«H αδιάκοπη μάχη μεταξύ των αντιθέτων»
Γράφει ο Δημήτρης Φιλελές
Ελένη Μπάλιου-Klemm: «Ιστορίες πολέμου και ειρήνης», Εκδόσεις Κύμα, 2024
«Πόλεμος πάντων μεν πατήρ ἐστι, πάντων δε βασιλεύς», ο πόλεμος είναι πατέρας και κυρίαρχος των πάντων (στη ζωή του ανθρώπου), λέει ο Ηράκλειτος και χαρακτηρίζει ως «πόλεμο» την αδιάκοπη μάχη μεταξύ των αντιθέτων, που καταλήγει στη σύνθεση και στην αρμονία και, τελικά, στην ομορφιά.
Γι’ αυτόν τον πόλεμο μας μιλά η συγγραφέας Ελένη Μπάλιου μέσα από τη νέα συλλογή διηγημάτων της, με τίτλο «Ιστορίες πολέμου και ειρήνης», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κύμα.
Ιστορίες ανθρώπινες, πλημμυρισμένες από έντονα συναισθήματα, με πρωταγωνιστές τους ανθρώπους της διπλανής πόρτας, με τη σωστή κάθε φορά δόση της τρυφερότητας αλλά και της πίκρας της καθημερινής ζωής. Μάχες σώμα με σώμα με τη σκληρή πραγματικότητα μέχρι να νικήσει η ομορφιά.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο ενότητες.
Στην πρώτη, με τίτλο Ταραγμένες ζωές σε καιρούς πολέμων, η συγγραφέας εστιάζει σε ιστορίες ανθρώπων σε δίσεκτους καιρούς, όπως τα χρόνια του εμφύλιου σπαραγμού και η μαύρη δεκαετία του διχασμού που τα ακολούθησε, αλλά και τα χρόνια της εφτάχρονης δικτατορίας. Τα περιστατικά διαδραματίζονται στην αγαπημένη της όσο και πολύπαθη λαϊκή συνοικία της Καισαριανής.
Από το πρώτο κιόλας διήγημα, τις Πρίμουλες της Άννας, συνδέοντας το παρελθόν με το παρόν, η συγγραφέας την περιγράφει με τα πιο ζωντανά χρώματα της μνήμης, αλλά και με τον φόβο ότι «θα έρθει μια μέρα που ακόμα και οι τρύπες από τα όπλα στους τοίχους της Καισαριανής δεν θα σημαίνουν τίποτα για τις νεότερες γενιές», επειδή οι εχθροί της ελευθερίας προσπαθούν «να πείσουν τα παιδιά μας πως για τη δυσχερή θέση τους φταίνε οι δικές μας αξιώσεις» μέχρι «να τα ρίξουν στο κυνήγι ενός ανύπαρκτου θησαυρού».
Ο Τζωρζ, The good παιδί, ο μετανάστης που επέστρεψε από την άλλη άκρη του Ατλαντικού με τον αέρα του αμερικάνικου ονείρου που έθαψε τα δικά του οράματα, ο φοβισμένος και συμβιβασμένος παροιμιώδης ανθρωπάκος, μόνο όταν έρχεται αντιμέτωπος με τη συντριπτική αλήθεια, αντιλαμβάνεται ότι «δεν υπάρχει τρόπος να σταματήσεις τη μνήμη του αίματος».
Το παραδεισάκι, το σπίτι της Χαρούλας της Σμυρνιάς, που αντιστάθηκε και άντεξε στα βάναυσα χτυπήματα της αντιπαροχής, με την κληματαριά που δεν έπαψε στιγμή να πρασινίζει, είναι η προσωποποίηση των παιχνιδιών που παίζει η ζωή και των συμπτώσεων που, σπάνια, μπορεί να είναι και ευχάριστες.
Καισαριανή, αγάπη μου, ποτισμένη με το αίμα και τον ιδρώτα της προσφυγιάς, με το αίμα που κυλάει βουβό και γράφει την ιστορία, σφιχτά πιασμένη στη μέγγενη της εγκατάλειψης ή του εκσυγχρονισμού, παλεύεις με όση δύναμη σου έχει απομείνει για να μη λυγίσεις.
Η κυρία Ευγενία, η τρελή μάνα του τρελού παιδιού, του Μέμου, που μια φασιστική ριπή έκοψε το νήμα της ζωής του, είναι η ζωντανή ιστορία που δίνει τη μάχη μέχρι τέλους για να μη βουλιάξει η αλήθεια στη σιωπή.
Με Τα χαμένα παιδιά ολοκληρώνεται η πρώτη ενότητα. Τα λησμονημένα παιδιά των ιδρυμάτων, παιδιά ενός κατώτερου θεού, αντικείμενα άθλιας εκμετάλλευσης, στην πονετική Καισαριανή βρίσκουν μια ζεστή αγκαλιά να στεγάσουν τη μοναξιά και την εγκατάλειψη που γνώρισαν από τη στιγμή που ήρθαν στον κόσμο. Για λίγο όμως. Γιατί όταν οι προστάτες τους φεύγουν από τη ζωή, οι μάσκες πέφτουν και οι νόμοι κλείνουν τα μάτια και τα αυτιά στον λόγο υπέρ αδυνάτου.
Η δεύτερη ενότητα έχει τίτλο Ταραγμένες ψυχές σε καιρούς ειρήνης.
Το νυχτοπούλι και η γυναίκα συνταιριάζουν το φανταστικό με το πραγματικό και, όπως συμβαίνει στη λαϊκή μας παράδοση, το πουλί με ανθρώπινη φωνή διατυπώνει την πικρή αλήθεια για τους ανθρώπους: «Όταν δεν θα ’χει απομείνει τίποτα να καταστρέψουν, θα στραφούν στους εαυτούς τους. Και μόνο τότε θα καταλάβουν ότι οι κήποι της ευτυχίας δεν φυτρώνουν από μόνοι τους. Και για να συνεχίσουν να ζουν, πρέπει να μάθουν να καλλιεργούν, να ξεχορταριάζουν, να φυτεύουν».
Συγκλονίζει η Σούλα, η ιστορία της ζωής και του αναπάντεχου τέλους του Τάσου, ενός ανθρώπου που τόλμησε να σπάσει τους φραγμούς του καθωσπρεπισμού, πληρώνοντας το βαρύ τίμημα μιας ξέφρενης πορείας σε μια κοινωνία που αποδέχεται μόνο τις υπόγειες συναλλαγές και όχι την εντιμότητα και τις καθαρές εξηγήσεις.
Παράξενος άνθρωπος ο Αντώνης που μιλάει με τα ζώα και απεχθάνεται τη συζήτηση με τους ανθρώπους. Και ακόμα πιο παράξενη Η ταράτσα του Αντώνη, όπου φιλοξενούνται παράξενα κατοικίδια ζώα. Είναι παράταιρος και απόβλητος, είναι ακατανόητος και από άποψη μοναχικός, είναι ο εύκολος στόχος μιας ανάλγητης συντηρητικής κοινωνίας που τρομάζει και ασυλλόγιστα καταγγέλλει καθετί διαφορετικό. Αλλά κι εκείνος, ψύχραιμος και ανυποχώρητος, δίνει έξω απ’ τα δόντια τη δική του αποστομωτική απάντηση: «Πουτάνες, καριόλες, σιχάματα τη φύσης, που κάνετε τους φιλάνθρωπους για να πάρετε άφεση αμαρτιών. Κωθώνια, σκατάνθρωποι, γουρούνια, δεν αφήνετε έναν άνθρωπο στην ησυχία του».
Για να πάρει τη σκυτάλη της πικρής ειρωνείας Το φυλαχτό της Γκόλφως, η οποία κατάλαβε τα σημάδια του ονείρου και «πως το κακό έρχεται απ’ τη θάλασσα κι όσο αθώο κι αν φαίνεται, αθώο δεν είναι» και αποφάσισε με βεβαιότητα να διαμαρτυρηθεί για τη βρώμα στον καταυλισμό των ξένων. Κι αν τελικά την κατάπιε η θάλασσα, έμεινε πίσω η ανιψιά της, που κι αυτή δεν αντέχει να ακούει για καταυλισμούς, ναυάγια και πνιγμένους, για να γράψει την ιστορία της ευσεβούς θείας της.
Ελένη Μπάλιου-Klemm
Από τη ζωή μας όμως δεν μπορεί να απουσιάζει ούτε το χιούμορ ούτε η αίσθηση της πραγματικότητας. Αυτά τα δυο αναμειγνύονται στη σωστή δοσολογία στο διήγημα Ένεκα η παράδοσις με πρωταγωνιστή τον Νώντα και τις λαϊκές ατάκες του, όπως: «Βγες έξω να δοκιμάσεις λίγη χυλόπιτα και ίσως τότε μάθεις κάτι για το ασθενές φύλο, να ’ούμε» και «Ο άνθρωπος είναι σαν τα μηχανάκια. Τα δουλεύεις, ζουν. Δεν τα δουλεύεις, σαραβαλιάζουν».
Ο βράχος που χάθηκε, είναι μια πρωτότυπη ιστορία περιπλάνησης ή και παραπλάνησης που μας ταξιδεύει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Κρατώ μια φράση που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση: «Δώσε σημασία στ’ αυτιά σου. Υπάρχουν πράγματα που ακούς και παραμερίζεις. Όλοι το κάνουμε αυτό. Γιατί αν συγκρατούσαμε όλα όσα ακούμε, θα είχαμε τρελαθεί».
Ένα Ραντεβού στη Βιέννη μπορεί να γίνει το άπιαστο όνειρο, επειδή η αναβλητικότητα δεν αφήνει τους περισσότερους ανθρώπους ούτε να εκτιμήσουν σωστά τις καταστάσεις ούτε και να ζήσουν το σήμερα δίχως αύριο. Κι όταν η ζωή, που έχει πάντα τον τελευταίο λόγο, έρχεται την πιο απρόσμενη στιγμή να σκορπίσει σε συντρίμμια το όνειρο, η μεγαλύτερη επιθυμία μεταμορφώνεται σε ανάμνηση που μας στοιχειώνει για πάντα.
Είναι όμως η ίδια η ζωή με τις σατανικές συμπτώσεις της που ενώνει εξίσου απροσδόκητα τους ανθρώπους που «δεν βρήκανε το θάρρος να ξεκολλήσουν από τη ντροπή της φιλίας και να ομολογήσουν τα αισθήματά τους». Αυτό συνέβη Κάποια ζωή, κάποια Χριστούγεννα στην Ελένη και τον Στέφανο, που τελικά περπάτησαν μαζί «μέχρι το σπίτι του και μετά μέχρι τον ουρανό!»
Ένα ταξίδι τελειώνει τη στιγμή που ένα άλλο ταξίδι αρχίζει. Με Ωτοστόπ «το ταξίδι μπορεί να είναι μεγάλο ή μικρό. Δεν ξέρεις πόσο θα κρατήσει ούτε αυτό ούτε η διαδρομή με τον ευγενικό οδηγό». Όλα και όλοι κινούνται σε μια ατέρμονη λωρίδα που χάνεται τόσο στον παρελθόν όσο και στο μέλλον. Κι εσύ «κουβαλάς στον ώμο ένα σακίδιο που φαίνεται να περιέχει όλη τη ζωή σου. Στην πραγματικότητα είναι γεμάτο σκουπίδια. Άχρηστα πράγματα που φυλάς για λόγους συναισθηματικούς. Και είναι ό,τι έχεις και δεν έχεις».
Με αφήγηση άλλοτε τριτοπρόσωπη ρέουσα και άλλοτε πρωτοπρόσωπη ζωηρή, με διαλόγους έντονους και αληθινούς, με διαπεραστικές αλήθειες και εικόνες ολοζώντανες, η Ελένη Μπάλιου μας παρασύρει στον κόσμο της γραφής της, όπου το βίωμα και η μυθοπλασία συγχωνεύονται αξεχώριστα και μας προσφέρουν την τέρψη όχι μόνο της ανάγνωσης αλλά και της γνώσης, ώστε να βρούμε τον τρόπο και τον δρόμο, μέσα από διαδρομές δαιδαλώδεις και δύσβατες, να φτάσουμε στην ποθητή ομορφιά.
Πηγή πρώτης δημοσίευσης: Η αδιάκοπη μάχη των αντιθέτων
2 σχόλια:
Αντιλαμβάνομαι πως πρόκειται για ιστορίες απέραντα ανθρώπινες. Με ενσυναίσθηση και ευαισθησία. Εύχομαι να έχει μια καλή πορεία, το βιβλίο. Είναι απαραίτητο να ευαισθητοποιούνται οι συνάνθρωποι.....
Σ' ευχαριστώ πολύ Δημήτρη για την υπέροχη κριτική σου. Ευχαριστώ domenica regkou
Δημοσίευση σχολίου