ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2025

Κοσμάς Ηλιάδης - Ο φίλος μου


Ο φίλος μου

Ο Βασίλης, ένα τρίχρονο αδύνατο αγοράκι, κλαίει με λυγμούς. Έχει το αριστερό του χέρι κρεμασμένο με ιμάντα από τον λαιμό. Μάταια η μητέρα του προσπαθεί να τον ηρεμήσει.

«Θα σου πάρω πίτα».

«Δεν θέλω πίτα, θέλω παγωτό!»

«Θα σου πάρω παγωτό».

«Θέλω πίτα και παγωτό!»

«Θα σου πάρω πίτα και παγωτό».

«Πονάω, πονάω πολύ, πάμε να φύγουμε!»

«Θα ζητήσω από τη νοσοκόμα λίγο ντεπόν».

«Δεν θέλω, πάμε να φύγουμε!»

«Κάνε λίγη υπομονή, κοντεύει η σειρά μας».

«Δεν μπορώ, εσύ να κάνεις υπομονή, που μ’ έφερες εδώ!»

Η κατάσταση εκτραχύνεται, ψάχνω τρόπο να επέμβω, να τη διορθώσω. Κάποιο τρόπο να τον αποπροσανατολίσω από το πρόβλημά του. 

«Τι ωραία είναι τα παπούτσια σου, Βασίλη. Έχουν και χρατς, είναι πολύ  καλά και καινούργια».

Ξεχνιέται ο Βασίλης, χαμογελάει. Πατάει τα παπούτσια του με δύναμη, αυτά φωσφορίζουν.

«Δεν ήξερα, Βασίλη, πως φωτίζουν. Είναι ωραία για τη νύχτα, να σε βλέπουν και να σε καμαρώνουν οι δικοί σου, να σε ζηλεύουν τα άλλα παιδάκια, που δεν έχουν τέτοια ωραία παπούτσια».

Ο Βασίλης βρίσκεται αλλού, αποπροσανατολίστηκε, χαμογελάει με συγκατάβαση. Συνεχίζω την κουβέντα, μην επανέλθει ο μικρός στο κλάμα.

«Τι ωραία μπλούζα έχεις, Βασίλη! Τι ωραίες εικόνες με αγωνιστικά αυτοκίνητα!»

Χαίρεται ο Βασίλης, καμαρώνει τα ωραία αγωνιστικά του αυτοκίνητά.

Συνεχίζω να έχω τον έλεγχο των σκέψεων του με το λόγια που του απευθύνω.

«Πως έγινε, Βασίλη; Πώς χτύπησες;»

«Ένα κακό παιδί, ο γείτονας μου ο Χρήστος, με έσπρωξε στην παιδική χαρά, που παίζαμε ήσυχα».

Σκέφτηκα στην αρχή μέσα μου: «Α το παλιόπαιδο, να τον μαλώσεις».

Το ξανασκέφτηκα και του λέω:

«Βασίλη, να του πεις ότι αυτό που έκανε δεν ήταν σωστό. Να μην το ξανακάνει».

«Πήγε η μάνα μου και παραπονέθηκε στη δική του μάνα».

«Κατά κάποιο τρόπο λύθηκε το θέμα. Έχεις αδελφό, αδελφή;»

«Έχω μια αδελφή».

«Μεγαλύτερη, μικρότερη;»

«Μεγαλύτερη».

«Πόσων χρόνων είναι;»

Η μητέρα του τού ψιθυρίζει στο αυτί: «Εννιά».

Επαναλαμβάνει ο Βασίλης:

«Εννιά».

«Σε διαβάζει παραμύθια;»

«Η μαμά μου μού διαβάζει και μου λέει απέξω πολλά παραμύθια».

«Μπράβο, Βασίλη! Ξέρεις πολλά παραμύθια. Όταν μεγαλώσεις, θα λες στα παιδιά σου σαν παραμύθι πώς έσπασες το χέρι σου. Πηγαίνεις στη θάλασσα, Βασίλη;»

«Πηγαίνω, ο μπαμπάς μου έχει βάρκα, ψαρεύουμε».

«Μπράβο, Βασίλη! Είσαι ο πρώτος!»


Ο Βασίλης φεύγει από τον πόνο, ταξιδεύει, είναι αλλού, ψαρεύει με τη βάρκα του μπαμπά. Φεύγω κι εγώ από τον πόνο του Βασίλη, είμαι κι εγώ αλλού, ταξιδεύω. Είμαι σε μια παραλία στις Πόρτες Ποτίδαιας. Βλέπω τον Βασίλη στη βάρκα με την αδελφή του, τη μαμά του· τιμονιέρης ο μπαμπάς. Τον βλέπω να ψαρεύει. Βλέπω μια παρέα δελφινιών να κάνουν παιχνίδια μαζί του. 

«Μπράβο, Βασίλη!» λέω ασυναίσθητα.

Εκείνος χαμογελάει με ικανοποίηση  ευχαριστημένος.

Τους κάλεσε η νοσοκόμα, ήταν η σειρά του να εξεταστεί. Σε δυο λεπτά βγήκαν χαρούμενοι  ο Βασίλης και η μητέρα του. Με χαιρέτησαν.

«Στο καλό, Βασίλη. Περαστικά σου» είπα ανακουφισμένος.

Μάνα και γιος με χαιρέτησαν χαμογελώντας.

Επιστρέφοντας, με τις ακτινογραφίες στο χέρι, για το σπίτι μου, στον διάδρομο  του νοσοκομείου Γεννηματά συναντάω τον Βασίλη. Έτρωγε το παγωτό του. Η μητέρα του διέκοψε το τηλεφώνημά της για να με χαιρετήσει πάλι.

Καλό καλοκαίρι, Βασίλη και μαμά!

 

Κοσμάς Ηλιάδης

αντιγραφέας εξ ιδίων

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Σε ευχαριστώ πολύ φίλες Δημήτρη. Πολύ όμορφες οι εικόνες με τις βάρκες. Όλη η δημοσίευση, καλοδιατυπωμένη, με ομορφιά και τάξη. Σε ευχαριστώ εγκάρδια. Εύχομαι να συνεχίσεις το πανάξιο δημιουργικό σου έργο, σε όλα τα επίπεδα.