Γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου περίπου τρεις δεκαετίες πίσω, φέρνω στη μνήμη μου τους πρώτους μουσικούς του δρόμου που έκαναν δειλά δειλά την πρώτη τους εμφάνιση σε κεντρικούς σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου της Αθήνας και ιδιαίτερα στην Ομόνοια, στο Μοναστηράκι και στη Βικτώρια. Ο περισσότερος κόσμος τους θεωρούσε επαίτες αν και κανένας απ’ αυτούς δε ζητούσε χρήματα πέρα απ’ το μικρό κουτάκι που υπήρχε στα πόδια του για να ρίχνουν οι περαστικοί «ό,τι έχουν ευχαρίστηση». Κι είναι αλήθεια πως η παρουσία τους μόνο ευχαρίστηση μπορούσε να προκαλέσει αφού γύρω τους συγκεντρωνόταν συνήθως ευάριθμο πλήθος για αρκετή ώρα.
Η πιο χαρακτηριστική φιγούρα ήταν ένας αόμματος ακορντεονίστας, πασίγνωστος στους περίοικους του αθηναϊκού κέντρου, που σύχναζε στις υπόγειες διαβάσεις της Ομόνοιας και, εκμεταλλευόμενος τη στεντόρεια φωνή του και τη δεξιοτεχνία του, τραγουδούσε επιτυχίες του αείμνηστου Στέλιου Καζαντζίδη με τέτοιο τρόπο που ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να προσπεράσεις αδιάφορα αυτό το εκρηκτικό μείγμα. Και βέβαια, όσο ο ήχος των κερμάτων παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις νότες τόσο η ένταση του αυτοδίδακτου οργανοπαίχτη και η συγκίνηση του κοινού κορυφώνονταν.
Η πιο χαρακτηριστική φιγούρα ήταν ένας αόμματος ακορντεονίστας, πασίγνωστος στους περίοικους του αθηναϊκού κέντρου, που σύχναζε στις υπόγειες διαβάσεις της Ομόνοιας και, εκμεταλλευόμενος τη στεντόρεια φωνή του και τη δεξιοτεχνία του, τραγουδούσε επιτυχίες του αείμνηστου Στέλιου Καζαντζίδη με τέτοιο τρόπο που ήταν κυριολεκτικά αδύνατο να προσπεράσεις αδιάφορα αυτό το εκρηκτικό μείγμα. Και βέβαια, όσο ο ήχος των κερμάτων παρεμβαλλόταν ανάμεσα στις νότες τόσο η ένταση του αυτοδίδακτου οργανοπαίχτη και η συγκίνηση του κοινού κορυφώνονταν.
Από τότε κύλησαν πολλά χρόνια και πολλά άλλαξαν γύρω μας. Ο ελεύθερος χρόνος μειώθηκε κατακόρυφα, οι άνθρωποι της πόλης τρέχουν να προλάβουν όσα συνήθως δεν προλαβαίνουν τελικά, τα συναισθήματα μπήκαν σε δεύτερη (επιεικώς) μοίρα και η μουσική βιομηχανία προκαθορίζει το είδος της μουσικής που θα ακούσουμε, για πόσο καιρό θα το ακούσουμε, και ποιοι αδαείς και άφωνοι θα ταλαιπωρήσουν ηχητικά και εκφραστικά τα αυτιά μας, το νευρικό μας σύστημα και την αισθητική μας εν γένει.
Είναι λοιπόν λογικό ο χώρος για τους νέους μουσικούς να στενεύει ακόμη περισσότερο, ιδιαίτερα όταν έχουν να προτείνουν νέες απόψεις που δεν συνάδουν με τις εμπορικές βλέψεις και απαιτήσεις του όλου συστήματος. Και είναι ακόμη λογικότερο όλοι αυτοί οι άνθρωποι να βρίσκουν «στέγη» στα κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας δίνοντας το δικό τους μουσικό στίγμα σε όσους επιθυμούν να δώσουν χώρο και χρόνο στη διαφορετικότητα και στην ποιότητα.
Στους πολυσύχναστους δρόμους της Αθήνας παράγεται καθημερινά πλέον πολιτισμός. Από την Πλατεία Θησείου μέχρι την Πλατεία Συντάγματος οι ήχοι διαφορετικών οργάνων, μουσικών επιλογών αλλά και προέλευσης διαδέχονται ο ένας τον άλλο δίνοντας ένα ξεχωριστό χρώμα στο πιο πολύβουο κομμάτι της πόλης. Μουσικοί εγχώριοι και αλλοδαποί, κατά μόνας ή δημιουργώντας μικρές μπάντες προσφέρουν ιδιαίτερο άκουσμα και θέαμα σε όλους ανεξαιρέτως. Οι νότες του μοναχικού σαξοφωνίστα από τη βόρεια Ευρώπη ανταμώνουν με το μεταλλικό ήχο των χάλκινων πνευστών των Βαλκανίων, οι κλασσικές συνθέσεις που εκπέμπονται από το βιολί και το φλάουτο συναντιόνται με τα ξύλινα πνευστά, τα μικροσκοπικά έγχορδα και τα κρουστά των Περουβιανών μουσικών, οι συγχορδίες του ακορντεόν εναλλάσσονται με τον ηλεκτρικό ήχο μιας κιθάρας.
Αλλά και όταν πέφτει το βράδυ, οι έντονες συζητήσεις των θαμώνων των ευάριθμων μεζεδοπωλείων του κέντρου της Αθήνας συχνά διακόπτονται από το γλυκό κλάμα του κλαρίνου προκαλώντας ιδιαίτερα συναισθήματα στους καταγόμενους από την ηπειρωτική Ελλάδα.
Τελικά, η πόλη μας μπορεί να μην επαληθεύει το στίχο του παλιού τραγουδιού «Αθήνα διαμαντόπετρα της γης το δαχτυλίδι», δεν είναι όμως και τόσο άσχημη αν έχουμε διάθεση να ανακαλύψουμε και να διατηρήσουμε τις όμορφες όψεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου