ΑΚΟΥΣΤΕ...
Ιωάννης Δαμβέργης (1862-1938)
ΤΟ ΣΚΥΛΑΚΙ ΤΗΣ
Η Τριανταφυλλιά ήταν
μεγάλη αρχοντοπούλα˙ όμορφη, πλούσια και ζηλεμένη και ευγενική. Το Μεσολόγγι
δεν είχε να δείξει άλλη σαν αυτή, και ο ίδιος ο Μυλόρδος[1]
όταν την είδε, που είχε γυρίσει τόσο κόσμο κι απάντησε[2]
τόσες ομορφιές, είπε πως τέτοιες τριανταφυλλιές δεν ανθίζουνε σε άλλα μέρη από
τα δικά μας.
Έξω από τις χάρες
του προσώπου και της καρδιάς της, είχε και καλά, σαν μοναχοκόρη, που λίγες
έχουνε. Η κασέλα της ήταν γεμάτη από μετάξι και χρυσαφικό. Σαν την άνοιγες,
θαρρούσες[3]
πως βλέπεις με τα μάτια σου εκείνα που λεν τα παραμύθια. Τι στόφες[4],
τι ασημικό, τι διαμαντόπετρες, τι μαργαριτάρια ήταν εκείνα! Σου θάμπωναν τα
μάτια.
Μα τι να τα κάμεις
όλα του κόσμου τα καλά σαν σου λείπει το καλύτερο; Τι να τα κάμεις τα ρόδα του
προσώπου και τα κεχριμπαρένια κομπολόγια όταν σου λείπει εκείνο, που σαν το δει
ο άνθρωπος κάτω, πρέπει να σκύβει και να το σηκώνει και να το φιλάει;
Της έλειπε το ψωμί
της Τριανταφυλλιάς. Μαύρο χέρι της άρπαζε και της στριφογύριζε μες στα στήθια
της τα σωθικά. Τα χείλια της είχαν ζαρώσει, η όψη της είχε γίνει λεμόνι από
τριαντάφυλλο. Αντί να περπατά περήφανα σαν πέρδικα, τραβούσε τα πόδια της για
να πάει από τη μια άκρη στην άλλη. Η Τριανταφυλλιά πεινούσε.
Πεινούσε κι αυτή,
όπως πεινούσαν όλοι οι άλλοι. Οι άπιστοι είχαν ζωσμένο το Μεσολόγγι[5]
κι από ημέρες μήτε φλούδα δέντρου δεν έμεινε να φάνε τόσοι χριστιανοί. Ο Θεός
ξέρει με τι πετσιά ζητούσαν να στυλώσουν την κοιλιά τους. Ο Θεός που ακούει
όλων των ανθρώπων τους αναστεναγμούς, εκείνος μόνο ήξερε τι πόνος έβραζε στα
στήθια της μάνας για το πεινασμένο της παιδί, στα στήθια του παιδιού για την
πεινασμένη του τη μάνα.
Η Τριανταφυλλιά μήτε
μια φορά δεν παραπονέθηκε. Το έριχνε στο γέλιο για να διώξει τις έννοιες από
της μάνας της την καρδιά. Μα ήτανε τόσο παράξενο, τόσο κρύο το γέλιο της, που
σε κάθε στιγμή μια ανατριχίλα ανεβοκατέβαινε στο κορμί της μάνας της. Και
γελούσε κι αυτή και γεμίζανε δάκρυα τα μάτια της. Κι έπεφτε η μια στην αγκαλιά
της άλλης για να σβήσουν μ’ ένα φιλί το ψεύτικο γέλιο τους και τα αληθινά τους
δάκρυα.
Είχε κι άλλον ένα
καημό η Τριανταφυλλιά. Μικρό καημό αλήθεια, μα είναι μικρή και η βελόνα που
αγκυλώνει και πονάει. Είχε ένα σκυλάκι όμορφο, κάτασπρο, χαριτωμένο, που την αγαπούσε
και δε μπορούσε να κάμει χωρίς αυτή. Ο καημένος ο Λόλος, για δες τον πώς είναι
μαζεμένος στη γωνιά και δε μπορεί να σύρει τα πόδια του, να ΄ρθει κοντά της, να
της γλείψει το χέρι και να της κουνήσει την ουρά. Μα όταν πεινάει η κυρά, όταν
πεινούν οι άνθρωποι, τι να φάνε τα έρημα τα σκυλιά;
Αχ, να είχε ένα
κομμάτι ψωμί η Τριανταφυλλιά, να το ΄δινε της μάνας της. Κι αν περίσσευε
λιγάκι, με πόση χαρά θα το μοιραζότανε με τον καημένο το Λόλο;
- Αλήθεια, πού είναι
ο Λόλος;
Τον γυρεύει από
δωμάτιο σε δωμάτιο, από γωνιά σε γωνιά. Πάει ο Λόλος, χάθηκε. Θα της τον πήραν…
Θα ψόφησε και της τον πέταξαν… ή, μα αυτό δεν το πιστεύει, ή… πήρε των ομματιών
του κι έφυγε να πάει αλλού, να βρει ψωμί, να φάει ο φτωχός.
Ήρθε ο πατέρας της
Τριανταφυλλιάς χαρούμενος απ’ έξω. Καλό του έτυχε μεγάλο. Έδωσε πολλά, αλήθεια,
με χρυσάφι το πλήρωσε, αλλά το πήρε αυτός και όχι άλλος, το αρνάκι το μικρό που
έτυχε να βρει στην αγορά… Και το ‘δωσε γρήγορα να το ψήσουν. Χαρά μεγάλη στο
σπίτι βασίλευε. Η μάνα γλυκογελούσε στην κόρη της κι εκείνη γλυκογελούσε κι
άστραφταν τα μάτια της από χαρά, που θα δει να τρώνε ο πατέρας και η μάνα της.
Ψήθηκε τ’ αρνάκι.
Όποιος τρώει δυο και τρεις φορές τη μέρα και ποτέ του δεν πείνασε, μήτε να πει
μπορεί μήτε να καταλάβει τη χαρά της Τριανταφυλλιάς, του πατέρα και της μάνας
της. Η κόρη συχνά συχνά σηκώνει τα μάτια στον ουρανό και κάνει προσευχή. Οι
άλλοι… κρυφοβλέπονται σαν κάτι μυστικό να έχουνε…
Κι άξαφνα
κοκκινίζουν όταν η Τριανταφυλλιά, με τη γλυκιά της τη φωνή και μ’ ένα δάκρυ στα
μάτια της, λέει λυπητερά λυπητερά :
- Να είχα τον
καημένο το Λόλο να του ‘δινα τα κοκαλάκια…
Ιωάννης Δαμβέργης (1904)
Μεταγραφή πρωτότυπου
κειμένου - Σχόλια : © Δημήτρης Φιλελές, 2020
[1]
ο Μυλόρδος = ο συγγραφέας εννοεί τον Λόρδο Βύρωνα που διέθεσε την περιουσία
του, πολέμησε μαζί με τους Μεσολογγίτες και πέθανε στην πόλη κατά τη διάρκεια
της Επανάστασης του 1821.
[2]
απαντώ = συναντώ.
[3]
θαρρώ = νομίζω.
[4]
η στόφα (ιταλικά stoffa)
= πολυτελές ύφασμα με σχέδια.
[5]
οι άπιστοι είχαν ζωσμένο το Μεσολόγγι = ο συγγραφέας εννοεί τους Τούρκους και
τους Αιγύπτιους που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι από στεριά και θάλασσα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου