ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας - Παλιννόστησηˑ casu Odysseus - ανάγνωσμα β'

 #διαβάζω_για_σένα


Ο ποιητής νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας


Παλιννόστησηˑ casu Odysseus

Ανάγνωσμα β’



Κάθε απώλεια μια αλήθεια˙

αποκτά την ιδιότητα της παραπλάνησης,

καταργεί το ψέμα του χθες.

Αύριο θα επιμένουν οι ποιμένες

πως θα είναι μια απολεσθείσα αλήθεια,

ένας προσωπικός παράδεισος!

 

Στην δική μου Οδύσσεια

δεν υπάρχει επιστροφή,

υπάρχει προορισμός και προσδοκίες˙ αφορισμός. Υπάρχει επίγνωση

και μια ανυπότακτη κατάρα…

fons malorum;1 ἐπιχείρημα διὰ τοῦ βαλαντίου2

μέχρι και οι θεοί μας αντιγράφουν˙

ars est celare artem.3

 

 

Πολεμάμε με τα κύματα για να μην χαθεί ο προορισμός

για να μεγαλώνει το απέθαντο γαλάζιο

και να πικραίνεται ο Άδης,

να στερεύει ο Αχέροντας.

 

 

Άπληστοι οι θεοί μας, εις μάτην οι θυσίες μας όλες.  

Καμία ρυτίδα μηδέ τύψεις, μόνο θύελλες

στα σπλάχνα και στο αίμα μας… στα παιδιά μας!

 

_______________________________

1  η πηγή των κακών

2  δωροδοκία

 3  τέχνη είναι να αποκρύπτεις την τέχνη

 

* * *

 

 

 

Μην σηκώνετε τις άγκυρες αν δεν αντέχετε την περιπλάνηση,

την πλάνη˙

η σκουριά των είναι η αθανασία μας

κι η θάλασσα μια φιλήδονη αποπλάνηση.

 

Αναρωτιέται η ψυχή και πλανάται το κορμί.

Ασύλητος τάφος σαν δεν ερωτευτεί,

σαν δεν κατακτηθεί! 

 

Γιατί ερωτεύτηκα την θάλασσα μίσησα το χώμα

κι όλη του την θαλπωρή,

απαρνήθηκα την επιστροφή

κι αρκέστηκα στην συντριβή!

 

 

Τον Έρωτα δεν τον σκοτώνει η προσμονή μήτε η απόσταση,

τον αλλάζει όμως η όμπρα

κάθε που το φθινόπωρο αργεί

κι οι γερασμένοι ίσκιοι των τρεμάμενων χεριών,

των φθαρμένων στον χρόνο χαδιών.   

 

 

‘Χάριτας ὁμολογῶ σοι’4 ψέλλιζαν τα χείλη λίγο πριν το δείλι

μια στον γαρμπή και μια στον γραίγο. 

 

_______________________________

4  Σου οφείλω ευγνωμοσύνη

 

* * *

 

Ακόρεστη η δίψα της θάλασσας για λακριντί˙

‘φιλήκοον εἶναι καὶ μὴ πολύλαλον το χούι μου’ σφύριζε

και ξανασφύριζε

με τους παφλασμούς της στην κουπαστή.

 

Που χρόνος για συζήτηση,

υφάντρα των ανέμων η ελευθερία μου,

απόκτησε ένα γαλάζιο στήθος και χάθηκε σαν τρελή στο πέλαγος.

 

 

Βασανιστικός ο έρωτας της αναζήτησης…

ο Νέστωρας δεν μπορεί να περιμένει, δεν έχει λόγο μήτε χρόνο,

δεν έχει ανάγκη, έχει διαγράψει όλα τα ‘πρέπει’.

 

Όλο το άνθος της θάλασσας στα κουπιά μας,

στην αέναη φυγή μας,

κάπως έτσι μυρίζει η ελευθερία μας˙

έτσι μαραζώνει η επιστροφή μας!

 

Nascentes morimur.5 Δεν σώνεται η ζωή αν δεν τιμωρήσει τον θάνατο.

Σαν άλλος Οιδίποδας

θα κοιτάζω ίσια στα μάτια την δική μου Μήδεια,

την δική σας Γλαύκη

για να έχω λόγους να μην επιστρέψω˙

να με αδικώ εις γνώση μου… μνηστήρας κι εγώ, σε ξένο παλάτι

χωρίς Πηνελόπη˙ να κλέβω τους πένητες

για να εξαγοράσω τον Τειρεσία,

για να δικαιώσω τον Ελπήνορα. Χωρίς ζωή δεν υπάρχει θάνατος!

 

_______________________________

5 Με την γέννησή μας πεθαίνουμε

 

©  νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας

 

νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας - Παλιννόστησηˑ casu Odysseus - ανάγνωσμα α'

#διαβάζω_για_σένα


Ο ποιητής νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας


Παλιννόστησηˑ casu Odysseus

Ανάγνωσμα α’


 

Αύριο θα είναι μια άλλη μέρα˙

γεμάτη με τα λάθη του σήμερα,

ντυμένη την μελαγχολία του χθες.

Τεμπελιάζουν οι νύχτες

γιατί δεν έχουν αφεντικό,

γιατί ξέρουν πως τίποτα δεν θ’ αλλάξει αύριο.

Λαχταράει η πανσέληνος για ν’ αντέξει όλες τις ευχές,

να μυρίσει όλες τις αγκαλιές˙

για να γευτεί την αρμύρα κι όλα της τα χάδια.  

 

 

Βγάλαμε την ψυχή της θάλασσας με τ’ αγνά τα μάτια μας˙

ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν.

 

 

Μια πένθιμη ωδή ακούγεται στο βάθος του ορίζοντα˙

μια αέναη γραίγου ανάσα κανακεύει τα πανιά, 

θλιβερή η μοναξιά της, ωστόσο γενναιόδωρη˙

πολλά τα ενθύμια μα λίγες οι αφιερώσεις,

ελάχιστες οι ευχές για μια ευκταία επιστροφή.

 

 

Absence weakens Love;

Forgives and forgets Hatred!1

 

_______________________________

1  Η Απουσία αποδυναμώνει την Aγάπη˙

Συγχωρεί και ξεχνά το Μίσος

 

* * *

 

Να πάω πως κόντρα στον άνεμο,

ενάντια στο κύμα δίχως πανιά, δίχως ελπίδα;

 

Δεν μπορεί να με λυγίσει

γιατί δεν ξέρει από θυσίες,

δεν ξέρει από σκοτάδια θλίψης,

 

 

 

Γερασμένη Ιθάκη τι καρτερείς,

ποια επιστροφή και ποια αθανασία;

 

 

 

Δεν αδειάζει η κούπα του Ιονίου

κουβαλάει τόσες ψυχές κι άλλες τόσες μνήμες˙

σφετεριστής το πρωινό αγέρι,

μας έφτασε στο μακρινό Αλγέρι

κι αυτά τα βράχια απέναντι

θα μεγεθύνουν τους πόθους, θα μας θυμίζουν τον Αντίνοο,

τον εραστή το Νείλο που πάντα έχει δίκιο. 

 

 

Ένα παλιοκρέββατο το σκαρί κορμί

για να ξαπλώνουν οι έρωτες κι η ατίθαση υπομονή,

για να κωφεύουν οι αγέραστοι οι πόθοι

με δέος, με οίκτο, πριχού αποδειχτούν πως είναι νόθοι.

 

* * *

 

Ορίστηκα να είμαι ανάμνηση

κι όχι ειλικρίνεια – φενάκη

οι αναμνήσεις,

καρπός πρώιμου έρωτα κι εγγενούς ανάγκης, casu Odysseus!

 

 

Είχα την ευκαιρία να διορθώσω σφάλματα

μα δεν το έκανα, μου θύμιζαν εμένα,

να με αναιρέσω πως δίχως την συγκατάθεση της Ιστορίας;

 

 

 

Αδρές οι διορθώσεις, ανεπαίσθητες:

 

όχι ένα πρόωρο λάθος, αλλά πολλά,

όχι μόνο ένα ταξίδι,

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες!2

 

 

Κι ο άνεμος μέρος της μεθόδου των θεών,

με τι καθαρή καρδιά ν’ αποθεώσω την Κίρκη και την Αφροδίτη;

Όλοι βάρβαροι σαν δεν κατέχουμε ιστορία,

σαν δεν πλάσαμε θεούς στα μέτρα μας!

 

_______________________________

2  αξίζει περισσότερο ένας αυτόπτης μάρτυρας παρά δέκα αυτήκοοι μάρτυρες

 

©  νñKος Θ. Ϡαναγιωτάρας


Πέμπτη 4 Απριλίου 2024

Γιάννης Καμπύλης - Πέντε νυχτερινοί επισκέπτες ζητάνε εξιλέωση

 


Γιάννης Καμπύλης

πέντε νυχτερινοί επισκέπτες ζητάνε εξιλέωση

εκδόσεις πέρασμα, Πειραιάς 2012

 

Κριτική προσέγγιση του έργου από τον Δημήτρη Φιλελέ

 

η εξιλέωση: ο εξευμενισμός / η καταπράυνση / ο καθαρμός της ψυχής με αυτοτιμωρία (Μείζον Ελληνικό Λεξικό / Τεγόπουλος–Φυτράκης).

 

Μέσα στη νύχτα, μέσα στο σκοτάδι, μέσα στη σιωπή, μέσα στη μόνωση της ψυχής, όλα γίνονται πιο διάφανα, όλα γίνονται πιο ξεκάθαρα. Το έξω και το μέσα τοπίο ηρεμεί, οι αισθήσεις βρίσκουν τρόπο να ψηλαφίσουν τις ανοιχτές πληγές τους, να ανασυνθέσουν τις κατακερματισμένες εικόνες, να βάλουν τα πράγματα σε μια κάποια τάξη, και ο εαυτός μας να αντιμετωπίσει άφοβα την πραγματικότητά του. Μια αναζήτηση δαιδαλώδης, συχνά δίχως εξαρχής προορισμό, επαναλαμβάνοντας και δηλώνοντας αναμφίβολα την υπαρξιακή αγωνία του ποιητή. Ποιητική γραφή δομημένη σε ομοιόμορφα πεντάστιχα, στα οποία ο τελευταίος στίχος λειτουργεί άλλοτε ως κατακλείδα, άλλοτε ως διαπίστωση και άλλοτε ως ρητορικό ερώτημα. Αυτό το ποιητικό έργο, με τίτλο «πέντε νυχτερινοί επισκέπτες ζητάνε εξιλέωση», παραδίδει στην κρίση του αναγνωστικού κοινού ο Γιάννης Καμπύλης, τολμώντας να εξομολογηθεί με ταπεινότητα και να μοιραστεί με παρρησία τις μύχιες σκέψεις του, τους φόβους του, τις απογοητεύσεις του, τις αμφιβολίες του, αλλά και τα όνειρα και τις προσδοκίες του (σελ. 8 – α’).

Μπήκες στους καταλόγους των υπόπτων συνειδήσεων

κι ένα μαχαίρι διαγράφει τις αρνήσεις της ψυχής σου.

τις βλάσφημες τις ενοχές σου δωσίλογοι τις κλέψαν,

ξυπόλητος γυρνάς στα νούφαρα και κλαίει η ψυχή σου.

Νυχτοπερπατάς, μην και ξυπνήσουν των νεκρών οι αναμνήσεις.

Σαφείς οι επιρροές από τις ποιητικές δημιουργίες της α’ μεταπολεμικής γενιάς και ιδιαίτερα από τον Νυχτερινό επισκέπτη του Τάσου Λειβαδίτη.

Ποίηση υπερρεαλιστική, με τη λογική να αφήνει πάντα χώρο στο συναίσθημα και να υποχωρεί μπροστά στη δύναμη της φαντασίας. Φανερός σε αρκετές περιπτώσεις και ο αυτοματισμός της γραφής, που αποτυπώνεται ανυπόκριτα στο χαρτί.

Και πόσο περισσότερη ένταση απελευθερώνεται μέσα από την ποιητική γραφή όταν η πένα του δημιουργού συνταιριάζει αβίαστα ό,τι αναβλύζει μέσα από την ψυχή του με τον παραδοσιακό ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο (σελ. 43 – α΄):

Νυχτέρεψε και σβήσανε τα χνάρια από το χιόνι,

κρώζουν βατράχια κι η αυγή να φέξει το αρνιέται

κι όσα πουλιά φτερίζουνε, στον Άδη δεν μιλάνε.

μόν’ κλαιν για τ’ αποδέλοιπα και σφίγγετ’ η καρδιά τους.

Αντιμιλούν τα ξάγναντα και κλέβουν υποσχέσεις.

Ο Γιάννης Καμπύλης, συνδυάζοντας γνώση και επιθυμία έκφρασης, πλάθει το δικό του ποιητικό σύμπαν και μας προσφέρει ποιητικό λόγο ιδιαίτερης δυναμικής με στίχους όπως:

Ακροβατούν στα κεραμίδια χιονισμένα τα χαμόγελα. (σελ. 16 – β’)

Οι νύχτες τώρα στέκουνε βουβές, ωσότου να ανθίσουν. (σελ. 17 – α’)

Τραχύς είναι ο θάνατος κι ο ύπνος του λαχτάρα. (σελ.19 – β’)

 

Σκύβοντας με προσοχή και αγάπη στο πόνημα, διαπιστώνουμε ότι η ποίηση του Γιάννη Καμπύλη δεν στερείται αγωνιστικότητας και ο ποιητής δηλώνει παρών στους κοινωνικούς αγώνες (σελ. 14 – β’),

Τραγωδίες ζούμε καθημερινά στα πεζοδρόμια.

και ιδιαίτερα στους αγώνες για δημοκρατία και ελευθερία (σελ. 24 – α’)

Πεθάνανε τριακόσιοι σπάζοντας αγκυλωτούς και σβάστικες.

Όμως η υπονόμευση και οι αποτυχίες είναι κάτι που αναπόφευκτα δημιουργεί και τις εύλογες αμφιβολίες (σελ. 10 – α’)

Στις διαδηλώσεις ξενυχτάς κι ο διάβολος γλεντάει.

αλλά και την απογοήτευση (σελ. 11 – β’)

Τη σημαία της επανάστασης τη ράψανε με βρώμικα παλτά.

που τον οδηγεί σε πικρές διαπιστώσεις, όπως (σελ. 28 – β’):

Ποιος ενδιαφέρεται για τις ζωές των άλλων!

Ωστόσο, δεν παύει να πιστεύει στην αξία της θυσίας (σελ. 45 – α’)

Θα ξαναζήσουν οι νεκροί, για ν’ απλωθεί ειρήνη.

αλλά και στη δύναμη του ανθρώπου να αλλάξει τον κόσμο (σελ. 47 – α’)

Φωτίζουν οι τρελοί της μοναξιάς τα μονοπάτια.

 

Η ποίηση του Γιάννη Καμπύλη είναι πολιτική και δεν διστάζει να κατονομάσει τους υπεύθυνους της ένδειας αξιών, που δεν είναι άλλοι από τους ευφραδείς λαοπλάνους άρχοντες που

Πουλάνε τις ζωές, όσο και τη φτηνή πραμάτεια τους. και

Πίσω από την ανωνυμία τους κρύβουν τη διαφθορά και το συμφέρον.

όπως επισημαίνει ο ποιητής (σελ. 30 – α’ και 33 – α’), που αισθάνεται τη βεβαιότητα της επικράτησης του δίκιου (σελ. 62 – α’)

Οι αλυσίδες των νεκρών σαν κεραυνοί θα πέσουν.

αφού για τις θυσίες τους ως τώρα (σελ. 27 – β’)

Οι ήρωες δεν άκουσαν ποτέ τους μια συγγνώμη.

Και αν από το πλαίσιο αφαιρέσουμε τη μεταφυσική αγωνία, τότε, διαβάζοντας τον στίχο του ποιητή (σελ. 35 – α’)

Τους φονιάδες δεν τους βλέπουν οι νεκροί.

μπορούμε να αντιληφθούμε εύκολα το χρέος των ζωντανών.

 

Σημαντικές είναι οι φωνές που έρχονται από το παρελθόν (σελ.44 – β’)

Τις κρύες νύχτες τις ζεσταίνουν άηχες φωνές.

Σημαντικός όμως είναι και ο ρόλος των ονείρων όχι μόνο με τη μορφή της αναγκαίας αναζήτησης (σελ. 51 – α’),

Δεν ζω, αν δεν μαζέψω τα νεκρά μου όνειρα.

αλλά κυρίως ως στοιχείου που όσο κι αν εγκυμονεί τον φόβο (σελ. 25 – α’),

Πεθαίνουνε τα όνειρα στ’ αστέρια τραγουδώντας.

άλλο τόσο η ύπαρξή τους αποτελεί αιτία ζωής για τον ποιητή (σελ. 13 – α’),

Πότε το όνειρο θα πάψει να ’ναι μύθος!

μέχρι να φτάσει μέσα απ’ αυτά, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στην επιθυμητή λύτρωση (σελ. 61 – β’).

Μια απεργία των ονείρων θα με σώσει τελικά.

 

Και αν το ποιητικό έργο μάς προϊδεάζει ήδη από το εξώφυλλο με το ζωγραφικό έργο «Φοβάμαι» της Σταματίας Καππέ, η εμπειρία της ζωής οδηγεί τον ποιητή στην αποκάλυψη της προσωπικής του αίσθησης για το άφευκτο κλείσιμο του κύκλου, για την κοινή μοίρα των ανθρώπων, τον θάνατο (σελ. 36 – α’):

Για να τον δαμάσεις, πρέπει να τον κάνεις φίλο.

Γι’ αυτό, για όσο υπάρχουμε, η αισιοδοξία δεν παύει να είναι απαραίτητο συστατικό της ζωής μας και μ’ αυτή πορευόμαστε σε κάθε μας ξύπνημα. Γιατί, όπως πιστεύει ο ποιητής (σελ. 53 – α’):

Αργεί, μα θα ροδίσ’ η μέρα.

 

Συνολικά, πρόκειται για μια συμπαγή σύγχρονη ποιητική δημιουργία όπου ο ποιητής, ως παρατηρητής, συμμέτοχος και στοχαστής ταυτόχρονα, μελετά και απεικονίζει την πραγματικότητα και τη συσχετίζει με τον ψυχικό του κόσμο –επί της ουσίας ως μέρος του όλου–, δηλώνοντας απερίφραστα και τη στάση του και τους προβληματισμούς του και αντιπαραθέτοντας τη διαπεραστική αλήθεια του λόγου απέναντι στη μασκοφόρο «πολιτική ορθότητα» της ψευδολάγνας κοινωνίας μας.

 

Δημήτρης Φιλελές

 

Λίγα λόγια τον ποιητή:


Ο Γιάννης Καμπύλης γεννήθηκε το 1954 στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Πέραμα. Τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο και κατέχει πτυχίο εργοδηγού ψυκτικού. Εργάστηκε ως δημοτικός και ιδιωτικός υπάλληλος και στη συνέχεια δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο. Έλαβε μέρος σε θεατρικά ερασιτεχνικά σχήματα και ασχολήθηκε ως βοηθητικός ηθοποιός, με συμμετοχική παρουσία του σε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες και τηλεοπτικές σειρές. Ασχολείται με τη συγγραφή από τα εφηβικά του χρόνια και ιδιαίτερα κατατρίβεται με την ποίηση και την πεζογραφία. Δείγματα του έργου του έχουν δημοσιευθεί κατά καιρούς στον τοπικό τύπο, καθώς επίσης και στα περιοδικά «Κελαινώ» και «Δευκαλίων ο Θεσσαλός».  Είναι μέλος της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και Καλλιτεχνών. Το 2010 πήρε το τρίτο βραβείο διηγήματος του 10ου λογοτεχνικού διαγωνισμού (με το διήγημα “Η μάσκα της Αλκμήνης”) και το 2012 το πρώτο βραβείο ποίησης του 12ου λογοτεχνικού διαγωνισμού (με το ποίημα “Ταγκό θανάτου”) της Εταιρείας Τεχνών, Επιστήμης και Πολιτισμού Κερατσινίου. Οι «πέντε νυχτερινοί ταξιδιώτες ζητάνε εξιλέωση» είναι το πρώτο του ολοκληρωμένο ποιητικό έργο.


Πηγή πρώτης δημοσίευσης: ο ποιητής ως παρατηρητής, συμμέτοχος και στοχαστής