομαι.
[104] η στρίγκλα = κακό πνεύμα, δαιμόνιο, (μτφ)
κακή γυναίκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου